Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Η παλιά ιστορία των σπιτιών


Τα σπίτια δεν ήταν πάντα αυτά που ξέρεις γλυκό μου παιδί - δεν ήταν δεμένα και ακίνητα, πάντα σιωπηλά και ανέκφραστα. Τα παλιά χρόνια (μου είπε) τα σπίτια ήταν ελεύθερα να πάνε όπου θένε. Συχνά τα έβλεπες παρέες-παρέες να κατεβαίνουν γελώντας τις πλαγιές του βουνού σαν ξαναμμένα κοριτσόπουλα ή άλλοτε να παίζουν στο νερό σαν άγουρα αγόρια, ή να συζητούν ήσυχα καπνίζοντας τους έρωτες κάτι νύχτες με βροχή. 

Μια μέρα, ξαφνικά, τα σπίτια σταμάτησαν. Αναίτια, χωρίς λόγο, χωρίς μια εξήγηση, δεν ασχολήθηκαν καν να μας πουν κάτι σαν ενημέρωση, προειδοποίηση, ανακοίνωση έστω. Με τον καιρό συνηθίσαμε την ακινησία τους και ύστερα μπήκαμε μέσα τους και μείναμε για πάντα εκεί - προστατευμένοι. Έτσι χωρίς λόγο, χωρίς εξήγηση, τα κατοικήσαμε. Δεν τα ρωτήσαμε καν. Με τον καιρό πάψαμε να σκεφτόμαστε αυτή την ιστορία.

Όμως, καλό μου παιδί, (μου είπε) καμιά φορά σκέφτομαι πως μπορεί μια νύχτα με βροχή εξίσου ξαφνικά να αποφασίσουν να ξαναζωντανέψουν τα σπίτια. Και να φύγουν...

***
η ζωγραφιά είναι της Στέλλας

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Τα αποδημητικά πουλιά


Αυτό το δέντρο στη Γερμανία είναι γερμανικό. Στην Τουρκία, τουρκικό. Και στην Ελλάδα, ελληνικό προφανώς. Οι ρίζες του σκάβουν το γερμανικό, τουρκικό ή ελληνικό έδαφος αντιστοίχως. Τα φύλλα του τα ρίχνει στο γερμανικό, τουρκικό ή ελληνικό χώμα.

Σε αυτά τα δέντρα, καμιά φορά, στέκονται και κελαηδούν αποδημητικά πουλιά. Που κάθε δέντρο είναι πατρίδα τους.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Σπουδή στο Θεόφιλο


Στη Στέλλα, που είναι 4 ετών, αρέσει πολύ να ζωγραφίζει. Εδώ ζωγράφισε τον "Αθανάσιο Διάκο" με τον τρόπο του Θεόφιλου.


Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

1ο Φεστιβάλ Παιδείας

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 23/3/2014]


Ανοιχτό σχολείο και πολιτισμός στη γειτονιά. Αυτό ήταν το πείραμα του 1ου Φεστιβάλ Παιδείας που συνδιοργάνωσαν 14 και 15 Μαρτίου στα Άνω Πατήσια η Γ’ ΕΛΜΕ και η Ένωση Γονέων της 5ης Δημοτικής Κοινότητας. Αρωγοί σε αυτή τη διοργάνωση η Α΄ ΕΛΜΕ και οι Ενώσεις Γονέων της 6ης Δημοτικής Κοινότητας, του Γαλατσίου και της Νέας Φιλαδέλφειας-Χαλκηδόνας. Το πρόγραμμα του φεστιβάλ περιείχε εισηγήσεις και συζήτηση για την εκπαίδευση, δύο θεατρικές παραστάσεις και συναυλία μαθητικών συγκροτημάτων. Την πρώτη μέρα μίλησαν για το Νέο Λύκειο και τις αλλαγές στην εκπαίδευση ο Παύλος Χαραμής και για την αξιολόγηση, τη διαθεσιμότητα και τις απολύσεις εκπαιδευτικών ο Γρηγόρης Καλομοίρης. Η συζήτηση που ακολούθησε έδωσε τη θέση της στην παράσταση του έργου “Himmelweg” του Χουάν Μαγιόρκα από τη Θεατρική Ομάδα της Πολιτιστικής Λέσχης της ΟΛΜΕ. Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε με τη διαδραστική παράσταση της ακτιβιστικής ομάδας «Θέατρο του Καταπιεσμένου» για τη ρατσιστική βία και ακολούθησαν οι συναυλίες των μαθητικών συγκροτημάτων Acoustica, Ηχώ από Σκιάθου και Subtle Approach.

Όπως είπαν οι διοργανωτές, το 1ο φεστιβάλ θα το ακολουθήσει και δεύτερο, αφού γι’ αυτούς ο θεσμός που ξεκίνησε είναι ο τρόπος που προτείνεται ώστε τα σχολεία να ανοίξουν στην κοινωνία, να τη δεχτούν με τα ζητήματα που αυτή θέτει και να την «παντρέψουν» με την ενέργεια και την αποστολή τους. Γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί καλούνται μαζί να δουλέψουν γι’ αυτό, να σκεφτούν, να μιλήσουν και να διεκδικήσουν από κοινού την ποιότητα της εκπαίδευσης. Η γειτονιά αποκτάει σχέση με το σχολείο, όλες οι ηλικίες, οι εθνότητες, οι απόψεις έχουν βήμα έκφρασης και χώρο πρόσβασης στην πολιτιστική δράση. Η κοινωνική συνοχή, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, ο στοχασμός, η ελευθερία έκφρασης, η καλλιέργεια της τοπικής ιστορίας είναι ζητούμενα, στόχοι και κατακτήσεις.


Οι δράσεις αυτές αποτελούν έκφραση της συλλογικής δημιουργίας και επιχειρούν το δεσμό, εκεί που η κοινωνική, πολιτική και οικονομική συγκυρία εργάζεται για τη διάλυση της κοινωνίας. Είναι στην πράξη διεκδίκηση της ελεύθερης έκφρασης, στην πράξη ρητορική πάνω στα κοινωνικά προβλήματα, στην πράξη άμεση επικοινωνία και όχι διαμέσου Μέσων που φιλτράρουν για λογαριασμό μας.. και επιλέγουν για λογαριασμό των αφεντικών τους την πληροφορία. Όλα αυτά δεν ανακαλύπτονται τώρα. Το παράδειγμα του φεστιβάλ παιδείας είναι άλλη μια προσπάθεια. Με τα κενά, τις εμμονές, τις αδυναμίες του, αλλά και το κέφι, την έμπνευση, τον ερασιτεχνισμό του. Στην παράσταση του «Θεάτρου του Καταπιεσμένου» ένας μικρός θεατής, ο Παύλος νομίζω, διέκοψε και ζήτησε την αντικατάσταση του ηθοποιού που έπαιζε το ρόλο του ρατσιστή. «Ίσως να μην θέλει να είναι κακός, ίσως όταν ήταν μικρός να είχε υποστεί και ο ίδιος βία, ίσως να μην ξέρει τι κακό κάνει η βία». Όλοι γελάσαμε αμήχανα και τον χειροκροτήσαμε θερμά. Ο Παύλος, Παύλο τον έλεγαν νομίζω, είναι η φωνή μας.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Αυτός ο άνθρωπος μπροστά σας


Πάνω από τούτο το χαλί που πατάμε
είναι τα χέρια της μητέρας μου.
Μην τα πληγώσετε προσέξτε.
Πάνω απ' αυτό το ωραίο κέντημα
είναι τα μάτια της μητέρας μου.
Μην τα τυφλώσετε προσέξτε.
Πάνω από τούτη την πλεχτή φανέλα
είναι της μητέρας μου τα όνειρα.
Μην τα τρομάξετε προσέξτε.
Πάνω από αυτή τη ζωγραφιά που βλέπετε
είναι η ψυχή της μητέρας μου.
Προσέξτε μην τη βαρύνετε.
Αυτός ο άνθρωπος μπροστά σας
είναι ο καθρέφτης μιας ζωής φευγάτης.
Εγώ είμαι το αίμα της μητέρας.
Μην με στεγνώσετε άδικα...

***
Η φωτογραφία είναι του Αλβανού μετανάστη Ενρί Τσανάι. Ήρθε στην Ελλάδα το 1991. Λέει γι' αυτήν: «Την Ιωάννα, που είναι Ελληνίδα, τη συναντούσα συχνά στο κέντρο της Αθήνας, κυρίως στην Ομόνοια, όπου συνήθως πήγαινε για να βρει τη δόση της. Την έχω φωτογραφίσει πολλές φορές. Κάποια στιγμή παρατήρησα αυτό το M στο στήθος της. Τη ρώτησα τι σημαίνει. Μου απάντησε "μαμά". Η ίδια δεν είναι μητέρα. Το Μ είναι μάλλον για τη δική της μητέρα. Την Ιωάννα την είχαν εγκαταλείψει οι γονείς της όταν ήταν ακόμη παιδί. Ζούσε μόνη με τους παππούδες της και ένα τραβεστί κάπου στη Συγγρού. Εκανε και την πόρνη. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους έχουν σκληρές ιστορίες πίσω τους».
***
Το ποίημα είναι του Αλβανού μετανάστη Λουάν Τζούλις από τη συλλογή "Μυρίζω Μήλο" (Καστανιώτης, 2003). Ήρθε στην Ελλάδα το 1995. "Όλα τα πράγματα είναι συμπεράσματα από τη ζωή που ζούμε", λέει...
***
Σήμερα είναι παγκόσμια ημέρα της ποίησης και παγκόσμια ημέρα ενάντια στο ρατσισμό. Σήμερα είπαμε μια ομάδα φίλων να αναρτήσουμε μια φωτογραφία κι ένα ποίημα στα ιστολόγιά μας. Συμμετέχουν:

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Ένα ταξίδι στην Τσεχία

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 16/3/2014]


Όταν κοιτάς από το παράθυρο του αυτοκινήτου τα τοπία γύρω σου να φεύγουν, να επιστρέφουν εκεί από όπου εσύ έφυγες, συμβαίνουν δύο πράγματα: καταρχάς εσύ κάπου πας, και κατά δεύτερο λόγο εσύ δεν είσαι μέρος του τοπίου που απολαμβάνεις. Το να παρατηρούμε τι κάνει ο κόσμος των βιβλιοθηκών σε όλο τον κόσμο επιφέρει για τους περισσότερους από εμάς αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα: δεν είμαστε μέρος του τοπίου που σαφώς θαυμάζουμε. Επομένως το ταξίδι δεν εκπληρώνει την αποστολή του.

Το πρόσφατο ταξίδι ενός συναδέλφου στην Τσεχία μας έφερε κάποιες αποσκευές. Η συζήτησή μας πάνω στις εντυπώσεις του από εκεί είχε πάλι αυτή την ελεγχόμενη οργή που προκαλεί η επίμονη ερώτηση «εμείς τι κάνουμε;». Η Τσεχία λοιπόν, με τις 14 περιφέρειες και τις 6000 κοινότητες/δήμους που έχει, διαθέτει αυτή τη στιγμή 1 Εθνική, 14 περιφερειακές, 5408 δημόσιες και 3900 σχολικές βιβλιοθήκες. Στην καταγραφή αυτή εξαιρούμε προφανώς τις λοιπές ειδικές βιβλιοθήκες. Όλες αυτές οι βιβλιοθήκες  συγκροτούν ενιαίο δίκτυο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν με συγκροτημένο σχεδιασμό και το καλύτερο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ζητήματα πολιτικών λειτουργίας, οικονομικής διαχείρισης, ισότιμης παροχής υπηρεσιών σε όλους τους Τσέχους. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της χώρας με τις περιφερειακές και τις ειδικές υποχρεούνται  να συνεργάζονται στους δύο βασικούς στόχους της σύνταξης της εθνικής βιβλιογραφίας και της ενημέρωσης του συλλογικού καταλόγου του υλικού όλων των βιβλιοθηκών της χώρας. Διαχειριζόμενη όλο αυτό το δίκτυο η Εθνική Βιβλιοθήκη της Τσεχίας είναι ο μοναδικός διαπραγματευτής για όλες τις βιβλιοθήκες του δικτύου για την απόδοση των πνευματικών δικαιωμάτων για το δανεισμό, αλλά και για την πρόσβαση στην ηλεκτρονική πληροφόρηση, τις βάσεις δεδομένων και τα ηλεκτρονικά περιοδικά. Παρέχοντας το δικαίωμα αυτό σε κάθε βιβλιοθήκη του δικτύου, επιτυγχάνει η Τσεχία την πρόσβαση όλων σε αυτές.

Ερχόμαστε λοιπόν τώρα στο αυτοκίνητο, αφήνουμε το τοπίο και παρακολουθούμε τον οδηγό… Δεν υπάρχει δίκτυο βιβλιοθηκών, αλλά δίκτυα, θεσμοποιημένα ή όχι. Υπάρχουν οι δημόσιες/λαϊκές βιβλιοθήκες, οι νοσοκομειακές, οι ακαδημαϊκές, οι σχολικές. Επομένως δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός, εξοικονόμηση και αξιοποίηση πόρων, ενισχυμένη διαπραγματευτική ισχύς για την πρόσβαση στις ηλεκτρονικές πηγές, ανάπτυξη μεγάλων έργων οργάνωσης και παροχής πληροφοριακών υπηρεσιών (εθνική βιβλιογραφία, ψηφιοποίηση υλικού κ.α.). Είναι πάγιο αίτημα δεκαετιών η συγκρότηση ενός δικτύου βιβλιοθηκών και ο κεντρικός οραματικός και ρεαλιστικός σχεδιασμός της πολιτικής βιβλιοθηκών.


Όταν επιστρέφεις από το ταξίδι, βλέπεις πάλι τα τοπία που έβλεπες όταν πήγαινες. Τότε εκείνα πήγαιναν εκεί από όπου εσύ έφευγες. Τώρα τα βλέπεις να κάνουν το ίδιο, και ενώ εσύ επιστρέφεις στην αφετηρία σου, εκείνα πάνε στον αρχικό προορισμό σου. Με λίγα λόγια τοπία και οδηγοί θα συναντιόμαστε μονάχα στις διαδρομές μας.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Έργα και ημέρες ενός βιβλιοθηκάριου: Ι

Δυο τυχαίες μέρες στη σειρά από τις πολλές μέρες που ζεις και ανασαίνεις στη βιβλιοθήκη. Καταλογογραφείς. Τούτο σημαίνει "εντάσσεις τα βιβλία της συλλογής σε έναν κατάλογο, (ηλεκτρονικό εν προκειμένω), δημιουργείς σημεία πρόσβασης στο υλικό για τους χρήστες της βιβλιοθήκης". Τέλος πάντων είναι βασική δουλειά ενός βιβλιοθηκάριου, αιώνες την κάνει το σινάφι μας. Δεν είναι η μόνη, είναι ουσιαστική. Σαν να πασπατεύεις το βιβλίο, τα γυμνά του μέρη, το θωπεύεις να σου πει τα μυστικά του, βοηθούσης της Άνοιξης που μας κρυφοκοιτάει θα έλεγα πως πρόκειται για μια πράξη ερωτική.

Όλες οι σχέσεις έχουν τα πάνω και τα κάτω τους... έτσι κι εδώ: τη μια μέρα καταλογογραφείς βιβλία φιλοσοφίας, την άλλη χειρουργικής, την τρίτη ένα γαλλικό βιβλίο για τη Μεγάλη Ιδέα! Το τι ορίζεις "πάνω' και τι "κάτω" είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Ας πούμε προχθές καταλογογραφούσα Σοπενχάουερ.  Κι αυτό το ονομάζω "πάνω". Δείτε:


Την επόμενη έρχεται από καραμπόλα στα χέρια σου ένας τόμος με συσταχωμένα ανάτυπα ενός Έλληνα χειρούργου των αρχών του αιώνα, που λέγεται Θεόδωρος Λ. Παπαιωάννου, ο οποίος το 1933 γράφει άρθρα σε γερμανικά και γαλλικά περιοδικά, στο Βερολίνο και το Κάιρο, για την υστερεκτομή, την κήλη, τις αιμορροΐδες... Αυτό για λόγους καθαρά... προσωπικούς το ονομάζω "κάτω. Δείτε παρακαλώ:


Κι έρχεται η τρίτη μέρα, ας την πούμε "σήμερα", που στα χέρια σου πέφτει ένα βιβλίο κάποιου Edouard Driault που λέει για τη Μεγάλη Ιδέα και "την αναγέννηση του Ελληνισμού". Και αυτό τώρα το λες "πέρα", γιατί το μυαλό σου καθώς καταλογογραφείς σκέφτεται πως ο Driault δεν ήξερε το 1920 σε ποια αναγέννηση του Ελληνισμού οδήγησε 2 χρόνια μετά η μεγάλη ιδέα...


Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Βιβλιοθήκες και φυλακές

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 9/3/2014]


Από το «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» του Frank Darabont (1994) ως το “I love you” του Phillip Morris (2009) και από το “Johny Apollo” του Henry Hathaway (1940) ως το “Edmond” του Stuart Gordon (2005), είναι δεκάδες οι αμερικανικές ταινίες που περιέχουν σκηνές με βιβλιοθήκες φυλακών. Στις εν λόγω σκηνές οι βιβλιοθήκες λειτουργούν είτε ως φόντο εξέλιξης της πλοκής, είτε ως σημαντικό μέρος της. Τούτο σημαίνει πως στην αμερικανική κουλτούρα οι βιβλιοθήκες αυτές δεν είναι κάτι ιδιαίτερο ή ξένο, είναι μια οικεία εικόνα όπως τόσες άλλες του κόσμου των φυλακών.

Οι πρώτες βιβλιοθήκες σε φυλακές υπήρξαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 1790, με αρχικό στόχο μέσα από τη θρησκευτική κατήχηση να επηρεάσουν τη συμπεριφορά και το σωφρονισμό των κρατουμένων. Βιβλιοθήκες σε φυλακές δεν έχουν βέβαια μόνο οι ΗΠΑ. Ο Καναδάς ήδη ενδιαφερόταν γι’ αυτές από το 19ο αιώνα, η Βρετανία βάσει νόμου οφείλει να έχει βιβλιοθήκες στις φυλακές ή να δίνει πρόσβαση σε βιβλιοθήκη στους κρατούμενους τους. Κατά κανόνα βιβλιοθηκονόμους απασχολούσαν και απασχολούν οι βιβλιοθήκες των φυλακών σε Γερμανία και Γαλλία, οι οποίες επίσης πρωτοεμφανίστηκαν το 19ο αιώνα, και στην Ιταλία (αρχές του 20ου). Η ανάπτυξη των εν λόγω βιβλιοθηκών ποικίλει βέβαια από χώρα σε χώρα, οι ανεπτυγμένες ωστόσο χώρες τις έχουν ως αναπόσπαστο στοιχείο του σωφρονιστικού τους συστήματος.

Ποια είναι αλήθεια η ελληνική πραγματικότητα; Δεν είναι σπάνιο το αίτημα που κατά καιρούς εμφανίζεται  από συλλογικότητες και μεμονωμένους ανθρώπους για τη δωρεά βιβλίων και την συγκρότηση βιβλιοθηκών στις ελληνικές φυλακές. Τούτο δείχνει πως κάποιοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη και προσπαθούν αυτενεργώντας να την καλύψουν. Έτσι έχουν προκύψει συλλογές στις γυναικείες φυλακές Θηβών, στις Φυλακές Ανηλίκων Αυλώνα, στις φυλακές της Κω, των Διαβατών και αλλού.

Τι αντιλαμβάνεται λοιπόν αυτή η κίνηση και τι δεν θέλει να καταλάβει χρόνια τώρα η υπηρεσιακή και πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης; Ότι οι βιβλιοθήκες είναι χρήσιμες και κρίσιμες στις φυλακές, είναι εργαλείο μόρφωσης, ψυχαγωγίας και σωφρονισμού, είναι δικαίωμα που πρέπει να παρέχει το κράτος σε όσους παρανόμησαν και εγκλημάτησαν. Λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα τη γλώσσα, το θρήσκευμα, την κάθε είδους ταυτότητα των εγκλείστων στις φυλακές. Όλες αυτές οι εθελοντικές και πρωτοβουλιακές κινήσεις θα πρέπει να μην καταλήξουν στην αναπόφευκτη απαξίωση του ερασιτεχνισμού, αλλά να αποτελέσουν έμπνευση και τομή στις πολιτικές σωφρονισμού του ελληνικού κράτους.


Μια δημοτική βιβλιοθήκη στη Φινλανδία στήριξε ένα πρόγραμμα για κρατουμένους σε φυλακές: έθεσε το υλικό και τον εξοπλισμό της στη διάθεσή τους. Βοήθησε κρατούμενους γονείς να ηχογραφήσουν τον εαυτό τους να διαβάζει παραμύθια και παιδικά βιβλία. Τα CD που δημιουργούνται φτάνουν στα παιδιά τους με το ταχυδρομείο. Δεν είναι ότι λείπουν οι ιδέες. Η θέληση να τις εφαρμόσουμε λείπει.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Για το Σωτήρη Σιώκο

του Γιώργου Γλωσσιώτη,
προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων της Πληροφόρησης

Σύντροφος, φίλος, αγωνιστής, άνθρωπος… Τόσο αναπάντεχα έφυγε από κοντά μας ο Σωτήρης. Οι λέξεις μοιάζουν λίγες να περιγράψεις αυτόν που δεν είναι πια κοντά μας. Με την αγάπη του για το βιβλίο, τις τέχνες, το θέατρο, τη μουσική, τις βιβλιοθήκες. Με το πάθος του για έναν δικαιότερο κόσμο. Με τους αγώνες του στην Αριστερά. Με ένα χαμόγελο πάντα. Δεν θα γράψω εδώ για την πορεία του. Σύντροφοι που τον ζήσανε χρόνια από κοντά είναι ίσως πιο καλό να μιλήσουν για αυτόν. Για την ακρίβεια δεν θα ήθελα να γράψω κάτι. Αλλά το θλιβερό άκουσμα προτρέπει. Από τη θέση του στο Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ ο Σωτήρης έδωσε κάθε αγώνα για τις βιβλιοθήκες. Θεώρησε τις βιβλιοθήκες ως βασικό συστατικό μια δημοκρατικής κοινωνίας και πάλεψε για την ενίσχυση του ρόλου τους. Έφερε τις βιβλιοθήκες στο κέντρο του πολιτισμού και προσπαθούσε πάντα να είναι βασική πολιτική επιλογή για το βιβλίο, την μόρφωση, την ψυχαγωγία. Τα συλλυπητήρια στην οικογένεια του και ιδιαίτερα στην σύντροφο της ζωής του, την Γιώγια, μοιάζουν λίγα. Η μνήμη μας είναι αυτή που θα τον κρατήσει κοντά μας. Και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας Σωτήρη. Καλό ταξίδι σύντροφε…

Η παγκόσμια φλυαρία



Να πούμε εδώ πως στην παγκόσμια φλυαρία συμμετέχουν με τις μικρές τους δυνάμεις:

- η ψιχάλα που κεντάει τη σιωπή.
- εκείνη, ανοίγοντας τα μάτια της το πρωί
- το δάκρυ που έσταξε
- το σαλιγκάρι που γλιστράει στα βρεγμένα αγριόχορτα
- ο επιθανάτιος ρόγχος
- οι ηδονικοί αναστεναγμοί

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Οι βιβλιοθήκες είναι συναντήσεις

[Αναδημοσίευση του άρθρου του Βιβλιοθηκάριου στην "Αυγή της Κυριακής" 2/3/2014]


Οι βιβλιοθήκες δεν είναι τα βιβλία, δεν είναι το κοινό τους, δεν είναι οι βιβλιοθηκάριοι. Τούτο δεν σημαίνει πως η βιβλιοθήκη είναι κάτι χωρίς ένα από αυτά. Είναι λοιπόν η συνάντησή τους. Ο βιβλιοθηκάριος και το βιβλίο είναι η οργάνωση της βιβλιοθήκης, ο βιβλιοθηκάριος και το κοινό είναι η κάλυψη των πληροφοριακών/ψυχαγωγικών αναγκών από τη βιβλιοθήκη, το βιβλίο και το κοινό είναι η γνώση και η ανάγνωση. Σε χώρες με ανάπηρη πολιτική βιβλιοθηκών η σχέση των τριών αυτών παραμέτρων αναπτύσσεται άνισα και περιστασιακά με συνέπεια να δημιουργούνται καθοριστικές αδυναμίες. 

Θέμα του σημερινού κειμένου είναι οι «συναντήσεις», προνομιακό στοιχείο του βιβλιοθηκονομικού επαγγέλματος, τόσο με το υλικό, όσο και με το κοινό των βιβλιοθηκών. Η ποικιλία, οι διαφορετικές οπτικές και σκιάσεις, οι συνθέσεις και οι αναιρέσεις είναι καθημερινότητα του βιβλιοθηκονόμου αφού από τα χέρια του περνάει πλήθος υλικού και εκφρασμένων αιτημάτων πληροφόρησης ή ψυχαγωγίας. Η τριβή αυτή του επιτρέπει την ανάπτυξη ενός εγκυκλοπαιδισμού από τη μια, και μιας άμεσης αντίληψης των αναγκών του κοινού από την άλλη. Κυρίαρχο «κουσούρι» αυτής της τριβής είναι η ανοχή στη διαφορετικότητα και η διαλεκτική παιδεία που αποκτά.

Δύο από τα βιβλία που πρόσφατα πέρασαν από τα χέρια μου, το ένα για να καταλογογραφηθεί και το άλλο για να δοθεί προς δανεισμό θα μπορούσαν να είναι αυτό το διαλεκτικό δίπολο: το πρώτο είναι το «Mon univers” της Helen Keller (Felix Alcan, 1914), το δεύτερο o “Αριστοφάνης: ο πρώτος του κομμουνισμού πολέμιος», του Αντώνιου Χαλά (Εστία, 1938). Ο πρώτος (βιβλία του οποίου σήμερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γεωργιάδη…) επιτίθεται με όχημα τον… Αριστοφάνη και εν μέσω του μεταξικού δικτατορικού καθεστώτος, στον κομμουνισμό που «απειλεί να εξαλείψει τις μεγάλες ελληνικές αρετές της Σοφίας, Ανδρείας και του Κάλλους». Το βιβλίο της Keller με παίδεψε προσπαθώντας να το περιγράψω στον κατάλογο της βιβλιοθήκης. Τι θέμα να βάλεις στη ζωή ενός ανθρώπου, που ως τη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου αγνοούσα την ύπαρξή του; «H Helen Keller ήταν το πρώτο άτομο με κώφωση και τύφλωση που αποφοίτησε από πανεπιστήμιο το 1914, υπέρμαχος του δικαιώματος της γυναικείας ψήφου, των εργατικών δικαιωμάτων και του σοσιαλισμού, καθώς και άλλων προοδευτικών κινημάτων» διαβάζω σε μια εγκυκλοπαίδεια.

Νομίζω τελικά πως οι βιβλιοθήκες είναι η συνάντησή μας με το διαλεκτικό σύμπαν του ανθρώπινου ψυχισμού και της διανόησης, είναι πόρτες που ανοίγουμε στο χθες και το αύριο. Και καλό είναι να τις έχουμε ανοιχτές.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Δράσεις αλληλεγγύης στα σχολεία

[Αναδημοσίευση από το άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 23/2/2014]


Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο αποτελεί το 1ο Διασχολικό Ανταλλακτικό Παζάρι που διοργάνωσαν την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου στα Άνω Πατήσια η Ένωση Γονέων της 5ης Δημοτικής Κοινότητας και οι Σύλλογοι Γονέων 4 σχολείων (τα δημοτικά 142ο, 101ο, 65ο και 113ο). Όπως λένε στην ανακοίνωσή τους οι διοργανωτές, 5.500 αντικείμενα (ρούχα, βιβλία, CD, DVD, παιχνίδια, σχολικά είδη, αποκριάτικες στολές) άλλαξαν χέρια και εκατοντάδες γονείς, παιδιά και γείτονες προσήλθαν στο 142ο Δημοτικό Σχολείο Αθήνας για να συμμετέχουν στη δράση. Τη δράση παρακολούθησε για αρκετές ώρες και ο υποψήφιος δήμαρχος της Ανοιχτής Πόλης, Γαβριήλ Σακελλαρίδης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ένωση Γονέων αυτής της περιοχής υποστηρίζει δράσεις αλληλεγγύης, ούτε είναι η μόνη που προβαίνει σε αυτές. Γνωστά είναι τα παραδείγματα των Ενώσεων Δάφνης-Υμηττού, Πετρούπολης, Νίκαιας και άλλων που υποστηρίζουν δομές αλληλεγγύης.

Το γονεϊκό κίνημα είναι ένα κίνημα δεκαετιών δράσης και διεκδικήσεων με ποικίλα χαρακτηριστικά, φυγές, φάσεις και τάσεις. Κοινό χαρακτηριστικό της πολύχρονης πορείας του είναι το ενδιαφέρον γονέων και κηδεμόνων για καλύτερη παιδεία, όμως ο δείκτης πολιτικοποίησης και συμμετοχής ποικίλει ανά περίοδο, όπως εξάλλου ποικίλει και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή. Το γονεϊκό κίνημα διαρκώς αναζητά την ταυτότητά του και εξετάζει τη στάση του σε ένα πλήθος εκπαιδευτικά, διοικητικά και εν γένει κοινωνικά ζητήματα που προκύπτουν.

Η παρούσα κοινωνική, οικονομική, πολιτική και εκπαιδευτική συγκυρία ενεργοποιεί, και πρέπει να ενεργοποιεί, τις σχολικές κοινότητες. Με φαινόμενα διάλυσης του οικονομικού και κοινωνικού ιστού, αποδόμησης της λειτουργίας των σχολείων, επικίνδυνων πειραματισμών στο εκπαιδευτικό σύστημα, διόγκωσης της ανεργίας και της ανέχειας και επανεμφάνισης του φασισμού οι σύλλογοι και οι ενώσεις γονέων δεν μπορούν να λειτουργούν με εσωστρέφεια, ούτε να αντιλαμβάνονται ως θερμοκήπιο τη σχολική κοινότητα. Οι άξονες της νέας στάσης τους είναι, φαίνεται να είναι, η αλληλεγγύη και η ανατροπή.

Πρέπει λοιπόν στις ήδη διαμορφωμένες κοινότητες της εκπαίδευσης να ενταθούν οι δράσεις που θα ενημερώνουν για τις αλλαγές στην παιδεία και τις συνέπειές τους, να υπερασπίζονται τον αντιφασιστικό αγώνα, να ευαισθητοποιούν για τις δομές αλληλεγγύης, να οραματίζονται την ποιότητα της παιδείας, κοντολογίς να ενεργοποιούν τον ευαίσθητο, ανήσυχο, δημιουργικό χώρο του γονεϊκού κινήματος προς δράσεις σαφώς πολιτικές. Εργαλεία και τρόποι για το ρόλο αυτό υπάρχουν. Η ίδια Ένωση Γονέων παραμονές τις εθνικής γιορτής της 28ης Οκτωβρίου πρόβαλε σε κινηματογράφο των Πατησίων για όλα τα λύκεια της περιοχής ευθύνης της το ντοκυμαντέρ του Βασίλη Λουλέ «Φιλιά εις τα παιδιά», το σχολείο που φιλοξένησε το ανταλλακτικό παζάρι έκανε το ίδιο, προβάλλοντας σε παιδιά δημοτικού τον «Τελευταίο Δικτάτορα» του Τσάπλιν.

Τα παραδείγματα που αναφέρονται, αδικούν τη συνολική εικόνα με την επιλεκτικότητά τους. Υποδεικνύουν όμως τις δυνατότητες και της προκλήσεις, τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση που περιέχει ο υπέροχος αυτός αγώνας.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Τότε, εντάξει



Η ελπίδα βέβαια μια παράλογη πίστη είναι, αδικαιολόγητη. Η ζωή είναι σαν τα παραμύθια: ξεκινάει πάντα με ένα "μια φορά" και τελειώνει με ένα "και ζήσαν". Εκτός εάν. Εάν η ελπίδα είναι το διάστημα ανάμεσα σε μια αρχή και ένα τέλος. Τότε, εντάξει.
***
Οι φωτογραφίες λες είναι σαν τα παιδιά που επιμένουν πεισματικά πως θέλουν να φάνε αυτή τη σοκολάτα και αν δεν τους τη δώσεις δεν θα σταματήσουν να παρακαλάνε, να κλαίνε, να απειλούν. Οι φωτογραφίες είναι μια σοκολάτα. Που αν δεν τη φας, θα λιώσει αργά-αργά λερώνοντας την τσέπη σου που μέσα της την κρύβεις
***
Η Α. είπε πως η μητέρα της έζησε μια μυθιστορηματική ζωή. Εννοώντας πως οι επιλογές, οι αλλαγές, οι ανατροπές στη ζωή της ήταν μεγάλες. Η Α. είπε πως η δική της ζωή εύκολα θα χωρούσε και σε μια φράση. "Ξέρω όμως φράσεις που μείναν αξέχαστες" θα μπορούσα να της πω.
***
Είπα στους φίλους μου χθες: "δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά παραφυλάει  η άνοιξη εκεί έξω". Το βράδυ που γύρισε η Κ. στο σπίτι κρατούσε ένα κλαράκι ανθισμένης αμυγδαλιάς στο χέρι.
***
Τελειώνω το φαΐ αργά το βράδυ. Βάζω το πιάτο και το ποτήρι στο νεροχύτη. Ακροπατώ. Ακροβατώ. Όλοι κοιμούνται. Γδύνομαι και τυλίγομαι το δέρμα του κρεβατιού μου. Εκεί στην άκρη της μέρας, στο τελείωμα της φλύαρης παρουσίας της, ξαναπιάνω τα περισσεύματά μου. Μισοτελειωμένες φράσεις, εκνευρισμούς, φαντασιώσεις, αποσιωπήσεις, εμφάσεις, απορίες νουθεσίες, απογοητεύσεις. Βουνό τα σκουπίδια. Τα ξεδιαλέγω, ψάχνω κάτι που παράπεσε, που ίσως κάνει να το κρατήσω, αξίζει, χρειάζεται για μια δουλειά. Ματαιοπονώ βεβαίως πριν με πάρει ο ύπνος πρόθυμο και ανυπεράσπιστο να με προδώσει κι αυτός τη μέρα που θα ξημερώσει.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Γυμναστική στη βιβλιοθήκη ΙΙ

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής", 16/2/2014]


Είναι το βιβλίο ένα αναχρονιστικό αντικείμενο; Το χαρτί είναι ένα υλικό που αντικαθίσταται από τα ψηφιακά μέσα; Διασκεδαστικό, αισιόδοξο, ανοιχτό στην κοινωνία βιβλίο είναι ο «Χάρυ Πότερ» ή ο «Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου»; Υπάρχει σκόνη στο διαδίκτυο; Οι βιβλιοθήκες είναι σκονισμένα ράφια ή ιδρωμένα γυμναστήρια; Σε μια εποχή μετάβασης, όπως αυτή που ζούμε, τα ερωτήματα ψάχνουν κάβο να δέσουν, γιατί έχουν αυτή την τάση τα ερωτήματα, να ψάχνουν εναγωνίως απαντήσεις. Με κάποιες αναλογίες, η συζήτηση που γίνεται θυμίζει την εποχή που ανέτειλε η ιδιωτική τηλεόραση. Το επιχείρημα ήταν πως έπρεπε να φύγουμε από την κυβερνητική προπαγάνδα, πως ο μη σοβιετικός μας κόσμος έπρεπε να είναι «ελεύθερος» και «ανεξάρτητος», εξάλλου όσοι έθεταν την ατζέντα της συζήτησης μιλούσαν για «ελεύθερη» ραδιοφωνία και «ανεξάρτητη» τηλεόραση. Η σημερινή ατζέντα μιλάει για κοινωνία των πολιτών, για εθελοντική εργασία: «η «ανταμοιβή» που προκύπτει από αυτή την εμπειρία, συχνά μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ οποιαδήποτε μορφή οικονομικής αποζημίωσης» λέει στην πρόσκλησή της για εθελοντές η βιβλιοθήκη της Βέροιας.

Αν αρνούμαστε αυτή την οπτική, τι έχουμε να αντιτάξουμε; Σχεδιασμό και αυτενέργεια. Σχεδιασμό υπηρεσιακό, διοικητικό, πολιτικό. Τοπικό, περιφερειακό και κρατικό. Αυτενέργεια που θα αξιοποιεί την έμπνευση, τις ικανότητες και τις δυνατότητες κάθε μονάδας να προσφέρει με βάση την εμπειρική γνώση που κατέχει σχετικά με τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Βασικό έλλειμμα για το σχεδιασμό είναι η απουσία αξιόπιστης διαδικασίας χαρτογράφησης: δεν γνωρίζουμε πόσες βιβλιοθήκες υπάρχουν στην Ελλάδα, σε τι κοινό απευθύνονται, τι υλικό και με ποια (χρονικά, ποιοτικά, θεματικά κ.τ.λ.) χαρακτηριστικά έχουν, ποιες ιδιαιτερότητές τους είναι αξιοποιήσιμες, τι χώρους διαθέτουν. Ακόμη και αν δημιουργήσουμε έναν φορέα και μια διαδικασία για τη χαρτογράφηση των ελληνικών βιβλιοθηκών, θα πρέπει να έχουμε σαφές τι θέλουμε να κάνουμε, να βασιστούμε σε δυο-τρεις βασικές παραδοχές, ενδεικτικά και αυθαίρετα ας πούμε κάποιες: θέλουμε μία βιβλιοθήκη σε κάθε πόλη, θέλουμε βιβλιοθήκη σε κάθε σχολείο, θέλουμε βιβλιοθήκη σε κάθε νοσοκομείο και κάθε φυλακή, θέλουμε ελεύθερη πρόσβαση των επιστημόνων και των επαγγελματιών στη σύγχρονη επιστημονική πληροφόρηση, θέλουμε όλοι οι πολίτες να έχουν δικαίωμα δανεισμού σε κάθε βιβλιοθήκη, θέλουμε βιβλιοθήκες εξειδικευμένες σε κάθε θεματική περιοχή. Χρειαζόμαστε και έναν λόγο για όλα αυτά, ένα όραμα: θέλουμε οι βιβλιοθήκες να γίνουν όχημα για τη μόρφωση, ψυχαγωγία και ανάπτυξη του λαού μας, θέλουμε το λαό μας σκεπτόμενο, ενημερωμένο, ανήσυχο.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δεν μπορεί παρά να γίνει οργανωμένα και από ειδικούς. Δεν μπορεί παρά να βασιστεί στην έμμισθη εργασία- η εργασία των εθελοντών δεν πρέπει να είναι βασική προϋπόθεση, αλλά επίκουρη προσφορά. Ο σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να είναι κρατικός, να πηγάζει από τις ανάγκες και να τις υπηρετεί, αδιαφορώντας για τα συμφέροντα και τις «οδηγίες» της αγοράς.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Το σιδέρωμα

[Αναδημοσίευση της ιστορίας του "Βιβλιοθηκάριου" στο ερωτικό αφιέρωμα του enfo.gr]



-        Καλησπέρα!
-        Ήρθες Μιρέλα; Σου φτιάχνω καφέ;

Οι κουβέντες ήταν πάντα λίγες μέσα σε αυτές τις πέντε ώρες του Σαββατιάτικου απογεύματος. Εξάλλου η Κατερίνα ένιωθε άβολα που μια ξένη γυναίκα σιδέρωνε τα ρούχα τους. Σαν κάποιος τρίτος να τους παραβιάζει, σαν να παρακολουθεί κρυφά τις μύχιες σκέψεις τους, σαν να εισβάλλει στις ιδιωτικές τους στιγμές. Ωστόσο ο χρόνος της δεν επέτρεπε τέτοιες ευαισθησίες και οι ανάγκες των ίδιων, όσο και των παιδιών ήταν διαρκείς. Όπως και να είναι, τα Σαββατιάτικα απογεύματα ήταν πάντα σιωπηλά, αν εξαιρέσεις τη μουρμούρα του ραδιοφώνου που υπογράμμιζε τη σιωπή των δύο γυναικών. Η Μιρέλα σιδέρωνε στο σαλόνι και η Κατερίνα διόρθωνε γραπτά στο γραφείο. Ο Σπύρος έπαιζε μπάσκετ με τους συναδέλφους από τη δουλειά και τα παιδιά ήταν συνήθως σινεμά, στην πλατεία ή σε φίλους τους.

-        Ναι. Έναν διπλό ελληνικό σκέτο.

Η Μιρέλα συνήθισε τόσα χρόνια στην Ελλάδα τον τούρκικο καφέ, που τον λέμε ελληνικό για να τον πίνουμε ευκολότερα. Πολλά συνήθισε. Και την απουσία του άντρα συνήθισε, και τα παιδιά που μεγάλωσαν κι έφυγαν και την μοναξιά συνήθισε. Και τα ξένα σπίτια. Που το καθένα έχει τα δικά του χούγια και τη δικιά του μυρωδιά. «Το κάθε σπίτι έχει τη δικιά του σιωπή», σκεφτόταν συχνά. Και γελούσε που ο γιος της παλιά της έλεγε πως την φοβάται όταν σιδερώνει, πως όλα τότε τα σκέφτεται, τα ζυγίζει, τα σχεδιάζει και τους τα ξεφουρνίζει. Τώρα πια δεν υπάρχουν πράγματα να σχεδιάσει όμως, μόνο πράγματα να θυμηθεί υπάρχουν. Τώρα δεν σιδερώνει τα ρούχα της δικής της οικογένειας, αλλά τις ξένες οικογένειες φροντίζει να είναι ατσαλάκωτες. Η δουλειά ποτέ δεν την τρόμαξε. Σιδερώνοντας πια σε σπίτια ήταν σαν να συνέχιζε να περιποιείται τους δικούς της ανθρώπους.

-        Να σου φέρω τα ρούχα. Μαζεύτηκαν κάμποσα αυτή τη φορά. Αν μπορέσεις να μπαλώσεις κι αυτά εδώ τα παντελόνια του μικρού… Ανοικονόμητος είναι…
-        Και βέβαια. Μόνο μαύρη κλωστή να μου φέρεις κυρία Κατερίνα.

Ο θάνατος της χτύπησε πολλές φορές την πόρτα. Έχασε τον άντρα της πριν 3 χρόνια, όμως δεν τον είχε και ποτέ δικό της. Όχι ότι δεν τον υπηρέτησε, όμως δεν τον αγάπησε. Ήταν αδύναμος, νωχελικός, δεν έφυγε ποτέ από το χωριό στην Αλβανία, έμεινε δεμένος με τη γλώσσα, τις νοοτροπίες, τους φίλους τους νεανικούς. Και τη γλώσσα ακόμη δεν την έμαθε καλά, αν και έζησε 14 χρόνια στην Ελλάδα. Είναι παράξενο, δικά του πουκάμισα δεν σιδέρωσε ποτέ. Τι να τα κάνει στην οικοδομή. Ούτε στα παιδιά· ό κόσμος τους, τα ρούχα, η μουσική τους είναι τόσο διαφορετικά πια. Είναι παράξενο που όλοι την προτιμούσαν γιατί σιδέρωνε γρήγορα και άψογα τα πουκάμισα.

-        «… Την ώρα που σιδέρωνε/της ήρθε να αφιέρωνε/σε κάποιον τη ζωή της…»

Η σιδερώστρα ανοιχτή στο σαλόνι και πάνω της το σίδερο κάνει ταξίδια σε σώβρακα, φανέλες, πουκάμισα, μπλούζες, πιζάμες, θήκες για ξένα σώματα, που πονάνε, ιδρώνουν, ονειρεύονται αναστενάζουν, χύνουν, χέζουν τρώνε, αγαπάνε και διαψεύδονται. Θήκες για σώματα που ζούνε. Το ραδιόφωνο στην κουζίνα παίζει ένα τραγούδι του Κραουνάκη για ένα «σίδερο με ατμό» και η Μιρέλα σκορπάει πάλι στις αναμνήσεις της. Μια ύπουλη συνωμοσία την απελευθερώνει. Ήταν άνοιξη, ήταν μικρή, 16-17 χρόνων, στα Τίρανα. Στα δέντρα, μικρές εκρήξεις τα λουλούδια, εκρήξεις χρωμάτων και οσμών και ένα έρωτας σκορπούσε το μεθύσι και τη ζάλη του παντού. Καθόταν στο ποτάμι με ένα βιβλίο στο χέρι, παλιό βιβλίο, του πατέρα. Γραμμένο στα γαλλικά. Το έκρυβε ο πατέρας στο σεντούκι, όμως εκείνη το έπαιρνε και καθόταν στο ποτάμι διαβάζοντας για τα άνθη του κακού. Ξεκινάει με τα μανίκια, ανοιχτά τα κουμπιά και σηκωμένα ψηλά και από μέσα η λευκή του σάρκα με τις γραμμές των μυών του να μετακινούνται σε κάθε του κίνηση, και απαλά κυλάει διπλώνοντας τα δύο φύλλα σαν να αγκαλιάζει το σώμα του, το στήθος του με τις μικρές ρωγίτσες τις ατίθασες και τις τριχούλες στον αφαλό του βρεγμένες από το ποτάμι μικρές σταγόνες σαν τον ατμό που προχωράει και θολώνει υγραίνοντας τη μνήμη, και ύστερα περνώντας το σίδερο από κουμπί σε κουμπί σαν να τον ξεκουμπώνει με τα τρεμάμενα δάχτυλά της και ύστερα τέλος ο γιακάς. Και ο λευκός λαιμός του και το λαρύγγι του ατίθασο και αεικίνητο σαν αδημονούσα επιθυμία. Μια σφιχτή αγκαλιά ο γιακάς, ίσιος και καθαρός σαν τελευταίο χάδι. Δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν για τον Μπεκίμ, ούτε τον ξαναείδε από τότε.

Μόνο να: που καιρό τώρα σιδερώνοντας στα ξένα σπίτια τα αντρικά πουκάμισα ο νους της φεύγει, σε ένα ανοιξιάτικο πρωινό πηγαίνει στα Τίρανα, δίπλα στο ποτάμι, που το λευκό του πουκάμισο ήταν ριγμένο πια στα χόρτα, ηδονικά ανυπεράσπιστο στο χάδι του αέρα.

Ιδρωμένη τελειώνει το σιδέρωμα. Έχει νυχτώσει. Δίπλα της, στίβα τα σιδερωμένα ρούχα, στις καρέκλες απλωμένα τα πουκάμισα.

-        Πολύ ωραία Μιρέλα. Αυτά τα πουκάμισά σου, πάντα άψογα σιδερωμένα. Όσα συμφωνήσαμε λοιπόν. Θα σε ξαναπάρω όταν είναι.
-        Καληνύχτα κυρία Κατερίνα!


***

Ο πίνακας είναι του David McCosh (1931)

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Γυμναστική στη βιβλιοθήκη I

[Αναδημοσίευση από το άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 9/2/2014]



Μία τάση των τελευταίων χρόνων επιχειρεί να απαντήσει στις ανατροπές και μεταβάσεις που επιφέρει η τεχνολογική έκρηξη στις βιβλιοθήκες ανιχνεύοντας και προωθώντας νέους ρόλους σε αυτές. Είναι μια θεμιτή, ανήσυχη δραστηριότητα που διαλέγεται με την εποχή και τις απαιτήσεις της πιέζοντας τα πράγματα να προσαρμοστούν σε αυτήν; Έχει ενδιαφέρον να αντιληφθούμε ποιοι και πώς τη διαμορφώνουν. Στόχος δεν είναι σαν τον Στάτλερ να καθίσουμε στα θεωρεία και γκρινιάζοντας να σχολιάσουμε την παράσταση, αλλά να κατεβούμε στη σκηνή συμμετέχοντας και συνδιαμορφώνοντάς την.

Είναι λοιπόν οι βιβλιοθήκες χώρος όπου ασκείται το σώμα; Οι βιβλιοθήκες της Βέροιας και του Κερατσινίου, ενταγμένες στο μηχανισμό αυτής της τάσης, θα απαντούσαν «why not?”. Εξάλλου το έχουν κάνει, μετατρέποντας ένα μέρος του χώρου τους σε fitness club και δωρεάν γυμναστήριο της γειτονιάς. Στο πρόσφατο 9ο διεθνές συνέδριο που οργάνωσε η Οργανωτική Επιτροπή Ενίσχυσης Βιβλιοθηκών, ένα συνεργατικό σχήμα που συγκρότησαν αρχικά ξένοι οργανισμοί για την ενίσχυση των ελληνικών βιβλιοθηκών, ένας Ολλανδός σύνεδρος μας μιλούσε για τη χαρά των video games στις βιβλιοθήκες και πέραν της εκπαιδευτικής χρήσης του παιχνιδιού. Η βιβλιοθήκη της Λειβαδιάς οργανώνει σεμινάρια εύρεσης εργασίας σε άνεργους της περιοχής της με εξαιρετική επιτυχία, όχι στην ανεύρεση, αλλά στη συμμετοχή ενδιαφερομένων.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Έκλεισαν τα γυμναστήρια και τα στάδια; Τα παιδιά δεν έχουν παιχνίδια να παίξουν; Οι βιβλιοθήκες αντικαθιστούν τους αρμόδιους οργανισμούς κοινωνικής ωφέλειας; Η ανεργία είναι συνέπεια ενός κακού βιογραφικού κι ενός υποεκπαιδευμένου απασχολήσιμου; Η βιβλιοθήκη καλλιεργεί τον ανταγωνισμό εκπαιδεύοντας το κοινό της στην καλή προώθηση της εργασιακής του αξίας ή τροφοδοτεί με ουσιαστικές γνώσεις όσους χρειάζονται να μάθουν; Μια από τις δράσεις που οργανώνονται στις εν λόγω βιβλιοθήκες είναι οι αγώνες ρητορικής με θέματα εξόχως πολιτικά: «Ακόμη και στη σημερινή εποχή, οι χαρισματικοί ηγέτες μπορούν να δώσουν λύση στα προβλήματα των κοινωνιών» ή «η μετανάστευση των νέων ως μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που γεννά η τρέχουσα οικονομική κρίση στην Ελλάδα»! Έχει ενδιαφέρον τέτοιες συζητήσεις να οργανώνονται δίπλα στο σημείο που δολοφονήθηκε από νεοναζιστές ένας αντιφασίστας μουσικός. Το γεγονός αυτό φαίνεται να μην γεννάει ερωτήσεις, απορίες, αντιστάσεις, αλλά να σχεδιάζεται άνωθεν μια αντιδραστική συζήτηση που αναζητά «χαρισματικούς ηγέτες» που θα μας σώσουν και προβληματίζεται για τη μετανάστευση των Ελλήνων στο εξωτερικό και όχι για την μετανάστευση ως καθολικό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο και τον επακόλουθο ρατσισμό. 

Νομίζω πως οφείλουμε να οργανώσουμε ένα άλλο μοντέλο, πιο πνευματικό, πιο αλληλέγγυο με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία. Οι βιβλιοθήκες είναι ο… «σκονισμένος» κόσμος των βιβλίων. Γι’ αυτό φτιάχτηκαν, αυτό περιέχουν, αυτό υπηρετούν. Αυτό οφείλουν να καλλιεργήσουν, έστω αυτενεργώντας: τη γόνιμη, επικίνδυνη, καταπραϋντική, παραμυθητική, βέβηλη πάλη του πνεύματος. Γυμναστήρια του νου να τις κάνουμε, όχι αίθουσες για ζούμπα και πιλάτες. Να υπηρετήσουμε την ανάγνωση για να διαμορφώσουμε σκεπτόμενη κοινωνία που αναζητά και μαθαίνει, που αμφισβητεί και απολαμβάνει τις ηδονές της σκέψης.

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Η ιστορία του Βασίλη


Το θάνατο τον λένε Σπύρο. Και είναι ένας γλάρος που κάθεται στο διπλανό κρεβάτι. Έχει γυρίσει μπρούμυτα και λύνει ένα σταυρόλεξο. Όταν σηκώνεται, τον βλέπεις, έχει το στυλ και την περπατησιά των ψαράδων. Είναι τα μάτια του μια θάλασσα, μέσα στην οποία βυθίζεται σε κάθε του λέξη. Το πρόσωπό του είναι τα βράχια που πάνω τους εκρήγνυται η θλίψη.

Το θάνατο τον λένε Σπύρο. Και κάθε φορά που ζυγώνω στο λιμάνι με αναγγέλλει στους καφενέδες του νησιού που περιμένουν οι ψαράδες. Κι εγώ του δίνω ψάρια, τα πετάω στον αέρα κι αυτός τ' αρπάει. Ο θάνατος ο γλάρος με αναγγέλλει σε αυτούς που φεύγουν.

Είμαι ψαράς. Βυθίζομαι στα μάτια του γλάρου και πιάνω ψάρια και ύστερα τον ταΐζω. Όπως ταΐζουμε με ικεσίες το θάνατο. Για να μας αναγγείλει.

Με λένε Βασίλη. Είμαι  ψαράς σ'ένα νησί του Αιγαίου. Νοσηλεύτηκα για λίγες μέρες σ'αυτό το νοσοκομείο. Ο καλύτερός μου φίλος είναι ένας γλάρος, ο Σπύρος. Εδώ και χρόνια τα μεσημέρια τρώμε μαζί στο καφενείο. Αύριο γυρίζω στο νησί. Και θα τον δω.

***
ο πίνακας είναι του Δημήτρη Λαλέτα

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Ιστορίες βιβλιοθηκών ΙΙΙ



Ξεφυλλίζω το 8ο τεύχος του «Διαβάζω». Μάιος του 1977. Η Ρωξάνη Φέσσα, βιβλιοθηκάριος στο Ίδρυμα Ευγενίδου, αναφέρεται στο παραμελημένο επάγγελμα του βιβλιοθηκάριου. Ο βιβλιοθηκάριος μπερδεύεται στα μυαλά των ανθρώπων με τον αποθηκάριο, λέει, και αυτό εξηγείται, αφού η απαξίωση των βιβλιοθηκών από το κράτος τις είχε κάνει αποθήκες. Η Φέσσα υπερασπίζεται το νέο ρόλο του βιβλιοθηκάριου, τη σημασία και το έργο του στη σχολική, την πανεπιστημιακή, τη δημόσια, την ειδική βιβλιοθήκη.

Ξεφυλλίζω το 16ο τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω». Ιανουάριος του 1979. Στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Βιβλιοθηκαρίων οι σύνεδροι αναφέρονται στην τραγική έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού στις βιβλιοθήκες, στην ανύπαρκτη θεσμική κατοχύρωση της διοικητικής αυτονομίας των βιβλιοθηκών και στην πενιχρή οικονομική ενίσχυσή τους. Περιχαρής η πρόεδρός της Ένωσης Βιβλιοθηκαρίων  ανακοινώνει τη δημιουργία της πρότυπης παιδικής βιβλιοθήκης στην πλατεία του Αγίου Θωμά στο Γουδί, που θα αποτελέσει παράρτημα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αθήνας. [Τα χρόνια περνούν, η δημοτική αρχή κλείνει το παράρτημα, άγνωστοι βανδαλίζουν το χώρο (εποχή Κακλαμάνη στο Δήμο της Αθήνας) και μέχρι σήμερα το θέμα δεν έχει αποκατασταθεί].

Ξεφυλλίζω το 19ο τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω». Απρίλιος του 1979. «Κάτι γίνεται στην Εθνική» τιτλοφορεί ο συντάκτης το άρθρο του στο οποίο αποκαλύπτει ανακαινίσεις και εκσυγχρονισμούς στην πολύπαθη Βιβλιοθήκη, νέα συστήματα παροχής πληροφοριών, νέους βιβλιοκαταλόγους, νέα συστήματα καταλογογράφησης και επιπλέον… θέρμανση πια το χειμώνα και αερισμό το καλοκαίρι…

Ξεφυλλίζω το 35ο τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω». Οκτώβριος του 1980. «Κι άλλες καταργήσεις βιβλιοθηκών» λέει το άρθρο. «Αντί μιας τολμηρής κυβερνητικής πολιτικής που θα στήριζε οικονομικά το θεσμό των βιβλιοθηκών… δε βλέπουμε παρά αδιαφορία και καταργήσεις».

Ξεφυλλίζω το 41ο τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω». Απρίλιος 1981. Εκτενές άρθρο του Σπύρου Κοκκίνη επιτίθεται στους τρεις υπουργούς πολιτισμού των πρώτων μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων κατηγορώντας τους για εξοργιστικούς αυτοσχεδιασμούς στην πολιτική βιβλιοθηκών και βερμπαλισμούς στις δημόσιες τοποθετήσεις τους επί του θέματος. Ο Τρυπάνης το 1977 ανακοινώνει την ανέγερση νέου κτιρίου για την Εθνική Βιβλιοθήκη, ο Πλυτάς αναγγέλει το 78 την αναδιοργάνωσή της (διαφωνεί με τον Τρυπάνη), ο Νιάνιας το 1980 ανακοινώνει την… υπόγεια επέκτασή της! Το κείμενο του Κοκκίνη είναι απολαυστικό, αναλυτικό, στιβαρό. 32 χρόνια μετά, αλλάζοντας μόνο τα ονόματα, διαβάζεις και την ιστορία της Εθνικής Βιβλιοθήκης όλο αυτό το διάστημα.


Ξεφυλλίζω την ιστορία των ελληνικών βιβλιοθηκών. Μια ιστορία άοκνων προσπαθειών των βιβλιοθηκάριων, να πείσουμε, να εμπνεύσουμε, να διεκδικήσουμε, να προστατέψουμε. Δεν είναι πως δεν καταφέραμε πράγματα όλα αυτά τα χρόνια. Είναι πως σκόπιμα οι κυβερνήσεις απαξίωσαν τις κατακτήσεις μας.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η ανάγνωση δεν χωράει σε λίστες



Αν δεν απαντούσε κάπως στην «ψευδο-επιστημονική» συνήθεια να συγκροτούνται κατάλογοι των πιο αξιόλογων/σημαντικών/καθοριστικών/κορυφαίων έργων/συγγραφέων, το παρόν κείμενο-συμβολή στο δι-ιστολογικό αφιέρωμα, θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «στιγμές και σταθμοί μιας αναγνωστικής πορείας». Αφορμή για το αφιέρωμα αυτό αποτέλεσε άλλη μια λίστα που κυκλοφόρησε πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον τελευταίο καιρό, συντάχθηκε από 120 Έλληνες συγγραφείς, και οργανώθηκε από το bookpress και το βιβλιοπωλείο Πολιτεία. Αν και ενδιαφέρουσα ως λίστα δεν παύει να είναι μια προσπάθεια σύνταξης «κανόνα», που θεωρεί λανθασμένα ως ειδικούς για τη σύνταξή του τους συγγραφείς. Εξαιρεί δηλαδή την «άλλη πλευρά», τους αναγνώστες. Οι αναγνώστες, όπως θα έλεγε ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης – και δεν θα ήταν ο μόνος -  είναι συνδημιουργοί του βιβλίου. Όπως και να είναι όμως, κυρίαρχο στοιχείο στην ιστορία του βιβλίου δεν είναι η όποια αντικειμενική του αξία, αλλά η συνάντηση της γραφής με την ανάγνωση. Ευτυχώς σε αυτή τη διαδικασία ελάχιστη σημασία έχουν οι εξωγενείς παράγοντες της αγοράς που αντιλαμβάνεται το βιβλίο ως προϊόν. Κυρίαρχη παραμένει η συγκίνηση, το ενδιαφέρον, η εγρήγορση του αναγνώστη.

Δεν με έχει ρωτήσει ποτέ κανείς (…) αν ναυαγούσα σε ένα νησί τι θα ήθελα να έχω μαζί μου. Αν με ρωτούσε, χρόνια τώρα έχω έτοιμη την απάντηση: θα ήθελα να έχω μαζί μου βιβλία, αν ήταν να έχω μονάχα ένα, μάλλον θα διάλεγα το «Μυστηριώδες νησί» του Βερν. Νομίζω πως είναι από τα πρώτα βιβλία που διάβασα και με έχει καθορίσει ως χαρακτήρα και ψυχοσύνθεση. Η απομόνωση, ο αγώνας για επιβίωση, η «μεταφυσική»/πατρική παρουσία του Νέμο που πεθαίνει, ο παράλληλος/υπόγειος κόσμος είναι στοιχεία του χαρακτήρα μας, της εξέλιξής μας, της μετάβασής μας στις ηλικίες της ωρίμανσης. Πρέπει να πήγαινα Τρίτη ή Τετάρτη δημοτικού όταν το διάβασα, και φυσικά το θυμάμαι ακόμη.

Οι αναγνωστικές περίοδοι μπλέκονται η μία στην άλλη με διαλείμματα και περιόδους εντάσεων, όμως σαφώς μια παράλληλη περίοδος της αναγνωστικής πορείας ήταν η περίοδος της «Ζέη», που περιλαμβάνει βέβαια και τη Σαρρή. Το «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» τον έχω διαβάσει πέντε φορές, είναι το μόνο βιβλίο που έχει τύχει αυτής της επανάληψης. Η Ζέη είναι μια συγγραφέας που συμπύκνωσε και στα ενήλικα μάτια μου όλη τη συγκίνηση και την εκτίμηση σε αυτόν που γράφει ιστορίες.

Η δεύτερη φάση της αναγνωστικής μου πορείας σχετικά πρώιμα ξεκίνησε με τη λεγόμενη κλασική λογοτεχνία (Ζολά, Μπαλζάκ, Ουγκώ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκυ). Θα μπορούσα να θεωρήσω προσωπικό αναγνωστικό άθλο τους «Άθλιους» που διάβασα στην Πέμπτη δημοτικού (εννοείται το πλήρες έργο). Θα διάλεγα αυτό σαν αντιπροσωπευτικό έργο μιας περιόδου που κράτησε χρόνια και που λειτούργησε σαν κατακλυσμιαία αποκάλυψη του παγκόσμιου πνεύματος.

Η εφηβική/μετεφηβική περίοδος, θα μπορούσα να την πω καταχρηστικά περίοδο της «Εστίας», περιέχει τα βιβλία του Βενέζη, του Μυριβίλη, του Καραγάτση, του Λουντέμη, του Τερζάκη κ.α. Θα διάλεγα δύο βιβλία από αυτή την περίοδο: το «10» του Καραγάτση (για τον αποκαλυπτικό ρεαλισμό του και για το «μάθημα» που λέει πως η ομορφιά δεν υπάρχει μόνο στο ολόκληρο, αλλά και στο ημιτελές, στο ακρωτηριασμένο. Το δεύτερο είναι το «ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Λουντέμη. Ο Λουντέμης και η Ζέη είναι η πολιτική αφήγηση που με έφερε κοντά στις αξίες, τα οράματα, την ιστορία, τις διαψεύσεις της Αριστεράς. Το βιβλίο αυτό το διάβασα καλοκαίρι, ξαπλωμένος στην αιώρα της αυλής, κάτω από μια λεμονιά και όταν το τελείωσα έμεινα ώρα εκεί κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου.

Οι μπήτνικ, συγκεκριμένα ο Μπάροουζ, θεωρώ πως είναι το κλείσιμο της ανάγνωσης της λογοτεχνίας. Είναι διαβάσματα της φοιτητικής ζωής, υφολογικές αναζητήσεις, ακραίες και αιχμηρές καταστάσεις, γλώσσα, εικόνες και ανατροπές. Την ίδια περίοδο διαβάζω Μπαταίγ, τον Τένεσι Ουίλιαμς και τους σουρεαλιστές. Ο Μπάροουζ, ας πούμε «τα άγρια αγόρια», βίασε τη γλώσσα μου, τον καθωσπρεπισμό μου- οι εικόνες του, το cut-up, ανατρέπουν τη δομή της αφήγησης δημιουργώντας ομορφιά σε απρόσμενα τοπία. Όμως μετά από αυτό πώς να γυρίσεις πίσω. Ποιες άλλες διαδρομές να πάρεις;

Πριν από αυτή την περίοδο (ας την πούμε ‘περίοδο Μπάροουζ») υπήρξε η «περίοδος Στάινμπεκ» η οποία περιλαμβάνει και τον Τζακ Λόντον και με έναν παράδοξο τρόπο τον Χάμσουν (διάβασα την «πείνα» και πεινούσα…). Αν διάλεγα ένα χαρακτηριστικό βιβλίο της περιόδου, αυτό θα ήταν το «Σε έναν άγνωστο θεό» του Στάινμπεκ, βιβλίο που με τη φυσιολατρική/μεταφυσική του πνοή (μοιάζει σε αυτό με τον Χάμσουν) μάλλον συνδέεται κάπως με τη μετάβασή μου από την Κόρινθο των παιδικών χρόνων στην Αθήνα των φοιτητικών. Το «Σε έναν άγνωστο θεό» το έχω κάνει δώρο σε όσους θεώρησα φίλους μου. Με κάποιο παράλογο βέβαια τρόπο λειτουργούσε σαν μια συμβολική επισφράγιση των φιλικών μου διαθέσεων.

Η φοιτητική περίοδος ήταν μια πυκνή περίοδος αναζητήσεων προς διάφορες κατευθύνσεις. Δύο κύκλοι αναγνωστικών διαδρομών υπήρξαν επίσης εκείνη την περίοδο, οι οποίοι συνεχίστηκαν στα χρόνια του στρατού και της πρώτης επαγγελματικής περιόδου. Ο ένας είναι ο κύκλος του Νίκου Χουλιαρά, ο οποίος ξεπερνάει το «βιασμό» του Μπάροουζ, και μου αποκαλύπτει μια γραφή ιδιαίτερη, διεισδυτική, ποιητική, προσωπική χωρίς ακροβατισμούς, πυροτεχνήματα και εκρήξεις που στοχάζεται αφηγούμενη απλές, καθημερινές, εσωτερικές ιστορίες. Ο κύκλος αυτός περιλαμβάνει όλα τα έργα του Χουλιαρά, επηρέασε σαφώς το όποιο ύφος μου στη γραπτή έκφραση και ξεκίνησε με το «Λούσια», το πρώτο έργο του. Είναι το δεύτερο βιβλίο που συνήθως κάνω δώρο στους φίλους μου. Ο δεύτερος κύκλος είναι βέβαια ο κύκλος του Μπόρχες. Βιβλιοθηκάριος και εκείνος, αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν μια βιβλιοθήκη που επιπλέον είναι ένας λαβύρινθος με μια αιώνια κρυπτική τάξη. Ο κύκλος αυτός έχει δύο βιβλία να τον σηματοδοτούν: το ένα είναι του Μπόρχες, ας πούμε «το Άλεφ», το δεύτερο όμως δεν είναι δικό του. Σε αυτό με οδήγησε ο ίδιος, μιλώντας με εκτίμηση για το συγγραφέα του, τον Λάβκραφτ. «Ο κυνηγός του σκότους» είναι το μόνο βιβλίο αυτής της κατηγορίας της λογοτεχνίας που διάβασα, και είναι αποτυπωμένη μέσα μου η εκπληκτική και μεγαλειώδης απλότητα της γραφής του, ο τρόμος δεν είναι τέχνασμα, είναι πραγματικότητα.

Ερχόμαστε τώρα στους μη πεζογραφικούς σταθμούς. Ποίηση. Κυρίαρχη και διαρκής περίοδος, συνεχείς αποκαλύψεις, επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις. Αν ξεχώριζα ποιητικούς σταθμούς θα ξεκινούσα με το Ρίτσο («Η σονάτα του σεληνόφωτος») μόνο και μόνο για να σηματοδοτήσω κάπως τη λατρεία μου στην αχανή ποίησή του για αρκετά χρόνια. Η ανάγνωση της ποίησης ξεκίνησε από τους τέσσερεις «μεγάλους». Πίσω από το «σεληνόφως» του Ρίτσου είναι ο Βρεττάκος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης (με αυτή τη σειρά «συμπάθειας»). Δεύτερος σταθμός, ο Καβάφης. Τον διάβασα σε ένα παλιό αρχοντικό στην Αλεξάνδρεια το 1997 σε ένα ταξίδι στην Αίγυπτο που κράτησε 13 μέρες. Τρίτος σταθμός ο Λειβαδίτης, ας πούμε «τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» με το μελαγχολικό στοχασμό τους. Τέταρτος σταθμός, ο Χιόνης. Ανοίγομαι με φούρια και σε άλλους ποιητές, ανακαλύπτω φωνές ιδιαίτερες (Σινόπουλο, Χριστιανόπουλο, Σαχτούρη, Εγγονόπουλο, Χουλιαρά κ.α. ) και ξένους  πολλούς. «Το υπόγειο» είναι η συλλογή του Χιόνη που θα μπορούσε να περιέχει τις «ανακαλύψεις» της ανάγνωσης αυτή την περίοδο.

Μέσα σε αυτές τις διαδρομές εμφανίζονται και μεμονωμένες περιπτώσεις, εξαιρέσεις, σημαντικές συναντήσεις. Δεν είναι ίσως το βιβλίο που δικαιούται να βγάζει από τη λίστα των 20 αγαπημένων μου βιβλίων άλλα, «σημαντικότερα». Όμως «η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου» της Κάρσον Μακ Κάλερς (σε μετάφραση του Κουμανταρέα) διατηρεί ακόμη μέσα μου νωπή την ιδιότυπη, «αμερικάνικη», αχανή μελαγχολία του, στοιχείο μάλλον ιδιαίτερα συναφές με το χαρακτήρα και τα μύχιά μου…

«Η μεταμόρφωση» του Κάφκα γειτονεύει κάπως με την περίοδο που διάβαζα Μπόρχες και Λάβκραφτ. Περικλείει και το πνιγηρό, κλειστοφοβικό στοιχείο της γραφής και του Φραγκιά. Αλλά είναι βέβαια ένα βιβλίο-ξάφνιασμα που αφήνει ανεξίτηλο το ίχνος του στην ανάγνωση. Τα «παραμύθια της Θεσσαλίας» της Μαρούλας Κλιάφα είναι η πρώτη συλλογή λαϊκών παραμυθιών που διάβασα μετά την παιδική ηλικία και μου άνοιξε μια πόρτα, που ακόμη μένει ανοιχτή περιέχοντας πολλούς τίτλους, στο μαγικό, αναρχικό κόσμο του παραμυθιού. Τα παραμύθια είναι ένας κόσμος ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση νομίζω. Αυτό το στοιχείο της αμφίπλευρης αναφοράς τα κάνει από τα πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα για μένα. «Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» του Ετσενσμπέργκερ είναι από τα πιο ιδιαίτερα στη δομή τους βιβλία, μια ιδιόμορφη βιογραφία που κάνει άθελά τους συγγραφείς όσους έζησαν μια εποχή, όσους αγωνίστηκαν δίπλα στον αναρχικό Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Είναι σαφώς η πιο ενδιαφέρουσα βιογραφία από όσες πολλές έχω διαβάσει για προσωπικότητες που σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν από την εποχή τους (Στάλιν, Λένιν, Μαρξ, Σερζ, Λόρκα, Τρότσκι, Μπουχάριν, Αχμάτοβα, Τσβετάγεβα, Λούξεμπουργκ, Μπόρχες, Καμύ, Μαρκές, Μπρετόν κ.α.).

Τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν δυο κύκλοι αναγνώσεων: η στρατοπεδική γραμματεία, τα βιβλία δηλαδή που γράφτηκαν γύρω από το Ολοκαύτωμα και τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, με κορυφαίο νομίζω το «πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση» του Ζαν Αμερύ: ένα βιβλίο βιωματικά στοχαστικό, συγκρουσιακό, αποκαλυπτικό, βασανισμένο και απελπισμένο και συγχρόνως αντιστασιακό με την έννοια της μάχης απέναντι στη λήθη, της μάχης της ζωής με τη σκέψη. Στον κύκλο αυτό μπαίνουν συνεχώς βιβλία του Λέβι, του Κουμανταρέα, του Σεμπρούν και άλλων πολλών, Ο δεύτερος κύκλος είναι τα βιβλία του Ραφαηλίδη, ας πούμε διαλέγοντας ένα, τη «μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού»: έξυπνο, ανατρεπτικό, εμβριθές, εγκυκλοπαιδικό, ερωτευμένο, επαναστατικό πνεύμα ο Ραφαηλίδης, είναι αδύνατο να μην σε αιχμαλωτίσει με τις εμμονές, το χιούμορ, τον ερωτισμό του.
***
Μια ομάδα blogger συμφωνήσαμε πως η ανάγνωση δεν χωράει σε λίστες. Κι αν ακόμη ορίσαμε μια λίστα για να μιλήσουμε για την ανάγνωση, της γυρίζουμε την πλάτη, την κοροϊδεύουμε. Η πορεία της ανάγνωσης είναι μια αδιάκοπη πορεία, με παράλληλες γραμμές και σημεία τομής, αναιρέσεις, επαναλήψεις, επιστροφές. Σημαντικά είναι τα βιβλία που μας συνάντησαν. Τα πιο σημαντικά είναι τα βιβλία που δεν έχουμε ακόμη ανακαλύψει.


Στο αφιέρωμα συμμετέχουν:

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Το… «παιδικό βιβλίο» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης


[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής", 26/1/2014]

Η Ruth Kluger είναι συνάδελφός μου, βιβλιοθηκάριος. Γεννήθηκε στη Βιέννη το 1931. 12 χρόνων μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τεριέζενστατ, ύστερα στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου και τέλος στο Κρίστιανστατ. Επιβίωσε - ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό το ρήμα για όσους δεν πέθαναν στα στρατόπεδα των ναζί, αλλά από τύχη βγήκαν από αυτά - κουβαλώντας στο σώμα της ένα νούμερο και στην ψυχή της τις μνήμες και τις τύψεις της τύχης της.

Η Ruth Kluger έχει γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή της. Κυκλοφορεί και στα ελληνικά: Άρνηση μαρτυρίας: Βιέννη-Άουσβιτς-Νέα Υόρκη/Ruth Kluger. μετ. Σοφία Γεωργοπούλου. Αθήνα: Θεμέλιο, 2008.

Η Ruth ήταν ένα παιδί, ένα από τα παιδιά που ρίχτηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι εξόντωσης. Σχολείο της γίνεται ο εγκλεισμός και τα βασανιστήρια, όμως κι εκεί, μέσα στην απόλυτη φρίκη υπάρχουν εστίες αντίστασης. Στη Τεριέζενστατ έρχεται σε επαφή «με πληθώρα έξυπνων μορφωμένων ανθρώπων, που έφεραν μαζί τους όλες τις ιδέες και ιδεολογίες της Ευρώπης και συνέχισαν να ερίζουν γι’ αυτές με δριμύτητα. Δάσκαλοι και πανεπιστημιακοί καθηγητές ήταν πανευτυχείς με κάθε ευκαιρία που τους δινόταν να αφηγηθούν κάτι όμορφο από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όταν μαζεύονταν ένα σμάρι παιδιά γύρω τους». Δεν είναι μοναδική αυτή η αναφορά. Τα ίδια αναφέρει και ο Σεμπρούν στο «τι ωραία Κυριακή» και στο «ο νεκρός που μας χρειάζεται», τα ίδια και ο Μασπερό στο «οι μέλισσες και η σφήκα».

Στην Τεριέζενστατ, αναφέρει η Kluger, υπήρχαν λίγα βιβλία, που ήταν περιζήτητα και περνούσαν από χέρι σε χέρι μεταξύ των εγκλείστων, ένας ιστορικός τέχνης είχε ένα βιβλίο με έργα του Ντύρερ, ένας δάσκαλος τους δίδασκε ιστορία της λογοτεχνίας, μια γηραιά κυρία μάθαινε τα παιδιά να απαγγέλλουν ποιήματα του Eichendorff. Η τύχη, ένα χέρι, μια ζαβολιά την βγάζει από το θανατηφόρο Άουσβιτς και τη ρίχνει στο Κρίστιανστατ μαζί με τη μητέρα της. Η μητέρα της δουλεύει σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πολεμοφόδια- πολλοί έγκλειστοι χρησιμοποιήθηκαν ως εργατικό δυναμικό για την πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας. Μια μέρα παρακαλεί έναν ντόπιο επιστάτη να βρει ένα βιβλίο για τη μικρή της κόρη «που αγαπάει το διάβασμα». Κι εκείνος ανταποκρίνεται, φέρνοντάς της ένα παλιό μισοσχισμένο αναγνωστικό. «Έπλεα σε πελάγη ευτυχίας. Το δώρο είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες μου. Για μένα είχε ανοίξει πάλι μια παλιά αλησμόνητη πόρτα, είχα βρει πάλι τη μόνη σε μένα οικεία πρόσβαση στον κόσμο».


Πριν 69 χρόνια στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπίρκενάου. Η 27η Ιανουαρίου ορίστηκε ως παγκόσμια μέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Η ιστορία της Φλώρας



Κάποτε ήταν μια γυναίκα που κοιμόταν. Στον ύπνο της πέθαιναν κάποιοι άνθρωποι και όταν το πρωί ξυπνούσε και πήγαινε στη δουλειά της έντρομη έβλεπε στις κολώνες τα αγγελτήρια του θανάτων τους. Αφού αυτό δεν έγινε μόνο μια φορά, ούτε δύο, η γυναίκα αποφάσισε να το εξομολογηθεί στον πνευματικό της. Εκείνος ο άθλιος της είπε πως για να σταματήσει να συμβαίνει αυτό το κακό πρέπει στο εξής να μην ονειρευτεί ξανά ή έστω να ξεχνάει τα όνειρά της. Όπως κι έγινε.

Η γυναίκα είναι σήμερα μια κυρτή γριούλα, σαν τοξωτή γέφυρα από πέτρα, με μπαμπακένια μαλλιά. Όνειρο δεν είδε έκτοτε ποτέ. Ποτέ. Κι ούτε της αρέσει να μιλάνε για όνειρα μπροστά της. Ωστόσο οι άνθρωποι συνέχισαν να πεθαίνουν γύρω της.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Αγγελίδη

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ιστορίες βιβλιοθηκών ΙΙ


[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 19/1/2014]

«Η ύπαρξις λοιπόν  βιβλιοθήκης για τους μαθητάς, ως και για τους ενήλικας, κρίνεται σαν ένα από τα στοιχειώδη μέσα πολιτισμού, σαν βασική ανάγκη της σημερινής κοινωνίας»

Η φράση προέρχεται από έκδοση της «Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Μαντινείας Κυνουρίας» του 1959, με τίτλο «Προσπάθειαι και επιτεύγματα κατά την πενταετίαν 1954-1959». Εκεί η επιθεώρηση στοιχειώδους εκπαίδευσης της περιοχής επιχειρεί την καταγραφή των στοιχείων της εκπαίδευσης, προσωπικό, αριθμό μαθητών, δραστηριότητες, σχολικούς κήπους, βιβλιοθήκες, κατηχητικά, συσσίτια κ.α.

Το κεφάλαιο για τη βιβλιοθήκη είναι εκτενές και έχει έντονη την πρόθεση να πείσει το αρμόδιο υπουργείο και τη δημόσια διοίκηση για την αναγκαιότητα στήριξης και δημιουργίας σχολικών βιβλιοθηκών. Με μορφή και ύφος έκθεσης ιδεών, κατά τα πρότυπα εξάλλου της εποχής, αναφέρεται στην αξία του βιβλίου και στο ρόλο του στην εκπαίδευση των νέων. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη «διά της βιβλιοθήκης τόνωση του ηθικού, του θρησκευτικού και του κοινωνικού συναισθήματος των παιδιών», στην όξυνση του… «παχυλού πνεύματος»,  στην απάλυνση και τον εξευγενισμό της καρδιάς, στην παρόρμηση των ανθρώπων  για «ωραίες και εξαιρετικές πράξεις». Η προσπάθεια να αναδειχτεί ο ρόλος της βιβλιοθήκης απογειώνεται όταν αναλύοντας την εποχή ο συντάκτης αναφέρεται στην κλονισμένη από τον πόλεμο και τις συνέπειές του νεολαία, η οποία «φέρεται ανερμάτιστη στα κύματα της φουρτουνιασμένης και αχαλίνωτης μεταπολεμικής υλιστικομηδενιστικής παραζάλης»! Τα κατάλληλα βιβλία λοιπόν πρέπει να γεμίσουν τις σχολικές βιβλιοθήκες, όχι εκείνα που αποπνέουν «απαισιοδοξία ή μηδενισμό» και περικλείουν «το σπέρμα της καταστροφής ή της αρνήσεως», αλλά αυτά που καλλιεργούν πίστη στα ιδανικά και τις αξίες. Ο απολογισμός της πενταετίας αναφέρει τελικά 16544 βιβλία στις μαθητικές, σχολικές βιβλιοθήκες και στην κεντρική της Επιθεώρησης (προς διάθεση των δασκάλων), εκ των οποίων τα μισά αγοράστηκαν και δωρίστηκαν  από το 1954 ως το 1959.


Το παράδειγμα των σχολικών βιβλιοθηκών της Κυνουρίας και της Μαντινείας τη δεκαετία του ’50 μπορεί να λειτουργήσει ως μεγεθυντικός φακός των αντιλήψεων που διακατείχαν το ελληνικό κράτος την περίοδο εκείνη τόσο στην πολιτική βιβλιοθηκών, όσο και στην εκπαιδευτική και γενική πολιτική του. Προσπάθειες προσώπων ή κοινοτήτων ή υπηρεσιακών δομών να πείσουν το κράτος να οργανώσει και να συντηρήσει βιβλιοθήκες, επίκληση αντικομουνιστικών και υπερσυντηρητικών ιδεολογημάτων προκειμένου να πειστεί προς τούτο, και απόπειρες εκ των ενόντων με δωρεές για να καλυφθεί το κενό. Εντυπωσιάζει, ιδίως αν ιδωθεί από απόσταση, η επιμονή προσώπων και φορέων για τη δημιουργία βιβλιοθηκών στον ελληνικό χώρο προεπαναστικά και μετεπαναστατικά, και η πάγια αδιάφορη αντιμετώπιση των κυβερνήσεων σε αυτές τις ανάγκες. Δυο πείσματα που κρατάνε αιώνες.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Τα τοπία της μνήμης


Τα τοπία της μνήμης μου είναι κλειστά δωμάτια. Το γύρισμα του κλειδιού κάθε φορά που τα επισκέπτομαι, είναι μια πράξη βίας. Που απελευθερώνει μια κραυγή. Τα τοπία της μνήμης μου είναι η κραυγή που απελευθερώνεται όταν την επισκέπτομαι.

Κάποτε τα δωμάτια θα αδειάσουν και τότε εγώ θα πάρω τη θέση της.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Όλα καλά;

Όχι ρε φίλε, δεν είναι όλα καλά. Για την ακρίβεια είναι όλα…. πονάω ρε φίλε, πονάω γιατί έμαθα πως θα χάσω ένα δικό μου άνθρωπο αργά ή γρήγορα (τι σημαίνει αργά;) από καρκίνο. Ναι, μην κάνεις πως δεν θες να ακούσεις τη λέξη. Όλοι την ξέρουν, όλοι έχουν χάσει έναν τουλάχιστον άνθρωπό τους από καρκίνο, όλοι την ψιθυρίζουν, είναι μια λέξη που αν την αποσιωπήσεις νομίζεις πως ξορκίζεις το κακό που κουβαλάει μέσα της, τον πόνο που... Βλακείες…

«Όλα καλά;» σου λένε, το σύνθημα που περιμένει το παρασύνθημα («όλα καλά», «το παλεύουμε»…) για να περάσεις δίπλα από τον άλλο, να τον προσπεράσεις. Στη δουλειά, στο δρόμο, στο σχολείο, στη γειτονιά, στο τηλέφωνο «όλα καλά;», «όλα καλά;», «όλα καλά;».

Καθόλου καλά ρε. Γι’ αυτόν που φεύγει -  το ξέρει δεν το ξέρει, το μάθει δεν το μάθει – που μετράει τις αυγές που θα ξημερώσουν γι’ αυτόν, που μετράει τις φορές που θα δει με τον εγγονό του μπάλα, που θα πει παραμύθι στις εγγονές του, που θα φάει το αγαπημένο του φαγητό και θα μουρμουρίσει το αγαπημένο του τραγούδι στο μπάνιο. Που μετράει το υπόλοιπο της ζωής και το βρίσκει λίγο.

Και για μας που μένουμε πίσω, καθόλου καλά. Ασυνήθιστη ιδέα η απουσία, εννοώ δεν μπορείς να τη συνηθίσεις, ιδιαίτερα αν ο άνθρωπός σου δεν ήταν περαστικός από τη ζωή. Τι μένει πίσω λοιπόν; Από έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκε, δούλεψε, αφηγήθηκε παραμύθια, έπαιξε ποδόσφαιρο, αγωνίστηκε για το δίκιο του κόσμου, τι μένει; Λόγια παρηγοριάς; Μόνο λόγια;


Όχι φίλε μου, δεν είναι λοιπόν όλα καλά. Αν σου το πω θα φρενάρεις, θα σκοντάψεις πάνω σε αυτά που φέρνει η ζωή, θα μαυρίσει η ψυχή σου αν με αγαπάς, θα τρομάξεις έστω, αν απλά με ρώτησες γιατί δεν είχες κάτι άλλο να πεις. Αν σου το πω θα αργήσεις να πας στη δουλειά σου, ίσως να σου κάνουν παρατήρηση, ίσως να είσαι λίγο αφηρημένος ή κακόκεφος. Καλύτερα να μην στο πω. Θα το κρατήσω για μένα. Εξάλλου το ξέρεις πως κι εσύ θα χάσεις ή έχεις χάσει κάποιον που αγάπησες πολύ, έτσι είναι η ζωή: ένα ταξίδι στην απουσία. Όταν με ρωτάς λοιπόν «όλα καλά;» κι εγώ σου απαντώ «όλα καλά» να ξέρεις πως συμφωνούμε: την απουσία δεν θα την συνηθίσουμε ωστόσο ποτέ.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ιστορίες βιβλιοθηκών Ι


[Αναδημοσίευση από το άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής']
«Στη σημερινή εποχή η δίψα για μόρφωση είναι απεριόριστη, και οι απαιτήσεις της νέας γενιάς δεν επιτρέπουν πνευματική καθυστέρηση. Το χωριό μας, με τους πολλούς επιστήμονες που ανέδειξε και τους σημερινούς νέους με τη μεγάλη αγάπη τους για την επιστήμη και τη γνώση, έχει ανάγκη από μια βιβλιοθήκη»

Οι φράσεις αυτές, «κουβέντες γύρω από το καντούνι της βιβλιοθήκης», είναι από το «Δελτίο βιβλιοθήκης Νίκου Ν. Γλέζου: στ’ Απεράθου της Νάξου». Το δελτίο εκδίδει το 1965 ο Σύλλογος Φίλων της Βιβλιοθήκης Ν. Ν. Γλέζου, μέλη του οποίου είναι οι Μανώλης Μπαρδάνης, Μανώλης Τρευλός, Νίκος Σφυρόερας, Νίκος Κατσούρος, Νίκος Γράτσιας, Μανώλης Γλέζος και Μιχάλης Γράτσιας. Στο εξώφυλλο του δεύτερου δελτίου διαφημίζεται το μέγεθος της συλλογής (1566 βιβλία) και η κίνηση του υλικού (550 αναγνώσεις).

Η εν λόγω βιβλιοθήκη επιβιώνει την περίοδο της χούντας και συμπληρώνει σύντομα 50 χρόνια παρουσίας στο νησί. Στους βιβλιοθηκονόμους μας αρέσουν οι ιστορίες αυτές, των πιονέρων, από αυτές τρεφόμαστε δεκαετίες τώρα που οι κυβερνήσεις και οι δήμοι δεν αντιλαμβάνονται κατά κανόνα τη θεσμική τους υποχρέωση να οργανώσουν και να στηρίξουν την έρευνα, τη μνήμη και τον πολιτισμό. Αυτό που σαφώς επαναλαμβάνεται στις όποιες πρωτοβουλίες πολιτών συγκροτούν (ακόμη και σήμερα) βιβλιοθήκες είναι πάνω - κάτω η εναρκτήρια φράση αυτού του κειμένου: η πεποίθηση πως η εποχή υπαγορεύει τη συγκεκριμένη αναγκαιότητα. Οι περισσότερες τέτοιες προσπάθειες είναι θνησιγενείς, αφού βασίζονται στο πάθος ορισμένων, θνητών βεβαίως…, προσώπων. Και η ιστορία αυτή δεν έχει τέλος, νέες προσπάθειες, νέες εξαγγελίες, ενθουσιασμός και λήξη.


Ας πιάσουμε όμως άλλη μια ιστορία (εκτός του παραπάνω κανόνα) που ευτυχώς είχε αίσια εξέλιξη: 1833 στη Σύρο ιδρύεται το δημοτικό γυμνάσιο και χιλιάδες Συριανοί πανηγυρίζουν για το γεγονός, οι έμποροι διαθέτουν το 1/10 των κερδών τους για την ανέγερση κτιρίου (1834), και δεκάδες Ερμουπολίτες ενισχύουν με χρήματα και δωρεές τη βιβλιοθήκη του. Αποφάσεις για αγορές βιβλίων παίρνει και ο Δήμος τακτικά ενώ το 1849 ο Δήμος πληρώνει και «βιβλιοφύλακα», τον οποίο «κόβει» η νομαρχία το 1865, γρήγορα όμως το θέμα διορθώνεται μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν. Το 1894 η βιβλιοθήκη έχει 5180 τόμους. Στις αρχές του 20ου αιώνα ξεσπάει ένας ομηρικός καυγάς ανάμεσα στο Γυμνάσιο (δημόσιο) και το Δήμο σχετικά με τη βιβλιοθήκη. Ο Δήμος διεκδικεί τη βιβλιοθήκη ως δική του, αφού χρόνια τη συντηρούσε και η κεντρική διοίκηση που επιχειρεί να περιορίσει τις αρμοδιότητες των δήμων την αναφέρει ως σχολική. Το θέμα λύνεται οριστικά το 1926 οπότε η βιβλιοθήκη του Γυμνασίου μετατρέπεται  σε δημοτική βιβλιοθήκη της Ερμούπολης, μια από τις σημαντικότερες και σήμερα της χώρας.