Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ




«Το ποίημα βέβαια πάντα γεννιέται από μία πληγή (το πρόσωπό της σκοτεινιάζει). Και σαν (βαθιά ανάσα) προσπάθεια (κυρτώνει τους ώμους και μας κοιτάει ζαβολιάρικα) να γειάνει η πληγή, έρχεται το ποίημα και βοηθάει. Και το ποίημα είναι η ουλή που βλέπεις»

Είναι μία συνέντευξή της στο Μονόγραμμα (ΕΡΤ) το 2018 (σκηνοθεσία Χρίστου Ακρίδα), δύο χρόνια πριν πεθάνει. Νομίζω πως η Αγγελάκη-Ρουκ είναι υπέροχη ποιήτρια, ίσως η σημαντικότερη που έχουμε. Δεν στέκομαι εδώ σε αυτά. Στέκομαι στην εκπληκτική εκφραστικότητα του προσώπου της, στην πλαστικότητα των εκφράσεών της όταν μιλάει. Σαν να μην είναι λέξεις οι λέξεις της, αλλά πράξεις.

 

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Ε. Χ. Γονατάς

 

«Από όλα τα βιβλία μου, τα λεξικά αγαπώ πιο πολύ από όλα. Οτιδήποτε λεξικά. Λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, φυτολογικά, εγκυκλοπαίδειες ζώων, ελληνικές, ξένες, τα πάντα. Αυτά μ' ενδιαφέρουν.Όλη τη βιβλιοθήκη μου να μου πεις να στερηθώ - αν υπάρξει ανάγκη - τη δίνω, αλλά τα λεξικά να μείνουνε. Κατάλαβες; Και πάντοτε δεμένα με ανοιχτά χρώματα... Είναι φίλοι μου τα λεξικά... Να, άλλο εδώ αριστουργηματικό λεξικό... του Ραγκαβή... 1842... Τι λεξικό μπορεί να ήταν αυτό αυτό τότε, γιατί με ενδιαφέρει; Δεν έχουν κατασταλάξει εδώ εντελώς οι λέξεις, περιέχει εδώ εν δυνάμει ακόμη τις λέξεις... οπότε εμένα αυτό με εμπνέει, με κινεί, δεν με περιορίζει... άσε που έχει και ετυμολογίες, που μερικές φορές είναι και κωμικές... βέβαια δεν είναι και σωστές, αλλά είναι και ωραίες. Γιατί δηλαδή κι ο ποιητής τι κάνει, ετυμολογία δεν κάνει; Οι ποιητικές μεταφορές, άμα το σκεφτείς , είναι ετυμολογίες.»

Η σκηνοθεσία είναι της Εύας Στεφανή κι είναι αφημένη στους δαιδαλώδεις ρυθμούς, τις ιδέες, τους κήπους, τις αποθήκες και την καθημερινότητα του Ε. Χ. Γονατά, στον οποίο εξάλλου είναι αφιερωμένο αυτό το «Παρασκήνιο» του 1998 (ΕΡΤ). Νομίζω πως είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πορτραίτα της ελληνικής τηλεόρασης, προφανώς ο Γονατάς σαν ένας εντόπιος Μπόρχες είναι μαγικός, αλλά και το ίδιο το ντοκυμαντέρ, οι λήψεις, οι επιλογές, οι χρόνοι, οι κλειστοί και οι ανοιχτοί χώροι. Και βέβαια βρίσκω εκπληκτικό το παραπάνω απόσπασμα, από τα λίγα βιβλιοφιλικά/σχετικά με τη δουλειά του Γονατά που κατάφερε η Στεφανή να του πάρει. Το υπόλοιπο αφιέρωμα είναι αφιέρωμα στις αποθήκες, τις γάτες, τους κήπους, τα τζίνια, τα πορτραίτα...

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Κώστας Ταχτσής

 

Μία επιβατική αμαξοστοιχία περνάει από το σταθμό Πελοποννήσου κι αρχίζει να ακούγεται ένα μπουζούκι που παίζει. Το πλάνο αλλάζει κι ο Κώστας Ταχτσής περνάει από ένα οργανοποιείο του Κολωνού. Δυο άντρες καθιστοί, ο ένας μισόγυμνος γυαλοχαρτάρει ένα νέο όργανο, ο άλλος παίζει το μπουζούκι.

- Πώς είστε ρε παιδιά; Γεια!
- Γεια σου και σένα!

Το μπουζούκι σταματά, τον κοιτούν περίεργα.

- «Μπουζούκια βλέπω εδώ, ωραία παίζεις»
- ......
- Μπορώ να κάτσω;
- ....

Παίρνει την καρέκλα που ακουμπάει το πόδι του αυτός που παίζει το μπουζούκι, την πάει πιο πίσω και κάθεται.

- Ωραία παίζεις... παίξε-παίξε. Μήπως ξέρεις κανένα από τα παλιά που ξέρω κι εγώ, να το πάμε μαζί;
- ...
- Την «κοινωνία» την ξέρεις;
- Όχι
- Πώς δεν την ξέρεις καημένε, την «Κοινωνία» του Κολοκοτρώνη;

Κι αρχίζει να τραγουδάει α καπέλα «Η κοινωνία με κατακρίνει μ' έχει αδικήσει στ' αληθινά και το κορμί μου στιγμή δεν παύει να τυραννιέται και να πονά»

Δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω από αυτό το «Παρασκήνιο» του 1982 (ΕΡΤ) σε σκηνοθεσία του Τάκη Χατζόπουλου, το αφιερωμένο στον Τατχσή. Την είσοδό του σε ένα μπουρδέλο της Λεωνίδου, το κλάμα του όταν μπαίνει στο σπίτι που μεγάλωσε; Διάλεξα αυτή την κάπως εικαστική στιγμή της συνεύρεσής του με δυο άντρες και το υπαινικτικό τραγούδισμά του. Μου λείπει αυτός ο αιρετικός τρόπος της τηλεόρασης - καμία «ελεύθερη», βλέπε ιδιωτική, δεν έφτασε ποτέ εκεί. Ποτέ η ιδιωτική τηλεόραση δεν υπήρξε ελεύθερη στην Ελλάδα.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Σπύρος Βασιλείου

 

«Τότε ήρθε στο σπίτι μου και η μέλλουσα γυναίκα μου. Μου άρεσε, την κοίταζα... μετρήθηκα κάποτε κοντά της, είδα πως δεν ήταν τόσο πιο ψηλή από μένα, πως μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα. Και μια μέρα που περπατούσαμε στο δρόμο, τη σταμάτησα, την πήγα και της έδωσα μια πάστα στου Ζαχαράτου και της είπα «θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;». Τρομοκρατήθηκε. Σχεδόν σηκώθηκε κι έφυγε. Αλλά σε λίγο είπε το ναι. Αρραβωνιαστήκαμε στις 25 Μαρτίου του '41 και παντρευτήκαμε στις 27 του Απρίλη του '41, τη μέρα που μπαίνανε οι Γερμανοί στην Αθήνα»

Το συγγεκριμένο «Μονόγραμμα» (ΕΡΤ) το σκηνοθέτησε ο Πάνος Κοκκινόπουλος. Ο/Η τεκμηριωτής/τρια του ψηφιακού αρχείου της ΕΡΤ δεν καταγράφει χρονολογία - πρέπει βέβαια να είναι μέσα στη δεκαετία του '80. Έχει ενδιαφέρον εκεί που οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρονται στο έτερο ήμισυ της ζωής τους. Η έκταση και ο τρόπος και η όποια θέλησή τους να (μην) αναφερθούν σε αυτό κάνει κάπως διάφανη την προσωπική τους ζωή. Στη στιγμιότυπο, το ζεύγος Βασιλείου και η πλάτη μίας άδειας καρέκλας.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Καλοκαίρι 2025: ημερολόγιο


Η πόλη που γεννήθηκα δεν είναι όμορφη, κι ας είναι όμορφα τα παιδικά μου χρόνια σε αυτήν. Οι κάτοικοί της δεν την αγαπούν, μοιάζει σαν κάποιος να τους ανάγκασε να ζήσουν εκεί, δεν θα φροντίσουν τα σπίτια τους, τους δρόμους και τις παραλίες της. Θα ψηφίσουν χυδαίους δημάρχους και δημοτικές αρχές. Είναι μια σκουριασμένη πόλη γεμάτη σκουπίδια καλά κρυμένα στις ψυχές των ανθρώπων της, υπάρχουν κι εξαιρέσεις που αντιστέκονται.
Η πόλη που γεννήθηκα δεν είναι η πόλη που γεννήθηκα. Ίσως γεννήθηκα σε ένα αγρόκτημα με ελιές και πορτοκαλιές, ίσως γεννήθηκα στα καλοκαίρια σκαρφαλωμένος στα δέντρα, στα κάστρα και στα περιβόλια, κάτω από τους σχίνους του Σαρωνικού ή δίπλα στα κυπαρίσια, στα αρχαία όστρακα ενός λαμπρού παρελθόντος (νομίζω πως αυτό ήταν το πιο μεγάλο ταξίδι που αξιώθηκα στη ζωή μου, ταξίδι στο χρόνο). Κι αλήθεια, ίσως να μην γεννήθηκα σε ένα τόπο, μα σε ένα χρόνο, ή καλύτερα στου χρόνου τα σκορπισμένα σπόρια εδώ κι εκεί.
Απόγευμα μιας Παρασκευής του Ιουνίου. Οι άνθρωποι φωνάζουν στην παραλία. Παίζουν, γελούν, νικούν, μαλώνουν, λένε μυστικά, κοιτάζουν μυστικά. Κι ύστερα φεύγουν. Και μένει η νύχτα απορημένη πίσω τους.


***
- Τέσσερα, τέσσερα...
Τα τριζόνια στο μονότονο τέμπο της νυχτερινής τους λειτουργίας. Μεσάνυχτα Σαββάτου στα σύνορα της πόλης που γιορτάζει τον πολιούχο της. Ξεκινάει ένα από τα πανηγύρια και οι καλλιτέχνες των σκυλοδημοτικών στο parking του σταθμού του Προαστιακού μετρούν αντίστροφα. Δώδεκα το βράδυ. Γιατί μπορούν. Γενικά στην πόλη τα σκυλοδημοτικά τα αγαπούν δημότες και δημοτικές αρχές, και τον Σεφερλή αγαπούν, γιατί είναι δικό τους παιδί, γεννήθηκε εδώ. Και η αστυνομία αγαπά τα πανηγύρια, γιατί οι ώρες κοινής ησυχίας δεν υπάρχουν όταν οι πολλοί γλεντούν, μαζί με τους πολλούς κι οι μπάτσοι. Γιατί στη θεοκρατία υποκύπτουν όλες οι αρχές, κι όποιου δεν του αρέσει να πάει να ζήσει στο Ιράν. Για ώρες το echo του κλαρίνου και της λαϊκιάς τρυπάει τα αυτιά μέσα στη νύχτα. Και συναντιέται με τους ήχους ενός άλλου πανηγυριού που γίνεται κάπου αλλού μέσα στην πόλη. Ένας έξαλλος αχταρμάς αρπαχτής, γουρνοπούλας, θρησκευτικού πάθους, άμφια και λαμέ στη φόρα, μπάτσοι που λικνίζονται ράθυμα στης τσίκνας τον καπνό, σκουπίδια, πολλά σκουπίδια παντού, κολλητοί, πολύ κολλητοί, μια πόλη για τα πανηγύρια. Η Κόρινθος. Στις 06.50 τελείωσαν τα κλαρίνα, ξεκίνησαν πια να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών...


***
Έχω αράξει στη βεράντα και διαβάζω ένα διήγημα του Bradbury, ή μάλλον προσπαθώ να διαβάσω. Γιατί κάθονται εκείνες πιο πέρα και μιλούν για άντρες και γελούν και διαβάζω ξανά και ξανά τις ίδιες φράσεις και το νόημά τους εξατμίζεται σαν νερό σε πυρωμένη άσφαλτο γιατί εκείνες γελούν, γυναίκες διαφορετικής γενιάς που μιλούν για άντρες γενικά και ειδικά. Έχω διαβάσει δέκα φορές ένα διήγημα 4 σελίδων και είναι κάθε φορά σαν να το διαβάζω πρώτη. Τελικά κλείνω το βιβλίο και νικημένος αποχωρώ. Νομίζω πως τώρα γελούν με μένα...


***
Κάποια μέρα πρέπει να ασχοληθούμε επιτέλους με τη λογοτεχνία - με μια ιδιαίτερη επιμονή στα διηγήματα. Πρέπει να δούμε τι συμβαίνει ανάμεσα στις ιστορίες που τελειώνουν κι αυτές που αρχίζουν. Είναι δυνατό να μην διαβιεί τίποτα στο σύνορο; Σε ένα διήγημα του Bradbury ένας σκύλος τρέχει στο γκαζόν "με τη μισή γλώσσα του έξω από το στόμα σαν μια χαλαρά δεμένη γραβάτα, χαμογελώντας στα δέντρα". Απάντησαν ποτέ τα δέντρα στο χαμόγελο του σκύλου; Πού πήγε μετά ο σκύλος; Σε ένα άλλο διήγημα του συγγραφέα; Στο μυθιστόρημα ενός άλλου συγγραφέα; Είναι της ίδιας ράτσας τα σκυλιά της πεζογραφίας και της ποίησης; Τα σκυλιά της λογοτεχνίας ζουν και στον δικό μας κόσμο; Εμείς είμαστε ήρωες μιας ιστορίας ή ζούμε απλά τη ζωή μας; Ένας συγγραφέας ζει μέσα στις ιστορίες του ή έξω από αυτές;
Μια μέρα πρέπει να ανασκάψουμε τις ιστορίες των βιβλίων - με κίνδυνο ίσως να ανακαλύψουμε τελικά πως είναι απλά ιστορίες


***
Διαβάζω το βιβλίο μου στη σκιά του σχίνου. Νομίζω πως όλα διεκδικούν την απόλυτη κυριαρχία: μυρίζει ρετσίνι των κυπαρισσιών, το αεράκι κουβαλάει την αλμύρα της θάλασσας, το τερέτισμα των τζιτζικιών είναι σε οργιώδη έξαψη. Ό,τι θα όριζες δηλαδή ως ελληνικό καλοκαίρι. Είμαι ξαπλωμένος στο χώμα. Πάνω στα πεσμένα φύλλα του σχίνου περπατάει ένα κόκκινο έντομο, τα βήματά του δεν τα ακούει κανείς. Κάτι ψάχνει με μεγάλη σπουδή. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν το βρήκε.


***
Αν μπορούσα, δεν θα την άφηνα μόνη της. Ακόμη και τις κρύες μέρες του χειμώνα. Αγαπώ τη θάλασσα λίγο λιγότερο από τα βιβλία, λίγο περισσότερο από τους ανθρώπους. Την αγαπώ όταν νευριάζει και γεμίζει φύκια τις ακτές και ξερνάει τα σκουπίδια στις άσχημες πόλεις της επαρχίας. Κι οι άνθρωποι καμώνονται πως δεν τα βλέπουν, πως δεν είναι δικά τους.


***
Ήταν ο πρώτος ποιητής που γνώρισα στη ζωή μου, νομίζω το 1987. Ανεβαίνοντας πρώτη φορά στην Πλούμιτσα. Ήμουν 13 χρόνων, στο σχολείο είχαμε διδαχθεί ένα ποίημά του - αν και η ποίηση δεν διδάσκεται. Νόμιζα πως οι ποιητές ήταν νέοι, έτσι τους είχα φανταστεί, κι ίσως έτσι να 'ναι. Όμως ο Νικηφόρος είχε σκαμμένο το πρόσωπό του σαν αρχαία χαρουπιά. Κάτι με επιστρέφει έκτοτε στην Πλούμιτσα. Οι θείοι μου, ο Γιώργος και η Λίτσα, οι παλιές ιστορίες της Τρίπολης και της Δρακοπηγής, της Κοκκινιάς και του Αιγάλεω, οι Πιπιλαίοι κι οι Βρεττακαίοι, οι Μανιάτες και οι Αρκάδες, ο εμφύλιος, η προπολεμική ταπισερί της προγιαγιάς μου της "Χρυσοθέμης", τελικά η ποίηση. Ο Γιώργος δεν είναι ποιητής με τον τρόπο του Νικηφόρου, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να ονομάσω το ότι ανεβαίνει και ζει εδώ πάνω με την Αμυγδαλιά μονάχοι τους για μήνες, κεντρώνοντας τις αγριλιές αντίκρυ του Ταΰγετου.


***
Πέθανε ο μητροπολίτης της Κορίνθου και χθες όλη μέρα καθάριζαν κι έπλεναν την πόλη. Τόσο καθαρή είχαμε να τη δούμε από το θάνατο του προηγούμενου μητροπολίτη.


***
Μ' ετούτα και με τ' άλλα και με όλη τη χώρα να καίγεται παρατημένη στην τύχη της, δεν ξέρω τι νόημα έχουν πια (αν είχαν ποτέ), οι πολεμικοί εξοπλισμοί. Δεν ξέρω τι θα υπερασπίζονται τα F-35A, F-16 και Rafale, αφού όλα θα γίνουν στάχτη. Θα παραδώσουμε καμμένη γη στους κατακτητές - αν κι έχουμε ήδη κατακτηθεί από τις ύαινες της εγχώριας διαπλοκής.
Σκάνδαλα, ανικανότητα, αλλεπάλληλες καταστροφές, καθεστωτικός αυταρχισμός, φασισμός, ξεπούλημα κάθε τι πολύτιμου, υποδομές-θυσιαστήρια, διαλυμένο κράτος. Η κυβέρνηση της χώρας πρέπει άμεσα να παραιτηθεί.


***
Η θάλασσα έχει αυτή την ανησυχία του Αυγούστου. Φυσάει πολύ, οι παραθεριστές είναι ελάχιστοι, οι περισσότεροι απορροφημένοι στα κινητά τους. Ακόμη πιο λίγοι οι κολυμβητές, κυρίως παιδιά που παλεύουν με τα κύματα. Τζιτζίκια δεν ακούγονται, μόνο τα κύματα που σκάνε και σέρνονται στην ακτή.
Νομίζω πως ίσως να είναι τρελός, ίσως από μικρός να 'ταν έτσι, άγνωστο γιατί. Είναι μόνος, ένας γέρος που γέρνει μπροστά, έτοιμος να πέσει στο ανείπωτο. Φτάνει στην ακτή. Αφήνει μια ξεφτισμένη πετσέτα να φύγει από τα χέρια του, όπως θα αφαιρούσε ένας άγγελος τα φτερά του. Βγάζει την μπλούζα του, την αφήνει κι αυτή να πέσει, σαν γλάρος που ρίχνεται με πλάγια βουτιά στη λεία του, και προχωράει ετοιμόρροπος προς την ανταριασμένη θάλασσα. Πλησιάζει δύο εφήβους που παλεύουν με τα κύματα, τους καλημερίζει και τους χαμογελά αμήχανα. Εκείνοι δεν του απαντούν και συνεχίζουν ωραίοι κι αδιάφοροι να συγκρούονται με το πέλαγο. Εκείνος πηγαίνει ολοένα και πιο βαθιά, περνάει τη γραμμή του τυρκουάζ και μπαίνει στο σκούρο μπλε της θάλασσας που αφρίζει μανιασμένα και πιο πέρα. Μέχρι που ύστερα από λίγο το καλοκαίρι τελειώνει.


***
Όσο κι αν σας διαβεβαίωνα χθες πως το καλοκαίρι τελείωσε ξαφνικά, πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να το διαψεύσω τώρα. Πρώτα εμφανίστηκαν δύο σπουργίτια που άρχισαν να τιτιβίζουν παιχνιδιάρικα περπατώντας ανάμεσά μας σαν βιαστικές υπογραφές σε επίσημο συμβόλαιο. Ήταν λοιπόν ξεκάθαρο πως ανήγγειλαν με τον τρόπο τους τον ερχομό του. Ο τρελός γέρος εμφανίστηκε πάλι στην μισοέρημη παραλία. Κι ενώ λυσσομανούσε ο άνεμος, στάθηκε μπροστά στην αγριεμένη θάλασσα, τα μάτια του επιθεώρησαν το αφρισμένο στράτευμα, σήκωσε το χέρι του και με ένα νεύμα όλα σταμάτησαν: ο αέρας, τα όνειρα των ξεχασμένων κολυμβητών, οι σελίδες των ανοιγμένων βιβλίων. Μόνο τα δύο σπουργίτια συνέχιζαν να παίζουν αδιάφορα στο θαύμα.


