«τρι και τρι και τρι και τρι
τι γλυκειά που είναι η ζωή…»*
Τα ανοιξιάτικα απογεύματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ακροβατούν στην τεντωμένη μελαγχολία της μετάβασης: από εποχή σε εποχή, από μέρα σε νύχτα, από παιδί σε ενήλικο. Φωτίζουν με ένα υπόγειο τρόπο τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, ίσως γιατί προσθέτουν μακρόστενες σκιές στα τοπία των αποτυχιών τους. Τελοσπάντων η γραφή είναι ένα φίδι που σέρνεται στα χόρτα και τις πέτρες, άλλοτε κρύβεται και άλλοτε επιτίθεται για να αρπάξει την τροφή της: να καταβροχθίσει πραγματικότητα παραλύοντάς την με φαντασία. Από αυτούς τους «κινδύνους» με προφυλάσσει η καθημερινότητα με τις μικρές χαρές και τις μικρές λύπες της, που καμιά φορά νοιώθω πως είναι τα κουκούτσια της ύπαρξής μας.
τι γλυκειά που είναι η ζωή…»*
Τα ανοιξιάτικα απογεύματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ακροβατούν στην τεντωμένη μελαγχολία της μετάβασης: από εποχή σε εποχή, από μέρα σε νύχτα, από παιδί σε ενήλικο. Φωτίζουν με ένα υπόγειο τρόπο τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, ίσως γιατί προσθέτουν μακρόστενες σκιές στα τοπία των αποτυχιών τους. Τελοσπάντων η γραφή είναι ένα φίδι που σέρνεται στα χόρτα και τις πέτρες, άλλοτε κρύβεται και άλλοτε επιτίθεται για να αρπάξει την τροφή της: να καταβροχθίσει πραγματικότητα παραλύοντάς την με φαντασία. Από αυτούς τους «κινδύνους» με προφυλάσσει η καθημερινότητα με τις μικρές χαρές και τις μικρές λύπες της, που καμιά φορά νοιώθω πως είναι τα κουκούτσια της ύπαρξής μας.
Ξέρω ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την ευτυχία τους όταν την απέκτησαν και άλλους που με πείσμα αντιστέκονται στο θάνατο που τους σημαδεύει. Άλλους που νομίζουν πως η ζωή τους χαρίζεται και άλλους πως τους χρωστάει. Ελάχιστους που «παίρνουν τη ζωή όπως τους έρχεται»**, πολλούς που κυκλοφορούν με πινακίδα κυκλοφορίας την «ευαισθησία» τους ή τα παιδικά τους χρόνια (εγωπαθείς αηδίες αμφότερες). Ξέρω μια γυναίκα που έχασε το στήθος της, μια άλλη που επέστρεψε ένα αγέννητο παιδί στην ανυπαρξία, μια τρίτη που έχασε τη δουλειά της. Μια γριά που μεγαλώνει μόνη την εγγονή της και ένα παιδί που η ζωή το πλούτισε μονάχα με ατυχίες.
Σε αυτή τη γειτονιά, όπως σε όλο τον κόσμο νομίζω, άνθρωποι γεννιούνται και άνθρωποι πεθαίνουν. Άλλοι ευτυχούν και άλλοι τρελαίνονται. Ένοικοι εμφανίζονται καινούριοι φέρνοντας τα υπάρχοντα τους και άλλοι αποχωρούν αφήνοντας πάντα κάτι που περίσσεψε πίσω. Έτσι στα πεζοδρόμιά μας συναντούνται προς στιγμήν όσοι αποχωρούν και όσοι προσέρχονται ανταλλάσσοντας τα εισιτήρια των προσδοκιών τους.
Η κυρά Ευθυμία (σκληρή και κοφτερή στην γλώσσα, μαύρη στην ψυχή και ανακατώστρα) κάποτε ειρωνεύτηκε τον Αντώνη της Λισσαβώς που τρελάθηκε στο στρατό. Ο τρελός της γειτονιάς μας ποτέ δεν έφυγε από ‘δω, ακίνδυνος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας, τον πειράζαμε, μας πείραζε, αγαπούσε τα παιδιά και εκείνα με παράδοξη συνενοχή τον είχαν δικό τους. Η Ευθυμία γρήγορα φάνηκε πως πλήρωσε την κουβέντα της (λένε). Κάποια στιγμή ο άντρας της κατάπεσε πριν την ώρα του από μια εκφυλιστική ασθένεια νευρολογικής φύσεως που στο τέλος τον έκανε φυτό και τον φύτεψε. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα η γειτονιά άρχισε να συζητάει τα συμπτώματα του μεγάλου γιου της που αφού χώρισε από τη γυναίκα του πέθανε και αυτός από την ίδια ασθένεια.
Πριν από λίγες μέρες πέθανε από τα ίδια και ο δεύτερος Είχε αρχίσει να χάνει βάρος τους τελευταίους μήνες, παράτησε το ταξί και κυκλοφορούσε μισόγυμνος και λερός στους δρόμους. Μετεωριζόταν από το μπαλκόνι του ώρες περπατώντας γύρω-γύρω σαν εκκρεμές που ροκανίζει το χρόνο του. Τον βρήκαν πεσμένο μπροστά στη μπαλκονόπορτα μετά από μια βδομάδα. Ένας γείτονας παρατήρησε πως στην πόρτα του διαμερίσματος είχαν συσσωρευτεί αχρησιμοποίητες σακούλες με φαγητό που του έφερναν δωρεάν τα δυο ψητοπωλεία της γειτονιάς που τον είχαν έγνοια τι θα τρώει. Ειδοποίησε την αστυνομία και τον μάζεψαν. Το σπίτι μένει ανοίκιαστο.
Θα σε πάρω από ‘δω να σε πάω λίγα μέτρα πιο πέρα. Η μικρή μας εκείνες τις μέρες κάπου στο σπίτι βρήκε ένα μελανοδοχείο, το άδειασε πάνω της και κάτω στο πάτωμα και παραξενεμένη τη βρήκαμε να κοιτάζει τις μπλε παλάμες της, τα μπλε της ρούχα τα μπλε παπούτσια, τα μπλε πλακάκια της κουζίνας, τον μπλε τοίχο του οφίς, τη μπλε μπανιέρα που την πλέναμε γελώντας ασυγκράτητα από την απελπισία μας. Μια άλλη μέρα ασκούμασταν στο ρέψιμο με τον γιο μου προσπαθώντας να διδάξουμε την ανεπίδεκτη μαμά τις τεχνικές για κρουστό ήχο και μακρά διάρκεια. Μέχρι που κάποια στιγμή ακούστηκε ένα μικρό αλλά σαφές «γκρρ» από τη μικρή, που σαφώς διεκδικούσε μερίδιο στην καφρίλα μας. Την ξεκαρδιστική επιδοκιμασία μας και την έκπληξή μας συνόδεψε ικανοποιημένη από το επίτευγμα με επαναλαμβανόμενα «μπάβοοο» που απηύθυνε μεγαλοψύχως στον εαυτό της.
Τη μέρα που πέθανε ο Παπάζογλου οι μεγάλοι του σπιτιού ήμασταν βαρείς, κατηφείς, θυμωμένοι. Έβαλα ένα CD τα βράδυ που τρώγαμε στην κουζίνα κι αρχίσαμε να ακούμε σιωπηλοί τα τραγούδια του – τα παιδιά κάπως συναινούσαν στη θλίψη μας. Κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε με την κυρά μου σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να χορεύουμε δακρυσμένοι. Σηκώθηκαν και τα σπόρια, και άρχισαν τα γέλια και οι τσαχπινιές και τα τσαλίμια και οι ματιές μας φωτίστηκαν και πολλά τραγούδια μετά εξαντλημένοι και ευτυχείς σκορπίσαμε στα κρεβάτια μας.
Καταλαβαίνεις τις ραφές αυτού του κειμένου, το ξέρω. Αν θες ξήλωσέ το και φτιάξε άλλο σχέδιο. Τα πανάκια είναι αυτών των ημερών. Είναι στιγμές και στίγματα που σε ορίζουν στο χάρτη της ζωής σου. Που είναι μία εξάλλου.
«τι γλυκειά και τι πικρή
τρι και τρι και τρι και τρι…» *
*****
Σε αυτή τη γειτονιά, όπως σε όλο τον κόσμο νομίζω, άνθρωποι γεννιούνται και άνθρωποι πεθαίνουν. Άλλοι ευτυχούν και άλλοι τρελαίνονται. Ένοικοι εμφανίζονται καινούριοι φέρνοντας τα υπάρχοντα τους και άλλοι αποχωρούν αφήνοντας πάντα κάτι που περίσσεψε πίσω. Έτσι στα πεζοδρόμιά μας συναντούνται προς στιγμήν όσοι αποχωρούν και όσοι προσέρχονται ανταλλάσσοντας τα εισιτήρια των προσδοκιών τους.
Η κυρά Ευθυμία (σκληρή και κοφτερή στην γλώσσα, μαύρη στην ψυχή και ανακατώστρα) κάποτε ειρωνεύτηκε τον Αντώνη της Λισσαβώς που τρελάθηκε στο στρατό. Ο τρελός της γειτονιάς μας ποτέ δεν έφυγε από ‘δω, ακίνδυνος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας, τον πειράζαμε, μας πείραζε, αγαπούσε τα παιδιά και εκείνα με παράδοξη συνενοχή τον είχαν δικό τους. Η Ευθυμία γρήγορα φάνηκε πως πλήρωσε την κουβέντα της (λένε). Κάποια στιγμή ο άντρας της κατάπεσε πριν την ώρα του από μια εκφυλιστική ασθένεια νευρολογικής φύσεως που στο τέλος τον έκανε φυτό και τον φύτεψε. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα η γειτονιά άρχισε να συζητάει τα συμπτώματα του μεγάλου γιου της που αφού χώρισε από τη γυναίκα του πέθανε και αυτός από την ίδια ασθένεια.
Πριν από λίγες μέρες πέθανε από τα ίδια και ο δεύτερος Είχε αρχίσει να χάνει βάρος τους τελευταίους μήνες, παράτησε το ταξί και κυκλοφορούσε μισόγυμνος και λερός στους δρόμους. Μετεωριζόταν από το μπαλκόνι του ώρες περπατώντας γύρω-γύρω σαν εκκρεμές που ροκανίζει το χρόνο του. Τον βρήκαν πεσμένο μπροστά στη μπαλκονόπορτα μετά από μια βδομάδα. Ένας γείτονας παρατήρησε πως στην πόρτα του διαμερίσματος είχαν συσσωρευτεί αχρησιμοποίητες σακούλες με φαγητό που του έφερναν δωρεάν τα δυο ψητοπωλεία της γειτονιάς που τον είχαν έγνοια τι θα τρώει. Ειδοποίησε την αστυνομία και τον μάζεψαν. Το σπίτι μένει ανοίκιαστο.
Θα σε πάρω από ‘δω να σε πάω λίγα μέτρα πιο πέρα. Η μικρή μας εκείνες τις μέρες κάπου στο σπίτι βρήκε ένα μελανοδοχείο, το άδειασε πάνω της και κάτω στο πάτωμα και παραξενεμένη τη βρήκαμε να κοιτάζει τις μπλε παλάμες της, τα μπλε της ρούχα τα μπλε παπούτσια, τα μπλε πλακάκια της κουζίνας, τον μπλε τοίχο του οφίς, τη μπλε μπανιέρα που την πλέναμε γελώντας ασυγκράτητα από την απελπισία μας. Μια άλλη μέρα ασκούμασταν στο ρέψιμο με τον γιο μου προσπαθώντας να διδάξουμε την ανεπίδεκτη μαμά τις τεχνικές για κρουστό ήχο και μακρά διάρκεια. Μέχρι που κάποια στιγμή ακούστηκε ένα μικρό αλλά σαφές «γκρρ» από τη μικρή, που σαφώς διεκδικούσε μερίδιο στην καφρίλα μας. Την ξεκαρδιστική επιδοκιμασία μας και την έκπληξή μας συνόδεψε ικανοποιημένη από το επίτευγμα με επαναλαμβανόμενα «μπάβοοο» που απηύθυνε μεγαλοψύχως στον εαυτό της.
Τη μέρα που πέθανε ο Παπάζογλου οι μεγάλοι του σπιτιού ήμασταν βαρείς, κατηφείς, θυμωμένοι. Έβαλα ένα CD τα βράδυ που τρώγαμε στην κουζίνα κι αρχίσαμε να ακούμε σιωπηλοί τα τραγούδια του – τα παιδιά κάπως συναινούσαν στη θλίψη μας. Κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε με την κυρά μου σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να χορεύουμε δακρυσμένοι. Σηκώθηκαν και τα σπόρια, και άρχισαν τα γέλια και οι τσαχπινιές και τα τσαλίμια και οι ματιές μας φωτίστηκαν και πολλά τραγούδια μετά εξαντλημένοι και ευτυχείς σκορπίσαμε στα κρεβάτια μας.
