Ένας συγγραφέας ζούσε σε ένα καλύβι μιας πόλης που είχε φανταστεί κάποτε σε ένα βιβλίο του. Μια μέρα είδε να περνά έξω απ' το σπίτι του η κόρη του βασιλιά. Τα μαλλιά της ήταν άνθη μυγδαλιάς που τα παίρνει ο άνεμος μαζί του περνώντας, τρόπαια της αδυσώπητης σαγήνης του. Το περπάτημά της ήταν λέξεις που τρέχουν στο χαρτί, ατίθασες, αδιάφορες που τις κοιτάς με πάθος που σε κατακλύζει και λέξεις δεν μπορείς να πεις να τις φωνάξεις να τους πεις "εδώ είμαι, εγώ σας είπα, δικές μου είστε", γιατί οι λέξεις που στείλαμε στον πόλεμο σκοτώθηκαν όλες κι ήταν παιδιά μας όμορφα και τώρα ορφανέψαμε από κληρονόμους.
Κι ο συγγραφέας ερωτεύτηκε ευθύς την πριγκιποπούλα κι άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε από μέσα του ένα υπέροχο λουλούδι με χιλιάδες χρώματα κι υπερκόσμια λάμψη και της το χάρισε. Και το κορίτσι του χαμογέλασε κι εκείνος την έκανε δικιά του. Κι ο βασιλιάς πολύ θύμωσε που η κόρη του αγάπησε έναν παρακατιανό γραφιά και τον εξόρισε από το βασίλειο, μακρυά να ζήσει και σε αυτό ποτέ να μην ξαναγυρίσει.
Έκτοτε ο συγγραφέας ζει μονάχος του έξω από τις ιστορίες που έχει φανταστεί, ξένος και πρόσφυγας σαν τα λουλούδια που κόψαμε και χαρίσαμε κάποτε σ' ένα κορίτσι κ ύστερα μαράθηκαν στου ήλιου το χάδι και του έρωτα την κάψα κι ύστερα και το κορίτσι μαράθηκε γιατί πιο συχνά ο χρόνος ανάμεσα στο "μια φορά κι έναν καιρό" και στο "ζήσαν αυτοί καλά" είναι απέραντα μεγάλος και τραχύς.
Το χαρακτικό είναι του Abram Krol
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου