"Ο Κώστας Ταχτσής (1927-) έχει γράψει το "Τρίτο στεφάνι", "Τα ρέστα" και "Η γιαγιά μου η Αθηνά"...
Το οπισθόφυλλο του "Καφενείου το "Βυζάντιο" κι άλλα ποιήματα" συστήνει με τη φράση αυτή στους αναγνώστες του 1986 τον Κώστα Ταχτσή. Μοιάζει παράδοξο κάτι τέτοιο, τα τρία έργα του τον έχουν κάνει πασίγνωστο, η μεταπολιτευτική νεολαία τον έχει αγαπήσει. Αλλά το παράδοξο αυτής της αναφοράς δεν είναι στη... σύσταση. Είναι στην παρένθεση. Εξηγούμαι: δεν συνηθίζεται στα εκδοτικά πράγματα αυτή η εκκρεμότητα της τελευτής για ζώντες συγγραφείς. Το συνηθίζουμε εμείς οι μακάβριοι βιβλιοθηκάριοι στους καταλόγους των βιβλιοθηκών μας, αλλά οι εκδότες, όχι. Μοιάζει δυσοίωνη αυτή η αναφορά (1927-), σαν να πρόβλεψε το θάνατο του Ταχτσή δυο χρόνια αργότερα.
Η έκδοση αυτή είναι ποικιλότροπα παράδοξη. Ξεκινά με τον πρόλογο του Ταχτσή, στον οποίο παραδέχεται πως δεν είναι καλός ποιητής, κάτι που του έχουν πει άνθρωποι που εμπιστεύεται, και το οποίο με παρόμοιο τρόπο παραδεχόταν και στην πρώτη και δεύτερη έκδοσή τους από τον Ερμεία (1972, 1980). Η έκδοση συγκεντρώνει τις επιλογές που έχει κάνει από όσα ποιήματα κυκλοφόρησε στην αρχή της συγγραφικής του ζωής. Στην ουσία λέει "νέοι, φοιτητές κυρίως, που νόμιζαν - όχι άδικα - ότι θα ανακάλυπταν στα παλιά αυτά ποιητικά μου ψελλίσματα μερικά "κλειδιά" των κατοπινών πεζών μου κειμένων... μου έγραφαν ότι δεν έβρισκαν πουθενά αντίτυπο...". Αν όντως αυτή η έκδοση δίνει τα κλειδιά του στους νέους, φοιτητές κυρίως, νομίζω πως ο Ταχτσής στην ουσία τους παραδίδεται ανυπεράσπιστος, τους "δίνεται" νέος, ατελής, ερωτεύσιμος πάλι.
Λατρεύω τις σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου, οι οποίες συνοδεύουν σαν σχόλια κάποια από τα ποιήματα. Θα αφήσω εδώ δύο: η πρώτη αναφέρεται στο ποίημα "Κοιτάζοντας για τελευταία φορά": "μια Κυριακή πρωί, στο Μοναστηράκι, αγόρασα μια παληά χαλκογραφία, σκισμένη προφανώς από κάποιο βιβλίο. Έδειχνε το Λόρδο Βύρωνα, μόνο του, πάνω στο κατάστρωμα ενός μπρικιού... από κάτω έγραφε "my native land, goodnight!". H ιδέα της φυγής σε ξένους τόπους επειδή οι "ξένοι είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους"... ξαναγύρισε ασύνειδα σ' ένα διήγημα που 'γραψα 15 χρόνια αργότερα, το "Λίγες πένες για το Στρατό Σωτηρίας"...
Η δεύτερη αναφέρεται στο ποίημα "Ολυμπία, Καθαρή Δευτέρα": ..."Το Πάσχα του 1953 το πέρασα στο Άγιο Όρος. Εκεί γνώρισα τρεις νέους. Στον έναν απ' αυτούς, που ήταν αεροπόρος, χάρισα τα τέσσερα αυτά φέιγ-βολάντ, κυρίως επειδή ένα απ' τα ποιήματα είχε για θέμα, αν θυμάμαι καλά, έναν αεροπόρο που σκοτώνεται. Στην επιστροφή μας, μόλις φτάσαμε στην Ουρανούπολη και πηδήσαμε από το καΐκι στη στερηά, κάναμε ουρά μπροστά στο άθλιο αποχωρητήριο ενός καφενείου. Πρώτος μπήκε ο αεροπόρος. Ύστερα εγώ. Κι είδα χάμω τα φέιγ-βολάν με τα ποιήματά μου, που είχε χρησιμοποιήσει για να σκουπιστεί."
Τα "ρέστα" κάπως βρέθηκαν στο σπίτι που μεγάλωσα, βέβηλο βιβλίο για έναν έφηβο και γι' αυτό άκρως ενδιαφέρον. Θυμάμαι ακόμα τις "Λίγες πένες για το Στρατό Σωτηρίας". Την ποιητική συλλογή του Ταχτσή τον Ιανουάριο του 2021 από έναν μονόχειρα παλαιοβιβλιοπώλη στο Μοναστηράκι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου