Το χαμόγελο δεν είναι απλά το χαμόγελο. Δεν είναι απλά το χαμόγελο ερωτικής πρόσκλησης, παιδικής ανεμελιάς ή αστικής ευγένειας. Δεν είναι απλά το εσωτερικό χαμόγελο της ψυχής. Και τέλος.
Είναι και το χαμόγελο του marketing, είναι το χαμόγελο της εξυπηρέτησης νέου τύπου, είναι το χαμόγελο της προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών, το χαμόγελο του εμψυχωτή, του διασκεδαστή, του διαφημιστή, το χαμόγελο του βιωματικού σεμιναρίου. Ας το πούμε «το χαμόγελο fast food»: «εξυπηρετείστε όλοι παρακαλώ;».
Εδώ και λίγο καιρό ο Δήμος της Αθήνας αποφάσισε με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Νιάρχου και εκτέλεση από μη κυβερνητικές οργανώσεις και αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες τη δημιουργία ενός προγράμματος ανοίγματος των σχολικών χώρων προκειμένου διάφορες πολιτιστικές, επιμορφωτικές και αθλητικές δράσεις να λάβουν χώρα εκεί. Αφού το πρόγραμμα με τον τίτλο "
Ανοιχτά Σχολεία" «επικοινωνήθηκε» με τη δέουσα προπαγάνδα ως πρωτότυπο και καινοτόμο (αν και αφορά μόλις 25 από τα 400 σχολεία του δήμου), ξεκίνησαν οι παρουσιάσεις του στα «επιλεγμένα» (βλέπε «πρόθυμα») σχολεία. Εν μέσω των παρουσιάσεων και αφού δημιουργήθηκε ιστοσελίδα και ένας κόσμος άρχισε να ενημερώνεται, το θέμα της έγκρισης παραχώρησης από το Δήμο των σχολικών χώρων επιτέλους συζητήθηκε στις Σχολικές Επιτροπές που έχουν αυτή την αρμοδιότητα. Με δυο λόγια πρώτα ανακοινώθηκε το πρόγραμμα, πρώτα μπήκαν οι οργανώσεις στα σχολεία για ενημέρωση και μετά πήραν την άδεια να μπουν (μόλις χθες αποφάσισε σχετικά η σχολική επιτροπή πρωτοβάθμιας του δήμου της Αθήνας). Εν τω μεταξύ οι περισσότεροι σύλλογοι γονέων δεν έχουν πάρει ακόμη άδεια να χρησιμοποιούν τους χώρους των σχολείων τους
Ένα από τα σχολεία που θα φιλοξενήσουν του πρόγραμμα επισκέφτηκα χθες, προκειμένου να έχω από κοντά άμεση άποψη. Η παρουσίαση ήταν στημένη με τον τρόπο του προσηλυτισμού, ήταν μια οργανωμένη παράσταση που τοποθετούσε τους συμμετέχοντες στα τραπεζάκια τους, στις ομάδες τους, στη μικροκοινότητά τους, με ταμπελάκια στο στήθος που έγραφαν το όνομά τους (Γιώργος, Μιχάλης, Μαρίνα…) Μπαίνοντας στην αίθουσα την ώρα που ξεκινούσε η παρουσίαση μού ζητήθηκε μεγαλόφωνα από την εμψυχώτρια/συντονίστρια/παρουσιάστρια να επιλέξω σε ποιο τραπέζι θα κάτσω. Απάντησα πως προτιμώ να μείνω όρθιος, και στην επιμονή της να ενταχθώ επέμεινα πως η δική μου θέση είναι αυτή που επέλεξα: όρθιος στην πόρτα δεξιά. Ο μικρός αυτός διάλογος είχε ήδη έναν παράδοξο αρχικά εκνευρισμό που προκάλεσε μάλλον και στους δυο μας αμηχανία, αφού γινόταν εκτός του γενικού πλαισίου ευγένειας και τιθάσευσης: τα περίπου 10 νεαρά παιδιά που θα παρουσίαζαν και θα υποστήριζαν το πρόγραμμα καθόλη τη διάρκεια της υποδοχής και της παρουσίασης ήταν πολύ χαρούμενα για κάποιο λόγο και χαμογελαστά που μας υποδέχονταν στο σχολείο μας και που μας έλεγαν για τη γειτονιά μας και τα ανοιχτά σχολεία μας που ούτως ή άλλως είναι ανοιχτά αφού τα ανοίγουμε εμείς οι γονείς χρόνια τώρα. Οπότε η δική μου άρνηση να τοποθετηθώ στο πλαίσιο και τον κανόνα, παρόλη την επιφανειακή ευγένεια, έμοιαζε να αρνείται το πλαίσιο παρουσίασης. Παρακολουθούσα τους λιγοστούς υπόλοιπους γονείς, λίγο αμήχανους με όλο τούτο το χαρούμενο σινάφι, αλλά προφανώς θετικούς και με αρκετή περιέργεια. Η παρουσίαση δεν ήταν συζήτηση, η ορθότερα δεν ήταν συζήτηση εκτός του πλαισίου. Σκέφτηκα να διατυπώσω τις αντιρρήσεις μου, αλλά θα έπρεπε να διακόψω και να παραβιάσω το χαμόγελο. Θα μπορούσα έστω να ρωτήσω με ποιο τρόπο επιλέχθηκαν τα σχολεία και αν ειδοποιήθηκε και πώς η γειτονιά, τα άλλα σχολεία. Θα μπορούσα ρε παιδί μου να ρωτήσω ποιος σας έδωσε την άδεια να μπείτε, αφού μόλις τώρα έρχομαι από τη συνεδρίαση της σχολικής επιτροπής που γνωμοδότησε θετικά. Θα μπορούσα τέλος να πω πως τα σχολεία τα ανοίγουμε οι σύλλογοι, κάνουμε δράσεις πολιτιστικές και αθλητικές, δράσεις αλληλεγγύης και βοηθάμε το σχολείο να τα βγάλει πέρα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Κι αν έπαιρνα φόρα θα τους έλεγα πως μόνο χτίζοντας τους κοινωνικούς μας δεσμούς συλλογικά από κάτω αυτενεργώντας χτίζουμε τη διεκδίκηση, την ταξική συνείδηση, την αισιοδοξία των ανθρώπων γύρω μας κι εμάς των ίδιων. Ο χορηγός που ξεπλένει με ελεημοσύνες το αίμα και τον ιδρώτα των θυμάτων τόσων χρόνων ποντοπόρας ναυτιλίας αυτό που πετυχαίνει είναι να αντιμετωπίσει μια υπαρκτή ανάγκη δημιουργικότητας και συνοχής αποκοιμίζοντας. Μετατρέπει τους αποδέκτες της προσφοράς του σε παθητικούς συμμέτοχους, κι απαλύνει τις εγκληματικές ελλείψεις του δήμου. Αλλά όλο αυτό θα παραβίαζε το χαμόγελο των οργανωτών (δεν προβλεπόταν εξάλλου η απορία και η αμφισβήτηση στη διαδικασία). Και επίσης θα παραβίαζε την αποδοχή αυτού του πλαισίου από τους λιγοστούς συμμετέχοντες. Τι νόημα θα είχε η παρέμβασή μου;
Κι έτσι, άνοιξα την πόρτα κι έφυγα με το φίλο μου το Γιάννη. Βγαίνοντας, κάποια χαμογελαστά παιδιά μας ρώτησαν γιατί φεύγουμε από το σχολείο μας και ποιοι είμαστε και αν θέλουμε να γράψουμε σε μια φόρμα τα στοιχεία μας. Κι εμείς τους είπαμε πως δεν μας ενδιαφέρει αυτό που γίνεται στην αίθουσα και πως είμαστε από την Ένωση Γονέων της περιοχής μας και πως αυτά που έχουμε να πούμε θα τα πούμε με άλλο τρόπο και πως τελοσπάντων, αν είναι, ας μας δώσουν τη φόρμα να τη δούμε. Και τότε χάθηκε το χαμόγελο και τα πρόσωπα σκληρά απάντησαν «όχι».
Βγήκαμε πια από το σχολείο και είπα στο Γιάννη «η βία του χαμόγελου… η αδυσώπητη βία του χαμόγελου που δεν σου επιτρέπει τίποτε άλλο από το να χαμογελάς και να αποδέχεσαι». Από την πρώτη στιγμή που αρνήθηκα να κάτσω σε ένα τραπέζι ήμουν πια εκτός της κοινότητας. Δεν ήταν συζήτηση, ήταν παρουσίαση. Είναι η τρίτη φορά που συμβαίνει αυτό στη ζωή μου. Η προηγούμενη ήταν όταν ήμουν φαντάρος, στη Λήμνο. Στο στρατό αρνήθηκα επίμονα να συμμετέχω στη στρατιωτική προσευχή που γινόταν κάθε βράδυ πριν πάμε τα καυλωμένα αντράκια στα κρεβάτια μας. Ήμουν ο μόνος που αρνιόμουν τη διαδικασία αυτή, αλλά όλη αυτή η αμήχανη επιμονή μου ήταν μάλλον και μια μικρή προσωπική πράξη αντίστασης στη λογική του στρατού για ομοιομορφία, πατριωτισμό και υπακοή. Δεν ήμουν ο μόνος άθεος ή αριστερός βέβαια – αλλά οι άλλοι προτιμούσαν να μη δίνουν στόχο. Οπότε γύρισε ένας τυπάκος και ρώτησε τον κολλητό μου μια νύχτα «ο Κατσαμάκης γιατί δεν κάνει το σταυρό του;». Εκείνος του απάντησε «είναι άθεος» κι ο τυπάκος μην μπορώντας να καταλάβει τι είναι αυτό επέμεινε: «δηλαδή είναι ιεχωβάς;»
Όλα όμως ξεκίνησαν στις αρχές της… μακρινής δεκαετίας του ’90, μια χρονιά ξηρασίας στη μικρή μας πόλη. Πήγαινα Λύκειο. Και δεν ξέρω πώς αλλά ο δεσπότης Κορίνθου κάλεσε τα σχολεία να έρθουν στην τεράστια μητρόπολη προκειμένου να γίνει λιτανεία να βρέξει. Μου φάνηκε παράλογο όλο ετούτο, αλλά αναγκαστήκαμε να πάμε. Όταν όμως ήρθε η στιγμή και από μικροφώνου το πολυπληθές ιερατείο ζήτησε να προσκυνήσουμε, δεν άντεξα. Σχεδόν τρομαγμένος επέβαλα στον εαυτό μου να μείνει όρθιος. Την ίδια στιγμή εκατοντάδες μαθητές των σχολείων της πόλης γονάτιζαν, και οι καθηγητές όλοι. Και μείναμε όρθιοι τρεις μονάχα: εγώ, ο ξάδερφός μου δίπλα μου και ο μαθηματικός μας. Οι μόνοι που αντιληφθήκαμε την ανυπακοή βεβαίως ήμασταν εμείς κι ο δεσπότης απέναντι που μας κάρφωνε με το θυμωμένο βλέμμα του την ίδια στιγμή που η φωνή του ντυνόταν την παρακλητική κατάνυξη. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν κλείσει τα μάτια, όπως έκανε ο διπλανός τους και ο διπλανός του διπλανού τους και ο διπλανός του διπλανού του διπλανού τους
***
το σχέδιο είναι του Keith Vaughan