Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

8 εξώφυλλα του Περικλή Βυζάντιου


Το 1930 κυκλοφόρησε μια πανέμορφη σειρά ελληνικών τουριστικών οδηγών από τον Ελευθερουδάκη για την Πελοπόννησο (με εξώφυλλο τη Διώρυγα της Κορίνθου), την Αθήνα και την Αττική (με εξώφυλλο την Ακρόπολη), τη Στερεά Ελλάδα (με εξώφυλλο τη Χαιρώνεια και το λέοντά της), την Κρήτη (με εξώφυλλο τις μινωικές τοιχογραφίες), τη Θεσσαλία (με εξώφυλλο τα Μετέωρα), τη "Βορειοδυτική Ελλάδα" (με εξώφυλλο το κάστρο των Ιωαννίνων), τις "Νήσους" (με εξώφυλλο κυκλαδικό) και τη Μακεδονία [και Θράκη] (με εξώφυλλο γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά).

Έχει ενδιαφέρον τι επιλέγεται εικαστικά ως σύμβολο κάθε περιοχής (από το τεχνούργημα της Διώρυγας ως την παράδοση της Μακεδονίας και την αρχαιολογία της Κρήτης), ότι έχουμε μια από τις πρώτες εικαστικές καταγραφές της αρχιτεκτονικής των Κυκλάδων ως συμβολικής τουριστικής ταυτότητας των ελληνικών νησιών. Τα εξώφυλλα είναι του Περικλή Βυζάντιου ("ΠΒ" είναι η υπογραφή σε κάθε εικόνα του εξωφύλλου)*.

Οι οδηγοί αυτοί είναι σχετικά σπάνιοι στις ελληνικές βιβλιοθήκες και μάλιστα στη μορφή που κυκλοφόρησαν, δηλαδή όχι εκ των υστέρων δεμένοι. Ως χρηστικά βιβλία συνήθως ταλαιπωρούνταν αρκετά, οπότε λίγοι είναι σε καλοί κατάσταση.








*Την ταυτοποίηση έκανε η φίλη ιστορικός τέχνης Μαριλένα Κασιμάτη

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Με αφορμή ένα αντι-μασονικό φυλλάδιο


Βρίσκω σε μια ελληνική βιβλιοθήκη, ακαταλογογράφητο ακόμη, ένα φυλλάδιο του 1829, ένα αντιμασονικό φυλλάδιο 51 σελίδων, τυπωμένο στη Φιλαδέλφεια από τον Lebbeus Armstrong (1775-1860). Σπουδαίο εύρημα, δωρεά ενός Έλληνα εμπόρου που έζησε πολλά χρόνια στις ΗΠΑ. Σπουδαίο τόσο για τη σπανιότητά του, το θέμα, όσο και για τον τόπο που το φιλοξενεί. Όπως και να είναι, ίσως το σπουδαιότερο στοιχείο της ύπαρξης και λειτουργίας των βιβλιοθηκών είναι η σχέση τους με τους συλλέκτες και δωρητές, που είναι πολλοί, χρειάζονται τη φροντίδα, τον επαγγελματισμό και την έγνοια μας, την οποία, εδώ που τα λέμε, σπάνια συναντούν από τις (ελληνικές) βιβλιοθήκες. Θα ακούσεις συχνά να λένε οι βιβλιοθηκονόμοι "δεν έχουμε χώρο", "δεν έχουμε προσωπικό να καταλογογραφήσει (=να εντάξει στον ηλεκτρονικό κατάλογο) τις νέες προσκτήσεις", "πόσο σημαντικός είναι ο δωρητής;" και άλλα τέτοια ρεαλιστικά, μίζερα και φαιδρά ταυτόχρονα. Οι συλλέκτες βιβλίων και οι ιδιωτικές συλλογές, ιδιαίτερα στην αδύναμη θεσμικά και στο πεδίο των βιβλιοθηκών Ελλάδα, είναι πανάκριβος και σχεδόν αναξιοποίητος θησαυρός. Και αυτή η νωθρότητα των ελληνικών βιβλιοθηκών στην προσέγγιση των δωρητών είναι από τις βασικές παθολογίες του ημιθανούς συστήματός μας.

Έχει τύχει να συναντήσω μασονικά έντυπα σε βιβλιοθήκες, ελάχιστα είναι η αλήθεια - καταρχάς λόγω της θρησκευτικής μονομέρειας των ελληνικών βιβλιοθηκών, η οποία αγγίζει την ορθόδοξη θεοκρατία, αλλά και γιατί τα μασονικά έντυπα τυπώνονταν από συγκεκριμένους εκδότες/τυπογράφους και διανέμονταν μόνο στους οργανικά ενδιαφερόμενους. Έχω συναντήσει επίσης εξαιρετικά δείγματα αθωνικών διαμαχών, ιδιαίτερα ανάμεσα σε ΓΟΧ (*Γνήσιους Ορθόδοξους Χριστιανούς, "παλαιοημερολογίτες") και "νεοημερολογίτες" μοναχούς, ηγουμένους και Μονές. Ένθεν κακείθεν έντυπους λίβελους και ξεκατινιάσματα απείρου χριστιανικού κάλλους, αλλά και υβριστικής ευγλωττίας.

Τα βιβλία είναι φορείς της διαλεκτικής αντιπαράθεσης, ίχνη της όποιας βίας προχωρά τον κόσμο παραπέρα. Πώς μπορούν οι βιβλιοθήκες, ειδικά στην Ελλάδα, να θάβουν αυτή την πάλη στη σκόνη και την αφάνεια; Δεν θα ήταν χρήσιμο να βγάλουν μπροστά αυτές τις διαμάχες, να οργανώσουν εκθέσεις με το υλικό που έχουν και τις αποτυπώνει;

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Η "Λέσχη των αλλόκοτων επαγγελμάτων"


Τον "Άνθρωπο που τον έλεγαν Πέμπτη" (Αστάρτη, 1989, μετάφραση Κατερίνα Ροντογιάννη) τον είχα χαρακτηρίσει "σχεδόν ποίηση" καταγοητευμένος από τη γραφή, τη μαεστρία και την παραδοξολογία του G. K. Chesterton. Τα "Παράδοξα του κυρίου Ποντ" (Αλεξάνδρεια, 2019, μετάφραση Δημήτρης Αρβανίτης) τα είχα θεωρήσει "μια εξίσωση που δεν σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά που απολαμβάνεις τη διαδρομή προς αυτό", κυρίως γοητευμένος από την έξοχη παραδοξολογική του τέχνη. Το "Manalive" (Αστάρτη, 2020, μετάφραση Δημήτρη Κοντόπουλου), αν και στάθηκε άτυχο στη μετάφραση και την επιμέλεια, διασώζει επίσης την τέχνη της μυθοπλασίας και τις ανατροπές του συγγραφέα του, είναι βέβαια πολύ ωραία ιστορία.

Ήθελα και θέλω κι άλλον Τσέστερτον. Κι αναζήτησα στα παλαιοβιβλιοπωλεία την εξαντλημένη "Λέσχη των αλλόκοτων επαγγελμάτων" (Άγρα, 1988. μετάφραση Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη), ας είναι καλά ο "Λαβύρινθος" της Ιπποκράτους. Το ίδιο, εθιστικό, μοτίβο των ανατροπών, αστυνομικές ιστορίες χωρίς έγκλημα και θύτες, γοητευτικές κι επιδραστικές: μπορείς να ανακαλύψεις τι επηρέασε τους μεγάλους της αστυνομικής λογοτεχνίας, πχ την Άγκαθα Κρίστι, τι εδώ διασώζεται ακέραιο σε αυτή τη λεπτεπίλεπτη, κάπως ντελικάτη, βρετανικότητα που σαφώς είναι απολαυστική. Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει εκρηκτικό συναίσθημα, αλλά για τον αναγνώστη μπορεί να είναι απολαυστικά ενδιαφέρουσα και μια πιο λογικοκρατούμενη μυθοπλασία, βασισμένη στην εξωφρενική πιθανότητα τα πράγματα να είναι πολύ πιο απλά, από ό,τι φανταζόμαστε. Η μετάφραση του Πεντζίκη και η επιμέλεια είναι βέβαια εξαιρετική, κι είναι κρίμα που η Άγρα δεν επανατυπώνει κάποιες εκδόσεις της όπως αυτή ή το "Πέθανε ο σκύλος, κατά τ' άλλα όλα καλά" του Μπράντμπερι.