Ένα απλωμένο σάβανο πάνω σ' ετούτη την άνοιξη, και σε αυτή την άνοιξη - με τον τρόπο του Άρη Μαραγκόπουλου. Κι εμείς ανεβαίνουμε στην Παναγιά των Βράχων, στην εμπασιά της Νεμέας, μια Παναγιά σκαρφαλωμένη στο Πολυφέγγος. Μεγάλη Δευτέρα. Ένα όρνιο αρπάζει ένα αρνί. Μια μάνα κρατάει το παιδί της αγκαλιά δίπλα σε μια κολυμπήθρα, ένα κανάτι, φτερωτοί άνδρες, αντίρροπες σκέψεις, άσχημη πόλη η Νεμέα, άσχημη μέρα η σημερινή, σαβανωμένη Άνοιξη κι η ομορφιά των βυζαντινών μορφών κι οι κουτσουπιές και τα κίτρινα λιβάδια κι οι ανθισμένες πορτοκαλιές κι η εκδρομή όχι στον τόπο - στους χρόνους εκδρομή...
***
Επιλέγουμε τα τελευταία χρόνια για Επιτάφιο ένα μοναστήρι μετά το Λουτράκι, στο δρόμο της Περαχώρας. Αυτό το λέω, για το δρόμο εννοώ, γιατί όταν ήμασταν μικροί λέγαμε μια φράση πως ένας δρόμος ήταν τόσο κακός και γεμάτος στροφές "σαν το δρόμο της Περαχώρας". Ήθελα κάπως να πω γι' αυτή την παιδική μας ιδιόλεκτο. Έκτοτε μεγαλώσαμε βέβαια, κι οι δρόμοι μας πήγαν πολύ πιο μακριά από την Περαχώρα κι ίσως καταλάβαμε πως υπάρχουν χειρότεροι και πιο κακοτράχαλοι δρόμοι από αυτόν, κυρίως της ζωής. Νομίζω πως από 'κει πάνω συνειδητοποιείς πιο εύκολα πως η ποίηση της απώλειας, ο μελωδικός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής συντονίζεται κάπως με την ομορφιά της ανοιξιάτικης μέρας που τελειώνει με μια κατάφαση. Μπορείς απλά να αποδέχεσαι τη φυσικότητα του τέλους γαληνεμένος από όσα αποκαλύπτει ένα απόγευμα που το σβήνει η γομολάστιχα του χρόνου. Σκεφτόμουν πώς θα προτιμούσα το χριστιανισμό, αν με αφορούσε κάπως η μεταφυσική αγωνία. Αυστηρό ή ανεκτικό; Η αυστηρότητα θα απαιτούσε το δύσκολο δρόμο της αγάπης, δεν είναι διόλου εύκολο να αγαπάς, να συγχωρείς, δεν είναι απλό πράγμα η σεμνότητα. Δεν χωράει αυτάρεσκους ταυραμπάδες και υποκριτές με μεγαλόσταυρους, δεν χωράει κενά βλέμματα που μουρμουρίζουν εγκώμια χωρίς ποτέ να προσπάθησαν να καταλάβουν. Ή ένα χριστιανισμό ήπιο κι ανεκτικό, σχεδόν ευρύχωρο που να υπομένει τη λατρευτική συνήθεια των κατ' έθος πιστών, το ταυτόχρονο ήχο της καμπάνας και των νομισμάτων του παγκαριού, την ψευτιά της σωτηρίας της ψυχής κι εντέλει να ακυρώνει την ίδια την ελπίδα της σωτηρίας; Δεν ξέρω αν υπάρχουν ταυτόχρονα αυστηρές και γελαστές θρησκείες. Πάντως για τους πιστούς τους οι θρησκείες είναι λιγότερο σημαντικές, από ό,τι για τους άπιστους ή τους άθεους. Εύκολα δέχεσαι κάτι φέρνοντάς το στα μέτρα σου.
Αντιμετωπίζω τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής με την ίδια συγκίνηση που ακούω τα κοτσύφια να κελαηδούν στις γωνιές της Άνοιξης.
***
Σήμερα το απόγευμα κάπως χάθηκα στο κελάηδισμα των κοτσυφιών. Φαντάστηκα πως τα πουλιά μπορεί να είναι ήχοι φτερωτοί και μόνο. Χωρίς σώμα, χωρίς υλική παρουσία. Τα έγχορδα της μέσα φύσης των πραγμάτων. Σαν ρωγμές της ανυπαρξίας.
Ύστερα νύχτωσε και οι ρωγμές έκλεισαν. Κι εγώ προσποιήθηκα πως δεν τις διέκρινα...
***
Και σβήνει σιγά-σιγά το φως. Ξεφλουδίζει η μέρα της Ανάστασης. Κι ακούγεται στο τραπέζι η φωνή της Μοσχολιού να περιγράφει ακριβώς αυτή τη σταδιακή συσκότιση. Άλλο ένα Πάσχα οικογενειακό τελειώνει. Έχουμε μείνει πιο λίγοι. Κάποιοι παίζουν σκάκι, κάποιοι ερωτοτροπούν, κάποιοι ταξιδεύουν στους άγνωστους λαβύρινθους των μυστικών αναμνήσεων, κάποιοι συζητούν. Η μεγάλη καρυδιά φέτος δεν μας σκέπασε με τα φύλλα της, γριά και σακατεμένη απ' το έντομο στέκει ακίνητη στο πλάι, με χέρια ικετευτικά προς τον ουρανό. Μόνο απλώσαμε κάτι μεγάλα λιόπανα, τα δέσαμε με σκοινιά στα γύρω δέντρα και φτιάξαμε το σκίαστρο του μεσημεριού μας. Όπως τα φυσάει το αεράκι του απογεύματος, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν να ανασαίνει το ανείπωτο. Σαν κύματα μιας αόρατης φουρτούνας. Ξαπλώνω στα χόρτα και κοιτώ ψηλά - όπως έκανα παιδί. Κι ύστερα τελειώνει το τραγούδι του Ξαρχάκου. Ή συνεχίζεται ακόμη μέσα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου