Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Μια περιπτωσιολογία


Οι μάχες δεν δίνονται στους δρόμους, ούτε στους χώρους δουλειάς, ή μάλλον δεν είναι ταξικοί αγώνες ή μάλλον δεν είναι τα πράγματα όπως θα θέλαμε. Οι μάχες δίνονται μεταξύ μας: πας να πιαστείς από μια σανίδα μετά το ναυάγιο, και ο διπλανός σού δίνει μια να σε βουλιάξει. Κι αν δεν σε πνίξει, αρκεί να σε δει να πίνεις νερό, να πιάνεσαι από μιαν άλλη σανίδα, αν είναι μεγαλύτερη από τη δική του θα στην πάρει, πρέπει να προσπαθήσεις να σωθείς από μια μικρή σανίδα. Έτσι θα έχεις και λιγότερες πιθανότητες να σωθείς.

Δουλεύεις χρόνια εδώ - με μπλοκάκι, σχεδόν... εργολάβος δηλαδή. Δεν επέλεξες το δημόσιο εσύ, η δουλειά σου το επέλεξε. Δεν φίλησες πράσινες και μπλε ποδιές, δεν βρέθηκες σε πράσινες και μπλε λαοσυνάξεις στο Σύνταγμα, δεν ήρθε στο σπίτι ή στη δουλειά σου προεκλογικό φυλλάδιο σε φάκελο. Πολλοί γύρω σου μπήκαν στο δημόσιο με έγχρωμο αλεξίπτωτο, κάποιοι έμειναν για λίγο στην «ομηρία των συμβάσεων» και ύστερα έγιναν λέει «αορίστου» – τα «πέρασαν κι αυτοί αυτά και ξέρουν», όμως τώρα ξεχνούν, γιατί φοβούνται, φοβούνται μην στοχοποιηθούν και «τελοσπάντων να λες πάλι καλά που έχεις δουλειά αυτή την εποχή».

Βρίσκεσαι λοιπόν σε μειονεκτική θέση – το αν είσαι ικανός, αν είσαι απαραίτητος, αν κάνεις καλά τη δουλειά σου δεν είναι κάτι που κάπως τους απασχολεί. Οι κηφήνες του δημοσίου καραδοκούν. Δεν μπορείς πια να τους υπερασπίζεσαι. Εξάλλου ποτέ δεν υπερασπίστηκες αυτούς, το δημόσιο υπερασπίστηκες και το δικαίωμα στην εργασία. Ως συμβασιούχος έργου έχεις υπογράψει συμβάσεις στις οποίες «συμφωνείς» πως δεν έχεις ωράριο. Ωράριο βέβαια έχεις, πώς αλλιώς θα λειτουργήσει η βιβλιοθήκη που εργάζεσαι; Έχεις επίσης «συμφωνήσει» πως δεν δικαιούσαι άδεια – αυτό προβλέπεται για να μην υπονοείται κάπως εξαρτημένη σχέση εργασίας. Όμως οι «καλοί» σου συνάδελφοι, σου επιδεικνύουν τον ανθρωπισμό τους και σου επιτρέπουν να παίρνεις άδειες – φροντίζουν μάλιστα συχνά να σου υπενθυμίζουν (αυτοί, όχι οι «ανώτεροι», οι διευθυντές, οι γραμματείς και οι γενικοί γραμματείς) πως αυτό κανονικά δεν το δικαιούσαι. Είσαι ακριβός υπάλληλος, οι ασφαλιστικές σου εισφορές διαρκώς αυξάνονται, χωρίς να αυξάνονται βέβαια τα έσοδά σου ή έστω οι… «πελάτες» σου.

Κι αν αυτά, και άλλα πόσα, είναι μια διαρκής συναίνεση, αναγκαστική προκειμένου δια της εργασίας σου να επιβιώνεις, η συνολική διάλυση των εργασιακών σχέσεων έχει κάνει αδύνατη πλέον τη δυνατότητα να διαπραγματεύεσαι για τη δουλειά σου ή μάλλον για την οικονομική ανταπόδοση από αυτήν. Απέναντί σου δεν έχεις κάποιου είδους εργοδοσία, αλλά τους ίδιους σου τους συναδέλφους – αυτούς που πρόσφατα σου είπαν πως πρέπει να μειωθεί κι άλλο ο μισθός σου (που δεν λέγεται μισθός, αλλά αμοιβή, για να μην υποδηλώνεται εξαρτημένη σχέση εργασίας) γιατί είναι πιο δίκαιο, αφού και σε αυτούς υπήρξαν μειώσεις. Είναι οι ίδιοι που δεν έβλεπαν κάποιου είδους αδικία στο ότι τόσα χρόνια δεν είχες, όπως εκείνοι, επιδόματα, άδειες, μόνιμη και σταθερή σχέση εργασίας κ.α. Είναι οι ίδιοι που δεν αντέδρασαν και δεν διεκδίκησαν με κανένα τρόπο να μην απολέσουν όλα αυτά, κάτι που εσύ έκανες για λογαριασμό τους. Είναι αυτοί που θεωρούν πως η δικαιοσύνη είναι συνώνυμη της επί τα χείρω εξίσωσης και όχι επί τα βελτίω – δεν διεκδίκησαν για σένα την άνοδο και τη βελτίωση, ποτέ και για κανέναν δεν διεκδίκησαν, πίεσαν όμως για την απώλεια και τη χειροτέρευση.

Δεν περιγράφω μια προσωπική, άρα μεμονωμένη, περίπτωση, αλλά κάτι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ξέρω πως γίνεται με ένταση τόσο στο δημόσιο, όσο (εδώ και χρόνια) και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Ο μικρόκοσμος της καθημερινότητας, οι διαπροσωπικές σχέσεις, τα προσωπικά οράματα και η ανάγκη/διάθεση για δημιουργία είναι στοιχεία που παρεμβαίνουν στο πλέγμα των σχέσεων και των καταστάσεων που αναφέρονται παραπάνω και συχνά τροφοδοτούν «παράλογα» ή αντίθετα αποδυναμώνουν καταλυτικά τον καθημερινό γολγοθά της εργασίας. Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που στέκονται απέναντι, άνθρωποι με τα ίδια ταξικά χαρακτηριστικά με τα δικά μου. Είναι και οι άνθρωποι που δεν μπορούν (δεν θέλουν) να σταθούν δίπλα στην διεκδίκηση: αδύναμοι, άβουλοι, καταθλιπτικοί, μόνοι, μοιραίοι. Επομένως στο πλαίσιο της καθημερινής μάχης δεν έχεις μόνο την ενεργή αντίθεση, αλλά και τα βαρίδια. Υπάρχουν και εκφυλιστικά φαινόμενα, μικροί αρχηγίσκοι, μικροί δικτάτορες, που όση αρμοδιότητα έχουν τη μετατρέπουν σε εξουσιαστική σχέση, που μπορούν και θέλουν με μικρές κινήσεις της καθημερινότητας να σου υπενθυμίσουν ότι είναι προϊστάμενοι, ανώτεροι, ενδιάμεσοι της διοίκησης, πως εκείνοι αποφασίζουν -  έχει ενδιαφέρον αυτό το κομμάτι: άνθρωποι που μετατρέπουν την πίεση που δέχονται ως εργαζόμενοι σε πίεση που ασκούν στους «υφισταμένους», ακόμη και για γελοία ζητήματα της καθημερινότητας. Εννοείται πως δαπανούμε πολύ χρόνο και κόπο για τις μεταξύ μας μάχες, δεν διοχετεύουμε την ενέργειά μας στη διεκδίκηση ή την ανατροπή της εξάρτησής μας από αυτούς που είτε εκμεταλλεύονται την εργασία μας, είτε επιβάλλουν τους όρους της.


Δεν είναι πρωτότυπα όλα αυτά – τα έχουν πει, χωρίς τη συγκεκριμμένη περιπτωσιολογία, πολλοί άλλοι και καλύτερα. Νομίζω όμως πως βοηθάει η καταγραφή και η κατάθεσή τους, τουλάχιστον δεν κρύβονται κάτω από το χαλί. Από τη στιγμή που διαπιστώνονται και διατυπώνονται δεν μπορούν πλέον να αγνοούνται. Λατρεύω τη δουλειά μου και αυτό που προσφέρει ή μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία που ζω. Ξέρω όμως πως αυτή η οπτική μου δεν είναι πλέον παρά ένας ανόητος συναισθηματισμός ή μια ελπίδα που δεν θα ταΐσει τα παιδιά μου.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ο ΔΟΛ και οι βιβλιοθήκες

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής"  6/7/2014]


Η ιστορία είναι παλιά και γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ: υπήρξε εποχή που η πολιτική βιβλιοθηκών στην Ελλάδα ανεβοκατέβαζε πολιτικούς στον υπουργικό θώκο του Υπουργείου Παιδείας. Ετούτο φαντάζει εξωπραγματικό σήμερα, που τα πάντα έχουν παραχωρηθεί στην ελεήμονα δράση του Ιδρύματος Νιάρχου, οι λόγοι όμως που το… κυβερνητικό ασανσέρ είχε δουλειά δεν ήταν ούτε πολιτικοί, ούτε εκπαιδευτικοί, αλλά καθαρά επιχειρηματικοί, διαπλεκόμενα επιχειρηματικοί.

Ένα από τα σημαντικότερα πειράματα στην εκπαιδευτική μας πολιτική των τελευταίων δεκαετιών ήταν αυτό της εισβολής των βιβλιοθηκών στα σχολεία, ένα αρκετά φιλόδοξο, καινοτόμο για τα εκπαιδευτικά μας ήθη, αλλά και ακριβό πρόγραμμα των τελών της δεκαετίας του ’90 και των αρχών της δεκαετίας του 2000. Το πρόγραμμα των σχολικών βιβλιοθηκών αποτέλεσε την «αγορά του αιώνα» στο χώρο του βιβλίου (αρκετά δις. δραχμές), έσωσε και εξαφάνισε εκδότες, που στριμώχτηκαν (πολλές φορές «άκομψα») στους διαδρόμους υπουργείων και ιδρυμάτων για να εξασφαλίσουν μερικές χιλιάδες παραγγελίες.

Οι παλιές ιστορίες αναφύονται τον τελευταίο καιρό, προφανώς όχι τυχαία: η διάλυση ενός σημαντικού τμήματος του μεταπολιτευτικού συστήματος ανοίγει τα στόματα. Πριν λίγους μήνες ένα σε μια ανάρτηση στο blog* του ο Γιάννης Πανάρετος αναφέρθηκε στη διαχείριση των κοινοτικών προγραμμάτων και το θεσμικό και παραθεσμικό ρόλο προσώπων και φορέων στη διαμόρφωση και υλοποίηση των πολιτικών για τις βιβλιοθήκες στη χώρα.

Το κείμενο, κατά το συντάκτη του «καταγραφή μνήμης» που υποδεικνύει πως «δεν ήταν όλοι ίδιοι» την περίοδο που ανθούσαν οι λοβιτούρες με τα εξοπλιστικά,  τον φέρει σε σύγκρουση με το Συγκρότημα Λαμπράκη, αφού ως υπεύθυνος στο Υπουργείο Παιδείας για το ΚΠΣ (1995) ήταν πιο κοντά στις απόψεις που ο Γιάννης Τροχόπουλος είχε για το τι πρέπει να γίνει, παρά σε αυτές του Συγκροτήματος. Ο ίδιος θεωρεί ως συνέπεια της υποστήριξής του στον (νυν διευθυντή του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Νιάρχου) τότε διευθυντή της βιβλιοθήκης της Βέροιας την αφαίρεση της αρμοδιότητας διαχείρισης των κοινοτικών πόρων από τον ίδιο.

Η δεύτερη «βόμβα» έσκασε πριν λίγες στην Πάτρα, όταν σε εορταστική εκδήλωση για τα 50 χρόνια από την ίδρυση του Πανεπιστημίου της πόλης ο Γεράσιμος Αρσένης ανέφερε πως αποπέμφθηκε από τη θέση του υπουργού παιδείας λόγω απαίτησης του Συγκροτήματος Λαμπράκη στον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη. Ως επίδικο φέρεται υλικό του συγκροτήματος που δεν εγκρίθηκε να μπει στις βιβλιοθήκες, οπότε το Συγκρότημα πέτυχε την αντικατάσταση του υπουργού με δικό του εκλεκτό και δημοσιογράφο (τον Πέτρο Ευθυμίου), ο οποίος όχι μόνο ενέκρινε ό,τι δεν ενέκρινε ο Γ. Αρσένης, αλλά οδήγησε γρήγορα το νέο θεσμό στη διάλυση.

Γεγονός είναι ότι η πολιτική βιβλιοθηκών, η πολιτική πολιτισμού – και προφανώς όχι μόνο αυτή - δεκαετίες τώρα δεν διαμορφώνεται από αρμόδιους κρατικούς φορείς και υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά στην «καλή» εκδοχή από «φωτισμένες ηγεσίες», στην κακή, από ιδιωτικά συμφέροντα. Στρεβλά και πρόσκαιρα αμφότερα.


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Διόδια ή συνοδηγός

στην Κ.


είναι η ζωή μου μια εκδρομή με το παλιό αυτοκίνητο απόγευμα και τα δέντρα στην άκρη του δρόμου τρέχουν μαζί μας και στο ραδιόφωνο ακούγεται ένα τραγούδι για τον έρωτα και είναι ένα άχρονο καλοκαίρι και ο αέρας από τ' ανοιχτό παράθυρο χαϊδεύει τα κορμιά μας και στη άκρη του κόσμου ματώνει νικημένος ο ήλιος

είναι η ζωή μου μια εκδρομή με το παλιό αυτοκίνητο και οι φωνές των ανθρώπων χάνονται πίσω - και οι σιωπές τους - τρέχουμε μέσα στη μέρα που σβήνει εμείς με κόκκινα πρόσωπα και με θυμάρι στα μαλλιά μας κι ένα τσιγάρο αναμμένο στα χείλη μας σαν τις λέξεις που χάνονται αλλά επιμένουν να καίνε

είναι η ζωή μου μια εκδρομή συνοδηγός δεν ορίζω κατεύθυνση ούτε ταχύτητα ούτε προορισμό (πώς θα μπορούσα;) μόνο που αιχμαλωτίζω μέσα μου τον ήλιο που σβήνει και τις λέξεις που χάνονται αλλά επιμένουν

δεν πειράζει που τελειώνει η μέρα - είναι ωραία η διαδρομή

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Partalistas

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 29/6/2014]


Είναι Δευτέρα βράδυ και στην «ούτε για πλάκα Ανατροπή» του Mega μια τηλεοπτική σεζόν κλείνει με συνέντευξη και συζήτηση ηθοποιών της πετυχημένης τηλεοπτικής σειράς «Κάτω Παρτάλι». Αν και η συζήτηση είναι δυσχερής και οι ηθοποιοί μάλλον απρόθυμοι να γεμίσουν τη διάρκεια της εκπομπής με τις κοινοτοπίες που με δυσκολία επιχειρεί να εκμαιεύσει ο δημοσιογράφος, στο τέλος επιχειρείται μια καφενειακή πολιτική συζήτηση. Οι νεαροί ηθοποιοί κατά κανόνα δεν ψήφισαν στις εκλογές. Το μήνυμά τους διόλου πρωτότυπο, αφού καλλιεργείται και προβάλλεται αυτή η άποψη από τα Μέσα με σπουδή: «δεν μπόρεσα να διαμορφώσω πολιτική άποψη, γιατί είμαι πολύ δημιουργικός και δεν προλαβαίνω να ενημερωθώ». «Δεν με πείθουν», «είναι όλοι ίδιοι, δεν λένε κάτι διαφορετικό», ήταν οι φράσεις που συνόδεψαν την απάντησή τους στην ερώτηση «πώς βλέπουν την πολιτική και τις εκλογές που έγιναν».

Είναι ενδιαφέρον πώς στο σύγχρονο δημόσιο λόγο η δημιουργικότητα διαχωρίζεται από την πολιτική και η πολιτική από τη δημιουργικότητα και χαρίζεται στις παρέες, τα ιδρύματα, τον εθελοντισμό, τις εταιρείες και τις προσωπικότητες. Ιδιαίτερα αυτή τη μεταβατική εποχή μια ολόκληρη γενιά, σπορά της δεύτερης φάσης της μεταπολίτευσης (πρέπει να της βρούμε ένα όνομα αυτής της δεκαετίας 1995-2005), φαίνεται να απέχει από οποιαδήποτε έκφανση συλλογικής, αμιγώς πολιτικής παρουσίας. Θα ήταν εύκολο να σταθούμε στην κριτική αυτού του δημόσιου λόγου που με περισσή ευκολία απλώνει το βερμπαλισμό του και χωρίς περαιτέρω συναίσθηση απαξιώνει την πολιτική δράση. Και άλλοι παλιότερα ισχυρίστηκαν πως δεν ήξεραν γιατί διάβαζαν. Αυτό όμως που διαφοροποιεί τον μακαριστό Χριστόδουλο από τους ηθοποιούς στο «Κάτω Παρτάλι» είναι ότι στους δεύτερους δίνεται αφειδώς η δυνατότητα να διαφημίσουν την πολιτική αποχή τους. Στο λόγο τους υπάρχει άλλο ένα ενοχλητικό στοιχείο: καλούνται να πειστούν για το πολιτικό προϊόν, αντιμετωπίζουν τα κόμματα, τις ιδεολογίες, την πολιτική σαν σαμπουάν που πρέπει να διαλέξουν, πολύ περισσότερο ενώ είναι πεισμένοι για την αναγκαιότητα του μαλακτικού στα σαμπουάν, δεν είναι πεισμένοι πλέον για την αναγκαιότητα του πολιτικού προϊόντος. Ή έστω αυτό λένε. Η αποδόμηση δεν αφορά βέβαια συνολικά τις καπιταλιστικές δομές, δεν αμφισβητούνται ας πούμε τα κυρίαρχα μέσα και ο μιντιακός ρόλος, γιατί το σύστημα αυτό τους ταΐζει για να απαξιώνουν την πολιτική.

Η ανατροπή δεν είναι βέβαια τηλεοπτική εκπομπή, ούτε η δημιουργικότητα γλυκανάλατοι χαριεντισμοί τηλεοπτικών σόου. Το φαινόμενο της «αποπολιτικοποίησης» των νέων δεν είναι έγκλειστο σε μια εκπομπή, είναι όμως από τα κυρίαρχα πολιτικά μηνύματα που οι τηλεοπτικές εκπομπές προβάλλουν. Για όσους η πολιτική δεν είναι προϊόν κατανάλωσης, αλλά μέθοδος παραγωγής, τα παραπάνω είναι απλά σπασμοί ενός καταρρέοντος συστήματος.

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Μετανάστης είμαι


Μετανάστης είμαι: από τα όνειρα σε αυτή τη ζωή. Από τις παιδικές ζωγραφιές ξεκίνησα για να φτάσω εδώ, σε αυτό το τοπίο με τα θολά πρόσωπα. Κι όταν το φεγγαράκι το χλωμό με φωτίζει εγώ αναπολώ την πατρίδα μου.











Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Η αρχαία βερικοκιά

αφιερωμένο στην Agrampelli


[Στο πατρικό μου σπίτι υπάρχει μια αρχαία βερικοκιά – είναι σίγουρα πάνω από 40 χρόνων, φυτεύτηκε πριν γεννηθώ εγώ –κι εγώ γίνομαι αρχαίος. Η βερικοκιά είναι η τελευταία που μένει ζωντανή, υπήρχαν κι άλλες. «Ζωντανή» υπό την έννοια πως ανθίζει, βγάζει φύλλα και καρπίζει ακόμη. Για κάμποσα χρόνια, όλη την παιδική μου ηλικία – η παιδική ηλικία κρατάει πολλά χρόνια στην πραγματικότητα και στη μνήμη (η μνήμη δεν είναι πραγματικότητα;) – τα βερίκοκα είχαν αυτή τη μοναδική γεύση και το έντονο άρωμα, κάθε δαγκωνιά ήταν μια καλοκαιρινή έκρηξη, το βελούδινο χνούδι του βερίκοκου μόνο στο στήθος μιας κοπέλας το συνάντησα έκτοτε. Αφού έφυγα από ‘κει, δεν βρήκα κάπου αλλού τον καρπό αυτό– θα πείτε πως ίσως να πρόκειται για μια ποικιλία που δεν υπάρχει πια, κι ο αδερφός μου, που είναι γεωπόνος, θα συμφωνούσε μαζί σας. Κάθε χρόνο, όπου βρίσκω βερίκοκα, αγοράζω την ανάμνησή τους, όμως δεν έχουν ούτε την ίδια γεύση, ούτε το ίδιο άρωμα (για την υφή είπαμε πριν). Η βερικοκιά στο χτήμα βγάζει βέβαια ακόμη λίγα βερίκοκα, αλλά σπάνια προλαβαίνω κανένα από τις καρακάξες. Φέτος για κάποιον παράδοξο λόγο πρόλαβα κι έφαγα ωστόσο. Νομίζω πως οι καρακάξες έκαναν μια εξαίρεση και με άφησαν να τα γευτώ. Ίσως να το ήξεραν πως ειδικά φέτος το είχα ανάγκη. Έφαγα με βουλιμία ακόμη και τα άγουρα βερίκοκα, όπως έκανα μικρός που βιαζόμουν και δεν περίμενα να ωριμάσουν.]


Στο πατρικό μου σπίτι υπάρχει μια αρχαία βερικοκιά που καμιά φορά μου επιτρέπει να γεύομαι τους καρπούς της παιδικής μου ηλικίας.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Το έλκος του Ροΐδη

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 22/6/2014]



“… εβδομήκοντα έφοροι, βιβλιοφύλακες και βοηθοί, περί ων επιτρέπεται να αμφιβάλλωμεν, αν είχον την απαιτουμένην οξυδέρκειαν όπως διακρίνωσι τας λεπτότητας των επιστημονικών υποδιαιρέσεων, αφού μάλιστα πλην της βουλευτικής ευνοίας προσόντα δεν απητούντο παρά τούτων πολλά, ούδ’ αυτό της εν Αθήναις παρουσίας, αλλ’ ηδύνατο τις συγχρόνως να ήναι βιβλιοφύλαξ της Εθνικής Βιβλιοθήκης και κάτοικος Αταλάντης… Έλθωμεν ήδη εις τα βιβλιοφάγα έλκη, εξ ων αδύνατος αποβαίνει η ανάρρωσις της βιβλιοθήκης, πριν ή οπωσδήποτε επουλωθώσι. Είναι δε ταύτα κυρίως τρία: η κατάχρησις του δανεισμού, η έλλειψις παγίου καταλόγου και πονηρώτερον αμφοτέρων η εξάρτησις εκ της πολιτικής… Τούτο όμως ουδόλως εκώλυσε αποτυχόντά τινα δήμαρχον, δεν ενθυμούμεθα τίνος δήμου, να προσέλθη εις ημάς την επιούσαν μετά βουλευτικών συστάσεων, ζητών να κενωθή χάριν αυτού θέσις κατεχομένη υπό αρχαίου και ικανωτάτου υπαλλήλου και λέγων ανερυθριάστως ταύτα: αυτόν τον διώρισεν ο Κουμουνδούρος. Τώρα είναι η σειρά μας ν’ανοίξωμεν και ημείς τα ‘μάτια, προ πάντων εγώ, όστις υπηρέτησα μετά ζήλου το κόμμα κατά τας τελευταίας εκλογάς»…”

Είναι «αγαπημένο» ανάγνωσμα των βιβλιοθηκονόμων η «Εθνική Βιβλιοθήκη εν έτει 1880 υπό Ε. Δ. Ροΐδου, εφόρου αυτής», τμήματα του οποίου ανοίγουν αυτό το σημείωμα. Το αποδεικνύει ο νέος διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Φίλιππος Τσιμπόγλου, στη συνέντευξή του στην Πόλυ Κρημνιώτη και την «Αυγή» την προηγούμενη Κυριακή. Ο εκλεκτός συνάδελφος αναφέρει τον προ 134 ετών συνάδελφό του και το εν λόγω πόνημά του για να επιβεβαιώσει τη διαχρονική απουσία μέριμνας του κράτους για την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας. Αν και πολλά έχουν αλλάξει από τότε, πολλά είναι και αυτά που δεν άλλαξαν ποτέ ή οριστικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Κι ενώ το πανηγύρι τόσα χρόνια διαρκούσε απασχολώντας τον στενό κύκλο των συνήθως γκρινιάρηδων ειδικών, τώρα αναδεικνύεται με πάσα ευκαιρία προς απαξίωση των δημοσίων υπηρεσιών και προς έπαινο των Ιδρυμάτων που με επικοινωνιακή ευχέρεια τείνουν να τις αντικαταστήσουν αυτή την πρόθυμη προς τούτο εποχή.


Υπάρχει μια μερίδα των - μονίμως γκρινιάρηδων - ειδικών που θεωρεί πως ο ιδιότυπος αυτός «ιδρυματισμός» του πολιτισμού στη χώρα μας (π.χ. Ίδρυμα Νιάρχου, Ίδρυμα Ωνάση, Ίδρυμα Λάτση) δεν λειτουργεί προς όφελος της πίεσης για κρατική πολιτική πολιτισμού και υποδομών, αλλά προς ανακούφιση των υποχρεώσεων που το κράτος έχει. Οι γκρινιάρηδες αυτοί λένε επίσης πως αυτός που πληρώνει, αυτός ορίζει τι και πώς ακούγεται, λέγεται, γράφεται, εκπέμπεται. Δεν μπορούμε παρά να είμαστε με τη δημιουργία – αυτό λέει ο κύριος Τσιμπόγλου, όμως αν το κράτος δεν ασκήσει το ρόλο και τις υποχρεώσεις του, η κιβωτός της εθνικής δημιουργίας, η Εθνική Βιβλιοθήκη, θα βουλιάξει. Και από το «βιβλιοφάγο έλκος» του Ροΐδη θα πάμε στο έλος του Φαλήρου.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Ο Γαβριήλ κάνει σεξ


Η ιστορία έχει κάπως έτσι: ένας Δημοσιογράφος φέρεται να αποκτά ένα βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου στο οποίο δρων είναι ο υποψήφιος δήμαρχος του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα Γαβριήλ Σακελλαρίδης. Με το βίντεο στο χέρι επιχειρεί να βάλει στο χέρι και τον νεαρό πολιτικό της Αριστεράς, φροντίζει το θέμα να διαρρεύσει και στα δημοσιογραφικά κανάλια έτσι ώστε η πίεση και ο εκβιασμός να κερδίσουν πόντους. Ο Γαβριήλ δεν «τσιμπάει» και μετά τις εκλογές καταγγέλλει δημόσια το γεγονός. Γρήγορα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αυτά της μαζικής επικοινωνίας «παίρνουν φωτιά». Ένα νυχτερινό δελτίο ειδήσεων παρουσιάζοντας το θέμα αναφέρεται σε βίντεο με «άσεμνο περιεχόμενο».

Κι εδώ φρενάρει το πράγμα: τι σημαίνει «άσεμνο»; Τι σημαίνει σεμνό, ποιος ορίζει τη σεμνότητα, σε ποιους την ορίζει και για λογαριασμό ποιων και από ποια θέση κρίνει τα πράγματα; Σεμνός λοιπόν, λένε τα λεξικά, είναι ο συνεσταλμένος, ο ευπρεπής, ο σοβαρός, ο ντροπαλός, ο ηθικός. Τι ξεδιάντροπο, απρεπές, γελοίο και ανήθικο κάνει λοιπόν στην προσωπική του ζωή ο πολιτικός της Αριστεράς; Τι άσεμνο κάνει ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης; Μήπως κάνει σεξ; Πέφτω από τα σύννεφα. Είναι δυνατόν να κάνει σεξ ένας νεαρός άντρας; Γεγονός είναι πως δεν πάει αλλού το μυαλό μας, θέλω να πω η σεμνότητα συνήθως συνδέεται με τη σεξουαλικότητα. Και αλλιώς να ήταν δεν θα μιλούσαμε για «άσεμνες πράξεις», αλλά για «παράνομες». Όμως το δελτίο ειδήσεων δεν είπε κάτι τέτοιο, άρα ο υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας κάνει σεξ. Δεν κλέβει, δεν βιάζει, δεν βασανίζει, απλά γαμάει ή γαμιέται, φιλάει ή φιλιέται και ούτω καθεξής. Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως δεν είναι ο μόνος που το κάνει –πολλοί πολιτικοί κάνουν σεξ και πολλοί πολίτες αυτής της χώρας. Έχουμε όλοι κολλήσει στο βούρκο της άσεμνης σεξουαλικότητας… Οφείλουμε να παραδεχτούμε επίσης πως το σεξ του Γαβριήλ Σακελλαρίδη δεν γίνεται δημόσια, μπροστά στα μάτια μας, αλλά σε ιδιωτικό χώρο, σε στενό κύκλο που λένε. Αν το σεξ σε ιδιωτικό περιβάλλον είναι άσεμνο, σε δημόσιο τι είναι; Αν το σεξ ενός πολιτικού είναι άσεμνο, είναι σεμνό ό,τι προβάλλει το εν λόγω κανάλι; Σεξ είναι και τα βυζιά, κώλοι και μπούτια στις παραλίες όταν το δελτίο μιλάει για τη ζέστη του καλοκαιριού; Είναι οι ροζ διαφημίσεις και τα ξέκωλα στις «ψυχαγωγικές» εκπομπές, οι ερωτικές σκηνές των ταινιών και των σίριαλ; Είναι άσεμνο το «Κάτω Παρτάλι»; Μήπως το σεξ δεν είναι ευπρεπές, σοβαρό και ηθικό, ιδιαίτερα για ένα δημόσιο πρόσωπο (οι Δημοσιογράφοι εξαιρούνται), αλλά είναι «ανθρώπινο δικαίωμα» όταν κυκλοφορεί ως τηλεοπτικό προϊόν με την κάλυψη της καλλιτεχνικής έκφρασης και ελευθερίας;


 Στα μιντιακά μας ήθη «άσεμνο» είναι το σεξ ενός νεαρού πολιτικού που κάπως καταγράφηκε σε βίντεο, κυκλοφόρησε στη δημοσιογραφική πιάτσα και συζητήθηκε. Άσεμνο λέμε το περιεχόμενο ενός βίντεο όταν δεν θέλουμε να πούμε πως περιέχει σκηνές σεξ. Άσεμνο χαρακτηρίζεται το σεξ από τους μέντορες της ηθικής μας ασφάλειας, τους προστάτες των ηθικών αξιών, τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Το «άσεμνο» απευθύνεται σε μια κοινωνία ηθική, που δεν κάνει σεξ, που δεν είναι ξεδιάντροπη, που δεν είναι γελοία, που δεν φαντασιώνεται.


 Το σεξ δεν είναι μόνο μέσο εκβιασμού ενός πολιτικού από ένα σαρκοβόρο ζώο της μιντιακής ζούγκλας, αλλά και στοιχείο ηθικής σπίλωσης, εργαλείο πολιτικής εξόντωσης που το χρησιμοποιούν τόσο οι προστάτες της κοινωνικής ηθικής, τα ΜΜΕ, αλλά και η σεμνή κοινωνία μας. 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Τι δανείζονται οι γυναίκες

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 15/6/2014]



Πλημμύρισε ο τύπος τον τελευταίο καιρό με εύκολους τίτλους και δημοσιογραφικά συμπεράσματα σχετικά με έρευνα που διενήργησε ερευνήτρια σε συνεργασία με τις δημοτικές βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης. Η εν λόγω ερευνήτρια αξιοποίησε τα στοιχεία δανεισμού του υλικού που οι βιβλιοθήκες αυτές κρατούν και επιχείρησε την ιχνογράφηση των αναγνωστικών συνηθειών των χρηστών τους. Σύμφωνα λοιπόν με τα συμπεράσματα μερίδας του τύπου από αυτή την έρευνα «οι γυναίκες διαβάζουν ροζ βιβλία», οι γυναίκες διαβάζουν, ενώ οι άντρες όχι και στις προτιμήσεις των αναγνωστών κυριαρχεί (παρά τη θέληση των συγγραφέων…) η «παραλογοτεχνία» της Χρυσηίδος Δημουλίδου και της Λένας Μαντά. Αγαπημένοι ξένοι συγγραφείς είναι η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ (ανεπίκαιρο πια στοιχείο) για τα παιδιά και ο Κοέλιο για τους ενήλικους, αγαπημένα είδη το αστυνομικό μυθιστόρημα και τα έργα που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση.

Η εν λόγω «φωτογραφία» των αναγνωστικών συνηθειών πάσχει στην επιχειρούμενη γενίκευσή της. Καταρχάς όσοι επιχειρούν εντυπωσιακές γενικεύσεις αγνοούν πως πρόκειται για κινήσεις δανεισμού σε μια (μεγάλη βέβαια) δημοτική βιβλιοθήκη – δεν θα έδειχναν την ίδια σπουδή αν η έρευνα γινόταν σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, ας πούμε του Παντείου, της ΑΣΟΕΕ ή του Πολυτεχνείου ή ακόμη και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Γεννάδιο, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής ή της Ακαδημίας Αθηνών. Οι δημοτικές βιβλιοθήκες έχουν άλλο υλικό και άλλο κοινό από τις ειδικές, τις ακαδημαϊκές, τις νοσοκομειακές, τις κυβερνητικές βιβλιοθήκες. Δεύτερο προβληματικό σημείο στα «συμπεράσματα» είναι η σύγχυση χρήσης και δανεισμού – οι βιβλιοθήκες σπάνια καταγράφουν την εσωτερική χρήση, σε αντίθεση με τον εξωτερικό δανεισμό, επομένως ο δανεισμός είναι ένας μόνο, ισχυρός ωστόσο, δείκτης κίνησης των βιβλίων. Τρίτο σημείο είναι η μάλλον επί τούτου σύγχυση βιβλίου και λογοτεχνίας. Το γεγονός ότι η λογοτεχνία πουλάει και είναι εύκολο στα Μέσα που επιθυμούν να έχουν λόγο στην αγορά βιβλίου να ασχολούνται με αυτήν, δεν σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κίνησης των ιδεών και των γνώσεων δεν κινείται και από τα άλλα είδη βιβλίου (λεξικά, επιστημονικά, ιστορικά βιβλία, βιογραφίες, αφηγήσεις κ.α.).

Στόχος του παρόντος σημειώματος δεν είναι να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα μιας μεμονωμένης έρευνας, αλλά να σχολιάσει την ευκολία αναπαραγωγής απόψεων και στερεοτύπων που απροβλημάτιστα γίνεται από τα Μέσα. Θα ήταν μονομερές να θεωρήσουμε μόνο δείγμα άγνοιας την εν λόγω παθογένεια. Θα ήταν δίκαιο σε αυτό να προστεθεί η αναμφισβήτητη εμπορικότητα του βιβλίου και η αναγκαστική παρουσία ενός «χρηματιστηρίου αξιών» που θα την υποστηρίζει. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι επί του προκειμένου προηγούνται τα συμπεράσματα της έρευνας, αφού η γυναίκα είναι ίσως καθοριστικός παράγοντας της αγοράς και πρέπει να αναδεικνύουμε το ρόλο της αυτό για να συνεχίσει με σπουδή να τον υπηρετεί.


Θα μπορούσαν πολλά να ειπωθούν πάνω σε αυτό το θέμα. Ο λόγος που θα μπορούσαμε να πούμε πολλά είναι γιατί δυστυχώς στην Ελλάδα η αναγνωστική εμπειρία δεν έχει τύχει εμβριθούς και επιστημονικής μελέτης, δεν έχει γίνει επαρκώς ποτέ στόχος ευρείας στατιστικής έρευνας που θα έχει σκοπό την πολλαπλή μελέτη και το σχεδιασμό στο χώρο του βιβλίου, τόσο από τις βιβλιοθήκες και τους εκδότες, όσο και από το ίδιο το κράτος. Κι εδώ θα ήταν κομβική η παρουσία του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

6ο Σύνταγμα Πεζικού


Ετούτο το ποίημα είναι μια φυλακή
Ένα στρατόπεδο νεοσυλλέκτων ναυαγίων
Έχει μια μερίδα φαΐ, ένα σαπούνι
Κι ένα ρολό χαρτί τουαλέτας – αυτά είναι
η ελευθερία σου ξένε

Ετούτο το ποίημα είναι ένας τάφος
Γι’ αυτούς που δεν μετοίκησαν
Στο απέραντο γαλάζιο της σαρκοβόρας
Θάλασσας που μας περιβάλλει – έχει
μια μάντρα τριγύρω που είναι η ελευθερία σου ξένε

Ετούτο το ποίημα είναι ο καθρέπτης που
Δεν σου δίνεται να ξυριστείς για μην τον σπάσεις
Και σφάξεις το είδωλό σου
Είναι ο κώλος του διπλανού σου  
Σημείο επαφής, ή ο δικός σου κώλος που παραβιάζεται
Είναι το κλάμα του Χασάν, οι αναμνήσεις του Φακίρ
Η αρρώστια του Μαχμούντ
Είναι η απελπισία που προαυλίζεται

Ετούτο το ποίημα είναι ο εργολάβος
που έκανε τις σχετικές μετατροπές
Το στρατόπεδο να γίνει φυλακή
Κι ύστερα εξελέγη δημοτικός σύμβουλος
Είναι η πόλη που σιωπά γιατί όλη
Αυτή η φυλακή είναι ένα έσοδο για τα παιδιά της
Είναι τα νεαρά όργανα της τάξης
Βλαχάκια 20 χρονών που παίζουν με τα γκλομπ τους

Ετούτο το ποίημα είμαι εγώ:
Στρατιώτης Πεζικού Κατσαμάκης Γεώργιος, 97ΣΤ ΕΣΣΟ.

Διατάξτε

***
Συμμετοχή στο διαδικτυακό αφιέρωμα "σύνορα πρόσφυγες αλληλεγγύη" και συμβολή στο 4ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Χίου

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Όσο πιο πολύ φοβάσαι


Όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ δουλεύεις
Όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ κουφαίνεσαι
Ο φόβος είναι ένας τρόπος να μην βλέπεις
ή μάλλον είναι ένας τρόπος να κάνεις πως δεν είδες
ή μάλλον δουλεύεις και κάνεις πως δεν είδες
ή μάλλον δουλεύεις και δεν φαίνεσαι
Ο φόβος είναι ένας τρόπος να γίνεις αόρατος
Η δουλειά είναι ένας τρόπος να μην μιλάς
Για όσα έγιναν
Και όσα θα γίνουν
Εσένα τα χέρια σου είναι για να δουλεύουν
κι όχι για να σφίγγουν γροθιά το δίκιο

Όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ δουλεύεις

Γι’ αυτούς που σε δυναστεύουν

***
ο πίνακας είναι του Εδουάρδου Σακαγιάν

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Τράπεζες θυμάτων

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής", 7/6/2014]


Από μόνα τους πράγματα που γίνονται αυτά τα τελευταία χρόνια έχουν τη δύναμη, αν αποδεσμευτούν από το περιβάλλον που τα δημιουργεί και τα καταναλώνει ή έστω αν για λίγο σταθούν μπροστά στην κριτική επιτροπή της λογικής μας, να αποκαλύψουν τον πανίσχυρο παραλογισμό τους – με τρόπο ευφυέστερο ίσως και του Ιονέσκο. «Συνηθίζει ο κόσμος ξέρετε. Πλέον κανείς δεν εκπλήσσεται από τα στρατεύματα των ρινόκερων που διασχίζουν καλπάζοντας τους δρόμους, Οι άνθρωποι παραμερίζουν, τους αφήνουν να περάσουν και μετά συνεχίζουν τον περίπατό τους και συνεχίζουν τις δουλειές τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα».*

Είναι βέβαια σχεδόν υπονομευτικό να σχολιάζεις ένα κείμενο του 1966 με ένα κείμενο το 1959, όμως ο στόχος δεν είναι αυτός. Εξάλλου τα καλά κείμενα αντέχουν στο χρόνο. Είναι όμως μακρύς ο δρόμος μέχρι επιτέλους να τελειώσουν τα αποσπάσματα του Παναγιωτόπουλου, του Παπανούτσου και της Αρβελέρ για να επιλέγουν οι φιλόλογοι κείμενα άλλα και άλλων ως πυρήνα για τις πανελλήνιες εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Ο παραλογισμός ήρθε κι έκατσε φέτος με τον πιο τραγικό τρόπο ανήμερα των εξετάσεων στην έκθεση με την αυτοκτονία ενός 18χρονου μαθητή στα Γιαννιτσά – προφανώς κατά-πιεσμένου από το ανθρωποφάγο σύστημα των εξετάσεων. Την ίδια μέρα που χιλιάδες μαθητές θα σχολίαζαν ένα γερασμένο δοκίμιο 50 χρόνων για την έλλειψη ανθρωπιάς στην εποχή μας, ένας συνομίληκός τους θα απαντούσε σε αυτό με τον πιο απόλυτο και μη βαθμολογούμενο τρόπο.

Βέβαια δεν είναι να ξαφνιάζεις τα παιδιά με ανατροπές, ιδιαίτερα μια περίοδο κρίσιμη γι’ αυτά, για την οποία εκπαιδεύονταν χρόνια, όμως αναρωτιέται κανείς τι θα είχαν να γράψουν αν αντί για ένα δοκίμιο, είχαν να σχολιάσουν την επιστολή αυτοκτονίας ενός συμμαθητή τους. Μα φυσικά δεν γίνονται αυτά: δεν είναι SOS οι αυτοκτονίες – ούτε οι ειδήσεις τις λένε, ούτε η κοινωνία απασχολείται πέραν μιας ταχείας κηδείας του αυτόχειρα. Οι αυτοκτονίες δεν διδάσκονται στα φροντιστήρια, ούτε γίνονται ομιλίες στα σχολεία γι’ αυτές από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Είναι βέβαια αστείο: μας απασχολεί το μπούλινγκ στα σχολεία, αλλά όχι οι αυτοκτονίες μαθητών. Θα ήταν αναμφίβολα μεγάλη ανατροπή να γράψουν οι μαθητές για κάτι που είναι εκτός ύλης, οι αυτοκτονίες μαθητών είναι εκτός ύλης. Και εν τέλει τι θα έκανε η ρινοκερο-κοινωνία μας  αν ξαφνικά αντιμετώπιzε μερικές δεκάδες χιλιάδες δοκίμια για το δολοφονικό εκπαιδευτικό μας σύστημα;

Καλύτερα έτσι – αντί για βιβλιοθήκες να φτιάχνουμε «τράπεζες θεμάτων» (είμαστε στην εποχή των τραπεζών). Σε αυτές θα καταθέτουμε θέματα και όχι γνώσεις. Και όταν χρειάζεται, θα κάνουμε ανάληψη εφηβικών ψυχών…

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω


Στις 9 Ιουνίου έχω γενέθλια – τη Δευτέρα δηλαδή κλείνω τα 40. Σαράντα. Όπως είχα πει περίπου και πριν 10 χρόνια ξεχνώ το 3 (τότε το 2) από μπροστά και το βλέπω πια μόνο από πίσω. Τούτο σημαίνει ποικιλότροπα πως και επισήμως είμαι ένας ώριμος άντρας, ένας μεσήλικας. Το ότι δεν νιώθω και ίσως δεν μοιάζω με έναν τέτοιο όπως τον έχω στο μυαλό μου είναι μάλλον καθαρά προσωπική στάση απέναντι σε αυτό το δεδομένο. Όπως και να είναι με λένε βέβαια «κύριο» εδώ και καιρό, κάποιοι εικοσάρηδες και οι συμμαθητές του γιου μου μού μιλούν στον πληθυντικό – σαν να μην χωρούν τα χρόνια μου σε έναν ενικό.

Δεν είναι βέβαια που γίνομαι 40, αλλά που δεν θα είμαι πια 30 -  δεν θα έλκω δηλαδή από το πρώτα χρόνια της δεκαετίας μια αναίρεση της ωριμότητας. Αν κάτι μου λείπει ήδη από τα χρόνια εκείνα … είναι που ήμουν ανέμελος και ανέφελος, ελεύθερος ή έτσι νόμιζα. Δικά μου είναι τα χρόνια και οι εμπειρίες και οι απώλειες που φέρνει ο χρόνος. Θα συνεχίσω προφανώς να πιστεύω πως μπροστά μου είναι το μέλλον, πως μπορώ, αν θελήσω, να το αλλάξω – να αποφασίσω «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω».


Όταν μεγαλώσω νομίζω θα γίνω αεροπόρος – και θα πετώ στα σύννεφα.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Το αίμα που βλασταίνει

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 1/6/2014]



Ένα ορυχείο άνθρακα στην πόλη Μονσού στη βόρεια Γαλλία. Έτος 1884. Ένα ορυχείο λιγνίτη στην πόλη Σόμα στη δυτική Τουρκία. Έτος 2014. Ένας πιτσιρίκος, έφηβος διαβάζει το «Ζερμινάλ» του Ζολά, στο υπόγειο ενός αγροτικού σπιτιού στην Κόρινθο κάτι καλοκαιρινά μεσημέρια στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Είχε την αίσθηση πως διάβαζε κάτι μακρινό, περασμένο κυρίως, από αυτά που κάποτε υπήρχαν, ανατράπηκαν και είναι πια κερδισμένα για πάντα. Ο έφηβος αναγνώστης μας μεγάλωσε στο διάλειμμα δύο καταστροφών ή στο ξάγναντο δυο κόσμων – οι ιστορίες των αγώνων για ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία ήταν γι’ αυτόν περιπετειώδη παραμύθια με ωραίο τέλος (συνήθεια παλιά των παραμυθιών το ωραίο τέλος). Όμως ο αναγνώστης μας μεγάλωσε και η ζωή δεν είναι κλεισμένη πια στο υπόγειο των παιδικών του χρόνων.

Το «Ζερμινάλ» είναι μάλλον αναμφισβήτητα το κορυφαίο έργο του Ζολά -  ο νατουραλιστής συγγραφέας μελετάει για μήνες τη ζωή στα ορυχεία, τα επισκέπτεται, ζει ανάμεσα στους ανθρώπους που σέρνονται στις στοές τους και καταγράφει με χειρουργική ακρίβεια και ψυχρό ρεαλισμό την εξαθλίωση, την αδικία, την ασφυξία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Με μια ελπίδα: να ξεσηκώσει κραυγή δικαιοσύνης στη Γαλλία.

301 νεκροί στο κολαστήριο της Σόμα, 432 ορφανά παιδιά η σοδειά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην Τουρκία, άθλιες συνθήκες εργασίας, εγκληματική αδιαφορία για την ασφάλεια των ανθρώπων που σέρνονται στις στοές, πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες όλου του κόσμου, εικόνες φρίκης (όχι κείμενα, εικόνες – οι εικόνες είναι προϊόν κατανάλωσης, τελειώνει η εικόνα και αγοράζεις άλλη), και ρεπορτάζ με μαρτυρίες (για ένα κομμάτι ψωμί/θα ‘χεις πληρώσει ακριβά). Όλα εφήμερα, μικρές δόσεις πληροφοριών που τεμαχίζουν τη φρίκη σε ειδήσεις και αριθμούς και δηλώσεις. Κι ένας 15χρονος Κεμάλ νεκρός, ένα παιδί, σαν αυτό το παιδί που διάβαζε σε ένα υπόγειο στην Κόρινθο το «Ζερμινάλ» τέλη της δεκαετίας του ’80. «Μαύρο μέλι, μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί» κι αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ;


Germer”  στα γαλλικά θα πει «βλασταίνω», “Germinal” είναι αυτός που βλασταίνει. Βλασταίνει κραυγή για δικαιοσύνη σε έναν κόσμο που πάλι από την αρχή γράφει την ιστορία του κόσμου με αίμα. Το βιβλίο τελειώνει: «… άνθρωποι φύτρωναν, ένας μαύρος εκδικητής στρατός βλάσταινε αργά μέσα στ’ αυλάκια, μεγαλώνοντας για τις σοδειές του αυριανού αιώνα, που όταν θα ωρίμαζε θα ‘κανε τη γη να τιναχτεί στον αέρα» (μετάφραση Έλλης και Γιάννη Αγγέλου).

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Το παραμύθι του ακουστικού


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τηλέφωνο. Ένα μεγάλο τηλέφωνο. Για να είμαστε ακριβείς, ένα αφύσικα μεγάλο τηλέφωνο - από αυτά τα παλιά με το ακουστικό που μοιάζει με τα βάρη που σηκώνουν οι ανεγκέφαλοι στα γυμναστήρια. Κι εδώ που τα λέμε ήταν τόσο μεγάλο, που αν κάποιος ήθελε να σηκώσει το ακουστικό θα έπρεπε να είναι αρσιβαρίστας.

Από την αρχή ήταν φτιαγμένο έτσι, για κάποιον άγνωστο λόγο, και κανείς δεν το αγόραζε βέβαια να κάνει τη δουλειά του. Μια μέρα όμως ένας πλούσιος κι εκκεντρικός άνθρωπος αποφάσισε να το πάρει και να το προσθέσει στα τρόπαια της δύναμής του - ταίριαζε απόλυτα στην επιδεικτική του φύση. Όμως κανείς δεν καλούσε στο τηλέφωνο του σπιτιού του αυτόν τον μοναχικό και δυστυχισμένο άνθρωπο, και γρήγορα το τηλέφωνο ξεχάστηκε και παραμελήθηκε. Λίγα χρόνια μετά πουλήθηκε σε έναν γέρο ξιπασμένο έμπορο που ήθελε να βλέπει το νεαρό εραστή του  να το σηκώνει, κάθε που κάποιος τον καλούσε, και να θαυμάζει γεμάτος λαγνεία το ποθητό του σώμα. Όμως ο έρωτας (όπως γνωρίζετε) δεν κρατάει πολύ (ούτε τα παραμύθια) κι ο νεαρός έφυγε για άλλα μάτια και δεν σήκωσε κανείς πάλι το ακουστικό στο σπίτι του εμπόρου.

Πέρασαν βέβαια και άλλα χρόνια - αφήνοντας πίσω τη σκόνη τους να κάθεται νωχελικά στα λόγια των ανθρώπων. Και μια μέρα το ακουστικό το σήκωσε ένα μικρό παιδί, σχημάτισε στο στρογγυλό καντράν ένα-ένα τα νούμερα και μίλησε με τον μπαμπά του και του είπε πως "σήμερα στο σχολείο διαβάσαμε ένα μεγάλο παραμύθι".

(Κι αν ίσως αναρωτηθήκατε ποιο το νόημα αυτής της ιστορίας ή τελοσπάντων πώς μπόρεσε και σήκωσε το αφύσικα μεγάλο ακουστικό ένα μικρό παιδί, θα σας πω πως τα πράγματα μοιάζουν τεράστια και ακατόρθωτα όταν φοβόμαστε να τα ακούσουμε, όχι όταν αποφασίζουμε να τα πούμε).

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Κυβερνητικές βιβλιοθήκες

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 24-25/5/2014]



Μια εκτεταμένη και διόλου δυσδιάκριτη αδυναμία του ελληνικού συστήματος δημόσιας διοίκησης είναι και αυτή που δεν επενδύει στη συγκέντρωση, οργάνωση και διάχυση των πληροφοριών, πρωτογενών και δευτερογενών, προς όφελος τόσο της τεκμηρίωσης στη λήψη αποφάσεων, όσο και της ευχερούς πρόσβασης των πολιτών στις αποφάσεις της διοίκησης και των οργανισμών του δημοσίου. Με δυο λόγια, το ελληνικό δημόσιο, τα υπουργεία και οι οργανισμοί ποτέ δεν απέκτησαν οργανωμένες βιβλιοθήκες και αρχεία. Τα αρχεία δε, χρησιμοποιούνται συχνά (και στο δημόσιο, δημοσιογραφικό λόγο) ως συνώνυμο μιας ερεβώδους αποθήκευσης προς μη ανεύρεση αποδείξεων: συχνά λέμε «έβαλε την υπόθεση στο αρχείο», εννοώντας πως την έκρυψε, την εξαφάνισε από προσώπου γης.

Οι λεγόμενες «κυβερνητικές βιβλιοθήκες», οι βιβλιοθήκες που λειτουργούν σε/για υπηρεσίες παραγωγής κυβερνητικού έργου είναι στην Ελλάδα μια ακόμη ένδειξη παθογένειας στη δημόσια διοίκηση, δεδομένου ότι ποτέ δεν ευτύχησαν να λειτουργήσουν, ή όπου λειτούργησαν δεν επενδύθηκε κεφάλαιο, προσωπικό και υποδομές για την ανάπτυξή τους. Ενδεικτικά και ισχυρότερα είναι τα παραδείγματα των βιβλιοθηκών των Υπουργείων. Ενδεικτική η ουσιαστική ανυπαρξία βιβλιοθήκης στο αρμόδιο για τις βιβλιοθήκες Υπουργείο Παιδείας. Για να μην μιλήσουμε για τα υπόλοιπα.


Η ανυπαρξία αυτή δεν είναι τόσο πολιτιστική φτώχεια, όσο διοικητική αναπηρία, και πρέπει να απαντήσουμε τι εννοούμε κυβερνητική βιβλιοθήκη: μια «βιβλιοθήκη» ή υπηρεσία «τεκμηρίωσης ή διαχείρισης των πληροφοριών» είναι μια κομβική παρουσία στην παραγωγή κυβερνητικών και υπηρεσιακών αποφάσεων σε ένα υπουργείο. Δεν είναι μια δανειστική βιβλιοθήκη λογοτεχνικών έργων, αλλά μια δυναμική υπηρεσία που συγκεντρώνει και οργανώνει πληροφορίες (σε έντυπο, ηλεκτρονικό ή άυλο μέσο) προς χρήση (τεκμηριωτική, ενημερωτική κ.α.) από όσους λαμβάνουν αποφάσεις και καθορίζουν πολιτικές. Η βιβλιοθήκη επομένως σε ένα υπουργείο (οφείλει να) είναι μια υπηρεσία αιχμής, της οποίας το έργο και οι τεχνικές αντιγράφονται από τις υπόλοιπες βιβλιοθήκες, αφού πρωτοπορεί στην απαιτητική διαχείριση των πληροφοριών. Συνήθως οι υπηρεσίες αυτές διαχειρίζονται και τα «ενεργά» και «ιστορικά» αρχεία των υπουργείων, τις πληροφορίες και τα έγγραφα δηλαδή που προκύπτουν από τη λειτουργία των υπουργείων, προσφέροντας συστήματα και διαδικασίες που οργανώνουν και αποθηκεύουν τα επίσημα έγγραφα με τρόπο τέτοιο που όποιος πρέπει, βλέπει ό,τι πρέπει, όταν πρέπει. Αν και η ελληνική βιβλιοθηκονομική και αρχειονομική κοινότητα διαθέτει επαγγελματίες με προσόντα, σπουδές και κουλτούρα για μια τέτοια απαιτητική δράση, φαίνεται μάλλον απίθανο οι κυβερνητικές βιβλιοθήκες να αναπτυχθούν στην Ελλάδα, όπως επίσης οι παρόμοιας σημασίας βιβλιοθήκες των τραπεζών, και να δημιουργηθούν πολυδύναμα κέντρα τεκμηρίωσης που θα συμβάλουν στην οργάνωση των πληροφοριών που είναι απαραίτητες ή παράγονται από την κυβερνητική λειτουργία. Ο λόγος φαίνεται να είναι τραγικά απλός: στη λήψη των αποφάσεων δεν ενεργούν οι πληροφορίες, αλλά οι σχέσεις, οι ιδεοληψίες, τα συμφέροντα, η πελατεία…

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Οι λάμπες και η ποίηση



Λοιπόν, πάντα μου άρεσαν οι λάμπες. Καταρχάς γιατί φωτίζουν μες στο σκοτάδι. Έπειτα, για την αξιοπρεπή μοναξιά τους. Οι λάμπες των δρόμων, οι λάμπες των υπνοδωματίων, οι λάμπες στις ταβέρνες και στα καΐκια. Απ' όλα, όσα υπάρχουν μες στο σκοτάδι, αυτές επιλέγουν να φωτίσουν το πιο σημαντικό: το προφανές.

Νομίζω σε αυτό το σημείο πως οι λάμπες μοιάζουν με την ποίηση: εστιάζουν, τους απασχολεί το λίγο, το αποκόβουν από το σκοτεινό όλο, μόνο αυτό αναδεικνύουν. Α, η ποίηση και οι λάμπες είναι μια ειλικρινής ομολογία ύπαρξης.

***
Το σχέδιο είναι του F. M. Salvat, από το βιβλίο "Le roman de Francois Villon" (J. Ferenczi, 1935)

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Πάντα ν' ανταμώνουμε

[Αναδημοσίευση του άρθρου του 'Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής"  18/5/2014]


Η πολιτιστική δημιουργία σε τοπικό επίπεδο, ένα από τα στοιχεία που φαίνεται να απασχολούν τις υποψήφιες δημοτικές παρατάξεις στις επικείμενες εκλογές, είναι το θέμα του σημερινού σημειώματος. Αφορμή για μια ακόμη φορά το βίωμα, η εμπειρία, εν προκειμένω το 1ο Διασχολικό Φεστιβάλ Παραδοσιακών Χορών που έγινε στο 101ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας, το οποίο διοργάνωσε ο σύλλογος γονέων και στο οποίο συμμετείχαν 10 δημοτικά σχολεία της περιοχής των Άνω Πατησίων. Δεν είναι μόνο η άψογη διοργάνωση, το επίπεδο των χορευτικών ομάδων, η εξαιρετική ορχήστρα, η χορωδία. Ήταν η αίσθηση της γιορτής, η συνάντηση των ανθρώπων της γειτονιάς, η κοινωνικότητα, η συνεργασία, η υπόσχεση της επανάληψης.

Δεν μπορούμε ίσως διά της στατιστικής μεθόδου να βεβαιώσουμε πως διαφαίνεται άνθηση της πολιτιστικής δημιουργίας σε τοπική κλίμακα, ωστόσο μπορούμε διά της παρατήρησης να το ισχυριστούμε. Θα το θεωρούσαμε λογικό και χρήσιμο κάτι τέτοιο, είναι μια θετική αντίδραση στην επελαύνουσα κρίση, ακόμη και αν δεν φαίνεται  συχνά να αγγίζει ζητήματα ταξικής συνειδητοποίησης, ιδεολογικής αφύπνισης, κοινωνικής εγρήγορσης. Δεν θα μπορούσε ίσως, αφού εκβάλλουμε βίαια και απότομα από μια μακρά περίοδο ευδαιμονισμού, καταναλωτικών εμμονών και πολιτικής παθητικότητας. Δεν είναι όμως και λίγες οι φορές που τίθενται και ζητήματα αιχμής στο στόχαστρο της τοπικής πολιτιστικής δράσης, όπως είναι το φασιστικό φαινόμενο και η αναβίωσή του.

Η παρουσία των τοπικών συλλογικοτήτων και του ρόλου τους στα προεκλογικά προγράμματα των δημοτικών παρατάξεων εξηγείται και αναλύεται πολλαπλά: Καταρχάς είναι «δωρεάν» (εθελοντικό) κεφάλαιο και αν κάτι απαιτεί από την τοπική διοίκηση είναι η μερική υποστήριξη. Κατά δεύτερον ο προσφιλής αυτός τρόπος ενασχόλησης με τα κοινά παράγει παράγοντες αξιοποιήσιμους στην στελέχωση των συνδυασμών, πολλές φορές δε, θεωρείται βιογραφικό εισιτήριο στην τοπική πολιτική παρουσία. Η απόσταση των πολιτικών σχηματισμών, όποιας κλίμακας, από το κοινωνικό σύνολο (αποτέλεσμα και συστατικό της πολιτικής κρίσης) χρειάζεται συνδετικούς κρίκους, όπως οι τοπικές, πολιτιστικές, αθλητικές, γονεϊκές και άλλες συλλογικότητες. Δεν μπορούμε φυσικά να αποκλείσουμε και την «έντιμη» και ουσιαστική εκτίμηση της τοπικής δημιουργίας από τις δημοτικές παρατάξεις, σαν παράγοντα που εξηγεί την παρουσία της στα προεκλογικά προγράμματα τους.


Το κύριο στοιχείο της τοπικής δημιουργίας είναι η ψυχή που κατατίθεται, η δημιουργία και ενίσχυση ταυτοτικών και κοινωνικών δεσμών, η ευχαρίστηση και η ψυχαγωγία σίγουρα. Μοιάζει κάπως μίζερο να ασχολούμαστε με τα περαιτέρω, όμως δεν είναι. Είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε με το ρόλο των τοπικών συλλογικοτήτων στην εποχή αυτή με τα χαρακτηριστικά που παίρνει η διάλυση της κοινωνίας και να παρατηρήσουμε τις συνδηλώσεις της διαφαινόμενης άνθησης και, γιατί όχι να παρέμβουμε στηρίζοντας ουσιαστικά την τοπική δημιουργία και θεσμικά, και οικονομικά και με τις υποδομές των δήμων.

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Τα ψώνια της Θωμαΐδος*

*μια ιστορία αφιερωμένη στον Τσαλαπετεινό που έγραψε μια ιστορία φανταστική


Μια φορά κι  έναν καιρό ήταν η κυρία Θωμαΐς, που είχε πολύ παχιά φρύδια – όμως αυτό το χαρακτηριστικό της ελάχιστη σχέση έχει με την ιστορία μας. Η κυρία Θωμαΐς έμενε στις εργατικές πολυκατοικίες με τα μικρά κηπάκια τους, όμως και αυτό δεν μας αφορά εδώ ιδιαίτερα. Αυτό που έχει σημασία είναι πως μια μέρα η κυρία Θωμαΐς έγραψε σε ένα χαρτί τα ψώνια της για το μανάβη: «πράσα, αγγούρια, κολοκύθια (στρογγυλά), άνηθος, καρότα, μήλα, γαρυφαλλιά». Της άρεσαν τα γαρύφαλλα της κυρίας Θωμαΐδος και πάντα έπαιρνε μια γλάστρα αυτή την εποχή. Κινδυνεύοντας πάλι να ξεφύγω στα περιττά, να πω εν συντομία πως επίσης παρά τα περασμένα χρόνια της τής άρεσε και ο νεαρός που δούλευε στο μανάβικο του Σταμάτη και συχνά του ζητούσε να της μεταφέρει τα ψώνια στο σπίτι για να έχει την ευκαιρία να τον ακούσει να ανεβαίνει στο διαμέρισμά της με την αντρίκια περπατησιά του.

Εκείνη η μέρα ήταν η σημαντικότερη της ιστορίας μας. Γιατί ο αέρας πήρε το χαρτί με τα ψώνια από το τραπέζι της κουζίνας, το χόρεψε για λίγο στο φως της μέρας και ύστερα το άφησε στο δρόμο κι εκεί το βρήκε (η λιτότητα στις ιστορίες είναι μια ανεκτίμητη αρετή) ένας ποιητής (από τους κανονικούς, όχι από αυτούς που λένε ότι είναι ποιητές και μόνο αυτοί το λένε). Το έπιασε στα χέρια του, φάνηκε για λίγο να το ζυγίζει (όπως κάνουν οι ποιητές με τα κείμενα και τις λέξεις) και το έχωσε βιαστικά στην κωλότσεπη. Όταν πήγε σπίτι, γδύθηκε, έκανε ένα μπάνιο και ύστερα κάθισε στο γραφείο του, έβγαλε το χαρτί, το ξαναζύγισε και πήρε μια καθαρή κόλλα χαρτί, την πέρασε στη γραφομηχανή του και καθαρόγραψε τα ψώνια της κυρίας Θωμαΐδας:

«Πράσα
Αγγούρια
Κολοκύθια (στρογγυλά)
Άνηθος
Καρότα
Μήλα

Γαρυφαλλιά»

Να μην αργήσουμε λοιπόν να φτάσουμε στο τέλος της ιστορίας (αν έχουν ποτέ τέλος οι ιστορίες). Ο κανονικός ποιητής έβαλε το χαρτί μαζί με κάποια άλλα και τα έστειλε στον εκδότη του. Λίγους μήνες μετά εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή με τίτλο «τα ψώνια». Οι κριτικοί ενθουσιάστηκαν, ήταν σίγουρα η πλέον ώριμη συλλογή του, κάποιος είπε πως «τα ποιήματά του τρυπούν τον παθητικό υμένα της ντόπιας ποιητικής παραγωγής» και ως ενδεικτικό ποίημα πρόβαλε τα ψώνια της κυρίας Θωμαΐδος.


Η κυρία Θωμαΐς εν τω μεταξύ πέθανε. Στην κηδεία της ήρθαν λίγοι γείτονες -  συγγενείς δεν είχε. Ήρθε και το παιδί που δουλεύει στο μανάβικο του Σταμάτη.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Περί κουλτούρας βιβλιοθηκών

[Αναδημοσίευση του άρθρου το "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 11/5/2014]


Πώς μπορείς να προτείνεις πολιτική βιβλιοθηκών, όταν ο ίδιος δεν έχεις κουλτούρα χρήσης τους; Γιατί στην Ελλάδα οι βιβλιοθήκες δεν εδραιώθηκαν, όπως σε άλλες χώρες; Δύο ερωτήματα που διατυπώθηκαν πρόσφατα από δύο αξιόλογους συναδέλφους και αναζητούν κάπως τις απαντήσεις μας.

Προεπαναστατικά, αλλά και αυτά τα περίπου 200 χρόνια της πρόσφατης Ιστορίας μας, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για τη δημιουργία και τον εμπλουτισμό βιβλιοθηκών, κυρίως με ένα πνεύμα διαφωτισμού, οραματικό και πιονερίστικο. Γεγονός είναι πως αυτές οι προσπάθειες απέδωσαν κάποιους καρπούς, συχνότερα ωστόσο πρόσκαιρους - όσο κράτησε δηλαδή ο βίος και η προσφορά των μεμονωμένων εμπνευστών ή των επιγόνων τους.

Εκατοντάδες είναι οι συλλέκτες βιβλίων που έγιναν δωρητές ή ιδρυτές βιβλιοθηκών, χιλιάδες οι σύλλογοι που συγκρότησαν συλλογές και έκαναν αιτήσεις δωρεών, χιλιάδες τα σχολεία που άνοιξαν βιβλιοθήκες γιατί κάποιοι δάσκαλοι φρόντισαν γι' αυτό. Όλα αυτά παράλληλα με την όποια κρατική λειτουργία σε αυτόν τον τομέα. Υπάρχει δηλαδή ένα κλίμα γόνιμο για την ανάπτυξη των βιβλιοθηκών.

Είναι διαπιστωμένο σε όσους εργαζόμαστε σε βιβλιοθήκες πως πρέπει να πείσουμε (ακόμη και τους ίδιους τους φορείς που μας περιέχουν) για την αναγκαιότητα, τον ρόλο, τη δυναμική και τη σημασία της βιβλιοθήκης και του βιβλιοθηκονόμου, και μάλιστα τώρα που η ψηφιακή θύελλα, σε συνδυασμό με την έλλειψη κουλτούρας χρήσης των βιβλιοθηκών, την οικονομική κρίση και τον πληροφοριακό αναλφαβητισμό, δημιουργεί στρεβλές ιδεοληψίες για το τέλος του βιβλίου και των βιβλιοθηκών. Συνεχίζει να θεωρείται εκκρεμής πολυτέλεια η βιβλιοθήκη.

Πολιτική βιβλιοθηκών χωρίς πολιτική ανάγνωσης δεν μπορούμε να νοήσουμε: η μία αφορά τη δημιουργία και τη λειτουργία, η άλλη τη χρήση τους Δεν μπορούμε να μιλάμε για εκπαιδευτική πολιτική χωρίς να συσταχώνουμε σχολεία και βιβλιοθήκες σε αυτόν τον σκοπό, οι βιβλιοθήκες είναι το φυσικό περιβάλλον της μάθησης. Χρειάζεται να αποκτηθεί εμπιστοσύνη των πολιτών στις βιβλιοθήκες -για να γίνει αυτό πρέπει οι βιβλιοθήκες να μπουν σε σταθερή πορεία ανάπτυξης, που δεν θα εξαρτάται από κατ' εξαίρεσιν χρηματοδοτήσεις, χορηγικές ελεημοσύνες και πεφωτισμένες πρωτοβουλίες.

Οι βιβλιοθήκες χρειάζονται εδραίωση και, επειδή πολλά έχουν κερδηθεί αυτά τα χρόνια της δυναμικής ανάπτυξής τους και στην Ελλάδα, αυτό που απαιτείται είναι να αντιμετωπιστούν τα θεσμικά κενά και να υπάρξει επένδυση σε προσωπικό, υλικό και υπηρεσίες. Η πείρα έχει δείξει πως, όποτε εδραιώθηκαν, οι βιβλιοθήκες μετατράπηκαν αυτομάτως σε εστίες γνώσης και έρευνας και συνήψαν δυναμική σχέση με τους χρήστες, το κοινό, τους δημότες, τους ερευνητές.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

My precious sujuk lokum



Είχα συστημένο. Αλλά έλειπα όταν ήρθε ο ταχυδρόμος. Αλλά δεν είχα ταυτότητα όταν πήγα στο ταχυδρομείο να το πάρω, αλλά πήγα μετά, αργά το απόγευμα (πάλι). Και ήταν για μένα, δικό μου δηλαδή, και ήταν ένα δέμα χοντρό και όχι ένα γράμμα, αλλά τους είπα αν έχουν μια σακούλα να το βάλω μέσα και είχαν. Βόμβα δεν θα ήταν λογικά, τουλάχιστον δεν θα ερχόταν βόμβα σε μένα από την Κομοτηνή από μια Άννα, αλλά και πάλι όταν πέρασα από το προεκλογικό περίπτερο του ΣΥΡΙΖΑ στην πλατεία δεν έδειξα τίποτα στους συντρόφους, ούτε βέβαια άνοιξα το δέμα, ούτε μετά που πήγα να πάρω την κόρη μου από το χορό, ούτε όταν πήγα σπίτι και με ρώτησε η γυναίκα μου γιατί άργησα είπα πού ήμουν, ούτε όταν με ρώτησε τι κρατάω είπα καθαρά και δυνατά "τίποτα, κάτι πράγματα", μόνο άπνοα και με σταδιακή σίγαση το ψιθύρισα, σαν μπαταρία που τελειώνει.


Ήξερα βέβαια τι ήταν- μια διαδικτυακή συζήτηση με την Άννα (υπέθετα ότι ήξερα) πριν λίγες μέρες, την Άννα δεν τη ξέρω ("δεν τη ξέρω" εννοώ πως τη διαβάζω μεν δεν έχουμε ιδωθεί δε, δεν έχουμε συναντηθεί), με οδήγησε τελείως παρορμητικά να της στείλω τη διεύθυνσή μου. Το θέμα πλέον ήταν το δέμα, τι θα κάνω το δέμα, πότε θα το ανοίξω και το θέμα άρχισε μέσα μου να κεντρίζει τα μύχια αισθήματα ιδιοκτησίας να κεντάει τη δαντέλα της τσιγκουνιάς μου και η συνείδησή μου ξεβολεύτηκε με όλα ετούτα. Έπρεπε να κρύψω το δέμα.

Στην ντουλάπα με τα παιχνίδια των παιδιών; Απορρίπτεται...
Να έκανα σάντουιτς το λάπτοπ;
Μήπως στα μαξιλάρια του καναπέ; Μπα, όχι
Μια καλή ιδέα στο ντουλάπι με τα τρόφιμα... μήπως;

Στη μεγάλη βιβλιοθήκη (πάνω από τα Άπαντα του Λένιν); Μπα, όχι.
Κάτω από την πλεχτή κουβέρτα με τα μοτίφια της γιαγιάς; Σαφώς όχι.
Πίσω από την πόρτα.... αλλά αν την κλείσει κανείς;
Όλη αυτή η πεζοπορία μέσα στο σπίτι κίνησε υποψίες, απέκτησε οπαδούς και αυτό διόλου καλό δεν ήταν για το σκοπό μου. Ήταν ολέθριο. Πρόλαβα μονάχα να σχεδιάσω την αποκάλυψη: μια φίλη μου μού έστειλε ένα δώρο για μένα. Ανίσχυρος πια στα διερευνητικά και καχύποπτα βλέμματα της φαμίλιας (η οικογένεια είναι ευτυχία - λένε -που τη μοιράζεσαι) πήρα το μαχαίρι κι έσφαξα το δέμα.


Και από την κοιλιά του βγήκε το σουτζούκ-λουκούμ από την Κομοτηνή. Το δικό μου σουτζούκ-λουκούμ που η δικιά μου φίλη η Άννα μού το έστειλε για μένα. Δύο σουτζούκ-λουκούμ: το ένα για μένα με σουσάμι, το άλλο για μένα χωρίς σουσάμι.


Τη χαρά τους δεν την κατάλαβα εξαρχής, ούτε το πρώτο πληθυντικό του ρήματος "τρώω" σε ενεστώτα και μέλλοντα που άρχισε να κυκλοφορεί γύρω από το δέμα μου. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να αρπάξω τη μερίδα του λέοντος ως αρχηγός και πατερούλης.


Όμως ο λαός είναι αδίστακτος όταν είναι να τραφεί και το μόνο που έμεινε απ'το πολύτιμό μου δέμα είναι μια λωρίδα λουκούμι που έκρυψα στο ψυγείο (πίσω από τις μαρμελάδες) για μια ώρα ανάγκης


Ηθικό δίδαγμα: δεν στέλνεις τη διεύθυνση του σπιτιού σου όπου να'ναι, στέλνεις μονάχα έναν αριθμό θυρίδας.

Κι άλλο ηθικό δίδαγμα: Οι γυναίκες είστε απίστευτα πλάσματα (μερικές φορές)


Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Προσευχή



Με τους αγκώνες
ακουμπισμένους στο τραπέζι κάθομαι
αιώνες τώρα και σε περιμένω,
απέναντί μου να σταθείς και να
ρωτήσεις:
- Τι;
Και τότε εγώ
θα σου απαντήσω:
- Γιατί άργησες τόσο πολύ;

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Ο απολογισμός της μη δράσης

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 4/5/2014]



Ο συνήθης απολογισμός είναι αυτός που καταγράφει όσα έγιναν. Ο σωστός απολογισμός είναι αυτός που καταγράφει όσα έγιναν και όσα δεν έγιναν. Ο απολογισμός του δημάρχου* της Αθήνας ωστόσο πρωτοτυπεί καταγράφοντας όσα δεν έγιναν και όσα υπόσχεται πως θα γίνουν. Τουλάχιστον στο πεδίο που εξετάζει το παρόν σημείωμα και το οποίο έχει να κάνει με τον απολογισμό που κάνει η αποχωρούσα δημοτική αρχή της Αθήνας σχετικά με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πρωτεύουσας.

Τι λέει λοιπόν ο κ. Καμίνης ότι «έκανε» τα τελευταία τρία χρόνια; Δύο πράγματα: ότι συνεργάστηκε με το «Future Library» του ελεήμονος Ιδρύματος Νιάρχου, την ΠΥΡΝΑ και το Δίκτυο για τα δικαιώματα του Παιδιού (μόνο για κάποιες εκδηλώσεις στον χώρο της βιβλιοθήκης), και ότι «τοποθετήθηκε» (με δωρεά κατασκευαστικής εταιρείας, αλλά δεν το λέει) στην πλατεία Δεξαμενής η «Κινητή Ανταλλακτική Βιβλιοθήκη»... Λέει και άλλα ο δήμαρχος, μόνο που αυτά δεν χωρούν σε απολογισμό, γιατί είναι αόριστες προβλέψεις για το μέλλον - ως γνωστό οι απολογισμοί αναφέρονται σε παρελθόντα χρόνο. Λέει πως η Δημοτική Βιβλιοθήκη ΘΑ μετατραπεί σε ζωντανό πυρήνα γνώσης, η ψηφιοποίηση του υλικού ΘΑ είναι ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία, η κινητή ανταλλακτική βιβλιοθήκη ΘΑ εξαπλωθεί στις γειτονιές, δίκτυο παιδικών και... βρεφικών βιβλιοθηκών ΘΑ δημιουργηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Όλα αυτά για κάποιο λόγο δεν έγιναν, αλλά για κάποιο λόγο θα γίνουν.

Ας έρθουμε λοιπόν τώρα στα προφανή θλιβερά του μονόστηλου απολογισμού του δημάρχου. Η Δημοτική βιβλιοθήκη δεν απέκτησε παραρτήματα σε όλα τα δημοτικά διαμερίσματα, δεν αγκάλιασε τους πολίτες της Αθήνας, δεν χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες των μαθητών (επισκέψεις έγιναν), δεν απέκτησε επαρκές ειδικευμένο προσωπικό, δεν πολλαπλασίασε το υλικό της, δεν εξοπλίστηκε με τεχνολογία και υποδομές αιχμής, δεν διοργάνωσε πολιτιστικές εκδηλώσεις, δεν οργάνωσε σεμινάρια και μαθήματα, αδιαφόρησε για τις πάσης φύσεως μειονότητες αυτής της πόλης και τις πληροφοριακές τους ανάγκες, δεν έγινε κύτταρο του πολιτισμού και κυψέλη των πνευματικών ανθρώπων της Αθήνας. Και όσα έγιναν από το λιγοστό προσωπικό, πολλά είναι με την τόση αδιαφορία του δήμου. Δεν είναι όμως αρκετά, δεν είναι καν ικανοποιητικά για τις ανάγκες. Είναι θλιβερό να καταγράφονται ως πεπραγμένα μιας δημοτικής θητείας η τοποθέτηση ενός ανταλλακτηρίου βιβλίων σε μέγεθος περιπτέρου και η συνεργασία με χορηγούς και σωματεία (χρηματοδοτούμενα από τους χορηγούς) για δράσεις προβολής ενός αξιοθρήνητα αδύναμου οργανισμού. Πόσο μάλλον που η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση θα απαιτούσε την οραματική στήριξη του πολιτισμού και της παιδείας.