Νομίζω πως το πιο ενδιαφέρον δομικό στοιχείο της λογοτεχνίας (κι ίσως εν γένει της τέχνης) είναι η ρωγμή. Με διπλό τρόπο: όλοι κάτι γράφουμε, έστω τα ψώνια του σουπερμάρκετ. Ο λόγος στις περιπτώσεις αυτές είναι σαφής, στοιχειώδης, στιβαρός, έχει χρηστική ή επιστημονική αξία και ρόλο, ανεξάρτητα από την εκφραστική επάρκεια και τη γλωσσική κατάρτιση του γραφέα. Η λογοτεχνική γραφή όμως είναι η ίδια ραγισμένη, ηθελημένα τις περισσότερες φορές, πάντως ακόμη κι επειδή ψάχνει τα αφανή ή προσπαθεί να τα κρύψει παίρνει κι άθελα ακόμη κάτι από τα δεύτερα και τρίτα στρώματα της πραγματικότητας, χάνει τη σαφήνεια του "ψωμί, μισό κιλό φέτα, καφές, 2 μπουκάλια κρασί" της λίστας για τα ψώνια. Οι λέξεις της λογοτεχνίας λερώνονται από τα νοήματά της. Αν αυτό το θεωρείτε λίγο μεταφυσικό κι ενστικτώδες, θα συμφωνήσετε ίσως πιο εύκολα στο ότι η ρωγμή είναι και το ίδιο το περιεχόμενο της λογοτεχνίας και η ειδοποιός διαφορά από τις άλλες γραφές: θέλγεται, μαγεύεται και καίγεται από τις ρωγμές της ψυχής, της πραγματικότητας, της αντίληψης, από τα μισο-κρυμμένα και μισο-φανερά, από τα ανάπηρα, τα μεταβατικά, τα αναποδογυρισμένα. Η ίδια η φαντασία είναι πραγματικότητα μη πραγματική, δεν καταφέρνει δηλαδή να υπάρξει παρά μόνο σε όσους τη δημιούργησαν ή όποιους μοιράστηκαν αυτή τη δημιουργία. Βέβαια και η ίδια η πραγματική πραγματικότητα υπάρχει μόνο για όσους την αντιλήφθηκαν με έναν ενιαίο ή συναφή τρόπο. Αν υποθέσουμε πως μας ενδιαφέρει αυτό το θέμα, φαντασία και πραγματικότητα είναι ο τρόπος που ο καθένας μας επιλέγει να αντιληφθεί τον κόσμο, επιλέγοντας προφανώς με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Για μένα πάντως οι ρωγμές της τέχνης είναι σαφώς πιο ελεύθερες από την ανάλυση της επιστήμης και την πίστη της θρησκείας. Και όμορφες.
Ένα βιβλίο που τελειώνει με την παιδική κούνια του συγγραφέα και το πρώτο-πρώτο συνειδητοποιημένο τραύμα της απώλειάς της, δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρον, αλλά αυτό στην περίπτωση των «Χρόνων των ξενοδοχείων» είναι ίσως και το κλειδί της ψυχοσύνθεσής του. Συγγραφέας και δημοσιογράφος, Αυστριακός και Εβραίος, γεννήθηκε στο Μπρόντυ της Ανατολικής Γαλικίας, κάποτε αυτή η πόλη άνηκε στην Αυστροοουγγρική Αυτοκρατορία, ύστερα στην Πολωνία, ύστερα στη Σοβιετική Ένωση, σήμερα στην Ουκρανία. Όταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία διαλύθηκε ο Γιόζεφ Ροτ έφυγε για τη Γερμανία. Κόκκινος και φιλομοναρχικός, άπατρις όχι από επιλογή και κοσμοπολίτης των ξενοδοχείων και των τραίνων, αλκοολικός ο Ροτ θα έχανε μεγαλώνοντας ό,τι τον καθόρισε. Πέθανε στη Γαλλία, αυτοεξόριστος, χωρίς πατρίδα, χωρίς γλώσσα, ρημαγμένος και ρηγματωμένος από τα πολλαπλά κατάγματα του 20ου αιώνα. Σαν να καθόρισε τη μοίρα του εκείνη η πρώτη απώλεια, εκείνη η πρώτη του μνήμη.
Τα «Χρόνια των ξενοδοχείων: περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους» είναι μια συλλογή επιφυλλίδων και χρονογραφημάτων του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα. Κυκλοφορεί από την «Άγρα» σε (άψογη βέβαια) μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Αν και γραμμένες στο μεσοπόλεμο, οι επιφυλλίδες του Ροτ μένουν γυαλιστερές και γοητευτικές ακόμη ή ιδιαίτερα σήμερα. Ίσως γιατί ο τρόπος τους είναι ανάμεσα σε αυτόν του εφήμερου του τύπου και του άχρονου της λογοτεχνίας, ίσως γιατί αν και πεζές είναι γεμάτες ρυτίδες ποίησης. Δεν θα περίμενε κανείς τέτοια διαχρονική γοητεία στο δημοσιογραφικό λόγο.
Στα κείμενά του ο Ροτ παρατηρεί σχεδόν επιστημονικά τους ανθρώπους, τα τραύματα, τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τους: έναν άντρα που διαβάζει εφημερίδα (… «Αν δεν φορούσε τα γυαλιά, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι η εφημερίδα διαβάζει αυτόν κι όχι αυτός την εφημερίδα»…), τους εργαζόμενους ενός ξενοδοχείου, τους αστυφύλακες, ένα ξανθό νέγρο που πολύ θα μισούσαν οι… σβάστικες, τους τυχοδιώκτες, τις τσιγγάνες, τους κομψούς ταξιδιώτες και ταξιδιώτισσες των τραίνων, τους Ρώσους εμιγκρέδες του Παρισιού, τους σοβιετικούς βαρκάρηδες του Βόλγα («τόσο ιερή φαντάζει η φτώχεια, όταν κοιμάται»), τον Αχμέτ Ζόγου, τον πρωθυπουργό της Αλβανίας και τους Αλβανούς («πιο εύκολα τραβάνε πιστόλι παρά ανοίγουν το στόμα τους. Προτιμούν να πυροβολήσουν παρά να πούνε τη γνώμη τους») – ως κι τον τελευταίο πορτιέρη των ξενοδοχείων που σε αποχαιρετά «σαν σερβίτσιο που μιλάει».
Παρατηρεί τις πόλεις που ενώνονται με τον καπνό τους, τις πόλεις της Γαλικίας που είναι «παιδιά του δρόμου», το Μπορισλάβ και τις πετρελαιοπηγές του και το Μπακού, το Σεράγεβο, τα Τίρανα («Εδώ είναι, λοιπόν, τα Τίρανα, η πρωτεύουσα της Αλβανίας. Δεξιά ένα τζαμί, αριστερά ένα πρωτόγονο καφενείο, όπου οι θαμώνες ψήνονται και τα φέσια κουβεντιάζουν»), τους συνοριακούς σταθμούς και τα ξενοδοχεία, τις πόλεις της Βαλτικής στις οποίες στριμώχνονται οι τελευταίοι που δεν έχουν μολυνθεί από το ναζισμό. Το κείμενό του για την είσοδό του στην Αλβανία έχει μια υπέροχη, απροσδόκητα (σχεδόν αθέλητα) λυρική είσοδο: «Η θάλασσα είναι ήρεμη, τα σύννεφα κρέμονται καρφωμένα στον ουρανό σαν καδράκια στον τοίχο». Άλλοι θα δαπανούσαν σελίδες και σελίδες στην περιγραφή των τοπίων, εκείνος σε μια φράση σου ανοίγει την πόρτα σε έναν ολάκαιρο κόσμο, σχεδόν τον νιώθεις, τον βλέπεις, τον μυρίζεις σε μια φράση. Πώς αλλιώς θα μπορούσες τόσο πυκνά να περιγράψεις μια χώρα, αν όχι μιλώντας για τα σπίτια της; Ο Ροτ χωράει όλη την Αλβανία σε ένα σπίτι από λέξεις: «Λίγα σπίτια, δίχως παράθυρα, κλειστά από παντού σαν φρούρια, τυφλοί και μουγγοί κύβοι από πέτρα, βαριά, αινιγματικά, τραγικά, χτυπημένα από τη μοίρα κι από κατάρες μυστήριες». Ο Ροτ αφήνει στα κείμενά του να φανούν ρωγμές ενός αιμάσσοντος λυρισμού, που δεν τρέφεται, ούτε ταΐζει καλοβαλμένες αισιοδοξίες, υπεροψία ή αυτοπεποίθηση. Ο δικός του λυρισμός είναι προϊόν απελπισίας.
Και δεν είναι πως παρατηρεί για να περιγράφει. Η γραφή του Ροτ είναι μια διανόηση σε πορεία, ανασαίνει και πονάει, κραυγάζει και κλαίει χωρίς να σταματήσει στιγμή να σκέφτεται. «Οι αξιώσεις του προλεταριάτου παραμένουν λιγοστές και μετρημένες, αδιάφορο αν εξουσιάζει ή αν το εξουσιάζουν». Δεν γράφει για το προλεταριάτο, για το πετρέλαιο μιλάει στο Μπακού, για το Άγιο Πετρέλαιο και τους μάρτυρές του. Φράσεις και σκέψεις σαν κι αυτή εμφανίζονται ξαφνικά στα κείμενά του, αποκαλύπτοντας ένα βαθύ, μαύρο κι αδήμονο πλούτο που αγωνιά να αναβληθεί.
Το 1934 γράφει στη γερμανόφωνη «Pariser Tageblatt” για το τρίτο ράιχ, τη «θυγατρική της κόλασης στη γη»:
«Εδώ και δεκαεφτά μήνες έχουμε πια συνηθίζει το γεγονός ότι στη Γερμανία χύνεται περισσότερο αίμα απ’ όσο μελάνι χρειάζονται οι εφημερίδες για να αναφέρουν και να σχολιάσουν το αίμα αυτό… είναι γνωστό ότι η αποστολή του Γερμανικού Τύπου είναι ετούτη ακριβώς: να μη δημοσιοποιεί μόνο, αλλά να αποκρύπτει τα γεγονότα… Μα η τρομερή εφεύρεση των σύγχρονων δικτατοριών είναι το θορυβώδες ψέμα: κι έχει αποδειχτεί σωστή η ιδέα τους πως οι άνθρωποι δίνουν στις μεγάλες φωνές την πίστη που αρνούνται να δώσουν στους χαμηλόφωνους ψιθύρους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου