Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Το ποίημα της Χιονάτης

 


Μαμά;
Θα με σκεπάσεις απόψε που πέθανες;
Φοβάμαι να κοιμηθώ
Ένας δράκος με μεγάλα λερωμένα δόντια με κυνηγά
η ουρά του διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του:
σπίτια
γιορτές
ταξίδια
αγκαλιές
Τα τεράστια μάτια του με πίνουν και δεν χορταίνουν
- νομίζω θα πνίξουν μέσα τους και τον ήλιο
και τα πουλιά
και τα σύννεφα
 
Θα με φιλήσεις μαμά;
Θα μαραθώ χωρίς την υγρασία των φιλιών σου
τα χέρια μου θα πέσουν
θα κοπούν
θα λυγίσει ο κορμός μου
κι ύστερα ανήμπορος να σηκωθώ
θα κείτομαι στο κρεβάτι μου
μυρμήγκια, σαύρες, ονίσκοι κι εφιάλτες
θα γαργαλάνε την ψυχή μου
και θα της κόβουν μικρά αόρατα σχεδόν κομμάτια
μέχρι ολωσδιόλου να εξαφανιστώ

Θα με φιλήσεις;
Η ανάσα σου πάντα με νανούριζε
Μύριζε γιασεμιά
κι αεράκι θαλασσινό
και γλυκό συκαλάκι με αμύγδαλο καρφωμένο στη σάρκα του
και γαρύφαλλο
κι ο ιδρώτας του κορμιού σου ήταν το μαγικό φίλτρο
που με προστάτευε από τις μάγισσες
κι από όσα με λερώνουν κάθε μέρα
και σκούπιζες εντός μου τις γωνίες που μαζεύονταν
τα πεσμένα φύλλα
οι πεσμένες λέξεις
τα πεσμένα σχέδια
οι πεσμένοι άνθρωποι που αγάπησα

Γιατί δεν μιλάς τώρα που πέθανες;
Δεν θα μου πεις καληνύχτα;
Κι είναι μεγάλη η νύχτα στο εξής
κι εγώ ξαγρυπνώ
κι η ουρά μου διαλύει τα πάντα στο πέρασμά μου
και καταπίνω (χωρίς να χορταίνω) αγκαλιές
και καίω τα χέρια μου σε μεγάλες φωτιές
που δεν με ζεσταίνουν
- κρυώνω μαμά
κι η ανάσα μου μυρίζει σαπισμένα φύλλα
και νεκροί βάτραχοι

Μαμά.
Θα σε σκεπάσω εγώ απόψε που πέθανες
Με χώμα
Μια μέρα θα φυτρώσει μια συκιά
στο αιώνιο κρεβάτι σου
κι εγώ θα κοιμάμαι στον ίσκιο της
κι όταν ξυπνώ θα κόβω τους καρπούς της
και θα τους τρώω
και θα 'χουν στη σάρκα τους καρφωμένο ένα αμύγδαλο
και γαρύφαλλο

***
ο πίνακας είναι του Paul Delvaux