Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Το παραμύθι του φαντάσματος


Ένα φάντασμα μια νύχτα άφησε έναν αναστεναγμό. Κι ο αναστεναγμός του έγινε άνεμος, κι αντάρα έγινε μεγάλη, κι ήρθαν μαύρα σύννεφα κι έβρεξε βροχή σαν το κλάμα ενός παιδιού που το μαλώσαν άδικα. Και η βροχή έγινε θάλασσα που ερωτεύεται τους ναυτικούς και μέσα της βαθιά τους παίρνει και τους κρατάει μες στη σιωπή της, όπως τα βιβλία κρατούνε μέσα τους τις λέξεις.

Αναστενάζουν τα φαντάσματα καμιά φορά. Όταν η μνήμη της ηδονής και του πόνου τους κόβει την ανάσα, αναστενάζουν. Όταν θυμούνται που είχαν σώμα και σκιά. Και τότε βρέχει στον κόσμο των ανθρώπων κι αντάρα γίνεται μεγάλη!

***
ο πίνακας είναι του Jankel Adler

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Το παραμύθι της Χρυσής!


Ήταν μια ποιήτρια που ήθελε να κατουρήσει. Επειδή όμως ήταν γριά και δεν μπορούσε μονάχη της, ο βασιλιάς έβγαλε ανακοίνωση στο Πανεπιστήμιο ποιος καθηγητής θα ήθελε να βοηθήσει τη διάσημη λογοτέχνη στην ανάγκη της. Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο, κανείς δεν απάντησε. Τότε ο βασιλιάς έβγαλε δεύτερη ανακοίνωση στο Πανεπιστήμιο, ποιος φοιτητής θα ήθελε να βοηθήσει τη διάσημη λογοτέχνη στην ανάγκη της. Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο, κανείς δεν απάντησε. Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε που αν και λάτρευαν οι διανοούμενοι τα ποιήματά της, δεν ήθελαν να την βοηθήσουν να κατουρήσει. Κι επειδή τα πράγματα είχαν αρχίσει να πιέζουν επικίνδυνα και η ποιήτρια έπρεπε οπωσδήποτε να κατουρήσει, έβγαλε ανακοίνωση στο λαό: "η μεγάλη μας ποιήτρια έχει την ανάγκη σας. Πρέπει κάποιος να την καθίσει στην τουαλέτα να κατουρήσει". Πέρασε μια μέρα, και πριν τελειώσει η δεύτερη εμφανίστηκε μπρος στο βασιλιά η Χρυσή, μια δούλα του παλατιού. "Βασιλιά μου", του είπε, "έμαθα πως μια γριά χρειάζεται την ανάγκη μου. Πες μου πού θα τη βρω, γιατί γι' αυτό ήρθα, για να τη βοηθήσω". Γρήγορα ο βασιλιάς έστειλε τα νέα στην ποιήτρια κι ακολούθως έστειλε τη Χρυσή, κι η Χρυσή βοήθησε την ποιήτρια που τόσες μέρες είχε μείνει ακατούρητη να ανακουφιστεί επιτέλους. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κατουρούσε.

Κι ύστερα οργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της ποιήτριας, ήρθε κόσμος πολύς, και οι καθηγητές του Πανεπιστημίου φορώντας τις τηβέννους τους, και οι φοιτητές, ως κι ο βασιλιάς ακόμη, καθισμένος στον χρυσό του θρόνο έδωσε το παρόν. Η ποιήτρια μάλιστα τίμησε τη γιορτή προς τιμήν της βγάζοντας και λόγο " διά την συμβολήν της ποιήσεως εις την πνευματικήν ανόρθωσιν του έθνους" κι όλοι χειροκρότησαν βαθύτατα συγκινημένοι κι εντυπωσιασμένοι με το βάθος των στοχασμών και την ρέουσα σκέψη της.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

***
ο πίνακας είναι του Pablo Picasso

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Το τελευταίο παραμύθι του τελευταίου ανθρώπου


Ήταν ένας ποιητής. Ένα βράδυ που ξάπλωσε στο κρεβάτι του, τον πήρε ο ύπνος και τον πήγε σε μια χώρα πολύ μακρινή ή πολύ κοντινή, καθόλα διαφορετική ή ολόιδια με τη δική του. Από την αρχή της παρουσίας του εκεί τον κατέλαβε ένα δυσάρεστο συναίσθημα μοναξιάς, ένας φόβος σερνόταν σαν φίδι στα ξερόχορτα τριγύρω του κάνοντας έναν στριγκό και αποτρόπαιο ήχο σαν το ξύσιμο της ψυχής, ένα ημίφως, μάλλον του δειλινού, σκέπαζε και φώτιζε συνάμα τα πάντα. Στο διάβα του άρχισε να συναντά παράξενα όντα που ήταν, λέει, οι κάτοικοι αυτής της χώρας: ένα δαχτυλίδι αρραβώνα, ας πούμε, το χέρι ενός αγάλματος, ένα πεθαμένο παιδί, σεντόνια ενός ερωτικού κρεβατιού κιτρινισμένα απ' το χρόνο και φθαρμένα, έναν αεροπόρο, ελπίδες, πολλές ελπίδες, που περπατούσαν δίπλα του, μιλούσαν, χαιρετιόνταν ή πάλι, αν ήθελαν, έφευγαν σκυφτές και σιωπηλές. Δεν άργησε να καταλάβει το νόημα κι αυτού του κόσμου, ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο τόπος που εξορίζονταν τα υπόλοιπα του κανονικού κόσμου, ο τόπος που έμεναν τα κομμένα μέλη ανθρώπων κι αγαλμάτων, τα χαμένα όνειρα, οι έρωτες που έσβησαν, τα παιδιά που δεν μεγάλωσαν.

Κι όταν πια βεβαιώθηκε ποιος είναι αυτός ο κόσμος, τον κατέλαβε ο πραγματικός κι αχαλίνωτος πανικός. Προσπαθούσε να ξυπνήσει, να φωνάξει, να φύγει ή να διώξει από γύρω του τους παράξενους κατοίκους του παράξενου αυτού κόσμου, τους έβριζε και επιχειρηματολογούσε με ρητορείες και σθένος, όπως οι δικηγόροι στα δικαστήρια των φόνων, πως δεν έχει καμία θέση σε αυτόν τον κόσμο, πως είναι πολίτης του άλλου κόσμου. Κι όλοι γύρω του, ακόμη και τα κομμένα μέλη των αρχαίων αγαλμάτων γελούσαν με συγκατάβαση και με λόγια γλυκά παρηγοριάς του μιλούσαν κι ο λόγος τους σαν ναρκωτικό έπεσε μέσα του και μια μεγάλη θλίψη πήρε πια τη θέση της οργής και της άρνησης στην ψυχή του. Γιατί κατάλαβε πως οι ποιητές είναι το κομμένο χέρι ενός παιδιού που κάποτε κράτησε ένα κόκκινο μπαλόνι.

***
ο πίνακας είναι του Paul Nash

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Το τρίτο παραμύθι του τελευταίου ανθρώπου


Ένας άνθρωπος ξεχάστηκε σε ένα παραμύθι που κανείς, ποτέ δεν αφηγήθηκε. Η ζωή του είχε αναμφίβολα ενδιαφέρον, κι οι περιπέτειές του, όμως για κάποιο άγνωστο σ' εμάς λόγο ο συγγραφέας άφησε ημιτελές το παραμύθι, για την ακρίβεια ατελές. Κι ένα παραμύθι χωρίς τέλος, δεν είναι κανονικό παραμύθι, κανείς δεν θέλει να το ακούσει. Τα παραμύθια οφείλουν να είναι αρτιμελή για να είναι αποδεκτά.

Ο άνθρωπος αυτός, ελεύθερος από τη φαντασία και τους εφιάλτες του συγγραφέα του ξεκίνησε έκτοτε ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο του παραμυθιού, που ήταν τεράστιος, γιατί ένα παραμύθι χωρίς τέλος είναι ένας κόσμος χωρίς σύνορα. Είδε πολλά κι έζησε καλά. Κι εμείς καλύτερα!

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Το δεύτερο παραμύθι του τελευταίου ανθρώπου


Ένας άντρας νύσταζε πάντα πάρα πολύ. Ευθύς μόλις ξυπνούσε, ξεκινούσε το βασανιστήριο της αναγκαστικής αγρύπνιας γι' αυτόν. Έπρεπε με κάθε τρόπο να μείνει ξύπνιος, στιγμή να μην κλείσει τα μάτια του, ούτε στο μετρό, ούτε στη δουλειά, ούτε στα μαγαζιά ή στα σούπερ μάρκετ. Οι υπόλοιποι άνθρωποι γύρω του τον κοιτούσαν έκπληκτοι ή θυμωμένοι, όποτε έκανε κάπως να γείρει το κεφάλι του στο τζάμι του τρένου, να ξεκουραστεί σε μια αναπόληση, να κλείσει για λίγο τα μάτια του στο κάθισμα μιας αναμονής ή να ξαπλώσει στις σελίδες του βιβλίου που διάβαζε. Κάποιοι φρόντιζαν να τον σπρώχνουν με τα χέρια τους ή ακόμη και να φωνάζουν απότομα και δυνατά, για να τον ξυπνήσουν, να τον απομακρύνουν από του ύπνου τα απάνεμα λιμανάκια.

Ώσπου ένα πρωί ξύπνησε, ντύθηκε, ήπιε έναν βιαστικό καφέ και βγήκε στης πόλης τους δρόμους - πράγματα που έκανε βέβαια κάθε μέρα. Όμως σαν κάποιος να τους είχε αφαιρέσει τη συνηθισμένη βουή, σαν κάποιος να είχε οδηγήσει των ανθρώπων τα βήματα σε κάποιο άγνωστο τόπο μακρυά κι έξω από αυτήν. Η πόλη έμοιαζε άδεια. Ο άντρας περπατούσε στην αρχή παραξενεμένος, ύστερα φοβισμένος, αναζητούσε απελπισμένα έστω μια ανθρώπινη μορφή, αλλά μάταια: δεν συνάντησε κανέναν. Άρχισε να μπαίνει σε σπίτια, σε μαγαζιά, ιατρεία, σχολεία και σταθμούς, δεν σταμάτησε στιγμή να ψάχνει έναν άνθρωπο. Μετά από χρόνια συνάντησε σε μια βιβλιοθήκη ένα κορίτσι να κοιμάται ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι αναγνωστηρίου κι η ευτυχία του ήταν τόση που άρχισε να την σπρώχνει με τα χέρια του και να της φωνάζει "ξύπνα... ξύπνα... ζουν άνθρωποι έξω απ' τα όνειρα".

Και πετάχτηκε. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα, αφήνοντας το αδυσώπητο φως να μπει εντός τους, η βουή ορμητικά τον κύκλωσε σαν να επιχειρούσε να του αποκλείσει κάθε δίοδο διαφυγής, η κίνηση γύρω του όρισε το δικό του χώρο στον κόσμο με τη μεγαλύτερη σαφήνεια των συνόρων. Οι άνθρωποι τον χτυπούσαν και του φώναζαν, κι όταν αυτός συνήλθε πια, απότομα, σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα, συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους. Αγνοώντας τον.

*
ο πίνακας είναι του Hugo Scheiber

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Το πρώτο παραμύθι του τελευταίου ανθρώπου


Μια φορά ένα άντρας καθόταν σε ένα τραπέζι μονάχος του στην άκρη μιας μεγάλης πέτρινης παραλίας. Γύρω του δεν ήταν κανείς, κι ίσως να μην έχει και τόση σημασία αν τελικά υπήρχε κανείς ζωντανός στην ευρύτερη περιοχή ή και σε όλη τη γη ακόμη. Το τραπεζάκι ήταν στρογγυλό. Είχε πάνω του ένα μπωλ με κεράσια. Ο άντρας πήρε ένα στα χέρια του, το πλησίασε στο στόμα του, δάγκωσε το μισό, και με το άλλο μισό έβαψε τα χείλη του κόκκινα. Σηκώθηκε απότομα κι έφυγε. Έμεινε πίσω του το τραπέζι με τα κεράσια. Δεν τον ξαναείδε κανείς - ίσως γιατί δεν υπήρχε κανείς ζωντανός στην ευρύτερη περιοχή ή και σε όλη τη γη τελικά να τον δει.

*
το χαρακτικό είναι του Γιάννη Στεφανάκι

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Το παραμύθι της Πηνελόπης


Μια φορά κι έναν καιρό η καρέκλα κουράστηκε να κάθεται, το βάρος να σηκώνει των ανθρώπων που κουράστηκαν να περπατούν. Και σηκώθηκε κι έφυγε, τους δρόμους πήρε. Αφού δεν υπήρχε η καρέκλα να ξεκουράζει τους ανθρώπους, οι πιο θαρραλέοι νέοι μας σκόρπισαν στον κόσμο να τη βρουν. Χρόνια μετά ρακένδυτοι και βρώμικοι, νικημένοι από τις κακουχίες και το δρόμο που σβήνει των ανθρώπων την ελπίδα με την τεράστια γομολάστιχά του, τη βρήκαν. Σε ένα βασίλειο, σε ένα παλάτι μακρυά, με χρυσές πόρτες και παχιά χαλιά τη βρήκαν. Πάνω της καθόταν ένα όμορφο βασιλόπουλο κι εκείνοι θύμωσαν κι έκαναν πόλεμο γιατί ήταν μεγάλη προσβολή να κάθεται ένας ξένος στην καρέκλα τους. 10 χρόνια πολεμούσαν εκεί, μέχρι που νίκησαν και γκρέμισαν τους τοίχους κι έκαψαν τα χαλιά και σκότωσαν το όμορφο βασιλόπουλο και πήραν την καρέκλα με άγρια χαρά σαν κεραυνός που καίει τα δέντρα τα ψηλά μια μέρα ανταριασμένη.

Όμως τότε ξεκίνησε ο αποτρόπαιος καυγάς των ανθρώπων ποιος πάνω της θα κάτσει πρώτος, και δεν αργήσανε στα χέρια να πιαστούν, και βγήκανε σπαθιά απ' τα θηκάρια και στα μαλακά υπογάστριά τους τα καρφώσανε με μίσος και φωνή ο ένας του άλλου. Ώσπου δεν έμεινε κανείς να κάτσει στην καρέκλα.

Τα χρόνια πέρασαν και μια μέρα ήρθε ξανά στα μέρη μας η καρέκλα, η μοναξιά έγινε το τίμημα της ελευθερίας της και πεθύμησε το βάρος μας να ξεκουράσει. Ολόχρυση και επιβλητική όπως ήταν, την κάναμε βασίλισσά μας. Και την είπαμε Πηνελόπη. Και ζήσαμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα. Και μην ρωτήσετε αν κάτσαμε ποτέ πάλι πάνω της, γιατί κανείς δεν τολμάει να κάτσει πάνω στη βασίλισσά του. Όλοι το ξέρουν αυτό!

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Το παραμύθι του εξόριστου συγγραφέα


Ένας συγγραφέας ζούσε σε ένα καλύβι μιας πόλης που είχε φανταστεί κάποτε σε ένα βιβλίο του. Μια μέρα είδε να περνά έξω απ' το σπίτι του η κόρη του βασιλιά. Τα μαλλιά της ήταν άνθη μυγδαλιάς που τα παίρνει ο άνεμος μαζί του περνώντας, τρόπαια της αδυσώπητης σαγήνης του. Το περπάτημά της ήταν λέξεις που τρέχουν στο χαρτί, ατίθασες, αδιάφορες που τις κοιτάς με πάθος που σε κατακλύζει και λέξεις δεν μπορείς να πεις να τις φωνάξεις να τους πεις "εδώ είμαι, εγώ σας είπα, δικές μου είστε", γιατί οι λέξεις που στείλαμε στον πόλεμο σκοτώθηκαν όλες κι ήταν παιδιά μας όμορφα και τώρα ορφανέψαμε από κληρονόμους.

Κι ο συγγραφέας ερωτεύτηκε ευθύς την πριγκιποπούλα κι άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε από μέσα του ένα υπέροχο λουλούδι με χιλιάδες χρώματα κι υπερκόσμια λάμψη και της το χάρισε. Και το κορίτσι του χαμογέλασε κι εκείνος την έκανε δικιά του. Κι ο βασιλιάς πολύ θύμωσε που η κόρη του αγάπησε έναν παρακατιανό γραφιά και τον εξόρισε από το βασίλειο, μακρυά να ζήσει και σε αυτό ποτέ να μην ξαναγυρίσει.

Έκτοτε ο συγγραφέας ζει μονάχος του έξω από τις ιστορίες που έχει φανταστεί, ξένος και πρόσφυγας σαν τα λουλούδια που κόψαμε και χαρίσαμε κάποτε σ' ένα κορίτσι κ ύστερα μαράθηκαν στου ήλιου το χάδι και του έρωτα την κάψα κι ύστερα και το κορίτσι μαράθηκε γιατί πιο συχνά ο χρόνος ανάμεσα στο "μια φορά κι έναν καιρό" και στο "ζήσαν αυτοί καλά" είναι απέραντα μεγάλος και τραχύς.

Το χαρακτικό είναι του Abram Krol

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Το παραμύθι του δράκου!


"Όσοι κυβερνούν, αδικούν. Οι περισσότεροι συνειδητά". Ξεκινούσε πάντα με αυτή τη φράση τις ιστορίες του. Εκείνη τη νύχτα μας είπε το παραμύθι του δράκου.

Ήταν τα παλιά χρόνια. Την πολιτεία μας διαφέντευε βασιλιάς τρανός και αποτρόπαιος. Αλίμονο, τη δόξα του την πότιζε το αίμα όχι μόνο των εχθρών μας, αλλά και των υπηκόων του. Τίποτα όμως δεν την χόρταινε. Μια μέρα, ένα κορίτσι βγήκε στην αγορά κι άρχισε να μιλά στον κόσμο και να λέει πως όσοι κυβερνούν, αδικούν, και πως οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι και να μην εξουσιάζονται. Τα λόγια της ήταν φωτιά που όσο μεγάλωνε απειλούσε τη δίψα του βασιλιά. Γι' αυτό κι οι άνθρωποι του παλατιού βγήκαν στους δρόμους και στην αγορά και σκότωσαν το κορίτσι. Τα άλλα παραμύθια τελειώνουν εδώ. Ετούτο όμως, όχι.

Οι άνθρωποι της αγοράς είχαν φωτιά μέσα τους. Τα λόγια του κοριτσιού έκαιγαν πια την ψυχή τους. Και μια μέρα μαζευτήκαν, πήραν τα όπλα τους και σκότωσαν το βασιλιά. Κι έγιναν εκείνοι κυβερνήτες της πολιτείας μας. Λίγο καιρό μετά ο παραμυθάς της κυβέρνησης έγραψε ένα παραμύθι που δόθηκε σε όλους του υπηκόους, και τα παιδιά το διάβασαν στο σχολείο τους, κι οι χορευτές κι οι ηθοποιοί το χόρεψαν και το αφηγήθηκαν σε θέατρα: το παραμύθι του δράκου.

Ήταν, λέει, μια πολιτεία. Όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι σε αυτήν. Μια μέρα ένας δράκος τρανός και αποτρόπαιος βγήκε στην αγορά κι άρχισε να τρώει τον κόσμο και το στόμα του να βγάζει φωτιές. Τότε ο λαός πήρε τα όπλα και σκότωσε το δράκο. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

"Αυτό το παραμύθι τελειώνει εδώ..., αν και εδώ που τα λέμε δεν έχει τελειώσει ποτέ" μας είπε όταν η αφήγηση τελείωσε. "Να φοβάστε", είπε, "αυτούς που φτιάχνουν τα παραμύθια". Σβήνουν φωτιές σε δράκους.

*
ο πίνακας είναι του Leon Kossoff

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Το παραμύθι του παραμυθά λύκου


Μια μέρα ο λύκος έφαγε τον παραμυθά και σταμάτησαν τα παραμύθια κι ένιωσε μεγάλη μοναξιά γιατί κανείς πια δεν τον φοβόταν κι ούτε του έδινε σημασία. Κι άρχισε να κλαίει και να φωνάζει μια νύχτα που το φεγγάρι σκέπαζε με το ασημένιο του σεντόνι τον ύπνο των ανθρώπων και των ζώων. Και δεν σταμάτησε έκτοτε να κλαίει μετανιωμένος.

Χρόνια μετά  βρέθηκε ένα μικρό κορίτσι να πει πως παραμυθάς δεν υπήρξε ποτέ και πως ο λύκος έφτιαχνε τα παραμύθια. Οι παλιοί λένε πως τότε ο λύκος θύμωσε κι έφαγε το κορίτσι κι άλλοι είπαν μετά πως δεν έφαγε το κορίτσι, αλλά τη γιαγιά του που του έλεγε παραμύθια.

Ύστερα οι άνθρωποι είπαν πως όλα ετούτα είναι παλιές μπερδεμένες ιστορίες και ξάπλωσαν να κοιμηθούν σκεπασμένοι με το ασημένιο σεντόνι του φεγγαριού. Μόνο το ουρλιαχτό του λύκου τάραζε τον ύπνο τους.

***
ο πίνακας είναι του Victor Brauner

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Χειμωνιάτικο ποίημα


Μια μέρα θ' ανεβώ σε ένα πεσμένο φύλλο
θα φωνάξω ντέεειιιι και θα καλπάσω
προς το δέντρο στην άκρη του δρόμου
θα καθίσω σε κάποιο ψηλό κλαδί του
και θα διαδηλώσω μονάχος μου
φωνάζοντας τα δίκαια των πουλιών
καθότι τα ποιήματα τι άλλο είναι
από κλεμμένα συνθήματα
και φέιγ βολάν σε δρόμους πεταμένα
επαναστατών που δείλιασαν να επαναστατήσουν
ή κουράστηκαν
κι ύστερα θα κρεμαστώ σαν θαυμαστικό
η πιο αποφασιστική διαδήλωση είναι ο θάνατος
κλιμακώνοντας τον αγώνα μου
στο τέλος θα κόψω το δέντρο
και θα ταφώ στη θέση του
για τα επόμενα χρόνια

Μια μέρα..., αλλά όχι σήμερα:
σήμερα τα παιδιά έχουν φροντιστήριο

***
ο πίνακας είναι του Γιάννη Γαΐτη

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Το παραμύθι της κρυμμένης αλήθειας


Η αλήθεια είναι ένα κόκκινο μήλο – όποιος την ανακαλύψει πεθαίνει, τελοσπάντων "ξενιτεύεται", ας το πούμε έτσι. Ζει μαζί με τις ρίζες των δέντρων, ακούει των βράχων τα γρυλίσματα και των υπογείων υδάτων τους στεναγμούς και των νεκρών τα τραγούδια. Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να το καταλαβαίνουμε. Ο παππούς σου μάλιστα πρόλαβε να το γράψει σε ένα χαρτί, που τώρα το έχω στα χέρια μου και το γράφω κι εγώ σε αυτό το παραμύθι. Αλλά μην φοβάσαι: κρύβω τη φράση σε μια ιστορία. Έτσι δεν θα είσαι ποτέ σίγουρος αν η αλήθεια είναι αυτή ή κάποια άλλη, αν και σίγουρα θα είναι κάποια από αυτές εδώ τις φράσεις. Το γεγονός πως θα υπάρχει κάπου η αλήθεια σε αυτό το παραμύθι, δεν σημαίνει πως δεν είναι αληθές ό,τι άλλο στην ιστορία αυτή:

Μια φορά λοιπόν ένας παραμυθάς έκρυψε την αλήθεια σε ένα παραμύθι. Κι έζησε εκεί καλά, κι εμείς καλύτερα.

***
Ο πίνακας είναι του Cristophe Hohler

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Το παραμύθι του ευτυχισμένου άντρα


Μια μέρα ένας άντρας που περπατούσε δίπλα στο Βιστούλα ένιωσε να κατουριέται. Στάθηκε λοιπόν, γύρισε προς το ποτάμι κι άρχισε να κατουράει.

Κι ήταν σίγουρος πως αυτή να είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του. Με το μεγάλο ποτάμι ενώθηκε και το μικρό δικό του ποταμάκι και τα πουλιά γύρω του κελαηδούσαν κι ο ήλιος του 'κλεισε το μάτι κι ο άνεμος του χάιδεψε τα μαλλιά.

*
ο πίνακας είναι του Stephen Chambers

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Το παραμύθι του Νώε


Ήταν ένας άνθρωπος. Βαθιά μέσα του άρχισε μια μέρα ένα ψιλόβροχο ρυθμικό να τρυπάει τη σιωπή και γρήγορα έγινε κανονική βροχή κι αμέσως μετά τρομακτική καταιγίδα και τα νερά της πλημμύρισαν κάθε  δωμάτιο και το υπόγειο ακόμη του νου του. Κι o άνθρωπος ξεβράστηκε από μέσα του και κείται τώρα νεκρός μπροστά στα πόδια μας.

Μόνο ένα περιστέρι σώθηκε, βγήκε απ’ το στόμα του και πέταξε ψηλά στον ουρανό και χάθηκε.

***
το σχέδιο είναι του Andrzej Wróblewski

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Παραμύθι με μία τελεία



Μια μέρα τα παραμύθια τελειώνουν και οι δρόμοι αδειάζουν από φαντάσματα και σκιές ιπποτών και δράκων και οι βασιλοπούλες γίνονται πάλι κολοκύθες και τότε βγαίνουν στους δρόμους οι άνθρωποι που βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους και δεν ξεχνιούνται στων πουλιών το τιτίβισμα ούτε μπερδεύονται  με των σύννεφων τις παράξενες κουβέντες ούτε σκοτίζονται να ζήσουμε κι εμείς καλύτερα μέχρι να εμφανιστεί ένα αγόρι σε ένα μπαλκόνι ένα πρωινό να ανοίξει τα χέρια του διάπλατα και να αγκαλιάσει τον ήλιο και τότε όλα γίνονται πάλι κανονικά και οι σκιές τρέχουν στους τοίχους και στα όνειρα των ανθρώπων και τα φαντάσματα, αχ τα φαντάσματα, περπατούν δίπλα στους ανθρώπους και τους παραπλανούν κι εκείνοι βρίσκουν νέους προορισμούς και οι κολοκύθες γίνονται πάλι βασιλοπούλες και τα παραμύθια ξαναρχίζουν.

***
ο πίνακας είναι του Τάσου Μαντζαβίνου

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Το παραμύθι του Αλέξανδρου



Στις τρεις χρυσές τρίχες του πανήξερου παππού, ένα τσέχικο παραμύθι που μετέφρασε ο Κάρολος Τσίζεκ και εξέδωσε το Μπιλιέτο το 2006, ζούσε κάποτε ένα παλικάρι, ο Αλέξανδρος. Σε μια πόλη του παραμυθιού ζούσε, σε αυτήν που είχε στερέψει το νερό γιατί ένας βάτραχος μεγάλος και κακός είχε κρυφτεί κάτω απ’ την πηγή κι έπινε μονάχος του όλο το νερό. Ο Αλέξανδρος ήταν ένας νέος άντρας σεβαστικός και σιγομίλητος – οι περισσότεροι που έλεγαν το παραμύθι αυτό δεν είχαν ακούσει τη φωνή του όταν ζύγωναν την αφήγησή τους στα μέρη του. Ούτε ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν πως αυτός ήταν που έβγαλε τον βάτραχο από τα ριζά της βρύσης, αλλά δεν τον σκότωσε καταπώς διέταξε ο βασιλιάς της πολιτείας. Λυπήθηκε την ακόρεστη δίψα του κι εκεί στα σκοτεινά του παραμυθιού πήρε ένα μαχαίρι κι έκοψε τις φλέβες του και του ‘δωσε να πιει το αίμα του. Και πέθανε ο Αλέξανδρος. Κι ο βάτραχος πάλι δεν χόρτασε, κι άφησε το άψυχο σώμα του παλικαριού και γύρισε στης πηγής τα εσώτερα και πάλι στέρεψε το νερό και πάλι ξαναπέρασε ο γιος του καρβουνιάρη και πάλι αρχή του παραμυθιού καλησπέρα σας.

Στων παραμυθιών τον κρυφό βωμό πάντα ένα παλικάρι θυσιάζεται για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Paris Bordone

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Το παραμύθι του παραμυθιού που έγινε αναγνώστης


Κάποτε ένας αναγνώστης σταμάτησε να ζει την κανονική ζωή του, κουράστηκε με όλη αυτή την ποικιλία και την εναλλαγή που τυραννά τις ψυχές μας, τους ανθρώπους που μπαίνουν και βγαίνουν στην καρδιά μας χωρίς να ρωτήσουν αν αντέχουμε του έρωτα τις διαψεύσεις. Προτιμούσε των βιβλίων τη σιωπή, των παραμυθιών το πάντα ευτυχές τέλος που δικαιώνει των ηρώων του τις ταλαιπωρίες

Μια φορά λοιπόν ο αναγνώστης βρήκε σε μια βιβλιοθήκη ένα παραμύθι πρόθυμο να αλλάξει τη ζωή του με τη δική του. Ένα παραμύθι που ήθελε να ταξιδεύει στων περιπετειών τους απροσδόκητους δρόμους, που δεν δείλιαζε μπροστά στο κακό που αν δεν νικά, πάντα τα καταφέρνει να διαφύγει, να σώσει το τομάρι του (ακόμη κι αν χρειαστεί να το αλλάξει).

Κι έτσι το παραμύθι έγινε αναγνώστης και ο αναγνώστης παραμύθι. Και ζήσαν αυτοί καλά διαλέγοντας ο καθένας τη ζωή του.

*Επειδή αυτή η ιστορία μοιάζει περισσότερο με παραμύθι, θα προσθέσουμε κάποιες λεπτομέρειες που θα ενίσχυαν την πεποίθηση στον αναγνώστη της πως πρόκειται για πραγματικό γεγονός: η αλλαγή ρόλων δεν είναι τόσο αθώα, όσο φαίνεται. Τα παραμύθια είναι δόλια όντα, χρόνια προετοιμάζουν το ύπουλο σχέδιό τους. Βρίσκουν αδύναμους και πονεμένους αναγνώστες, τους δελεάζουν με ευτυχισμένα τέλη, τους θαμπώνουν με ευφάνταστες και ασφαλείς περιπέτειες, τους υπόσχονται έναν παράδεισο καλοσύνης και επιβράβευσης. Κι όταν ο αναγνώστης τους πέσει στην παγίδα, του προτείνουν την περιβόητη αντικατάσταση. Τα παραμύθια που ελευθερώνονται γίνονται αμέσως δαιμόνια όντα, γυμνώνονται και η κολασμένη ομορφιά τους σαν φωτιά απλώνεται γύρω τους, καίει ψυχές και σώματα, τρέχουν στα δάση και στων πόλεων τους σκοτεινούς δρόμους, μπαίνουν στων ονείρων τις αχαλίνωτες γειτονιές και ξέφρενα γλεντούν τη ζωή. Ποτέ δεν είδαμε ένα παραμύθι να γίνεται αναγνώστης, κανένα παραμύθι δεν γύρισε στη βιβλιοθήκη από την οποία δραπέτευσε. Γιατί τα παραμύθια ξέρουν πως το παραμύθι είναι η φυλακή των πονεμένων ψυχών κι όχι ο παράδεισος των ελεύθερων σωμάτων.

***
Το σκίτσο είναι του Sergey Eisenstein

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Το παραμύθι του αναγνώστη που έγινε παραμύθι


Κάποτε ένα παραμύθι σταμάτησε να ζει μέσα στο βιβλίο που ήταν γραμμένο, κουράστηκε να επαναλαμβάνει τη ζωή του αδιάκοπα μέσα στα χρόνια, χωρίς έστω μια μικρή αλλαγή, έναν λιγότερο ή έναν περισσότερο ήρωα, μια έστω αντικατάσταση ρόλων ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Αυτή η τελευταία εναλλαγή, τόσο σημαντική και συνήθης στην κανονική ζωή, έκανε το παραμύθι να νιώθει ολοένα και πιο απομονωμένο από την αλήθεια, όλο και πιο κλεισμένο εντός του. 

Μια φορά λοιπόν το παραμύθι βρήκε σε μια βιβλιοθήκη έναν αναγνώστη πρόθυμο να ανταλλάξει τη ζωή του με τη δική του. Έναν αναγνώστη που ήθελε να γίνει μια ιστορία που θα διαβαζόταν χιλιάδες φορές μέσα στα χρόνια, δεν θα άλλαζε καθόλου, τίποτα δεν θα μπορούσε να απειλήσει την έκβασή του. 

Κι έτσι ο αναγνώστης έγινε παραμύθι και το παραμύθι έγινε αναγνώστης. Και ζήσαν αυτοί καλά διαλέγοντας ο καθένας τη ζωή του.

***
Το σχέδιο είναι του Sergei Eisenstein

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Το παραμύθι των πουλιών


Ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος. Το σπίτι του ήταν έξω απ' την πόλη, δεν ήθελε την πολλή συνάφεια με τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε ποτέ κανείς τον είδε στα καφενεία και τις ταβέρνες να σκορπάει το χρόνο του. Μόνο καθόταν στη βεράντα του σπιτιού του κι άκουγε τα πουλιά. Τόσο πολύ τα άκουγε που έμαθε σιγά-σιγά τη λαλιά τους κι άρχισε δειλά να μιλάει μαζί τους. Περνούσαν τα χρόνια σαν τα πουλιά από τη γη του κι εκείνος μιλούσε με τα πουλιά, τα ρωτούσε για τα ταξίδια τους, γιάτρευε τους μικρούς καημούς τους, μάθαινε τα τεχνίσματά τους στο πέταμα. Μέχρι που μια μέρα άνοιξε κι αυτός τα χέρια του και χάθηκε στον ουρανό.

Όποιος μαθαίνει τη γλώσσα των πουλιών γίνεται πουλί.

***
ο πίνακας είναι του Umetaro Azechi

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Για την "αγάπη των βιβλίων" της Έλλης Δρούλια*



[Οι βιβλιοθηκάριοι είμαστε άνθρωποι με βλάβες… 

Έχετε την εντύπωση πως οι βιβλιοθήκες είναι το βασίλειο της σιωπής. Εμείς όμως το ξέρουμε καλά: στις βιβλιοθήκες βασιλεύουν χιλιάδες φωνές, τις ακούμε συνέχεια. Είναι τα βιβλία που μιλάνε μεταξύ τους, που φωνάζουν. Κάποιες από αυτές τις φωνές καταγράφει στο βιβλίο της η Έλλη Δρούλια. Νομίζω πως αξίζει να τις ακούσουμε] 

Οι βιβλιοθήκες φίλες και φίλοι είναι για τους περισσότερους χώροι συγκέντρωσης και αποθήκευσης βιβλίων, οργάνωσης, τάξης, πρόσβασης ή έστω ένας παράδεισος όπως θα έλεγε ο Μπόρχες. Για εμάς τους βιβλιοθηκάριους είναι νομίζω ένας κατεξοχήν χώρος ερωτημάτων, αναζητήσεων, λοξοδρομήσεων και παραπομπών. Όπως και στα βιβλιοπωλεία έτσι και σε αυτές οι άνθρωποι έρχονται με την αγωνία της ανάγνωσης και φεύγουν με το σπόρο της επόμενης αμφιβολίας. Είμαι εδώ για να σας παρουσιάσω συνοπτικά ως βιβλιοθηκάριος και μπλόγκερ τις βόλτες που δημιούργησαν ένα βιβλίο, το βιβλίο της συναδέλφου μου Έλλης Δρούλια «για την αγάπη των βιβλίων». Ως μπλόγκερ κι εγώ μπορώ να τη φανταστώ να γράφει τα ποστ της κλέβοντας χρόνο από τη δουλειά, ανάμεσα σε καταλογογραφήσεις, δανεισμούς κι αιτήματα, προσπαθώντας να κρατήσει την ιδέα και να τη διατυπώσει με έναν τρόπο καινούριο ως τότε, έχοντας μια υπόγεια απορία αν θα διαβαστούν, αν θα σχολιαστούν, αν θα αλληλεπιδράσουν. 

Τα κείμενα που συγκροτούν το βιβλίο «για την αγάπη των βιβλίων» τα πρωτοδιάβασα χρόνια πριν, τα παρακολουθούσα να γεννιούνται κεφάλαιο το κεφάλαιο σε ένα παράξενο «σπίτι» που το έλεγαν «Tobaccori» κι ύστερα σε ένα άλλο σπίτι που το έλεγαν «Βολτίτσες». Ήταν το 2007, 2008, 2009 και τα μπλογκ του βιβλίου και των βιβλιοθηκών δεν ήταν πολλά. Εκείνη έγραφε στη βιβλιοθήκη της κι εγώ διάβαζα από τη δική μου. Θυμάμαι πότε, πού και υπό ποιες συνθήκες έχω διαβάσει πολλά από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Θυμάμαι ποια σχολίασα, τι σχολίασα, σε τι διαφωνήσαμε με την Elli και τη Librarian. Ξαναδιαβάζοντάς τα φέτος το καλοκαίρι, σκέφτηκα δυο τρία πράγματα, και αυτά θέλω να σας καταθέσω απόψε: 

Τι ήταν αυτό το φαινόμενο των ιστολογίων; Ποιος ήταν ο λόγος ύπαρξής τους; Τι πρόσφεραν στο δημόσιο λόγο και πώς τον διαμόρφωσαν; Γιατί τελείωσαν; Τα μπλογκ ήταν μια νέα, ελπιδοφόρα και δημιουργική δημοκρατία του λόγου: ο καθένας μας μπορούσε να «δημοσιογραφεί», να επιδρά, να συνδιαμορφώνει, να σχολιάζει και να αντιδρά. Για εμάς, τους ανθρώπους των βιβλιοθηκών ήταν ένα «επιτέλους να μιλήσουμε γι’ αυτό που αγαπάμε», θα διαβάσετε συχνά στα κείμενα της Έλλης για την πλημμυρίδα των άγραφων κειμένων, τη λαχτάρα να περιγράψει. Σας θυμίζω πως το Ίδρυμα Νιάρχου, δεν είχε απλώσει ακόμη τα επικοινωνιακά του δίχτυα στον ημερήσιο και κυριακάτικο τύπο, η Εθνική Βιβλιοθήκη ήταν ακόμη ντεμοντέ, και όταν απαντούσες στο ερώτημα «τι δουλειά κάνεις;» σε ρωτούσαν «βιβλιο – τι;». Επομένως γράφαμε για τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες γιατί κανείς άλλος δεν έγραφε. Αυτά τα λίγα νησάκια δημόσιου λόγου για τις βιβλιοθήκες δημιούργησαν και μια νέα «κοινότητα» νέων συναδέλφων γύρω από αυτά. Γρήγορα όμως το πράγμα μεγάλωσε και απλώθηκε, οι κοινότητες των ιστολόγων γίναν… πόλεις, φυλές και φιλίες αναπτύχθηκαν, μια ολόκληρη γενιά εκφράστηκε σε μια πυκνή εποχή που τα πράγματα άλλαζαν και κατέρρεαν. Ύστερα ήρθε το twitter, το facebook, το instagram, τα κείμενα μίκρυναν ή εξαφανίστηκαν, την ίδια στιγμή που η γνώμη μας έβρισκε πλέον μεγαλύτερη απήχηση. Νίκησε η ευχέρεια και η ταχύτητα της αλληλεπίδρασης, οι χρήστες του μέσου κοινωνικής δικτύωσης πολλαπλασιάστηκαν. Αυτά τα κείμενα γράφτηκαν υπό αυτές τις συνθήκες, εξυπηρετώντας πάνω-κάτω αυτές τις ανάγκες. 

Η «αγάπη των βιβλίων» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για βιβλία που μιλάνε για βιβλία. Τελικά μιλάει μόνο για βιβλία; Όταν αναφέρεται στις Παιδικές Βιβλιοθήκες (και τον καταργημένο πια λόγω μνημονίων ΟΠΕΒ), λέει για τα μειονοτικά σχολεία της Θράκης και για τα νοσηλευόμενα παιδιά-αναγνώστες του «Αγία Σοφία» και του «Αγλαΐα Κυριακού», όταν αναφέρεται στις βιβλιοθήκες των φυλακών μιλάει για την Κασαβέτεια και το παράδειγμά της (1998…). Οι επιλογές της Έλλης, τα κείμενα που τελικά γεννήθηκαν, ήταν αντίσταση και διαφυγή στους κλυδωνισμούς, στους προσεισμούς εκείνων των χρόνων, ήταν το όνειρο της αγάπης του βιβλίου και η μελαγχολία των προσπαθειών που κατέρρεαν, έμεναν έωλες, ημιτελείς, ασχεδίαστες. Τα βιβλία της Έλλης είναι οι άνθρωποι που τα έγραψαν που τα εξέδωσαν, που τα εικονογράφησαν, που τα μετέφρασαν, τα καταλογογράφησαν, τα δάνεισαν, τα δανείστηκαν, τα πούλησαν και τα αγόρασαν, τα σημείωσαν, τα πλαστογράφησαν. Είναι βόλτες, αποδράσεις σε βιβλιοπωλεία, σελίδες τίτλων, υπογραμμίσεις, παζάρια κι εκθέσεις βιβλίων, είναι σκυταλοδρομίες από βιβλίο σε βιβλίο, είναι μια γεωγραφία του βιβλίου. 

Εν κατακλείδι, το βιβλίο της Έλλης Δρούλια «για την αγάπη των βιβλίων» είναι μια ηθογραφία της ανάγνωσης, το χρονογράφημα μιας βιβλιοφιλίας. Οικοδομείται με μικρά κείμενα σχεδόν άμεσης απεύθυνσης, στις περισσότερες περιπτώσεις στα όρια του προφορικού λόγου. Συνομιλούν με τον αναγνώστη τους, όπως συνομιλούν και με τις πηγές τους. Νομίζω πως αυτό το τελευταίο είναι και μια κληρονομιά του ιστολογικού φαινομένου, που διαφοροποιείται από το δημοσιογραφικό λόγο του παρελθόντος και απέχει από τον όποιο λογοτεχνικό. Τα κείμενα αυτού του βιβλίου δεν επιχειρούν να εξαντλήσουν το θέμα τους, είναι παραπομπές για περαιτέρω αναγνώσεις, είναι και δελεαστικές σιωπές. Όπως λέει κάπου η Έλλη, «έτσι και οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, μιλάνε με λόγια και συζητήσεις, μιλάνε και με τις σιωπές τους, μέσα από αυτά που επιλέγουν να μην πουν και αυτά που αφήνουν να σέρνονται με μισόλογα, αναλογίες, αδιόρατες εκφράσεις του προσώπου, σωματικές κινήσεις, άηχους κώδικες, άλλοτε έχοντας συναίσθηση και συνείδηση, άλλοτε όχι, αλλά πάντα συμβαίνει. Οι συνομιλητές πρέπει να είναι σε συνεχή εγρήγορση». 

Θα έλεγα πως τα κείμενα αυτά είναι μια σεμνή καταγραφή μιας «άσεμνης» λατρείας του βιβλιακού πολιτισμού μας, η οποία μας κρατά εν τέλει σε εγρήγορση.

*
Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 25/9/2018. 

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι του ανθρώπου που έφυγε από το μυαλό του


Μια φορά ένας άνθρωπος βγήκε από το μυαλό του, ήθελε, λέει, να 'ναι ελεύθερος, όμως δεν ήξερε πού να πάει και χάθηκε. Ή έτσι είπαμε όσοι μείναμε πίσω. Όπως και να 'ναι δεν τον ξαναείδαμε στο μυαλό του ή έστω κάπου εκεί τριγύρω. Το πρόβλημα ωστόσο όσων μείναμε πίσω είναι πως ποτέ δεν μάθαμε αν εμείς ζήσαμε στο δικό του ή στο δικό μας μυαλό.

***
ο πίνακας είναι της Gertrude Abercrombie

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Σεπτέμβρης τα κατάφερε


Ο Σεπτέμβρης κατάφερε να 'ρθει
Τον αφήσαμε νομίζω
Tο νιώθεις το βράδυ που κλείνεις τα παντζούρια
μια ζαβολιά
παραμονεύει κάτω από τη λάμπα του δρόμου
Έχει περασμένο στον ώμο
ένα διπλωμένο σακάκι, σου χαμογελάει
Πέφτεις για ύπνο
εκείνος έξω
σφυρίζει ένα παλιό σκοπό από το Orfeu Negro
Τον συναντάς στο πρώτο σου όνειρο
και φεύγετε μαζί
Τα κατάφερε.

***
ο πίνακας είναι του James Harold Noecker


Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι του Άρη Μ.


Την ιστορία αυτή την ακούσαμε μια μέρα στο καφενείο, στην πλατεία του χωριού. Μας την είπε ο μπάρμπα – Άρης και τη συμπλήρωσαν από τα διπλανά τραπέζια σε κάτι ασήμαντες λεπτομέρειές της οι υπόλοιποι γέροντες. Θα προσπαθήσω από μνήμης να τη γράψω εδώ, αποφεύγοντας όλα αυτά τα τεχνάσματα της γραφής, τις αποσιωπήσεις, τους συμβολισμούς και τις ανατροπές. Γεγονός είναι ωστόσο πως αυτή η εξιστόρηση μας αναστάτωσε όλους, τόσο αυτούς που την αφηγήθηκαν, όσο κι εμάς που την ακούσαμε. Το χρόνο που ακολούθησε οι περισσότεροι προτίμησαν να την ξεχάσουν και κανείς πάλι δεν έκανε κουβέντα γι’ αυτήν.

