Μια γυναίκα δίπλα μου πλέκει
Μ' ένα μικρό βελονάκιΤο χρόνο που περνά πλέκει
Τα τοπία που σωρεύονται
Στου βαγονιού το παράθυρο
Τις σκέψεις μου που γίνηκαν κουβάρι
κι όλου του κόσμου τις επιθυμίες και τις ματαιώσεις
Σιωπηλή
Χωρίς ενδιαφέρον κανένα
Για τον όμορφο νεαρό με τα κατακόκκινα χείλη
Που κάθεται απέναντι δεξιά μου
Και τα δύο κορίτσια που τον κοιτούν
- η μια φοράει ένα ασημένιο σκουλαρίκι
Στο φρύδι της που γέρνει στοργικά
Σαν τα γεφύρια στα παλιά ποτάμια
Σαν τις λέξεις στα παλιά παραμύθια
Σαν τη μέρα που κλείνει τα βλέφαρά της
Νυσταγμένη στο λίκνισμα του τραίνου
Σε κάποιο σταθμό κατεβαίνει
Βάζει το πλεκτό στην τσάντα της προσεκτικά
- όπως ίσως να έβαλε κάποτε στην κούνια του
Ένα μωρό
Και χάνεται
Για μια στιγμή ακούς το χρόνο να τρίζει
Ένα ξαφνικό κενό διασαλεύει την τάξη του κόσμου
- ή έστω υπόσχεται πως θα το κάνει
Κι ύστερα, κάπως βιαστικά,
Παίρνω τη θέση της δίπλα στο παράθυρο
Βγάζω από την τσάντα μου ένα μικρό πλεκτό
-σαν μωρό
κι αρχινάω το πλέξιμο.
***
ο πίνακας είναι της Βίκυς Γεωργιοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου