Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι του ζητιάνου







Μια μέρα ήρθε στην πόλη μας ένας ζητιάνος και κάθισε φαρδύς-πλατύς στα σκαλιά του ναού. Οι ζητιάνοι ξέρουν καλά πως δεν θα τους βοηθήσει κανένας θεός, μόνο αυτοί που ζητάνε τη βοήθεια του θεού θα τους βοηθήσουν. Είχε μέρα και νύχτα απλωμένο το χέρι του και την παλάμη του ανοιχτή στρέφοντάς τη σε όποιον περνούσε. Κάποιοι του έδιναν χρήματα, όμως εκείνος έδειχνε να αδιαφορεί που γέμισε η χούφτα του στην αρχή, κι ύστερα ξεχείλισε. Οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά, ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι θέλεις επιτέλους άνθρωπέ μου;» 
"Δεν θέλω να πάρω" απάντησε ο ζητιάνος. "Τι έχεις να δώσεις;" τον ρώτησε με χλευασμό ο άνθρωπος του θεού. "Το χέρι μου" του είπε ο ζητιάνος και πήρε ένα τσεκούρι, έκοψε το χέρι του και του το έδωσε.

Την επόμενη μέρα ο ζητιάνος κάθισε στην ίδια θέση κι άρχισε να τραγουδάει. Οι πιστοί σιγά-σιγά του έδιναν πάλι τη βοήθειά τους, ακόμη πιο φιλεύσπλαχνα, αφού η μουσική πάντα μαλακώνει τους ανθρώπους. Και πάλι εκείνος όμως δεν έδινε σημασία, και τα κέρματα έγιναν ένα μικρό βουνό στο πλάι του. Οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά, ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι θέλεις επιτέλους άνθρωπέ μου;» 
«Δεν θέλω να πάρω», απάντησε ο ζητιάνος. «Τι έχεις να δώσεις;» τον ρώτησε με χλευασμό ο άνθρωπος του θεού. «Τη φωνή μου» του είπε ο ζητιάνος και πήρε ένα τσεκούρι, έκοψε τη γλώσσα του και του την έδωσε. 

Την επόμενη μέρα ο ζητιάνος κάθισε στην ίδια θέση. Δεν μιλούσε, δεν άπλωνε το χέρι του, μόνο κοιτούσε τους περαστικούς. Και οι πιστοί του έδιναν τη βοήθειά τους, γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τα μάτια που τους κοιτούν. Όπως και τις άλλες φορές ο ζητιάνος δεν έδινε σημασία στα χρήματα και τις προσφορές κι οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά. Ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι άλλο έχεις επιτέλους να δώσεις άνθρωπέ μου;» 
Και τότε σηκώθηκε ο ζητιάνος, πήρε ένα τσεκούρι και του ‘κοψε το κεφάλι. 

Την επόμενη μέρα η θέση του ζητιάνου ήταν άδεια, ούτε τον ξαναείδαμε ποτέ.

***
ο πίνακας είναι του Πάβλου Χαμπίδη

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δε νομιζω πως πρεπει να σχολιαζω γιατι γινομαι κοινοτυπη πλεον ειθε να νοιωσουν ολοι το νοημα αυτου του αφηγηματος. Υπεροχος οπως παντα
Μαρια

Γιώργος Κατσαμάκης είπε...

Ευχαριστώ πολύ Μαρία!