Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Το παραμύθι των αστείων βιβλιοθηκών


Πολλές φορές κι έναν καιρό ένας άνθρωπος συνήθιζε να έρχεται στη βιβλιοθήκη. Ζητούσε κάθε φορά ένα διαφορετικό βιβλίο και καθόταν στο αναγνωστήριο για ώρες και γελούσε. Μόνο γυρνούσε τις σελίδες του και γελούσε με αυθάδεια, πράγμα που ενοχλούσε τους υπόλοιπους αναγνώστες κι εκνεύριζε εμάς τους βιβλιοθηκάριους. Και δεν είναι ότι ήταν εύθυμα τα βιβλία που έπαιρνε – δεν είχαν καν το ίδιο θέμα: άλλοτε διάβαζε λογοτεχνία, άλλοτε παιδικά, άλλοτε χημείες, ιστορία ή παιδαγωγική κι άλλοτε θεολογία, πολιτική ή φιλοσοφία. Τίποτε δεν διέκοπτε ή άλλαζε την εύθυμη διάθεσή του. Μια μέρα ένας από εμάς τον επέκρινε με αυστηρό ύφος πως τελοσπάντων οι βιβλιοθήκες είναι ένας χώρος του στοχασμού και της σιωπής, όμως εκείνος του απάντησε μεγαλόφωνα πως οι βιβλιοθήκες είναι αστείες – «τίποτα εδώ μέσα δεν είναι ζωντανό, εκτός από εμένα και από εσάς» του είπε.


Μετά από καιρό, εντελώς ξαφνικά ο άνθρωπός μας σταμάτησε να γελάει. Συνέχισε να έρχεται επιμελώς στη βιβλιοθήκη, όμως η ευθυμία του δεν ξανακούστηκε ποτέ. Μια μέρα ένας από εμάς τον ρώτησε το λόγο. «Τίποτα εδώ μέσα δεν είναι αθάνατο, εκτός από τα βιβλία», του είπε.

***
ο πίνακας είναι της Βίκυς Γεωργιοπούλου

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Aharon Appelfeld, Μπάντενχαϊμ 1939


Το «Μπάντενχαϊμ 1939» (Εστία, 2008, μετάφραση Μάγκυ Κοέν) και η γραφή του Εβραίου συγγραφέα Άαρον Άπελφελντ είναι μια συνάντηση που δύσκολα ξεχνάει ένας αναγνώστης. Όχι μόνο γιατί το θέμα του, ο εκπατρισμός και το Ολοκαύτωμα, είναι μια ζοφερή ιστορία της Ευρώπης, αλλά γιατί ο τρόπος του να μιλήσει γι’ αυτά είναι ευφυώς υπαινικτικός, έμμεσος, οικουμενικός, εν τέλει τραγικός. Το «Μπάντενχαϊμ 1939» είναι η ιστορία μιας αποκλεισμένης πόλης, των εγκλωβισμένων κι ανυποψίαστων σε αυτήν Εβραίων, είναι ένα χρονικό ψευδαισθήσεων ακριβώς πριν τη μεγάλη καταστροφή. Η αφήγηση είναι μια μουσική δωματίου που ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά – η ίδια η αφορμή είναι ένα φεστιβάλ μουσικής μιας επαρχιακής πόλης. Οι χαρακτήρες του έργου αποφλοιώνονται καθώς ο χρόνος κυλάει, τα αποθέματα της ευμάρειας λιγοστεύουν και η φυγή, ο διωγμός, φαντάζει μια κάποια λύσις. Η επίμονη, εμβριθής, αποκαλυπτική και διόλου ωραιοποιημένη περιγραφή των χαρακτήρων και των συμπεριφορών από τον Άπελφελντ δημιουργεί ένα ασφυκτικό κλίμα αδημονίας για το τέλος – οι αναγνώστες ξέρουμε τι θα συμβεί, πιάνουμε ωστόσο τον εαυτό μας να προσδοκά τη λύτρωση του αφανισμού, να θέλει να φωνάξει στους χαρακτήρες του βιβλίου «είναι οι τελευταίες σας στιγμές, θα γίνετε όλοι καπνός στα φουγάρα του Άουσβιτς, δεν το καταλαβαίνετε;». Ο αναγνώστης βιώνει σχεδόν ένα θεατρικό δρώμενο, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια δεσμευτική παράσταση ενός τσεχωφικού έργου, με ποικίλες κι άσχετες συζητήσεις γύρω από ένα γεύμα ή ένα καφέ που επιμένουν να αγνοούν το αναπόφευκτο που ούτως ή άλλως δουλεύεται και προχωράει. Νομίζω πως η θεατρικότητα και η καφκική ασφυξία του έργου αυτού είναι μια λογοτεχνική εμπειρία – είναι σημαντικό πώς θα μιλήσεις. Το τέλος έρχεται, κι έρχεται στην ώρα του σφυρίζοντας και καταπίνει τους ανθρώπους. Όλα τελειώνουν σε 4-5 γραμμές και στις γραμμές του τραίνου που αναχωρεί με βία για την Πολωνία.





Ο Άαρων Άπελφελντ γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Ζαντόβα του Τσέρνοβιτς (Μπουκοβίνα – σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Σε ηλικία 8 χρόνων βλέπει τους ναζί να δολοφονούν τη μητέρα του και ο ίδιος κλείνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, από το οποίο δραπετεύει και περιπλανάται για χρόνια. Επιβιώνει. Φεύγει για την Παλαιστίνη, στην οποία βρίσκει τον πατέρα του (δεν θα μιλήσει ποτέ για τη συνάντησή τους). Μαθαίνει τα εβραϊκά, γιατί τίποτα από τις γλώσσες του παρελθόντος του δεν είναι πια ζωντανό (τα γίντις της γιαγιάς του, τα ουκρανικά της υπηρέτριας, τα ρουμανικά του δρόμου, τα γερμανικά των γονιών του), και γράφει σε αυτά τα βιβλία του. Θεωρείται από τους σημαντικότερους ισραηλινούς συγγραφείς. Στα ελληνικά κυκλοφορεί και η «ιδιότυπη αυτοβιογραφία του» με τίτλο «Ιστορία μιας ζωής» (Εστία, 2007, μετάφραση Μάγκυ Κοέν).

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Ota Pavel, μια ζωή ψαρεύοντας


Υπάρχουν βιβλία που εμφανίζονται μπροστά σου σαν απροσδόκητα ξέφωτα. Απολαμβάνεις την αφήγησή τους, παρατείνεις την ανάγνωση προκειμένου να αναβάλεις το τέλος τους. Αφήνεις τα κεφάλαιά τους να καθίσουν μέσα σου και να ωριμάσουν. Διάβασα ένα τέτοιο βιβλίο αυτές τις μέρες: είναι η συλλογή διηγημάτων «Μια ζωή ψαρεύοντας» του Τσέχου συγγραφέα Ota Pavel (εκδόσεις Ίκαρος, 2014, μετάφραση Κώστα Τσίβου). Ο Pavel (1930-1973) είναι μια ιδιαίτερη μορφή των τσεχικών γραμμάτων, γιος ενός Εβραίου πατέρα (που βιώνει τον εγκλεισμό στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης) και μιας χριστιανής μητέρας (με την οποία ζει τα χρόνια του Πολέμου). Ο πατέρας και τα αδέρφια του «επιβιώνουν» από τα στρατόπεδα, επιστρέφουν και η ζωή της οικογένειας παίρνει πάλι μπροστά. Ο Πάβελ εργάζεται ως ανθρακωρύχος, αθλητής και αθλητικός δημοσιογράφος. Το 1964 καλύπτοντας τους χειμερινούς ολυμπιακούς αγώνες του Ινσμπρουκ εμφανίζει μανιοκαταθλιπτικά επεισόδια που τον οδηγούν σε χρόνιες νοσηλείες σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Γράφει και δημοσιεύει διηγήματα αυτή την περίοδο, μέχρι το 1973 που πεθαίνει 43 χρόνων από ανακοπή καρδιάς.

Το «Μια ζωή ψαρεύοντας» είναι σύνθεση και επιλογή από δύο συλλογές του. Ο Ota Pavel σε αυτά τα διηγήματά του γράφει για την ελευθερία επιστρέφοντας στην παιδική του ηλικία. Με τρυφερή ειρωνεία και αυθεντικό θαυμασμό περιγράφει τον ποικίλο κόσμο των ενηλίκων, όσα του έμαθαν για τη ζωή και το ψάρεμα. Το ψάρεμα ωστόσο είναι τελικά η μαεστρία της επιβίωσης. Ο συγγραφέας απομονώνει τη δραστηριότητα του ψαρέματος όχι για να την περιγράψει, αλλά για να σχολιάσει την ίδια τη ζωή στο σύνολό της. Αποχαιρετά συντετριμμένος τη χαμένη παιδικότητα– είναι ενδεικτικό το τελευταίο διήγημα, όπου ο ενήλικος πια ψαράς δέχεται έκπληκτος ως δώρο μια ψαριά με δυναμίτη, την οποία τελικά απορρίπτει. Το ψάρεμα για τον μικρό Ota είναι πράξη αντίστασης, αψηφισιά στα χρόνια του πολέμου, είναι ο τρόπος του να κρατήσει κοντά του τον πατέρα και τα αδέρφια του. Ο κόσμος που περιγράφει ο Pavel κυριαρχείται από τη μορφή του πατέρα που κατά κανόνα πλαισιώνεται από τον χορό των ενήλικων αντρών – αν και η μορφή της μητέρας υπάρχει σε δεύτερο πλάνο σχεδόν παντού, ενώ σε ένα διήγημα υπάρχει και η γυναίκα-πειρασμός πάλι συνδεδεμένη με τον πατέρα. Ο αρσενικός του κόσμος είναι ένας κόσμος θαρραλέος στα πάθη και τα λάθη του, που τσαλακώνεται και συνεχίζει μέχρι το τέλος να δοκιμάζει. Και εν τέλει χάνει τη μάχη.


 Η γραφή του Pavel είναι αφοπλιστικά ανεπιτήδευτη και άμεση. Είναι παραμυθάς. Στις ιστορίες του προκύπτουν συχνά και αβίαστα ποιητικές ρωγμές. Διάχυτη είναι η σάτιρα, περισσότερο ως αντίστιξη στην αμείλικτη πραγματικότητα. Ο πόλεμος είναι παρών, αλλά κυρίαρχη είναι η ελευθερία. Το ψάρεμα (ή το κυνήγι), είναι ένας χαμένος παιδικός παράδεισος, όπου μπορείς να αγωνίζεσαι για να ζήσεις. Νομίζω πως περισσότερο από ένα βιβλίο για την Ελευθερία το «Μια ζωή ψαρεύοντας» είναι ένα βιβλίο για την Ήττα, σπαρακτικό μες στα παιδικά του ρούχα. 

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Παραμύθι για τις σιωπηλές γυναίκες των μπαλκονιών


Θα έχεις προσέξει ίσως τα μεσημέρια του καλοκαιριού που κάθονται στο μπαλκόνι. Δένουν τα χέρια και στέκουν αμίλητες. Δεν καθαρίζουν φασολάκια, δεν κεντούν, δεν παρακολουθούν καν την ανύπαρκτη κίνηση των δρόμων και τους περαστικούς. Μόνο είναι εκεί και κοιτούν. Συνήθως μόνες, πάντα μόνες, ακόμη κι αν κάποια στιγμή εμφανιστεί από μέσα ένας άντρας κρατώντας μια εφημερίδα στα χέρια. Φορούν συνήθως παλιομοδίτικα φουστάνια, μαύρα με γκρίζα λουλουδάκια και είναι σαν φάροι – ποτέ δεν κατάλαβες για τι σε προειδοποιούν. Ποια βράχια οριοθετούν, ποια σύγκρουση αποτρέπουν.


Αν έγραφα ένα παραμύθι γι’ αυτές θα έλεγα ίσως πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια νέα γυναίκα που αγάπησε και είπε τον έρωτά της σε έναν άντρα. Εκείνος την τον αρνήθηκε κι εκείνη έκτοτε δεν ξαναμίλησε – γιατί ό,τι είχε να πει αληθινό στη ζωή της ,το είπε. Από τότε μεγάλωσε και κάθεται πια τα καλοκαιρινά μεσημέρια σιωπηλή στα μπαλκόνια, σαν άγαλμα ζωντανό της μοναξιάς και σαν μνημείο της άρνησης.

***
ο πίνακας είναι του Γιώργου Ρόρρη

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Το παραμύθι του κακού λύκου


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λύκος. Ένας κανονικός κακός λύκος που ήθελε να τρώει ζωάκια και όποτε μπορούσε το έκανε. Οι εποχές είχαν αλλάξει όμως και δεν ήταν πολιτικά ορθό να υπάρχουν κακοί λύκοι στα παραμύθια. Άλλοτε οι λύκοι γίνονταν καλοί και τα γουρουνάκια ή τα προβατάκια κακά, άλλοτε γίνονταν χορτοφάγοι και άλλοτε έλειπαν τελείως από τις ιστορίες. Το μεταμοντέρνο είχε εξαφανίσει τους λύκους από τα παραμύθια! Ελάχιστοι είχαν μείνει μέσα στα δάση, κι αυτοί κρύβονταν μην τους βρει κανένας παραμυθάς και τους αλλάξει τη φύση. Γιατί εκεί βρισκόταν το πρόβλημα: οι ιστορίες έπαψαν να έχουν κανονικούς κακούς, όλα ήταν μια παρεξήγηση που λυνόταν στο τέλος, νικούσε το καλό γιατί κακό δεν υπήρχε. Κι έτσι μεγάλωναν παιδιά που δεν έβλεπαν το κακό γύρω τους, δεν αναρωτιόνταν γιατί τα ΜΜΕ έχουν μεγάλα δόντια και οι τράπεζες μεγάλα νύχια.

Ο λύκος μας λοιπόν, επειδή πεινούσε, πήρε μια γενναία απόφαση. Ούτως ή άλλως η απουσία κακών λύκων είχε εξαφανίσει και τα αρνάκια από τα δάση. Κι έπρεπε να βρει να φάει. Και μια μέρα λοιπόν βρήκε σε ένα δάσος κι έφαγε έναν παραμυθά. Κι αφού χόρτασε, ξάπλωσε στη σκιά ενός δέντρου κι αποκοιμήθηκε. Ύστερα από λίγες μέρες ξαναπείνασε κι έφαγε άλλον ένα διαθέσιμο παραμυθά, και ύστερα κι άλλον, κι άλλον. Κι άρχισαν σιγά-σιγά να λιγοστεύουν οι παραμυθάδες (πράγμα που διόλου δεν ανησύχησε βέβαια τα αρνάκια, τα γουρουνάκια, τα κατσικάκια και τις κοκκινοσκουφίτσες που ζούσαν στα μεγαλοαστικά προάστια των μεγαλουπόλεων μαζί με τους πάσης φύσης καλλιτέχνες και διάσημους.).


Στο τέλος δεν έμεινε ούτε ένας παραμυθάς. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Αυγουστιάτικο παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν δυο άνθρωποι ευτυχισμένοι. Κάθονταν στην αυλή τους τα καλοκαίρια κάτω από την κληματαριά κι έτρωγαν καρπούζι. Εκείνη ύστερα διάβαζε το βιβλίο της κι αυτός τάιζε το καναρίνι και καθάριζε το κλουβί του. Εκείνη φορούσε ένα κοντό κόκκινο φουστάνι κι εκείνος από τη μέση και πάνω ήταν γυμνός. Εμείς μέναμε απέναντι και στην αρχή ήμασταν παιδιά, μετά έφηβοι, σπουδάσαμε, παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά, χάσαμε τους γονείς μας, πεθάναμε. Εκείνη πάντα διάβαζε το βιβλίο της κι εκείνος τάιζε το καναρίνι και καθάριζε το κλουβί του. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα που λένε.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Ζητήματα μετασχηματισμών στα σύγχρονα παραμύθια


Μια φορά κι έναν καιρό φτιάχναμε παραμύθια με ένα βασιλόπουλο, μια κακιά μάγισσα, τρεις δοκιμασίες και κατά περίπτωση ένα δράκο, ένα κορίτσι, ένα ζώο με μιλιά κ.ο.κ. Τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά από τότε (καλά να ‘μαστε, και ‘σεις καλύτερα). Βασιλόπουλα πια δεν υπάρχουν, οι δοκιμασίες δεν έχουν τελειωμό, τα ζώα δεν μιλούν (ούτε οι άνθρωποι) και οι δράκοι σβήσαν τις φωτιές εντός τους και άλλαξαν μορφή. Τίποτα σχεδόν δεν είναι το ίδιο, ούτε πια τα παραμύθια.

Πριν λίγο καιρό λοιπόν ένα αγόρι με κουστούμι που εργαζόταν ως στέλεχος σε μια πολυεθνική εταιρεία αγάπησε ένα όμορφο αγόρι  απλά και καθημερινά ντυμένο που πουλούσε hot dog σε μια καντίνα στο δρόμο εκεί κοντά. Τον σπίτωσε και χαίρονταν ξένοιαστοι τον έρωτά τους. Μια μέρα όμως όλοι στην εταιρεία άρχισαν να συζητούν για τη συγκατοίκηση αυτή με έναν κάποιο υποκριτικό συντηρητισμό και τα νέα έφτασαν στη διευθύντρια, μια σκύλα άγρια που καιρό τώρα έψαχνε αφορμή να εκδικηθεί τον υφιστάμενό της που αρνιόταν επίμονα, αν κι ευγενικά, τον έρωτά της. Στην αρχή έκανε ανώνυμη καταγγελία στις δημοτικές αρχές πως η καντίνα δεν έχει την προβλεπόμενη άδεια. Ακολούθησε μια μικρή ταλαιπωρία, όμως όλα αποδείχτηκαν νομότυπα. Στη συνέχεια έκανε ανώνυμη καταγγελία στις υγειονομικές αρχές για υγειονομικές παραβάσεις και παραλείψεις. Όμως κι σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα λύθηκαν σχετικά εύκολα και γρήγορα. Ακολούθησαν κι άλλα πολλά, εξοντωτικά ωράρια στη δουλειά για τον υφιστάμενο, ένας gay ζιγκολό ως δόλωμα στον πωλητή, μια απόπειρα «ατυχήματος», μια έξωση, μια απειλή απόλυσης… Τίποτα δεν ανέκοψε τον έρωτα των δυο αντρών. Ύστερα από λίγους μήνες ωστόσο το ζευγάρι χώρισε, ο πωλητής αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο χωριό του στο Αγρίνιο (όπου στη συνέχεια παντρεύτηκε μια ντόπια κοπέλα κι έκανε δυο γλυκύτατα παιδάκια). Το στέλεχος της πολυεθνικής δεν μακροημέρευσε σε άλλη σχέση τα επόμενα χρόνια (από όσο ξέρω) και η διευθύντρια κάποια στιγμή έφυγε από την εταιρεία για να εργαστεί αλλού.

Με τέτοιες ιστορίες είναι κάπως δύσκολο στους παραμυθάδες να φτιάχνουν παραμύθια, που να ‘χουν κι ευτυχισμένο τέλος. Προσπαθούν ωστόσο και κάνουν ό,τι μπορούν:


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασιλόπουλο που αγάπησε μια αγροτοπούλα. Μια μάγισσα όμως κακιά δεν άντεξε τον έρωτά τους, γιατί ήθελε να παντρέψει την κόρη της μαζί του. Στην αρχή προσπάθησε με ξόρκια να στερέψει το χωράφι του δύστυχου του κοριτσιού, όμως τα πουλιά που την αγαπούσαν πέταξαν πάνω από το χωράφι της και σκόρπισαν χιλιάδες σπόρους στάρι με τα ράμφη τους. Και το χωράφι θέριεψε και η σοδειά μεγάλωσε. Ύστερα η κακιά μάγισσα μεταμόρφωσε ένα βάτραχο σε νεαρό έμπορο και τον έστειλε να της πει λόγια γλυκά και λόγια αγάπης. Όμως εκείνη αρνήθηκε τον έρωτά του και ο νεαρός επέστρεψε ο δύστυχος στους βάλτους κι έκτοτε φωνάζει το όνομά της απελπισμένος. Στο τέλος η κακιά μάγισσα μεταμορφώθηκε σε δηλητηριασμένη μηλιά με όμορφα, λαχταριστά μήλα και στάθηκε μια μέρα στο δρόμο του κοριτσιού, το οποίο πέρασε από εκεί, όμως τα μάτια της ήταν δακρυσμένα από τον πόθο του έρωτα και δεν είδε τα μήλα. Πέρασε ωστόσο από εκεί η κόρη της μάγισσας και πριν προλάβει κάτι εκείνη να της πει, λιμπίστηκε τα λαχταριστά τα μήλα, δάγκωσε ένα, κι έπεσε ξερή. Τέτοιος πόνος, τέτοια κραυγή βγήκε μέσα απ΄ την ψυχή της μάγισσας τότε, που σαν τη φλόγα των δράκων, την κατέκαψε. Το βασιλόπουλο ύστερα από όλα αυτά παντρεύτηκε την αγαπημένη του, έκαναν και δυο παιδιά και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα και μήτε εγώ ήμουν εκεί, μήτε κι εσείς να με πιστέψετε!

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Το παραμύθι της σκιάς


Μία φορά ήταν η σκιά ενός κοριτσιού που περπατούσε με τον πατέρα της μέσα στη νύχτα. "Μπαμπά γιατί οι σκιές μάς ακολουθούν;", τον ρώτησε. "Για να μην είμαστε μόνοι", της απάντησε εκείνος.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Εγωιστικό παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ακροβάτης. Που ακροβατούσε. Όμως αυτό δεν ήταν μοναδικό: όλοι λίγο-πολύ ακροβατούμε, άλλος σε σκοινιά, άλλος σε έρωτες, σε οικογένειες, καριέρες, κόμματα, σε τόσα. Μια μέρα έπεσε από το σκοινί. Και σκοτώθηκε. Όμως ούτε αυτό ήταν μοναδικό: οι πτώσεις από σκοινιά, έρωτες, οικογένειες, καριέρες, κόμματα και τόσα επιφέρουν ποικίλες κακώσεις και καμιά φορά το θάνατο.

Το σπουδαίο με αυτό το παραμύθι είναι πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας ακροβάτης. Που ακροβατούσε. Κι έπεσε από το σκοινί. Και σκοτώθηκε. Και οι υπόλοιποι άνθρωποι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Κάτι ζωγραφιές του 19ου αιώνα


Συχνά βρίσκω στη Βιβλιοθήκη παλιά βιβλία μουτζουρωμένα, σημειωμένα, ζωγραφισμένα ή με χειρόγραφες κτητορικές φράσεις. Οι αιώνες περνούν γύρω τους, οι ιστορίες των βιβλίων γερνούν, οι συγγραφείς τους πεθαίνουν, ίσως ποτέ κανείς άλλος να μην τα διάβασε, ίσως κάποιος σοφός ερευνητής να ενδιαφέρθηκε για το κείμενό τους κάποια στιγμή. Όμως εμένα, που είμαι απλά ένας βιβλιοθηκάριος, με συγκινούν αυτές οι παράμετρες προσθήκες που κάποια στιγμή αποτυπώθηκαν στο περιθώριο και κάνουν κάθε βιβλίο μοναδικό. Μου αρέσουν όχι τα ίδια τα βιβλία ή η σοφία τους. Αλλά η ιστορία του καθενός από αυτά που πήγε από χέρι σε χέρι κι έφτασε μέχρι εμένα που σας ιστορώ ετούτα. Σαν τα τουρκόφωνα χριστιανόπουλα στην Καππαδοκία τον 19ο αιώνα που έφτιαξαν στα καραμανλίδικα βιβλία τους αυτές τις ζωγραφιές, ίσως από ανία. 












Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Επιστρέφω σε λίγο


Εγώ τώρα που με βλέπεις δεν είμαι μέσα μου. Έχω φύγει για λίγο. Με έχω αφήσει μόνο μου, ένα άδειο σώμα. Όμως πάντα επιστρέφω σύντομα και ξαναμπαίνω μέσα μου. Πετάγομαι, όπως έκανα παλιά για τσιγάρα στον ψιλικατζή και γυρίζω. Θα πάρω κάτι να το ανάψω για λίγο να γίνει καπνός και να φύγει: αναμνήσεις, συναισθήματα, προσδοκίες. Εσύ δεν θα καταλάβεις βέβαια πως απουσιάζω αν δεν στο πω. Δεν πρέπει να καταλάβεις. Πολλές φορές οι άνθρωποι βλέποντας ένα άδειο σώμα σπεύδουν να το καταλάβουν. Αυτό λοιπόν κάνω – καπνίζω τις αναμνήσεις μου βιαστικά όταν φεύγω από μέσα μου. Νομίζω πως φεύγοντας από μέσα μου αποζητώ αυτή τη σιωπή που μπορείς να μοιραστείς μονάχα με τους φίλους σου. Μέσα μου τελευταία έχει πολλές φωνές κι εγώ θέλω την ησυχία μου λιγάκι.

Αν χρειαστεί αυτό τον καιρό να με βρεις για κάτι έκτακτο και λείπω και θες οπωσδήποτε να με ενοχλήσεις κράτα φίλε μου αυτή τη διεύθυνση. Και σε παρακαλώ μην τη δώσεις σε κανέναν. Θα είμαι στα παιδικά μου καλοκαίρια, στη βορεινή βεράντα του σπιτιού. Θα παίζουμε με τον αδερφό μου πόλεμο με τα ζωάκια και τα αυτοκινητάκια μας και όλοι θα πεθαίνουν για λίγο μονάχα και θα έρχεται η μάνα με ένα πιάτο βερίκοκα ή ψωμοτύρι και ύστερα ο πόλεμος θα ξαναρχίζει.


Ξέρεις, νομίζω πως κι εσύ τώρα που με βλέπεις, δεν είσαι μέσα σου. Αν τυχόν συναντηθούμε σε καμιά απουσία μας έλα να παίξουμε πόλεμο μαζί.

***
ο πίνακας είναι του Egon Schiele

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Το παραμύθι του πράσινου αναπτήρα


Πάντα τα παραμύθια τελειώνουν. Για να ζήσουμε εμείς καλύτερα προφανώς, τα παραμύθια τελειώνουν.

Κι ύστερα πάλι μια φορά κι έναν καιρό ξεκινούν. Μια φορά, κάθε φορά τα παραμύθια...

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο «Βασίλης» και η δημοκρατία.


Ας τον πούμε «Βασίλη». Ο Βασίλης έχει ένα ψιλικατζίδικο με την κυρά του. Από νωρίς το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα το ψιλικατζίδικο είναι ανοιχτό. Ο Βασίλης είναι από το Αγρίνιο και ήταν της "δημοκρατικής παράταξης" για πολλά χρόνια. Όποτε μπεις θα τον δεις να καπνίζει και η τηλεόραση πάνω από το ψυγείο θα είναι ανοιχτή. Ποτέ αυτά τα χρόνια ο Βασίλης δεν είπε κάτι για όσα έχουν γίνει, ίσως καμιά φορά να του ξέφυγε κάποιο μισόλογο όταν αγόραζα την Αυγή τις Κυριακές, όχι τίποτα παραπάνω από ένα «μας έχουν ταράξει στους φόρους». Ο Βασίλης έχει μαγαζί, δεν πρέπει να εκτίθεται. Προχθές την Κυριακή, πριν μπω, κάθισα να δω τα πρωτοσέλιδα απλωμένα έξω από το ψιλικατζίδικο, βγήκε και με κοιτούσε με ένα τσιγάρο στο στόμα. «Σπέρνουν πανικό» του είπα, «δες τα πρωτοσέλιδα, Βήμα, Έθνος, Πρώτο Θέμα». Νομίζω πως απλά εκείνη τη στιγμή έβαλα φωτιά στο φυτίλι. Ο Βασίλης άρχισε να φωνάζει, να βρίζει τον Τσίπρα, να αναπαράγει όσα μέχρι εκείνη την ώρα είχα ήδη ακούσει από την τηλεόραση, «ότι ο κόσμος δεν μπορεί να βγάλει τα λεφτά του από τις τράπεζες», ότι «το δημοψήφισμα γίνεται γιατί δεν θέλει να πάρει την ευθύνη ο Τσίπρας που γι’ αυτό τον ψήφισαν», ότι «από πού κι ως πού να αποφασίσει ο κόσμος σε δημοψήφισμα» και άλλα. Ο Βασίλης ήταν επιτέλους θυμωμένος. Η έντασή του με ξάφνιασε, ψέλλισα δυο κουβέντες αδύναμες, κυρίως γιατί σεβάστηκα την κατάστασή του, τον πανικό που τον είχε επιτέλους ξεγυμνώσει. Μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι είχα προλάβει να σκεφτώ πως ο Βασίλης θα πρέπει για πρώτη φορά στη ζωή του να επιλέξει το μαύρο ή το άσπρο, πως ο μικρομεσαίος κεντρώος ψηφοφόρος που τόσα χρόνια ανέθετε τη σωτηρία σε έναν ηγέτη, τώρα έπρεπε να επιλέξει ο ίδιος όχι έναν ηγέτη, ούτε ένα κόμμα, αλλά μια πολιτική απόφαση, έπρεπε να επιλέξει μια πολιτική πράξη που δεν δίνεται σε αποχρώσεις πιο παλ.

Μια από τις συνέπειες του δημοψηφίσματος είναι ότι έκανε κάποιους ανθρώπους που δεν μίλησαν αυτά τα 5 χρόνια για όσα γίνονταν, πλέον να εκφραστούν, να αποκαλύψουν τι πιστεύουν. Ανθρώπους που ανάσαιναν εύκολα όταν οι διαδηλώσεις πνίγονταν στα δακρυγόνα και στην αστυνομική τρομοκρατία. Ανθρώπους που τρομοκρατήθηκαν μην απολυθούν από το Δημόσιο, αλλά δεν αντιστάθηκαν, δείχνοντας τους διπλανούς τους ως κατάλληλα θύματα. Ανθρώπους που συναινούσαν σιωπηλά, που δεν αντέδρασαν ούτε όταν τους είπαν συνενόχους στην καταστροφή. Αυτοί οι πάντα ψύχραιμοι, πάντα αδιάφοροι και ιδιοτελείς είναι έξαλλοι τώρα. Η οργή τους με ξαφνιάζει γιατί παρά τα δακρυγόνα και τη βία που έχω υποστεί, παρά τη διαρκή εργασιακή ανασφάλεια στην οποία ζω εδώ και 16 χρόνια, παρά τη στοχοποίησή μου ως αναλώσιμου από τους ίδιους τους μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και συναδέλφους μου, εγώ συνεχίζω να είμαι φύσει ευγενικός και θέσει αλληλέγγυος.


Σας αγαπώ πασοκάκια μου. Που κάποτε νομίζατε πως είστε και η δημοκρατική παράταξη βρε κακό χρόνο να ‘χετε. Σας αγαπώ γιατί η ψυχραιμία που χάνετε και ο φόβος σας τρέφει τη βεβαιότητά μου.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Manual για παραμύθια


Μια φορά ήταν, κάθε φορά είναι, ένας άνθρωπος. Γεννήθηκε, έπαιξε, ερωτεύτηκε, έκανε ή δεν έκανε παιδιά και ύστερα πέθανε. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε πως αυτό δεν μπορεί να είναι παραμύθι γιατί είναι μια πολύ κοινή ιστορία. Και πως οι κοινές ιστορίες δεν έχουν αφηγηματικό ενδιαφέρον και πως ένα παραμύθι πρέπει να έχει περιπέτεια, να έχει ένα τουλάχιστον υπερβατικό στοιχείο.

Μια φορά λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος. Γεννήθηκε, έπαιξε, πέταξε, έκανε ή δεν έκανε παιδιά και ύστερα πέθανε. Να ένα παραμύθι!

Όμως θα ήθελα εδώ να πω πως μια ιστορία δεν είναι παραμύθι αν δεν τελειώνει σαν παραμύθι: και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Επομένως:


Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος. Γεννήθηκε, έπαιξε, πέταξε, έκανε ή δεν έκανε παιδιά και ύστερα πέθανε. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Daniel Barkley

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

ένα αντίο στον Παιδότοπο


 Κάθε φορά που ταξιδεύω στη χώρα με τις παιδικές ζωγραφιές νομίζω πως κι εγώ μέσα μου είμαι μια παιδική ζωγραφιά. Με ένα πράσινο δέντρο δίπλα μου και φίλους με παράξενα χέρια και μεγάλα χαμόγελα, μπλε ουρανούς και άσπρα πουλιά και πολλά, πολλά λουλούδια.

Φέτος τελειώσαμε. Ήταν η τελευταία φορά που μπήκα στον παιδικό σταθμό. Και η μικρή μου κόρη πλέον θα πάει στο μεγάλο σχολείο. Εκεί τα πουλιά και τα καραβάκια γίνονται γράμματα. Έχουν περάσει 7 χρόνια από τότε που είδαμε πρώτη φορά το μαγικό κόσμο του Νίκου και της Νανάς στα Άνω Πατήσια.

Τους ευχαριστώ πολύ που γέμισαν χρώματα τα παιδιά μου και που κάθε χρόνο τον Ιούνιο με κάνουν να νομίζω πως κι εγώ μέσα μου είμαι μια παιδική ζωγραφιά.










Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Κρουστά κορμιά


Πήρε πάλι το δρόμο για το σταθμό του Ηλεκτρικού. Θα κατέβαινε στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Εδώ που τα λέμε είχε καιρό να κατεβεί σε διαδήλωση και δεν του άρεσε αυτή η αποχή, όσο κι αν άλλαξαν πολιτικά τα πράγματα τους τελευταίους μήνες. Τα κανάλια λένε πως τα πράγματα είναι κρίσιμα, πως βρισκόμαστε προ των πυλών της χρεοκοπίας. Η κυβέρνηση λέει πως χρειάζεται την υποστήριξη του κόσμου. Έχει κανονίσει μετά τη συγκέντρωση να πάει σινεμά με τους φίλους του. Είναι αρχή του καλοκαιριού και μια ράθυμη ευτυχία έχει αρχίσει να δουλεύει ύπουλα μέσα του. Γίνεται πάντα παρατηρητικός αυτή την εποχή, παρακολουθεί με εγρήγορση τον κόσμο γύρω του, νιώθει όχι τόσο αγάπη, αλλά κατανόηση.

Δεν θα ‘χει κόσμο. Δεν βλέπει γοργό περπάτημα και ροή στον κόσμο γύρω του. Δυο Αλβανοί πίνουν μπάφο και σφυράνε έναν δικό τους σκοπό στην μικρή πλατεία. Μια γύφτισσα έχει απλώσει τα λερά γυμνά της πόδια στο γκαζόν και ξεκουράζεται. Ένας γκριζομάλλης γύρω στα 60 με πουκάμισο μέσα στο τζιν παντελόνι και μια πλαστική σακούλα στο χέρι έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση – προφανώς επιστρέφει στο σπίτι από κάποια δουλειά. Εκεί έξω στο σταθμό μαμάδες κάθονται στα παγκάκια και πιτσιρίκια παίζουν, ένα κορίτσι με ροζ φουστάνι σπρώχνει ένα ποδήλατο με ένα αγοράκι επάνω και γελούν.

Μπαίνει στο τραίνο. Στην Αττική αλλάζει, παίρνει το μετρό. Μαζί του μπαίνουν στο βαγόνι 4 εικοσάχρονα παιδιά. Δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Η μία του έχει γυρισμένη την πλάτη. Φοράει ένα μαύρο φουστάνι με τιράντες. Η πλάτη της είναι κόκκινη, πρέπει να πήγε για μπάνιο το Σαββατοκύριακο. Το βλέμμα του ξεκινάει από το λαιμό της, σιγά-σιγά κατεβαίνει, στέκεται λίγο στον κώλο της και ύστερα γρήγορα ψάχνει να κρυφτεί στη γάμπα της. Ασφαλές πεδίο οι γάμπες. Ψάχνει να δει και την άλλη, έχει υπέροχα μάτια, ένα παράξενο μπλε. Δεν μιλάει πολύ, ακουμπάει στο αγόρι της, τα χείλη της αγγίζουν τα μπράτσα του, «πρέπει να γυμνάζεται» σκέφτεται καθώς πλέον το βλέμμα του τον εξετάζει. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο, το γεροδεμένο σώμα του όμως φαίνεται να απαντά ήρεμα στα αγγίγματα του κοριτσιού. Φοράει στενή μπλούζα και στενή φόρμα. Τα πόδια της φαίνονται να πιέζουν τον καβάλο του παιχνιδιάρικα. Εκείνος ανταποκρίνεται, αν κρίνει κανείς από το φούσκωμα στο παντελόνι του. Μιλάει με τον κολλητό του. Λένε για μια φίλη τους που οργανώνει πάρτυ, κλείνει τα 20 της, πάντα τους καλούσε στα πάρτυ της. Ο άλλος έχει ξυρισμένο το μισό του κεφάλι. Όσο μιλάνε το χέρι του χαιδεύει την πλάτη, τον κώλο της δικιάς του, κάποιες στιγμές φαίνεται να της μιλάει ή να ανασαίνει παιχνιδιάρικα πίσω από το αυτί της.

«Σύνταγμα». Η αναγγελία από τα μεγάφωνα τον βγάζει από την παρατήρηση. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες προλαβαίνει να βγει. Τα παιδιά συνεχίζουν. Ανεβαίνει στην πλατεία. Έχει κόσμο πολύ. Όχι όσο θα έπρεπε ίσως. Ψάχνει να βρει τους γνωστούς του. Το απόγευμα αποσύρεται πλέον, παίρνει μαζί του τα χρώματα της μέρας. Μια μελαγχολία τον ξύνει. Βρίσκει το Γιάννη και την Άννα, ύστερα τον άλλο Γιάννη, και μετά τη Ρένα και ύστερα την Κυριακή. Περπατάει μόνος του ανάμεσα στον κόσμο. Πάντα αυτό έκανε στις διαδηλώσεις. Σκέφτεται πάλι τα παιδιά που βέβαια συνέχισαν, δεν κατέβηκαν στο Σύνταγμα, ίσως να μην ήξεραν πως η κυβέρνηση χρειάζεται υποστήριξη, πως είμαστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, τα σώματά τους κι ο έρωτας δεν έχουν χρεοκοπήσει, είναι ολάνθιστα και τόσο σίγουρα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο από την έκρηξη της καύλας.

Τελικά οι φίλοι του ακύρωσαν τη βόλτα. Δεν θα βρεθούν για σινεμά. Κάθεται καμιά ώρα ακόμη, κάποια στιγμή εμφανίζεται και η Πρόεδρος της Βουλής στη συγκέντρωση, κόσμος στριμώχνεται γύρω της, αρκετοί χειροκροτούν. «Δεν έχω μάθει να χειροκροτώ τους συντρόφους μου» σκέφτεται και θυμώνει και ύστερα φεύγει απ’ την πλατεία με ένα αίσθημα ματαίωσης. Κατεβαίνει την Πανεπιστημίου κι εκεί στην πιάτσα της Βουκουρεστίου παίρνει ένα ταξί. «Άνω Πατήσια» του λέει.


Λίγο πριν κοιμηθεί πιάνει από το κομοδίνο το βιβλίο του Μπουκόφσκι που τελείωσε προχθές. Κάποιος του είπε πως αργά τον ανακάλυψε τον Μπουκόφσκι, πως τον Μπουκόφσκι τον διαβάσεις στα είκοσί σου, όχι στα σαράντα. Γεγονός είναι πως του έχει γίνει πια εμμονή ο πορνόγερος. Έχει λατρέψει τα ποιήματά του και έχει αρχίσει να παίρνει τα πεζά του ένα-ένα. Αυτό που τέλειωσε προχθές λέγεται «Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών». Είναι ημερολογιακές σημειώσεις κάποιων εβδομάδων, σαν αναρτήσεις σε ένα μπλογκ. Ψάχνει να βρει αυτή τη φράση που τον καθήλωσε προχθές. Πέφτει πάνω σε μια άλλη που τον κάνει να χαμογελάσει, μία που λέει πως οι ποιητές είναι λαπάδες που κρύβονται πίσω απ’ τη μάνα τους, πως οι ποιητές δεν μπορούν να γράψουν για τίποτε πέρα από την προσωπική τους ανεπάρκεια. Όταν το ακούς από έναν συγγραφέα το δέχεσαι, δεν είναι το ίδιο με ένα δεξιό πολιτικό σαν του Κούβελα που είχε πει τα ίδια πριν κάποια χρόνια Τα μάτια του έχουν αρχίσει να κουράζονται και να βαραίνουν. Κόντεψε να ξαναδιαβάσει όλο το βιβλίο προκειμένου να βρει εκείνη τη φράση. Τελικά το πήρε απόφαση. Κάποιος είχε πάρει τη φράση από το βιβλίο, μια φράση που έλεγε περίπου πως γύρω σου δεν βλέπεις ευτυχισμένους ανθρώπους, αλλά στην καλύτερη περίπτωση χαρούμενους.

***
ο πίνακας είναι του Χρόνη Μπότσογλου

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Το παραμύθι της Στέλλας


- Μπαμπά θα μου πεις μια ιστορία;
- Ουφ ρε Στέλλα δεν μου 'ρχεται τώρα καμιά ιστορία στο μυαλό
- Έλα μπαμπά!
- Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαμπάς που δεν του ερχόταν καμιά ιστορία στο μυαλό, όμως η κόρη του του ζητούσε να της πει μια ιστορία και τότε εκείνος της έλεγε πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαμπάς που δεν του ερχόταν καμιά ιστορία στο μυαλό, όμως η κόρη του του ζητούσε να της πει μια ιστορία και τότε εκείνος της έλεγε...

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Μια συγγνώμη για τη Μαντά;

Δεν ξέρεις πώς είναι η επαρχία. Πόσο στεγνωμένη είναι κατά κανόνα από πνευματική ζωή, πόσο της λείπουν οι άνθρωποι που θα υψώσουν ένα όποιο πνευματικό ή καλλιτεχνικό ανάστημα, να γίνουν κάπως σαν φάροι για την πνευματικά ανήσυχη ομάδα των ανθρώπων κάθε επαρχιακής πόλης. Οι δημοτικές βιβλιοθήκες ήταν πάντα ένας χώρος που καλούνταν, συχνά με ανορθόδοξα και πενιχρά μέσα, να παίξει ένα τέτοιο ρόλο της πνευματικής εστίας. Το όλο πράγμα κάπως θολό στον πολιτικάντικο νου των «βλαχοδημάρχων» εξαρτιόταν πάντα από τον «πατριωτισμό των βιβλιοθηκαρίων», όποτε υπήρχε και όποτε υπήρχαν.

Τα τελευταία χρόνια με την ανάθεση από την Υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου της ηγεμονίας και του συντονισμού της πολιτικής βιβλιοθηκών στο ίδρυμα Νιάρχου, οι δημοτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες (φτωχοί συγγενείς των υπόλοιπων βιβλιοθηκών που πήραν ανάσες από ευρωπαϊκά προγράμματα) ήρθαν σε επαφή για πρώτη φορά με ζητήματα προώθησης και οργάνωσης εκδηλώσεων, δημοσίων σχέσεων και marketing του πολιτιστικού προϊόντος. Ήταν μια έξυπνα σχεδιασμένη κίνηση που ακούμπησε σε πραγματικές ανάγκες και ελλείψεις και αξιοποίησε δυνάμεις που εθελοντικά ήταν έτοιμες να συνδράμουν. Τα οφέλη υπήρξαν ποικίλα, τόσο για τις βιβλιοθήκες, για το κοινό τους, τους βιβλιοθηκάριους, όσο και για την κυβέρνηση που δεν χρεώθηκε την καταστροφή των βιβλιοθηκών (για τις οποίες έδινε πλέον ψίχουλα). Αυτά λίγο πολύ όμως τα έχουμε ξαναπεί. Γεγονός είναι πως οι δημοτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες και με αυτό τον τρόπο πάλι ψίχουλα πήραν, όμως το επικοινωνιακό ντοπάρισμα δεν τους επέτρεψε να το διακρίνουν έγκαιρα αυτό. Τώρα όπως και να ‘ναι το παιχνίδι του χορηγού τελειώνει, το «μεγάλο στοίχημα» είναι η «Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη» και μένει να δούμε (ή να διαμορφώσουμε) την κατάσταση από ‘δω και πέρα για όλες αυτές τις βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα.

Μια από τις συνέπειες της περιόδου αυτής στις δημοτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες ήταν το ότι έγιναν γνωστές σε διάφορους που μέχρι τότε τις αγνοούσαν, εμπόρους του βιβλίου, εκδότες, διάφορα σχήματα και οργανώσεις που πλέον κάλυψαν και το ρόλο του κρεουργημένου Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Οι εκδόσεις Ψυχογιός είναι μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ενδεικτικό παράδειγμα η περιοδεία του εκλεκτού ονόματος του καταλόγου του, της ευπώλητης συγγραφέα Λένας Μαντά. Η Λένα Μαντά σε αντίθεση με την... ομότεχνή της Χρυσηίδα "συμπαθεί" τις βιβλιοθήκες και κάνει περιοδεία αυτό τον καιρό για το προμοτάρισμα του τελευταίου της βιβλίου σε αυτές. Ο σχεδιασμός της "περιοδείας" είναι έξυπνος: μια δημοτική βιβλιοθήκη (για το κοινό της), ένα βιβλιοπωλείο (για να πουλήσει βιβλία) και ένας χώρος να τους χωρέσει όλους. Προ ημερών η Δημοτική βιβλιοθήκη της Βέροιας με καμάρι φιλοξένησε τη συγγραφέα που "μάγεψε το βιβλιόφιλο κοινό". Τη Δευτέρα 15 Ιουνίου και η Δημόσια βιβλιοθήκη των Γρεβενών θα υποδεχτεί τη συγγραφέα (δεν είναι η πρώτη φορά). Φαντάζομαι το βιβλιόφιλο κοινό θα μαγευτεί και στα Γρεβενά. Και ποιος ξέρει, ποιος ψάχνει καλύτερα, ποιοι προορισμοί ακολουθούν.

Θα ήμασταν πολύ γκρινιάρηδες και άδικοι αν λέγαμε πως το ευκολάκι της Μαντά και η αισθητική του χαρακτηρίζει τη μετα-Future Library περίοδο των δημοτικών βιβλιοθηκών. Μπορούμε ωστόσο να αναρωτηθούμε για κάποια πράγματα που πάντα εξάλλου μας βασάνιζαν. Πόσο «δικαιούται» αλήθεια μια βιβλιοθήκη να υποκύπτει στα ευπώλητα θεωρώντας πως "υπηρετεί την «αναγνωσιμότητα»" (τη βιβλιοφιλία και την φιλαναγνωσία εννοεί). Μέσα σε όλα και αυτό, θα μπορούσες να πεις. Ωστόσο η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέροιας φαίνεται να καμαρώνει σε διαδοχικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την επιτυχία της εκδήλωσης. Ας μην σταθούμε εκεί.


Οργανώνουμε εκδηλώσεις στις βιβλιοθήκες. Κι έχουμε ανάγκη πρόθυμους ανθρώπους να μιλήσουν για το έργο τους. Κι έχουμε ανάγκη να είναι πολύς ο κόσμος που θα έρθει, γιατί πρέπει να ακουστεί η βιβλιοθήκη και ο βλαχοδήμαρχος να μην την ξεχάσει. "Μετακινήσιμοι" άνθρωποι είναι συνήθως αυτοί που πουλάνε, αυτούς πρόθυμα θα στηρίξει ο εκδότης για να αυξήσει το κέρδος του. Και θα τους πληρώσει και τα έξοδα. Πολλοί άνθρωποι θα έρθουν στην εκδήλωση αν αυτός που θα μιλήσει είναι star. Κι έτσι εμείς που διψάμε για λίγη ζωντάνια πρέπει να διαθέσουμε το φαγητό που μας σερβίρουν αυτοί που διψάνε για το κέρδος.

Όμως οι βιβλιοθήκες ούτε με τα ευπώλητα είναι ταυτόσημες, ούτε με τις εκδηλώσεις, ούτε με το κέρδος, ούτε με τις δημόσιες σχέσεις, ούτε καν με τους βλαχοδήμαρχους. Οι βιβλιοθήκες είναι ναοί της ανάγνωσης, είναι παράθυρα στον κόσμο της γνώσης και του πνεύματος. Ποτέ δεν ήταν μόνο λογοτεχνία, ποτέ δεν έκρυψαν ένα είδος για να αναδείξουν ένα άλλο, ένα συγγραφέα για έναν άλλο. Και ίσως να είχαν και να έχουν πάντα έναν παιδευτικό ρόλο, ειδικά στην ταλαιπωρημένη και στεγνωμένη επαρχία.

Θεωρώ πως δεν μπορούν να αγκαλιάζονται οι βιβλιοθήκες με τους καρχαρίες του ευπώλητου για να σωθούν. Δεν μπορούν να γίνονται πρόθυμοι χώροι για τους εμπόρους του εύκολου. Πρέπει να αντιστέκονται, ιδιαίτερα αυτή την εποχή της κατάρρευσης, να υπερασπίζονται περισσότερο από ποτέ το ρόλο, την αποστολή και την ιστορία τους. Να διεκδικούν αυτό που θα πάει το λαό παραπέρα και όχι αυτό που θα τον θάψει στην αφασία τις βλακείας οριστικά.

Ευτυχώς πολλές το κάνουν. Με τις λίγες τους δυνάμεις το κάνουν. Με ελλείψεις και αδυναμίες, αλλά το κάνουν. Και ίσως να αξίζει περισσότερο να ασχολούμαστε με τους ήρωες που αντιστέκονται στην ευτέλεια, παρά με αυτούς που ενδίδουν σε αυτή.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

στη... θερινή σύναξη των Κατσαμακαίων


Μέσα στο χτήμα υπάρχει μια παλιά βερικοκιά. Είχα γράψει ένα κείμενο γι' αυτήν πριν ένα χρόνο. Προχθές βρεθήκαμε στο χτήμα τρεις γενιές Κατσαμακαίων. Έλειπαν κάμποσοι, αλλά παρόντες ήταν όσοι ήθελαν να είναι παρόντες. Μια λειτουργία μνήμης για τους νεκρούς σε ένα βυζαντινό ξωκκλήσι στους αγρούς πρωί Σαββάτου, κι ύστερα η γιορτή για τους ζωντανούς. Ιστορίες από τα παλιά, νέες γνωριμίες. Την ώρα του αποχωρισμού ένα λίγο μεγαλύτερης διάρκειας αγκάλιασμα, ένα κάπως "θυμάμαι" που ξέφευγε με ένα άγγιγμα και ένα αμήχανο ίσως "να το ξανακάνουμε". Αυτό που θα μπορούσε να δει κανείς παρακολουθώντας τους να αποχαιρετιούνται: μια ανυπόκριτη και μύχια συγκίνηση.

Μεγάλωσα σε μια μεγάλη οικογένεια. Ακόμα κι αν μεγαλώνοντας νιώθω πως εκείνη μικραίνει, τη θεωρώ και τη νιώθω πατρίδα μου, είναι τα παιδικά μου χρόνια και είναι ταυτότητά μου ότι κι αν πεις.

Μέσα στο χτήμα υπάρχει μια παλιά βερικοκιά. Είχα γράψει ένα κείμενο γι' αυτήν πριν ένα χρόνο. Ακόμη κι αν μεγάλωσα σε αυτό το χτήμα, ακόμη κι αν έφαγα τους καρπούς της, έμαθα προχθές πως η βερικοκιά δεν είναι μονάχα δικιά μου πατρίδα. Το χτήμα άνηκε παλιά στο Μιχάλη που το πούλησε στον ανιψιό του, τον πατέρα μου. Ένα καλοκαίρι, χρόνια πριν γεννηθώ εγώ, η γυναίκα του Μιχάλη, η Ντίνα, ανέβαινε από την πόλη με μια τσάπα στον ώμο να σκάψει το κέρινο. Κουβαλούσε μαζί της τον μάλλον απρόθυμο γιο της τον Τάκη που κουβαλούσε μαζί του ένα ραδιοφωνάκι. Γιατί ο Τάκης προτιμούσε να ξαπλώνει κάτω από τη βερικοκιά, να κόβει τα λαχταριστά της βερίκοκα και να χορεύει μόνος του τις μουσικές. Η μάνα του τέλειωνε το τσάπισμα κι επέστρεφαν στην πόλη. Προχθές ο Τάκης στάθηκε δίπλα στη βερικοκιά και την κοιτούσε για ώρα.





Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ο καγιανάς


Η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά η υποχώρηση στην ισχύ του ανέφικτου. Η τέχνη από την άλλη δεν εξαρτάται από το εφικτό και το ανέφικτο, επομένως δεν ορίζεται σε σχέση με την πολιτική.

Κατέβαινα με τα πόδια να πάρω το τραίνο χθες το απόγευμα. Θα πήγαινα να δω τον φίλο μου το Νίκο που ήρθε για λίγες μέρες στην Αθήνα. Περπατούσα στις γειτονιές της μεγάλης μας πόλης αφηρημένος κι απορροφημένος σε σκέψεις σαν αυτή που άνοιξε αυτό το κείμενο.

Ξαφνικά συνέβη κάτι που με αναστάτωσε. Μια μεθυστική μυρωδιά είχε δραπετεύσει από κάποιο σπίτι με ανοιχτά παράθυρα και με άρπαξε και με πήγε και με έφερε σε μέρη και χρόνια και συναισθήματα και μνήμες. Με έκανε σώμα πάλι με τον τρόπο της.

Έφτασα στο σταθμό. Η μυρωδιά είχε φύγει. Το τραίνο όμως ερχόταν. Είχε αφήσει ωστόσο πίσω της μια σκέψη, σαν σκιά: λοιπόν πατρίδα είναι εκεί που περπατάς σ’ ένα δρόμο κι έρχεται η μυρωδιά του καγιανά που τηγανίζεται και σε απαγάγει.

Μέχρι το βράδυ πίναμε μπύρες με το Νίκο. Ήρθαν κι άλλοι φίλοι του και συζητούσαμε για τα κινήματα, την πολιτική, το κόμμα και την κυβέρνηση κι όλα αυτά. Λίγο πιο πέρα ένα συγκρότημα από την Πολωνία έπαιζε τζαζ μουσικές.

"Οι θάνατοι των περισσότερων ανθρώπων είναι απάτη. Δεν έχει απομείνει τίποτα για να πεθάνει". Δεν το λέω εγώ, ο Μπουκόβσκι το λέει σε ένα ημερολόγιό του. Το διάβασα σήμερα το πρωί ερχόμενος στη δουλειά. "Δεν θα έχω πεθάνει ως τότε", σκέφτομαι και χαμογελώ (νομίζω) σε ένα κορίτσι που στέκεται απέναντί μου και φοράει ένα κοντό μπλε φουστάνι και τα λευκά της πόδια με οδηγούν στην έξοδο.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Κεσσανλή

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Η ιστορία του ανθρώπου που αγαπούσε τους χάρτες


Μα του άρεσε πάντα να διαβάζει χάρτες, όχι βέβαια για να σχεδιάζει ταξίδια – τα οποία εξάλλου σπάνια έκανε – αλλά γιατί όπως έλεγε «η μορφή του κόσμου στους χάρτες είναι μια εξουσιαστική αποτύπωση». Χρησιμοποιούσε σαν παράδειγμα έναν παλιό αραβικό χάρτη που είχε στη βιβλιοθήκη, που έδειχνε τον κόσμο «ανάποδα» γιατί είχε φτιαχτεί πριν οι Ευρωπαίοι επιβάλουν τη δική τους θέση στον κόσμο, πριν η Ευρώπη καθιερωθεί ως ο βορράς, πριν κάτσει η Δύση καβάλα στην Αφρική. Μας έλεγε πως οι χάρτες είναι ποιήματα και επιχειρηματολογούσε στην αμήχανη αντίδρασή μας λέγοντας για μια φράση του Καμπανέλλη από το «Μαουτχάουζεν»: δυο έγκλειστοι του στρατοπέδου κάνουν έρωτα πάνω στους χάρτες των ναζί. «Οι χάρτες» έλεγε, «είναι ο καλύτερος τόπος για να κάνουμε έρωτα, παραβιάζοντας τα σύνορα».

Νομίζω πως εδώ βρίσκεται το μυστικό της εμμονής του: διάβαζε τους χάρτες γιατί προσπαθούσε να καταλάβει τα σύνορα. Ή για να  επιβεβαιώσει πως οι άνθρωποι τα βάζουν πάντα για να τα ξεπεράσουν κάποια στιγμή. Όταν ήταν μικρός σχεδίαζε χάρτες φανταστικών χωρών και μετέτρεπε τις σκέψεις και τα βιώματά του σε «διακρατικές» συρράξεις και συμμαχίες. Πολιτεύματα και γλώσσες και θρησκείες, πόλεμοι και ομοσπονδίες ήταν οι ελπίδες και οι φόβοι του, οι διαψεύσεις και οι πόθοι του. Νομίζω πως ένας από τους χάρτες αυτούς κράτησε σε όλη του την εφηβεία. Υπήρξαν φορές που προσπάθησε να σχεδιάσει και τους χάρτες των ονείρων του, να αποτυπώσει το σχήμα των τοπίων που έβλεπαν τα κλειστά του μάτια.


Θυμήθηκα αυτή την ιστορία όταν πριν λίγες μέρες τον είδα στο παιδικό του δωμάτιο. Είχε κάτσει απέναντι στην υδρόγειο σφαίρα, της είχε φορέσει το ψάθινο καπέλο του και της μιλούσε.

***
ο πίνακας είναι του Daniel Barkley

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Public 2015: βραβεία βιβλίου


Μια ενδιαφέρουσα συγκυρία μού επέτρεψε πριν λίγες μέρες να συμμετέχω ως μέλος σε μια επιτροπή βράβευσης του εκδότη της χρονιάς για λογαριασμό ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου. Από μόνη της αυτή η δυνατότητα έχει σημαντικά στοιχεία: καταρχάς επιλέχθηκα ως άνθρωπος του βιβλίου, ως εκπρόσωπος ενός χώρου που έχει να κάνει με αυτό. Θεωρώ χρήσιμο για το επάγγελμά μου και τις βιβλιοθήκες την «αναγνώριση» αυτού του τύπου. Έπειτα, με την ευθύνη της επιλογής αντιλαμβάνεται κανείς πως τα πράγματα δεν είναι εύκολα, πως χρειάζονται κριτήρια και γνώσεις που δεν θα αδικήσουν κάποιον, πως προφανώς η βράβευση ενός εκδότη δεν έχει πολλά κοινά με την ψηφοφορία για το τραγούδι της Eurovision (ή μήπως όχι;). Βασική έλλειψη, η γνώση της αγοράς. Ενώ εσύ προκρίνεις τον εκδότη που επιμένει στην Κρίση να εκδίδει ποίηση, μαθαίνεις (γιατί ρωτάς) πως ο ίδιος ούτε ρισκάρει γι’ αυτό (όποιος πληρώνει, εκδίδεται), ούτε καν επιλέγει (αφού όποιος πληρώνει, εκδίδεται). Επίσης, μπορείς να βραβεύσεις έναν γνωστό στην πιάτσα των μεταφραστών, επιμελητών, εικονογράφων κακοπληρωτή; Ρωτάς να μάθεις λοιπόν, και συγκεντρώνοντας πληροφορίες αντιλαμβάνεσαι τελικά πως οι βιβλιοθήκες είμαστε πολύ πιο κοντά στον αναγνώστη από ό,τι στο συγγραφέα ή τον εκδότη. Είμαστε μάλλον ένας αφελής ναός την ανάγνωσης, παρά σουπερμάρκετ του βιβλίου, πως εμείς δεν είμαστε οι δημιουργοί, αλλά οι τιμητές του βιβλίου.


 Η βράβευση έχει από μόνη της μια ελαστική ηθική. Επιτρέπει τον Έναν που θα τιμηθεί ως ο καλύτερος. Διάτρητη πάντα αυτή η επιλογή. Είναι όμως και μια αναγνώριση και απόδοση τιμής και παρότρυνση στο δημιουργό να συνεχίσει. Τι γίνεται όμως όταν ο φορέας που θα βραβεύσει είναι ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο, ένα υπερκατάστημα που πουλάει βιβλία, video games, gadget και cd; Σε μια αγορά διαλυμένη από την οικονομική κρίση και τις μεταβάσεις που ούτως ή άλλως συμβαίνουν διεθνώς στο εμπόριο (και) του βιβλίου, αυτού του τύπου τα πολυκαταστήματα συγκεντρώνουν τη διακίνηση του βιβλίου και εν πολλοίς καθορίζουν και το χρηματιστήριο των ευπώλητων.


 Στον ελληνικό μικρόκοσμο του βιβλίου διάφοροι επιχειρούν αυτό τον καιρό να πλασαριστούν ως τιμητές της δημιουργίας. Δεν είναι μόνο το Public. Σε λίγες μέρες για παράδειγμα και ο Αναγνώστης θα ανακοινώσει τα βραβεία του. Ας κρίνουμε τι έγινε φέτος με τα βραβεία του Public, τη δεύτερη χρονιά αυτού του «θεσμού» (ένθετο σχόλιο: απαξιώνονται από κάθε κατεύθυνση οι δημόσιοι θεσμοί, για να υμνηθούν επίμονα οι ιδιωτικοί που τους αντικαθιστούν). Το ατού των βραβείων αυτών, όπως επισημάνθηκε και τη βραδιά που ανακοινώθηκαν και δόθηκαν (26/5/2015) στο Μέγαρο Μουσικής, είναι ότι «ψήφισε ο λαός», «ψήφισαν οι αναγνώστες». Αυτό με κάποιον τρόπο νομιμοποιεί το αποτέλεσμα. Ακόμη και αν λίγο γκρινιάρικα πούμε πως μάλλον θα έπρεπε να λέμε «ψήφισαν οι καταναλωτές». Πάνω από 100.000 άνθρωποι «νομιμοποίησαν’ με τη συμμετοχή τους τα βραβεία του Public. Η μετα-δημοκρατία όμως σταματάει εκεί: η αρχική, μεγάλη λίστα των υποψηφίων δεν προέκυψε από τον «λαό», αλλά από τους εκδότες. Οι κατηγορίες δεν προέκυψαν από το «λαό», αλλά από τους οργανωτές. Όλα αυτά κρίνονται και πρέπει να κρίνονται. Έχει ενδιαφέρον πως το μη λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό βιβλίο στριμώχνεται σε μία κατηγορία, στο «δοκίμιο». Την ίδια ώρα η λογοτεχνία απλώνεται σε 7 βραβεία (6 πεζογραφία, 1 ποίηση). Η ανάγνωση σύμφωνα με τη σημειολογία του Public είναι κυρίως απόλαυση και πολύ λίγο γνώση. Τι γίνεται λοιπόν αν σκεφτείς πως ο τρόπος της ψηφοφορίας έτσι όπως διεξάγεται, είναι μια εμπορική κι επικοινωνιακή ευκολία;


 Ποιος θα κρίνει τους κριτές και την επιλογή τους όταν είναι τόσοι πολλοί; Πόσο απέχει η Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη  στην κατηγορία «ο πιο ερωτικός χαρακτήρας» από το μιντιακό απόφθεγμα «δίνουμε στο λαό αυτό που προτιμάει;». Παρεμπιπτόντως δεν μπόρεσα παρακολουθώντας τη βραβευθείσα μπεστσελλερίστρια να ευχαριστεί το κοινό συγκινημένη να μην θυμηθώ τη Μέριλ Στριπ στη «διαβολογυναίκα»! Τι σημαίνει η συνυποψηφιότητα του μεταφυσικού δοκιμίου «Υπάρχει θεός» με το πολιτικό «η γένεση της μνημονιακής Ελλάδας» του Γιάνη Βαρουφάκη; Τελικά η μεταφυσική νίκησε την πολιτική στην Ελλάδα του Public το 2015 (βραβεύθηκε ο Φιλοκτήτης Διακομανώλης της Ιωλκού).


 Αν για τον τρόπο και τη σημειολογία της ψηφοφορίας των «λαϊκών» βραβείων του Public μπορεί προφανώς κανείς να πει πολλά, θα πρέπει κάπως να περιγράψουμε και το event της βράβευσης, που νομίζω πως συμπληρώνει το παζλ. Στήθηκε λοιπόν στο Μέγαρο ένα μικρό σόου, ένα νευρωτικό πηγαινέλα σε μια κανονική πασαρέλα,  με δόσεις ποιότητας κλεμμένες από τη θεατρική συγκυρία της Αθήνας και ένθετες στη «βαρετή» διαδικασία του ανοίγματος των φακέλων με τα αποτελέσματα και των αναπόφευκτων ευχαριστιών των βραβευθέντων. Από μόνο του το βιβλίο είναι επικοινωνιακά αδύναμο, επομένως πρέπει να στήσουμε μια φωτογραφήσιμη κατάσταση που δεν θα εστιάζει στο έργο, αλλά στα πρόσωπα. Θα φέρουμε τον αναβαπτισμένο ποιοτικά σταρ Ρουβά να βραβεύσει τον σταρ Τριβιζά που όμως δεν ήρθε από την Αγγλία να παραλάβει το βραβείο του (αντίθετα, η αγγλίδα Natalie Meg Evans μπόρεσε να έρθει). Και την ίδια ώρα που ο ποπ Ρουβάς δίνει το βραβείο της παιδικής λογοτεχνίας, η προβλεπόμενη και πάντα πρόθυμη Λαμπράκη-Πλάκα βραβεύει το "εκδοτικό αποτύπωμα', και η Μάγια Τσόκλη, πρώην βουλεύτρια του ΠΑΣΟΚ, το ΕΥ ΖΗΝ (που προφανώς υπηρέτησε, όταν υπερψήφιζε στη Βουλή τις μνημονιακές πολιτικές…) στο πρόσωπο του τηλεοπτικού μάγειρα Άκη Πετρετζίκη. Την ίδια ώρα παρόντες στην εκδήλωση και με τη μικρή ή μεγάλη αγωνία της βράβευσης στο πρόσωπό τους διέκρινες τόσο τον ιστορικό και μέλος την Ακαδημίας Αθηνών Κωνσταντίνο Σβολόπουλο (υποψήφιο, αλλά όχι νικητή στην κατηγορία του δοκιμίου), αλλά και τη Χρυσηίδα τη Δημουλίδου (υποψήφια στο «ελληνικό μυθιστόρημα», συνυποψήφια στην ίδια κατηγορία με την ομότεχνή της Λένα Μαντά, η οποία Μαντά όμως ήταν υποψήφια και στο βραβείο «ο πιο ερωτικός χαρακτήρας). Στο καλοστημένο σκηνικό της βραδιάς υπήρξαν δύο καταφανή φάουλ: το πρώτο (εντοπίστηκε από τον μεταφραστή Γιώργο Δεπάστα) όταν αγνοήθηκε εντελώς τόσο από τα Public, όσο και από τον εκδότη της (Μεταίχμιο), η μεταφράστρια του βραβευθέντος Ian Rankin Βάσια Τζανακάρη. Το δεύτερο, όταν η επιτροπή του ειδικού βραβείου για το εξώφυλλο της χρονιάς βράβευσε ένα εξώφυλλο που δεν είδαμε στις οθόνες της εκδήλωσης.


 Κι έτσι μια γλυκιά σούπα διασημοτήτων και φιλότιμων, σεμνών δημιουργών γίνεται δελτίο τύπου και φωτογραφίες στις πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων και των portal. Μακριά ίσως από τη συγκίνηση της ανάγνωσης και τη δημιουργία στήνεται ένα κοσμικό γεγονός. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι άλλο; Είναι τα πράγματα μονοσήμαντα; Δικαιολογώντας κάπως τη δική μου συμμετοχή στο ειδικό βραβείο του «εκδοτικού αποτυπώματος» και στην επιτροπή που επέλεξε τον εκδότη της χρονιάς νομίζω πως μπορώ να υπερασπιστώ την άποψη που λέει πως δεν είναι μονοσήμαντα τα πράγματα. Χωρίς να γνωρίζω ποιοι συγκροτούν την επιτροπή, χωρίς να μπορώ να μιλήσω μαζί τους και να συσκεφτώ, χωρίς καν να μπορώ ελεύθερα να επιλέξω τον εκδότη που επιθυμώ (αφού όπως μας ειπώθηκε δεν αποδέχθηκαν όλοι την πρόσκληση των Public, επομένως η επιλογή γινόταν από μια λίστα), ψήφισα τους εκδότες που δεν βραβεύτηκαν. Έναν εκδότη της Θεσσαλονίκης που εκδίδει παιδικά βιβλία, έναν εκδότη της Αθήνας που εκδίδει δοκίμιο κι έναν πιο mainstream εκδότη που επιμένει στην τυπογραφική ποιότητα των εκδόσεών του. Κυρίως όμως ψήφισα για την αναγκαία (κατά τη γνώμη μου) εμπειρία ενός τέτοιου γεγονότος και γιατί ένιωθα πως είναι τιμή σε αυτές τις βιβλιοθήκες και τους ανθρώπους τους να συμμετέχουν σε μια διαδικασία ανάδειξης του βιβλίου, έστω εμπορική. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, σκεφτόμουν πώς θα ήταν, ποια θα ήταν τα βραβεία που θα έδιναν οι συνάδελφοί μου στις δεκάδες βιβλιοθήκες της χώρας αν με κάποιο τρόπο αποφασίζαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο συλλογικά…