Την ιστορία αυτή την ακούσαμε μια
μέρα στο καφενείο, στην πλατεία του χωριού. Μας την είπε ο μπάρμπα – Άρης και
τη συμπλήρωσαν από τα διπλανά τραπέζια σε κάτι ασήμαντες λεπτομέρειές της οι υπόλοιποι
γέροντες. Θα προσπαθήσω από μνήμης να τη γράψω εδώ, αποφεύγοντας όλα αυτά τα
τεχνάσματα της γραφής, τις αποσιωπήσεις, τους συμβολισμούς και τις ανατροπές.
Γεγονός είναι ωστόσο πως αυτή η εξιστόρηση μας αναστάτωσε όλους, τόσο αυτούς που
την αφηγήθηκαν, όσο κι εμάς που την ακούσαμε. Το χρόνο που ακολούθησε οι
περισσότεροι προτίμησαν να την ξεχάσουν και κανείς πάλι δεν έκανε κουβέντα γι’
αυτήν.
Τα παλιά χρόνια ζούσε στα μέρη μας
ένας ξακουστός παραμυθάς, οι ιστορίες του είχαν ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, αυτές
άκουγαν με μάτια γεμάτα ελπίδα οι αγρότες και γεμάτα τρόμο οι βασιλιάδες. Στις βιβλιοθήκες τις μελετούσαν οι
γραμματιζούμενοι κι έγραφαν βιβλία γι’ αυτές, κάποιος μια μέρα ανακοίνωσε πως ο
πραγματικός κόσμος δεν είναι αυτός που ζούμε, αλλά αυτός που ζει και πεθαίνει
στα παραμύθια. Μια μέρα ο παραμυθάς πήγε στο γιατρό και του παραπονέθηκε πως
τον πονούσε η κοιλιά του, πως ένιωθε να φουσκώνει χωρίς να έχει έχει φάει πολύ,
πως αυτή η δυσάρεστη αίσθηση δεν τον άφηνε σχεδόν να αναπνεύσει. Ο γιατρός του
είπε πως στην ηλικία του θα έπρεπε να προσέχει πιο πολύ τη διατροφή του, να
ξεκουράζεται και να κοιμάται πολύ. Ο γέρος παραμυθάς γύρισε στο σπίτι του,
ξάπλωσε στο κρεβάτι του, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Οι μέρες
περνούσαν και κανείς δεν τον είδε να βγαίνει από εκεί. Μόνο που μια μέρα ένας μεγάλος
κρότος ξύπνησε τους χωριανούς κι ένας σεισμός τους σήκωσε απ’ τις καρέκλες και
τα κρεβάτια τους. Βγαίνοντας έξω αναστατωμένοι είδαν το σπίτι του παραμυθά γκρεμισμένο κι ένα
μικρό παράξενο βουνό στη θέση του, σαν πυκνό μαύρο σύννεφο. Κάποιοι πρόσεξαν
πως όλο αυτό το σκοτεινό και απειλητικό σύννεφο δεν ήταν παρά ο παραμυθάς, ή
μάλλον η κοιλιά του. Την αρχική έκπληξη θα την είχε διαδεχθεί η αδιαφορία,
γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν και στα πιο παράξενα πράγματα που δεν τους απειλούν,
αν δεν συνέχιζε να μεγαλώνει η κοιλιά του παραμυθά μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη
νύχτα. Σύντομα πέρασε τα σύνορα του κτήματός του, γκρέμισε τα διπλανά σπίτια,
κατέλαβε όλο το χωριό και συνέχιζε να μεγαλώνει. Η πεδιάδα που ζούσαμε ήταν πια
για τους περιηγητές ένας μικρός λόφος και καθώς περνούσαν τα χρόνια η κοιλιά
του παραμυθά έγινε το μεγάλο μας βουνό και τότε σταμάτησε να μεγαλώνει. Δέντρα
φύτρωσαν πάνω της και πουλιά σταθήκαν στα κλαδιά τους και τα χιόνια που έλιωναν
στην κορυφή της έφτιαξαν ποτάμια που κατέβαιναν απ’ τις κοιλάδες της, ώσπου κάποια στιγμή ξαναχτίσαμε το χωριό μας.
Όλα θα είχαν ξεχαστεί, γιατί συνηθίζουμε
και στα πιο παράξενα πράγματα, όμως ένα βράδυ έγινε κάτι που θα θυμούνται πάντα
οι άνθρωποι: η κοιλιά του παραμυθά έσκασε και από μέσα της βγήκαν δράκοι και ληστές κι έσφαξαν κι έκλεψαν τα ζωντανά μας και πήραν τις κόρες μας μακρυά, και τέρατα παράξενα, ψάρια με φτερά, κι άλογα σαρκοβόρα και πουλιά με σιδερένια ράμφη και γυάλινες κραυγές μας κυνηγούσαν σε βουνά και σε λαγκάδια να μας φάνε. Γλίτωσαν από εμάς μονάχα όσοι κατάφεραν και κρύφτηκαν στις σπηλιές. Μέρες μετά ξαναγυρίσαμε στο ρημαγμένο τόπο μας και ξαναχτίσαμε τα σπίτια και το βιος μας.
Δεν ξαναφήσαμε έκτοτε να μείνει παραμυθάς στον τόπο μας, γιατί όσα κρύβει το μυαλό του παραμυθά τα φανερώνει η κοιλιά του.
***
ο πίνακας είναι του Antonio M. Ruiz ("El Corcito")
Δεν ξαναφήσαμε έκτοτε να μείνει παραμυθάς στον τόπο μας, γιατί όσα κρύβει το μυαλό του παραμυθά τα φανερώνει η κοιλιά του.
***
ο πίνακας είναι του Antonio M. Ruiz ("El Corcito")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου