Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Μεγάλη εβδομάδα του 2025

 

Ένα απλωμένο σάβανο πάνω σ' ετούτη την άνοιξη, και σε αυτή την άνοιξη - με τον τρόπο του Άρη Μαραγκόπουλου. Κι εμείς ανεβαίνουμε στην Παναγιά των Βράχων, στην εμπασιά της Νεμέας, μια Παναγιά σκαρφαλωμένη στο Πολυφέγγος. Μεγάλη Δευτέρα. Ένα όρνιο αρπάζει ένα αρνί. Μια μάνα κρατάει το παιδί της αγκαλιά δίπλα σε μια κολυμπήθρα, ένα κανάτι, φτερωτοί άνδρες, αντίρροπες σκέψεις, άσχημη πόλη η Νεμέα, άσχημη μέρα η σημερινή, σαβανωμένη Άνοιξη κι η ομορφιά των βυζαντινών μορφών κι οι κουτσουπιές και τα κίτρινα λιβάδια κι οι ανθισμένες πορτοκαλιές κι η εκδρομή όχι στον τόπο - στους χρόνους εκδρομή...
***


Επιλέγουμε τα τελευταία χρόνια για Επιτάφιο ένα μοναστήρι μετά το Λουτράκι, στο δρόμο της Περαχώρας. Αυτό το λέω, για το δρόμο εννοώ, γιατί όταν ήμασταν μικροί λέγαμε μια φράση πως ένας δρόμος ήταν τόσο κακός και γεμάτος στροφές "σαν το δρόμο της Περαχώρας". Ήθελα κάπως να πω γι' αυτή την παιδική μας ιδιόλεκτο. Έκτοτε μεγαλώσαμε βέβαια, κι οι δρόμοι μας πήγαν πολύ πιο μακριά από την Περαχώρα κι ίσως καταλάβαμε πως υπάρχουν χειρότεροι και πιο κακοτράχαλοι δρόμοι από αυτόν, κυρίως της ζωής. Νομίζω πως από 'κει πάνω συνειδητοποιείς πιο εύκολα πως η ποίηση της απώλειας, ο μελωδικός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής συντονίζεται κάπως με την ομορφιά της ανοιξιάτικης μέρας που τελειώνει με μια κατάφαση. Μπορείς απλά να αποδέχεσαι τη φυσικότητα του τέλους γαληνεμένος από όσα αποκαλύπτει ένα απόγευμα που το σβήνει η γομολάστιχα του χρόνου. Σκεφτόμουν πώς θα προτιμούσα το χριστιανισμό, αν με αφορούσε κάπως η μεταφυσική αγωνία. Αυστηρό ή ανεκτικό; Η αυστηρότητα θα απαιτούσε το δύσκολο δρόμο της αγάπης, δεν είναι διόλου εύκολο να αγαπάς, να συγχωρείς, δεν είναι απλό πράγμα η σεμνότητα. Δεν χωράει αυτάρεσκους ταυραμπάδες και υποκριτές με μεγαλόσταυρους, δεν χωράει κενά βλέμματα που μουρμουρίζουν εγκώμια χωρίς ποτέ να προσπάθησαν να καταλάβουν. Ή ένα χριστιανισμό ήπιο κι ανεκτικό, σχεδόν ευρύχωρο που να υπομένει τη λατρευτική συνήθεια των κατ' έθος πιστών, το ταυτόχρονο ήχο της καμπάνας και των νομισμάτων του παγκαριού, την ψευτιά της σωτηρίας της ψυχής κι εντέλει να ακυρώνει την ίδια την ελπίδα της σωτηρίας; Δεν ξέρω αν υπάρχουν ταυτόχρονα αυστηρές και γελαστές θρησκείες. Πάντως για τους πιστούς τους οι θρησκείες είναι λιγότερο σημαντικές, από ό,τι για τους άπιστους ή τους άθεους. Εύκολα δέχεσαι κάτι φέρνοντάς το στα μέτρα σου.

Αντιμετωπίζω τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής με την ίδια συγκίνηση που ακούω τα κοτσύφια να κελαηδούν στις γωνιές της Άνοιξης.
***



Σήμερα το απόγευμα κάπως χάθηκα στο κελάηδισμα των κοτσυφιών. Φαντάστηκα πως τα πουλιά μπορεί να είναι ήχοι φτερωτοί και μόνο. Χωρίς σώμα, χωρίς υλική παρουσία. Τα έγχορδα της μέσα φύσης των πραγμάτων. Σαν ρωγμές της ανυπαρξίας.
Ύστερα νύχτωσε και οι ρωγμές έκλεισαν. Κι εγώ προσποιήθηκα πως δεν τις διέκρινα...
***

Και σβήνει σιγά-σιγά το φως. Ξεφλουδίζει η μέρα της Ανάστασης. Κι ακούγεται στο τραπέζι η φωνή της Μοσχολιού να περιγράφει ακριβώς αυτή τη σταδιακή συσκότιση. Άλλο ένα Πάσχα οικογενειακό τελειώνει. Έχουμε μείνει πιο λίγοι. Κάποιοι παίζουν σκάκι, κάποιοι ερωτοτροπούν, κάποιοι ταξιδεύουν στους άγνωστους λαβύρινθους των μυστικών αναμνήσεων, κάποιοι συζητούν. Η μεγάλη καρυδιά φέτος δεν μας σκέπασε με τα φύλλα της, γριά και σακατεμένη απ' το έντομο στέκει ακίνητη στο πλάι, με χέρια ικετευτικά προς τον ουρανό. Μόνο απλώσαμε κάτι μεγάλα λιόπανα, τα δέσαμε με σκοινιά στα γύρω δέντρα και φτιάξαμε το σκίαστρο του μεσημεριού μας. Όπως τα φυσάει το αεράκι του απογεύματος, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν να ανασαίνει το ανείπωτο. Σαν κύματα μιας αόρατης φουρτούνας. Ξαπλώνω στα χόρτα και κοιτώ ψηλά - όπως έκανα παιδί. Κι ύστερα τελειώνει το τραγούδι του Ξαρχάκου. Ή συνεχίζεται ακόμη μέσα μου.

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Το σοκολατένιο ποίημα της Φλώρας



Ένα σοκολατάκι στο τραπέζι
Με ένα φουντούκι στην καρδιά του
Το κοιτώ

Σοκολατάκι Γιώργο μου;
Ακούω μια φωνή πολλά χρόνια σιωπηλή
ολότελα πεθαμένη να μου προτείνει

Διστάζω να το πάρω
τότε από συστολή
τώρα από φόβο

Γιατί τι θέλουν σήμερα οι νεκροί από μένα;
Να δεχτώ ό,τι πριν χρόνια αρνήθηκα
καθισμένος στο σαλόνι τους κι ανεπανάληπτα παιδί;

***
Ο πίνακας είναι του Βασίλη Πέρρου

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Υλικά ποιητικών οικοδομών


Νομίζω πως η ποίηση είναι οιωνοσκόπηση. Θέλω να πω δηλαδή πως είναι ο τρόπος καταρχάς να βλέπεις τα μη ορατά κι ύστερα να τα ερμηνεύεις προτείνοντας ένα νόημα.

Θα μπορούσα να δώσω ένα παράδειγμα, χωρίς να επιχειρήσω να γράψω ένα ποίημα, θα συλλέξω δηλαδή υλικά της ποίησης. Σήμερα το πρωί μια γυναίκα σιγομουρμούριζε στο λεωφορείο "μια φορά μονάχα φτάνει να ραγίσει το γυαλί" κι εγώ φαντάστηκα πως είναι μια ραγισμένη μποτίλια που κάνει βέβαια τη δουλειά της, όμως κάτι, από όσα μέσα της κουβαλά, διαρρέει. Σκέφτηκα πως κι εγώ έχω ραγίσει κι ίσως πρέπει να αντικατασταθώ - οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται όσους έχουν τραυματιστεί, φοβούνται μην κοπούν.

Λίγο πιο πριν, στη στάση των αστικών λεωφορείων περιμένοντας, παρατήρησα κάποιους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους που βοηθούσαν τα παιδιά τους να μπουν σε ένα μεγάλο λεωφορείο κάποιου φορέα κατάρτισης ατόμων με νοητική στέρηση. Από όλη τη σκηνή που εκτυλίχθηκε αργά μπροστά μου συγκράτησα το χέρι του υπέργηρου πατέρα που χάιδευε την πλάτη της κόρης του καθώς τη βοηθούσε να ανέβει στο όχημα. Κι ύστερα το χαμόγελο της μάνας που έμοιαζε με ένα βαθύ πηγάδι καθώς την αποχαιρετούσε. Σκέφτηκα το χέρι του πως είναι ένα πουλί που θα πετάει δίπλα στην κόρη για πάντα κι ας μην καταλαβαίνει εκείνη όλα του κόσμου ετούτου. Τα χέρια των πονεμένων ανθρώπων είναι πουλιά.

Κι όταν τελικά έφτασα στον προορισμό μου, στον ουρανό πετούσαν σε σχηματισμό κάτι πουλιά και χαμογέλασα - νομίζω πως κάποιος που θα με έβλεπε, θα θεωρούσε πως είμαι κάπως ελαφρόμυαλος να χαμογελάω χωρίς λόγο. Οιωνοσκόπος λοιπόν, αλλά τώρα πρέπει να δουλέψω. Να πουλήσω δηλαδή ένα κομμάτι του εαυτού μου για να αγοράσω ένα κομμάτι του κόσμου.

*Ο πίνακας είναι του Τάσου Μαντζαβίνου

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Το ποίημα του Άρη (ΙΙ)



Με πήρε ο δρόμος μακριά
Πηγαίνοντας άφησα πίσω
Τα ρούχα και τη γύμνια μου ακόμη
Τις σκέψεις και τα ποιήματά μου
Τα παιδιά μου
Τις λέξεις
Ως και τις μνήμες μου κάπου πέταξα

Κι η αλήθεια είναι πως δεν έφτασα κάπου
Δεν βρέθηκα πουθενά -
Θέλω να πω πως ίσως ο δρόμος
Δεν με οδήγησε
Είμαι εκεί από όπου ξεκίνησα, ή εν τέλει δεν ξεκίνησα ποτέ.

Μοιάζει κάπως ακατανόητο,
αλλά ο δρόμος δεν σε πάει
Σε φέρνει από εκεί που είχες χαθεί.
Ναι αυτό είναι:
Με πήρε ο δρόμος
Και με έφερε πίσω
Απ' τα ρούχα και τη γύμνια μου
Τις σκέψεις και τα ποιήματά μου
Τα παιδιά μου
Τις λέξεις
Με επέστρεψε απ' τις μνήμες.

Γιατί ο δρόμος είναι ένα βέλος που μας σημαδεύει. Κατευθείαν στην καρδιά.

*
Ο πίνακας είναι του Τάσου Μαντζαβίνου

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Σπασμένα ποιήματα στην Οδό Θεσσαλονίκης



Οι μόνοι που παίζουν ένα ρόλο στο θέατρο είναι οι θεατές. Όλοι οι άλλοι είναι απλά η αληθινή, πραγματική ζωή. Με τους έρωτες, τους φόνους και τα μυστικά. Κυρίως τα μυστικά τους.

***

Βγήκαν στην αυλή κι άρχισαν να χορεύουν οι ηθοποιοί. Και τα δέντρα γύρω έγιναν κάστρα ψηλά, και τα παγκάκια γίναν μαύρα πουλιά κι ένας απόκοσμος τρόμος μας κατέλαβε όλους για το φόνο που ετοίμαζαν.

***

Πρέπει να γίνω το ποίημα μου είπε μια μέρα ο Ηλίας - ένας νεαρός σπουδαστής της δραματικής σχολής.

Κι έφυγε. Πρέπει να ήταν το μόνο ποίημα που έφυγε ποτέ από μια βιβλιοθήκη.

***

Πόσα έργα είδα να παίζονται σε άδειες σκηνές...

Να, εδώ πέθανε ο Ληρ πριν από χρόνια. Κι ακόμη πεθαίνει, όταν το θέατρο αδειάζει. Όταν οι θεατές και οι ηθοποιοί αποχωρούν. Το θέατρο συμβαίνει όταν κανείς δεν είναι εδώ.

***

Ο κύριος διευθυντής του Εθνικού θεάτρου είναι ένας ξοφλημένος κλόουν. Με το ματωμένο μαντήλι στο πέτο του και την τσαλακωμένη από τις κολακείες και τους συμβιβασμούς αξιοπρέπειά του.

Ο ξοφλημένος κλόουν φεύγει από το τσίρκο μετά την παράσταση. Χάνεται μέσα στη νύχτα και μέσα στις σκέψεις του. Ξαφνικά σταματά. Ευτυχώς δεν έγινα διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, μονολογεί. Κρεμάει στο φεγγάρι το κόκκινο χαμόγελο του και σκύβει, υποκλίνεται στους άδειους δρόμους και τους χειροκροτεί.

Διορθώνω: ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δεν θα μπορέσει να γίνει κλόουν ποτέ, πόσο μάλλον ξοφλημένος. Με το ματωμένο μαντήλι στο πέτο του και την τσαλακωμένη από τις κολακείες και τους συμβιβασμούς αξιοπρέπειά του θα μείνει απλά διευθυντής.

***

Ο γέρος ηθοποιός διδάσκει τους μαθητές του την ανάσα. Τους μιλάει για την ανάσα του βασιλιά και την ανάσα του δολοφόνου, για την ανάσα του μυστικού πάθους και της ένοχης θλίψης. Μην μπερδεύετε την ανάσα με την αναπνοή, τους λέει. Οι θεατές αναπνέουν, εμείς ανασαίνουμε. Η σκηνή είναι ο διάλογος ανάμεσα στις ανάσες. Δεν είναι χώρος, είναι κίνηση, είναι πάλη, είναι ροή.

Ελάτε τώρα. Ας πάψουμε να ανασαίνουμε. Οι ηθοποιοί ανασαίνουν όταν οι θεατές αναπνέουν. Κι ετούτοι εδώ, είπε δείχνοντας τις άδειες θέσεις του θεάτρου, έχουν από καιρό πεθάνει.

***

Ένας νεαρός σπουδαστής μίας δραματικής σχολής εμφανίζεται στη σκηνή σαν να τον παρέσυρε ένα φύσημα του αέρα. Σαν να έπεσε χορεύοντας από κάποιο δέντρο που το ξεγυμνώνει η παγωνιά. Ήσυχα φτάνει στο κέντρο κι όλοι τον κοιτούν. Κι ύστερα βγάζει τα ρούχα του και μένει γυμνός. Για λίγα δευτερόλεπτα γυμνός. Αποχωρεί αποφασιστικά. Όπως μια φράση που τελειώνει.

Σημείωση: η καθηγήτριά του είπε πως ο αυτοσχεδιασμός ήταν ανόητα προφανής και πως ένας άνθρωπος χωρίς ρούχα δεν είναι γυμνός. Και πως αν κάτι μας γδύνει, δεν είναι η θέληση μας να μείνουμε γυμνοί, αλλά το βλέμμα του θεατή που μας ανακαλύπτει ανυπεράσπιστους. Κι αν θέλετε, τους είπε, η τέχνη είναι το εσώρουχό μας. Είναι το τελευταίο πράγμα που τους αφήνουμε να πάρουν μαζί τους όταν η παράσταση τελειώνει. Γιατί το έργο δεν τελειώνει ποτέ.


***
ο πίνακας είναι του Emil Nolde