Καταλαβαίνεις τις ραφές αυτού του κειμένου, το ξέρω. Αν θες ξήλωσέ το και φτιάξε άλλο σχέδιο. Τα πανάκια είναι αυτών των ημερών. Είναι στιγμές και στίγματα που σε ορίζουν στο χάρτη της ζωής σου. Που είναι μία εξάλλου.
«τι γλυκειά και τι πικρή
τρι και τρι και τρι και τρι…» *
*****
* από το "τριζόνι" του Οδυσσέα Ελύτη
** παράφραση από την "Εχεμύθεια" του Ανδρέα Εμπειρίκου
23 σχόλια:
Να το ξηλώσω; Επ' ουδενί. Το θέλω όπως είναι.
Γλυκόπικρο ποστ σαν τη ζωή. Το κρατάμε ως έχει και το φυλάμε στα πολύτιμα.
(Είπα να σου κρατήσω μούτρα και πείσμα, αλλά κάθε φορά με τα κείμενά σου με τουμπάρεις! )
Γεια σου Γιώργο με τα ωραία σου!
Σαν κάτι πουλοβεράκια που έπλεκαν παλιά από άλλα ξηλωμένα και μερικές φορές ήταν πιο ομορφα από τα αρχικά.
Για αυτό σου λέω: Γεια σου ρε Γιώργο!
Ξέρω λίγους ανθρώπους που παίρνουντη ζωή στα χλερια τους, που κάνουν του κεφαλιού τους, γι'αυτούς οι διάφορες κυρα-Ευθυμίες δνε υπάρχουν.
Αυτοί επιλέγουν να ξέρουν μονάχα την ύπαρξη των μπλε από μελάνι μικροσκοπικών χεριών, του χορού, του γέλιου και των φωτεινών ματιών.
Για μένα υπάρχουν μονάχα αυτοί.
Renata σε αυτό αποσκοπώ...:)
Τσαλαπετεινέ έχω φορέσει τέτοιο πουλόβερ.
Κροτ σαν μεγαλώσεις (κάποτε...) θα αποδεχτείς και τους άλλους....
Δύτη, σε ευχαριστώ
Συγκινητικό κείμενο.
Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα βρίσκω την ανάγκη να "σχολιάσω" μέσω του Πεσσόα, στα κείμενα σου μόνο.
Λέει : η ζωή για την πλειονότητα των ανθρώπων, είναι μια αγγαρεία που τη βιώνουν χωρίς να την αντιλαμβάνονται, κάτι λυπημένο που αποτελείται από εύθυμα διαλείμματα, κάτι σαν ανέκδοτα που διηγούνται στις αγρυπνίες των νεκρών, για να περάσει η ησυχία της νύχτας και η υποχρέωση της αγρυπνίας...η ζωή θα ήταν ανυπόφορη αν τη συνειδητοποιούσαμε. Ευτυχώς δεν το κάνουμε...η ομιλία και η γραφή δεν προσθέτουν τίποτα καινούργιο στο πρωταρχικό μας ένστικτο να ζούμε χωρίς να γνωρίζουμε πως.
Όταν έγραφα το σχόλιο έβρεχε, και μάλιστα πολύ. Τώρα σταμάτησε.
δεν ξέρω πως να στείλω προσωπικό μήνυμα αλλά δεν πειράζει.
(σου έχω και ένα άσχημο νέο...
βασικά όταν ήρθα στην Ελλάδα, πριν 8 χρόνια, τα πρώτα 6 τα έζησα στη Νεαπολη Λακωνίας, (τα τελευταία δυο ζω στην Αθήνα, για να γίνω βιβλιοθηκονόμος, ωραία)
η δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης είχε έναν αναγνώστη μόνο, εμένα...
το πάσχα πήγα Νεάπολη να δω τους φίλους και γονείς μου. Πάντα πάω.
Πέρασα απο την βιβλιοθήκη όπως πάντα και είδα πως... είχε κλείσει!)
Να' σαι καλά.
"Να ταΐζεις την άνοιξη με απόσταγμα κυτίσου και βαθύ μπλε Veronese"
συνέχισε το τριζόνι....
Πολύ ωραία οπτικοποιημένοο http://www.youtube.com/watch?v=ZZB-cUFQ9qg
(Δωράκι καλοπιάσματος. Έχω και το δίσκο ;) )
Tι ωραίο κείμενο, Γιώργο! Είναι σαν συνέχεια του προηγούμενου.
Ευτυχώς που υπάρχουν και τα παιδιά...
μπααα, δε νομίζω να μεγαλώσω.
και δε με ενδιαφέρει αν υπάρχουν, δεν έχει σημασία αν θα τους αποδεχτώ, υπάρχουν δεκάδες παράλληλα σύμπαντα και χωράμε όλοι σε αυτό τον κόσμο.
Ανυπόμονε Fernando με πρώτη ευκαιρία θα σου απαντώ και εγώ αναλόγως... (ελπίζω να μην έχεις αντίρρηση για το όνομα). Δεν ξέρω τι ανοίγει όταν κλείνει μια βιβλιοθήκη, ξέρω όμως πως έτσι κλείνουν μυαλά...
Γρηγόρη δεν ξέρω γιατί, αλλά τώρα τελευταία έχω αρχίσει να προετοιμάζομαι για τον Ελύτη. Και είχα χρόνια να τον πιάσω
Αγκνίρα σε ευχαριστώ. Γι' αυτό και για το προηγούμενο σχόλιο. Ναι, νομίζω ευτυχώς.
Κροτ μέριασε λίγο.... με πιέζει το σύμπαν σου.....:)
Ρενάτα μια δασκάλα πριν από πολλά χρόνια μας το είχε βάλει να το ακούσουμε στο σχολείο. Από τότε το είχα αγαπήσει αυτό το τραγούδι παράξενα. Αυτές τις μέρες το ακούω συνέχεια (στην εκτέλεση με τη Γιαννακοπούλου).
Έπιασε το καλόπιασμα...:)
Κι εγώ με τη Γιαννακοπούλου τον έχω το δίσκο και μαζί το "Λιποτάκτες".Μ' ετικέτα γνησιότητας. ;)
Το 'βάζω κι εγώ στα παιδιά μου, αγαπημένος μου ο Ελύτης, πολύ.
Μωρέ σου κρέμασα τη γραφίδα, λέμε. 2 ποστ κι εσύ άφαντος (ως χτες που άφησες γρίφο).. :P
Νεστοράκο, μη θυμώνεις. (Δες μπλογκ Τσαλαπετεινού)
Όντως η ζωή είναι γλυκιά αν και αχάριστη.
Το κείμενο σου είναι τόσο ωραίο... δεν θέλω να αναλύσω το γιατί... πήξαμε στις αναλύσεις πια!
Στο λέω με την καρδιά μου αυτό, τα παιδιά σας είναι πολύ τυχερά που μεγαλώνουν στην οικογένειά σας.
Επίσης ο ισορροπημένος άνθρωπος σπανίζει στις μέρες μας κι εσείς είστε ήδη 2 (και 2 μελλοντικοί).
Ελφ τίποτα δεν μπορώ να απαντήσω για την αχαριστία της.
Ρενάτα, η απάντησή μου στο "Νεστοράκο" δίνεται επί του τσαλαπετεινού εδάφους.... (Και μου κάνει συνειρμό με το Χριστοφοράκο....μπρρρρ)
Χάππυ... ε τώρα τι να πω. Ας αφήσουμε λόγια και έργα να μιλήσουν για τη στάση μας απέναντι στη ζωή
Από τα πιο όμορφα κείμενα σου Γιώργο (χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια παίζει τώρα στο ραδιόφωνο...)
Καλό Κυριακάτικο βράδυ!
Και σε σένα Σάιλεντ και στο θεριό που κείτεται στη θάλασσα
είναι που το δικό μου σύμπαν είναι λίγο πληθωρικό, σαν την ιδιοκτήτριά του!
αλλα εγώ είμαι και μαοϊκιά (λέμε τώρα) και αφήνω όλα τα λουλούδια να ανθίσουν! :)
γιατί οι ραφές μας έχουν τόση αντοχή;
πόσο όμορφος είναι ο ήχος του ξηλώματος;
και από την άλλη, το κείμενό σας!
μυριόπλουμο!
σας φχαριστώ από καρδιάς...
Και εγώ katabran. Για το "μυριόπλουμο"!
Δημοσίευση σχολίου