Τα παλιά χρόνια ζούσε στα μέρη μας ένας ξακουστός παραμυθάς, οι ιστορίες του είχαν ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, αυτές άκουγαν με μάτια γεμάτα ελπίδα οι αγρότες και γεμάτα τρόμο οι βασιλιάδες. Στις βιβλιοθήκες τις μελετούσαν οι γραμματιζούμενοι κι έγραφαν βιβλία γι’ αυτές, κάποιος μια μέρα ανακοίνωσε πως ο πραγματικός κόσμος δεν είναι αυτός που ζούμε, αλλά αυτός που ζει και πεθαίνει στα παραμύθια. Μια μέρα ο παραμυθάς πήγε στο γιατρό και του παραπονέθηκε πως τον πονούσε η κοιλιά του, πως ένιωθε να φουσκώνει χωρίς να έχει έχει φάει πολύ, πως αυτή η δυσάρεστη αίσθηση δεν τον άφηνε σχεδόν να αναπνεύσει. Ο γιατρός του είπε πως στην ηλικία του θα έπρεπε να προσέχει πιο πολύ τη διατροφή του, να ξεκουράζεται και να κοιμάται πολύ. Ο γέρος παραμυθάς γύρισε στο σπίτι του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Οι μέρες περνούσαν και κανείς δεν τον είδε να βγαίνει από εκεί. Μόνο που μια μέρα ένας μεγάλος κρότος ξύπνησε τους χωριανούς κι ένας σεισμός τους σήκωσε απ’ τις καρέκλες και τα κρεβάτια τους. Βγαίνοντας έξω αναστατωμένοι είδαν το σπίτι του παραμυθά γκρεμισμένο κι ένα μικρό παράξενο βουνό στη θέση του, σαν πυκνό μαύρο σύννεφο. Κάποιοι πρόσεξαν πως όλο αυτό το σκοτεινό και απειλητικό σύννεφο δεν ήταν παρά ο παραμυθάς, ή μάλλον η κοιλιά του. Την αρχική έκπληξη θα την είχε διαδεχθεί η αδιαφορία, γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν και στα πιο παράξενα πράγματα που δεν τους απειλούν, αν δεν συνέχιζε να μεγαλώνει η κοιλιά του παραμυθά μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα. Σύντομα πέρασε τα σύνορα του κτήματός του, γκρέμισε τα διπλανά σπίτια, κατέλαβε όλο το χωριό και συνέχιζε να μεγαλώνει. Η πεδιάδα που ζούσαμε ήταν πια για τους περιηγητές ένας μικρός λόφος και καθώς περνούσαν τα χρόνια η κοιλιά του παραμυθά έγινε το μεγάλο μας βουνό και τότε σταμάτησε να μεγαλώνει. Δέντρα φύτρωσαν πάνω της και πουλιά σταθήκαν στα κλαδιά τους και τα χιόνια που έλιωναν στην κορυφή της έφτιαξαν ποτάμια που κατέβαιναν απ’ τις κοιλάδες της, ώσπου κάποια στιγμή ξαναχτίσαμε το χωριό μας.

Όλα θα είχαν ξεχαστεί, γιατί συνηθίζουμε και στα πιο παράξενα πράγματα, όμως ένα βράδυ έγινε κάτι που θα θυμούνται πάντα οι άνθρωποι: η κοιλιά του παραμυθά έσκασε και από μέσα της βγήκαν δράκοι και ληστές κι έσφαξαν κι έκλεψαν τα ζωντανά μας και πήραν τις κόρες μας μακρυά, και τέρατα παράξενα, ψάρια με φτερά, κι άλογα σαρκοβόρα και πουλιά με σιδερένια ράμφη και γυάλινες κραυγές μας κυνηγούσαν σε βουνά και σε λαγκάδια να μας φάνε. Γλίτωσαν από εμάς μονάχα όσοι κατάφεραν και κρύφτηκαν στις σπηλιές. Μέρες μετά ξαναγυρίσαμε στο ρημαγμένο τόπο μας και ξαναχτίσαμε τα σπίτια και το βιος μας.

Δεν ξαναφήσαμε έκτοτε να μείνει παραμυθάς στον τόπο μας, γιατί όσα κρύβει το μυαλό του παραμυθά τα φανερώνει η κοιλιά του.

***
ο πίνακας είναι του Antonio M. Ruiz ("El Corcito")

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι του ζητιάνου







Μια μέρα ήρθε στην πόλη μας ένας ζητιάνος και κάθισε φαρδύς-πλατύς στα σκαλιά του ναού. Οι ζητιάνοι ξέρουν καλά πως δεν θα τους βοηθήσει κανένας θεός, μόνο αυτοί που ζητάνε τη βοήθεια του θεού θα τους βοηθήσουν. Είχε μέρα και νύχτα απλωμένο το χέρι του και την παλάμη του ανοιχτή στρέφοντάς τη σε όποιον περνούσε. Κάποιοι του έδιναν χρήματα, όμως εκείνος έδειχνε να αδιαφορεί που γέμισε η χούφτα του στην αρχή, κι ύστερα ξεχείλισε. Οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά, ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι θέλεις επιτέλους άνθρωπέ μου;» 
"Δεν θέλω να πάρω" απάντησε ο ζητιάνος. "Τι έχεις να δώσεις;" τον ρώτησε με χλευασμό ο άνθρωπος του θεού. "Το χέρι μου" του είπε ο ζητιάνος και πήρε ένα τσεκούρι, έκοψε το χέρι του και του το έδωσε.

Την επόμενη μέρα ο ζητιάνος κάθισε στην ίδια θέση κι άρχισε να τραγουδάει. Οι πιστοί σιγά-σιγά του έδιναν πάλι τη βοήθειά τους, ακόμη πιο φιλεύσπλαχνα, αφού η μουσική πάντα μαλακώνει τους ανθρώπους. Και πάλι εκείνος όμως δεν έδινε σημασία, και τα κέρματα έγιναν ένα μικρό βουνό στο πλάι του. Οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά, ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι θέλεις επιτέλους άνθρωπέ μου;» 
«Δεν θέλω να πάρω», απάντησε ο ζητιάνος. «Τι έχεις να δώσεις;» τον ρώτησε με χλευασμό ο άνθρωπος του θεού. «Τη φωνή μου» του είπε ο ζητιάνος και πήρε ένα τσεκούρι, έκοψε τη γλώσσα του και του την έδωσε. 

Την επόμενη μέρα ο ζητιάνος κάθισε στην ίδια θέση. Δεν μιλούσε, δεν άπλωνε το χέρι του, μόνο κοιτούσε τους περαστικούς. Και οι πιστοί του έδιναν τη βοήθειά τους, γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τα μάτια που τους κοιτούν. Όπως και τις άλλες φορές ο ζητιάνος δεν έδινε σημασία στα χρήματα και τις προσφορές κι οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά. Ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι άλλο έχεις επιτέλους να δώσεις άνθρωπέ μου;» 
Και τότε σηκώθηκε ο ζητιάνος, πήρε ένα τσεκούρι και του ‘κοψε το κεφάλι. 

Την επόμενη μέρα η θέση του ζητιάνου ήταν άδεια, ούτε τον ξαναείδαμε ποτέ.

***
ο πίνακας είναι του Πάβλου Χαμπίδη

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Το παραμύθι της λίμνης



Μια φορά ήταν μια λίμνη ψηλά στα βουνά. Τα νερά της ήταν κρυστάλλινα κι η όψη της γαλήνια σαν το νανούρισμα που λένε τη νύχτα οι μανάδες στα μωρά τους. Ο ουρανός με τα σύννεφα και τα κέφια του περνούσε καμιά φορά από πάνω της. Μια μέρα κοίταξε τη λίμνη κι είδε σε αυτήν τον εαυτό του και τόσο πολύ του άρεσε αυτό που είδε, πού όποτε περνούσε από ‘κει έριχνε ένα βλέμμα, ολοένα και πιο συχνά, ολοένα και πιο πολύ. Με τον καιρό πια κάθε μέρα ο ουρανός ήταν εκεί, με τον καιρό δεν ξανάφυγε, έμεινε για πάντα πάνω από τη λίμνη να κοιτά και να θαυμάζει το καθρέφτισμά του. Μια μέρα πέρασε από ‘κει ένα παιδί. Είδε στη λίμνη τον ουρανό κι είδε ψηλά τον ουρανό και ρώτησε τη λίμνη ποιος ουρανός από τους δυο είναι ο αληθινός. Κι η λίμνη δεν απάντησε, γιατί οι λίμνες δεν απαντούν. Και τότε το παιδί είπε πως οι λίμνες έχουν δυο ουρανούς και πως κι οι δυο είναι αληθινοί. Και πήρε το δρόμο του να μεγαλώνει όπως κάνουν οι άνθρωποι περπατώντας στους δρόμους.

Κι ο ουρανός άκουσε τι είπε το παιδί και θύμωσε. «Μόνο εγώ υπάρχω, μόνο εγώ είμαι αληθινός» φώναξε. Κι ένιωσε απότομα τόσο μόνος.

***
ο πίνακας είναι του Allana Davie

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Το παραμύθι του ενεχυροδανειστηρίου



Μια μέρα ένας άγγελος πετούσε πάνω από την πόλη μας, είδε έναν νέο από ψηλά και τον αγάπησε. Κατέβηκε στη γη και του ζήτησε την αγάπη του. Ο νέος του έδωσε την καρδιά του, μα ζήτησε ως ενέχυρο τα φτερά του. 

Την επόμενη μέρα ο νέος περπατούσε δίπλα στη λίμνη, είδε ένα ψάρι όμορφο πολύ και το αγάπησε. Βούτηξε στο νερό και ζήτησε την αγάπη του. Το ψάρι του έδωσε τη σιωπή του, μα ζήτησε ως ενέχυρο τα φτερά του αγγέλου. 

Την επόμενη μέρα το ψάρι κολυμπούσε ανάμεσα στα νούφαρα, είδε έναν βάτραχο να στέκει ακίνητος και τον αγάπησε. Ανέβηκε στο νούφαρο και ζήτησε την αγάπη του. Ο βάτραχος του έδωσε τη φωνή του, μα ζήτησε ως ενέχυρο τα φτερά του αγγέλου. 

Την επόμενη μέρα ο βάτραχος χοροπηδούσε στον κήπο του αγγέλου, τον είδε να στέκεται λυπημένος σε μιαν άκρη του και τον αγάπησε. Στάθηκε πλάι του και ζήτησε την αγάπη του. Ο άγγελος του έδωσε τα μάτια του νέου μα ζήτησε ως ενέχυρο τα φτερά του. 

Κι ύστερα πέταξε ψηλά πάνω απ’ την πόλη μας και χάθηκε. Και δεν αγάπησε ξανά κανέναν. 

Συμπέρασμα πρώτο: είμαστε το ενεχυροδανειστήριο των ερώτων μας 
Συμπέρασμα δεύτερο: τα ψάρια αγαπάνε τους βατράχους
Συμπέρασμα τρίτο: Το πιο πολύτιμο ενέχυρο στην αγάπη είναι η ελευθερία.



***
ο πίνακας είναι του John Wilde

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Το παραμύθι του λουλουδιού που άνθισε


Μια μέρα ένα λουλούδι άνθισε κι ήταν τόση η χαρά του, που μοσχοβόλησε ο τόπος γύρω του και τα ζουζούνια του αγρού και οι μέλισσες ήρθαν και τρύγησαν το νέκταρ του και το γονιμοποίησαν. Και τα πουλιά που περάσαν από ‘κει ή στάθηκαν στα κλαδιά των κοντινών δέντρων είδαν όλο αυτό το ξέφρενο πηγαινέλα κι αρχίσαν το τραγούδι. Και τα σύννεφα ακούσαν το τραγούδι των πουλιών και πλεχτήκαν στο χορό τους κάνοντας παράξενα σχήματα ψηλά στον ουρανό, που έμοιαζαν με μάχες κι έρωτες και άλλα τέτοια μπερδέματα. Τα είδαν οι παραμυθάδες, που παρακολουθούν με τις ώρες συνήθως πράγματα φευγαλέα και παράλογα, κι έγραψαν παραμύθια. Για δράκους και παλικάρια και κορίτσια και περιπέτειες σε δάση και βασίλεια έγραψαν.

Τα παραμύθια είναι η ηχώ μιας ανθοφορίας.

***
Ο πίνακας είναι του Xul Solar

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Το παραμύθι του βιβλιοθηκάριου, του λαουτιέρη και του παραμυθά


Ζούσε ένας βιβλιοθηκάριος. Ανάμεσα στα βιβλία που περίμεναν να διαβαστούν και στους ανθρώπους που τα αναζητούσαν ζούσε. Και κανόνιζε τα συνοικέσια του πνεύματος κι ήταν και οι άνθρωποι γι’ αυτόν βιβλία, «ο καθένας, και μια ιστορία ειπωμένη» συνήθιζε να λέει. Και όταν γέρασε πολύ, έλεγε πως «δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο βιβλία υπάρχουν». 

Ζούσε ένας λαουτιέρης. Ανάμεσα στο λαούτο του που κελαηδούσε τα βάσανα των ανθρώπων και στους ανθρώπους που βασανίζονταν ζούσε. Και κανόνιζε τα συνοικέσια της μουσικής και οι άνθρωποι γι’ αυτόν ήταν τραγούδια, «ο καθένας και μια ιστορία τραγουδισμένη» συνήθιζε να λέει. Και όταν γέρασε πολύ, έλεγε πως «δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο τραγούδια υπάρχουν». 

Ζούσε ένας παραμυθάς. Έλεγε πως δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο παραμύθια υπάρχουν.

***
ο πίνακας είναι του Xul Solar

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Το παραμύθι των δυο πηγών



Μια φορά ήταν μια πηγή στην κορυφή ενός λόφου. Κόσμος και ντουνιάς, άνθρωποι, πουλιά και ζωντανά έρχονταν να ξεδιψάσουν από το νερό της, άλλος γλυκός και τρυφερός, άλλος λαίμαργα πίνοντας, άλλος με το ραμφάκι του και άλλος με τις χούφτες απλωμένες. Κι όλοι φεύγαν ευχαριστημένοι που χόρταιναν τη δίψα τους. Κι η πηγή ήταν ευτυχισμένη. Όχι για όλη ετούτη τη ζωή και τη βουή τριγύρω της, αλλά για το νερό που πήγαζε από μέσα της, γιατί οι πηγές για ‘τούτο θα χαίρονται και τίποτα άλλο δεν θα τις νοιάζει μάλλον. Μια μέρα στην πηγή ήρθε κι έκατσε ένα όμορφο παλικάρι, έσκυψε, τα χείλη του φιλήσαν το νερό και τα χέρια του το χάιδεψαν, όπως χαϊδεύουν άγουρα αυτά άγουρο στήθος με άγουρο έρωτα, σύγκορμα τρέμοντας και τρίζει ο ουρανός και του Άδη ακόμη και τα πιο σκοτεινά λαγούμια. Κι ύστερα κάθισε στο πλάι και πήραν στα μάτια του να τρέχουν δάκρυα κι ένα τραγούδι αρχίνισε να λέει για του έρωτα τα πάθη, για την αγάπη που προδόθηκε.

Πέρασε καιρός. Ο νέος δεν έφυγε ποτέ από ‘κει. Με τα χρόνια γέρασε, τα γένια, τα μαλλιά του ασπρίσαν και μακρύναν, βρύα φυτρώσαν στα χείλη του και σαλιγκάρια σύρθηκαν στα χέρια του. Το τραγούδι του σώπασε, όμως τα μάτια του ποτέ δεν στέρεψαν. Μια νύχτα η σελήνη τον σκέπασε το μαγικό της σάλι κι έγινε ευθύς πέτρινη πηγή κι αυτός. Κι οι άνθρωποι, τα πουλιά και τα ζωντανά έρχονταν να ξεδιψάσουν πια στις δυο πηγές στην κορυφή του λόφου.

Υπάρχουν πηγές που χαίρονται να αναβλύζουν το κρυστάλλινο νερό, κι άλλες που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.

***
ο πίνακας είναι του Grand Wood

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Το παραμύθι του μεταχειρισμένου πουκάμισου



Ήταν μια φορά ένα πουκάμισο αντρικό, κρεμασμένο στην καρέκλα ενός υπνοδωματίου. Κάποια στιγμή μπήκε στο δωμάτιο  ένας άντρας, άνοιξε ένα παράθυρο και ξανάφυγε. Ένα αεράκι τάραξε την ακινησία του χώρου, τα πάντα εκεί μέσα ανατρίχιασαν, και το πουκάμισο άρχισε να φουσκώνει σαν μπουμπούκι που βιάζεται ν’ ανθίσει  ή σαν πουλί που ετοιμάζεται να πετάξει. Κι αλήθεια λίγη ώρα μετά άρχισε να πετάει μες στο δωμάτιο, πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο και ύστερα χάθηκε στο φως της μέρας. Πετούσε για ώρες πάνω από την πολιτεία μαζί με τα πουλιά και με τα σύννεφα κι ήταν αληθινά πολύ ευτυχισμένο. Κι όταν χόρτασε πια όλη ετούτη τη χαρά κι είχε πάρει να πλησιάζει η νύχτα, βρήκε ένα σπίτι στην άκρη της πόλης με απλωμένα ρούχα στην αυλή του και πήγε και κρεμάστηκε στο σκοινί του κουρασμένο. Η γυναίκα του σπιτιού μάζεψε τα ρούχα, όμως ο γιος της ζήτησε ένα πουκάμισο καθαρό. Απόψε θα έβγαινε βόλτα με το κορίτσι του κι ήθελε να είναι όμορφος. Η μάνα πήρε το κοιμισμένο πουκάμισο, το σιδέρωσε και του το έδωσε. Το έβαλε εκείνος κι έφυγε. Κι εκείνη στάθηκε για λίγο στο κατόπι του παρακολουθώντας τον να σβήνει μες στη νύχτα. Κι ύστερα έκλεισε πίσω της την πόρτα και πήγε να ξαπλώσει.

Να αγαπάτε τα μεταχειρισμένα πουκάμισα– κάποτε ταξίδεψαν μαζί με τα πουλιά και τα σύννεφα.

***
ο πίνακας είναι του Richard Diebenkorn

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Το παραμύθι του Αγίου που έπεσε στη γη


Ήταν μια μέρα ένας Άγιος. Ακροπατώντας στα σύννεφα αφηρημένος, σκόνταψε, και τσουπ έπεσε στη γη. «Έργο του θεού μου είναι κι αυτή» σκέφτηκε και άφησε να τον παρασύρει η χαρούμενη ανάμνηση της ζωής καθώς περπατούσε: χιλιάδες λουλούδια, εκατομμύρια, λογιών λογιών χρώματα και σχήματα κι οσμές και γύρω πεταλούδες και ζουζούνια που πίναν λαίμαργα τους χυμούς της άνοιξης και ξάφνου... Ξάφνου εμπρός του είδε ένα νέο ξαπλωμένο στο χορτάρι, με το κεφάλι γυρτό στο πλάι και τα χέρια απλωμένα και λυγισμένα πίσω στο σβέρκο και το πουκάμισό του ανοιχτό και τα μάτια του κλειστά. Κι ο Άγιος θυμήθηκε τι είναι ο έρωτας και μια μεγάλη ταραχή τον έπιασε που θα έπρεπε να επιστρέψει στην αγάπη του θεού του.

Τότε, έσκυψε, πήρε στην αγκαλιά του τον κοιμισμένο νέο και ανελήφθη εις τους ουρανούς. Οι άνθρωποι λένε πως ο θεός παίρνει κοντά του τους ανθρώπους που αγαπά, όμως εμείς το ξέρουμε καλά πως τους παίρνει κοντά του γιατί δεν θέλει να χάνει τους Αγίους του.

***
ο πίνακας είναι του Grand Wood

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Is there anybody inside here?



Τα φώτα χαμηλώνουν, ακούς την ανάσα των θεατών που περιμένουν το έργο να αρχίσει, ακούς την καρδιά σου ν’ αδημονεί όπως αδημονούσε ν’ αγγίξει ή έστω να δει την έφηβη σάρκα χρόνια πριν σαν δευτερόλεπτα. Η μουσική των Pink Floyd σβήνει αναπάντητη, «είναι κανείς εκεί έξω;». Θες να βγεις στη σκηνή, εγκλωβισμένος στον φωτεινό κύκλο του φόλοου σποτ (ή προστατευμένος σε αυτόν) και να ρωτήσεις ευγενικά «είναι κανείς εδώ μέσα;». Έχεις την αγωνία πως κάποιος είναι εντός σου, τον ξύπνησες και γυροφέρνει ψάχνοντας, δεν ξέρεις τι, δεν ξέρεις γιατί, ακούς το σούρσιμο από τις παντόφλες του, η ανάσα του βρωμάει αλκοόλ, τα χείλη του φλέγονται, τα μάτια του πνίγονται, τα χέρια του σκάβουν βαθειά στη γη και ξεριζώνουν τους νεκρούς. Κάποια στιγμή κάθεται εντός σου, ανοίγει την εφημερίδα του και σε ρωτάει σχεδόν βαριεστημένα «λοιπόν Τζωρτζ πώς είσαι;». Οι σκέψεις σου σε πάνε και φεύγεις, βγαίνεις στη σκηνή, ρητορεύεις για την κοινωνική αδικία και την καλλιέργεια του ωραίου. Μέσα σου όμως σήκωσε αέρα, μια αγωνία ξεμυτίζει, σιγά-σιγά σε πλημμυρίζει:

Στην ερώτηση που τελικά δεν έκανες, μην υπάρξει απάντηση. Υπάρχει κανείς εδώ μέσα;



Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Το παραμύθι της Σίλιας



Μια φορά ήταν ένα κορίτσι που δεν χωρούσε στο σώμα του. Δεν υπέφερε την ακινησία του ύπνου τα βράδια με πανσέληνο, δεν συμφωνούσε σχεδόν ποτέ με τις διαδρομές των ποδιών της, δεν συναινούσε στις αγκαλιές, τις χειραψίες και τα χάδια των χεριών της. Και  μια μέρα σηκώθηκε κι έφυγε από το σώμα της κι άρχισε να χορεύει, να χορεύει σε σπίτια κι αυλές και δρόμους, έμπαινε κι έβγαινε από καθρέφτες πυροβολώντας τα είδωλα των ανθρώπων με άναρθρες κραυγές ή άλλοτε στεκόταν κουλουριασμένη στο ταβάνι της κρεβατοκάμαράς της για ώρες μουρμουρίζοντας ακατάληπτες φράσεις ή ξάπλωνε γυμνή στους τάφους των επιφανών στα νεκροταφεία και άνθιζε το στήθος της ανάμεσα στα κυπαρίσσια.

Οι άνθρωποι λένε πως τα φαντάσματα είναι άνθρωποι που αρνήθηκαν τον έρωτα, όμως εγώ λέω πως είναι οι χορευτές του ανείπωτου.

***
Το έργο είναι του Antonio Berni

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Ένας Βρετανός περιηγητής στην Ελλάδα του 1946


Ήταν το 1947 όταν στο Λονδίνο τυπώθηκε από τον John Murray ένα κάπως ιδιαίτερο ταξιδιωτικό βιβλίο με τον τίτλο "Classical Landscape with figures". Συγγραφέας του ήταν ο Βρετανός γελοιογράφος, συγγραφέας, ιστορικός της αρχιτεκτονικής και σκηνογράφος Osbert Lancaster. Θέμα του βιβλίου η Ελλάδα, μια περιήγηση στα τοπία και τους ανθρώπους της " από την εποχή του Αγαμέμνονα μέχρι τον Παπανδρέου". Το ταξίδι του Λάνκαστερ έγινε αμέσως μετά τον Πόλεμο και εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Το δεύτερο δηλώνεται και αισθητικά καθώς ανοίγοντας το βιβλίο πέφτεις πάνω σε ένα δίφυλλο πολιτικών συνθημάτων (αρκετά ανορθόγραφων είναι η αλήθεια) από τους τοίχους της Αθήνας που εμφατικά αντικατοπτρίζει την πόλωση της εποχής.



Οι περιοχές που περιδιαβαίνει στις σελίδες του ο συγγραφέας είναι βέβαια η Αθήνα και η Αττική, η Βοιωτία και η Εύβοια, η Φωκίδα, η Θεσσαλονίκη και κάποια από τα νησιά (Κέρκυρα, Κρήτη, Σάμος, Χίος, Μυτιλήνη). Είναι η "Childe Harold country", οι περιοχές που στο ποίημά του "Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ" περιγράφει ο λόρδος Μπάυρον (Μετέωρα, Γιάννενα, Δωδώνη, Άρτα, Μεσολόγγι). Στον πρόλογό του ο συγγραφέας ευχαριστεί κάποιους ανθρώπους για τη βοήθεια και τη στήριξή τους, μεταξύ αυτών το Γιώργο Σεφέρη και τον καθηγητή βυζαντικής αρχαιολογίας Ανδρέα Ξυγγόπουλο. Ποιος ήταν όμως ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, ποιος ήταν ο Osbert Lancaster;








Ο Sir Osbert Lancaster γεννήθηκε το 1908 στο Λονδίνο. Υπήρξε κορυφαίος γελοιογράφος, ιστορικός της αρχιτεκτονικής και σκηνογράφος, ενώ έγραψε και πολλά βιβλία εκλαΐκευσης της αρχιτεκτονικής. Γελοιογράφησε από το 1939 ως το 1981 στη Daily Express, αρθρογράφησε για πολλά χρόνια στο "The Architectural Review" και δημοσίευσε κριτικές τέχνης στον Observer. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου δούλεψε στο Υπουργείο Πολέμου κι ύστερα στο Υπουργείο Εξωτερικών. Το Δεκέμβρη του 1944 ορίστηκε Ακόλουθος Τύπου στη Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Το 1946 έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, την οποία ερωτεύτηκε. Η σχέση του αυτή με το ελληνικό τοπίο και τους ανθρώπους κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Προϊόν του έρωτα αυτού ήταν το Classical Landscape with figures, για το οποίο μίλησε εγκωμιαστικά ο παγκόσμιος τύπος, και το οποίο έγινε αφορμή για ένα νέο διεθνές βλέμμα στην ελληνική πραγματικότητα. Η ζωή του μετά την Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από δημιουργικό οργασμό, βιβλία, τοποθετήσεις, συγκρούσεις και υπεράσπιση της βρετανικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, σκηνογραφίες. Πέθανε το 1986. Η μόνη περίοδος που αρνήθηκε να επισκεφθεί την Ελλάδα ήταν η επταετία της Χούντας. 








Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Τα βλέμματα καμιά φορά


Τα βλέμματα είναι δρόμοι που φεύγουν 
Στρίβουν και χάνονται μακρυά
Δεν θα φτάσω ποτέ πριν απ’ αυτούς στην άκρη του κόσμου 
Αυτοί θα με οδηγούν, δεν θα ξεφύγω 
Θα τρέχω ξωπίσω τους 
Άλλοτε με λαχτάρα κι άλλοτε 
Με απελπισία 
Μια μέρα θα σταματήσω στη μέση του δρόμου νικημένος 
Θα ξαπλώσω στην ιδρωμένη άσφαλτο 
Και θα κλείσω τα μάτια 

Τα βλέμματα καμιά φορά είναι δρόμοι αδιέξοδοι

***
ο πίνακας είναι του John Rogers Cox