Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φοβερό κακό τέρας. Οι άνθρωποι το φοβόνταν γιατί τους έτρωγε και κατέστρεφε τις σοδειές και τις περιουσίες τους και καμιά φορά ερχόταν στα όνειρά τους, έβγαινε αγριεμένο μέσα από λίμνες σε ρομαντικές βαρκάδες, ή ξεπηδούσε από παιδικά κουτια ή έσβηνε το βλέμμα ενός αγαπημένου, όπως το κάρβουνο που κρυώνει πεθαίνοντας και γίνεται στάχτη. Το κακό τέρας κανείς δεν το αγαπούσε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να διαφωνήσει αν η κακία του το έκανε μισητό ή αν το μίσος των ανθρώπων για τα τέρατα το έκανε κακό.
Ώσπου μια μέρα αγάπησε το τέρας ένας παραμυθάς. Η καρδιά του φλογιζόταν στη θέα του, τα μάτια του λίμνες γεμάτες νερό το κοιτούσαν με πόθο. Κι όταν ακόμη δεν το έβλεπε, τόσο πολύ το ποθούσε που το έβαζε στα παραμύθια του να υπάρχει. Μια μέρα το τέρας συνάντησε τον παραμυθά. Και τον έφαγε. Γιατί το τέρας είναι κακό.