***
Δεν έχω συνηθίσει να ομιλώ όπως εσείς, θα μου συγχωρέσετε ίσως τον τρόπο που κάπως θα επιχειρήσω να περιγράψω τα παρακάτω. Κοντολογίς δεν το βρίσκω απαραίτητο: για τι να πω όταν όλοι γύρω μου για κάτι μιλούν ;Τι θα πρόσθετα σε αυτή τη βουή του κόσμου; Ένας πιτσιρίκος ζητάει απελπισμένος την αγκαλιά της μαμάς του καθώς το κύμα της θάλασσας τον πνίγει - κι εμένα συνήθως με πνίγουν οι ταραχές της ζωής μου. Ένας άντρας δίπλα μας αφηγείται σε μία κυρία με κάθε αναλυτική λεπτομέρεια πώς έμαθε στα παιδικά του χρόνια να κάνει διάφορα ζογκλερικά κόλπα. Κι αλήθεια πόσες φορές δεν προσπάθησα κι εγώ να μην κόψω τα μέσα μου καταπίνοντας σπαθιά. Ένας ευειδής νεαρός ρώτησε πριν λίγο μια γηραιά κυρία "θέλετε βοήθεια;" κι αλήθεια ποιος δεν θέλει τη βοήθεια ενός ξένου, ειδικά αν του προσφέρεται. Ως κι η σιωπή των ανθρώπων γύρω μου μοιάζει να μου είναι χρήσιμη. Γιατί ποτέ η σιωπή δεν είναι σκέτη σιωπή. Εδώ που τα λέμε, το να μην πεις κάτι είναι ένας τρόπος να το πεις. Ακόμη και τα βιβλία που διαβάζω, κυρίως οι ιστορίες τρόμου και τα ποιήματα, είναι αυτά που θα ήθελα κι εγώ να αφηγηθώ.
Υπ' αυτή την έννοια λοιπόν δεν έχω ανάγκη να ομιλώ, αφού όσα χρειάζεται να ειπωθούν κάποιος άλλος τα λέει γύρω μου για μένα. Διαλέγω λοιπόν να μιλήσω με τα λόγια των άλλων
Υπ' αυτή την έννοια κακώς ερμηνεύετε τη σιωπή μου στην ερώτησή σας ως κάποιο αδικαιολόγητο σνομπισμό. Όμως αν προσέξετε καλύτερα, ήδη απαντήσατε ρωτώντας με "τι κάνετε;" Μα ακούω τον κόσμο. Έχουν τόσα πολλά να πουν...


***
Κι αν δεν συνεχίζαμε πια τη ζωή μας ως άνθρωποι; Κι αν ξερωγώ συνεχίζαμε σαν χαλικάκια σε παραλία ή σαν παμπάλαιος σχίνος ή σαν κάποιο ζουζούνι κάτω από αυτόν ή σαν ένα φιλί που δόθηκε κατακαλόκαιρο, βιαστικό αλλά με τόση ορμή; Αν έστω συνεχίζαμε το υπόλοιπο της ζωής μας σαν ένα καλοκαίρι που αποφάσισε να μην δώσει στο φθινόπωρο τη θέση του; Αν δεν κάναμε το πρώτο βήμα που είναι τόσο απαραίτητο για το πλήθος τα άλλα; Αν απλά λέγαμε "όχι"; Έγινε ποτέ αυτό; Και τι έγινε με αυτούς που αρνήθηκαν; Πού είναι τώρα; Μήπως; Μήπως το καλοκαίρι μου το πέρασα χαζεύοντας χαλικάκια, διαβάζοντας στη σκιά του σχίνου, φιλώντας για λίγα δευτερόλεπτα την καλή μου, μήπως όλα αυτά γύρω μου, ως κι η έξαψη της μέρας που τελειώνει είναι απλά όσοι κι όσες αρνήθηκαν να συμβιβαστούν; Όσοι δεν υποχώρησαν; Όσα γρανάζια δεν επέστρεψαν ποτέ στη μηχανή τους;


***
Σκληρύναν οι πατούσες μου. Μπορώ να περπατώ στα βότσαλα χωρίς να μοιάζω με σχοινοβάτη σε επίφοβη ακροβασία. Το δέρμα μου γδαρμένο από κλαδιά και γατιά, ψημένο στο αλάτι της θάλασσας παλεύει να αποκαταστήσει τη δική του τάξη. Τα μαλλιά μου μακρύναν - το επίμονο χτύπημα του ανέμου τα σμιλεύει στο μνημειακό σχήμα της ταραχής. Κι όσο το σώμα μου δοκιμάζεται από τις κακουχίες του καλοκαιριού, ημερεύουν τα μέσα μου και μαλακώνει το βλέμμα. Μπορώ να δω πια το βασίλεμα του ήλιου, την ανατολή και τις φάσεις της σελήνης, τα ποικίλα μπλε της θάλασσας του Αυγούστου, μπορώ να ακούσω τα τριζόνια τις νύχτες, τη βουή των κυμάτων, το σπάσιμο της ρώγας του σταφυλιού, τους ασήμαντους ήχους της ζωής.
Αποτιμώντας λοιπόν κάπως το φετινό καλοκαίρι θα έλεγα εντέλει αυτό: σκληρύναν οι πατούσες μου και μαλάκωσε η ψυχή μου. Αχ τα καλοκαίρια. Αν δεν υπήρχαν, θα είχαμε ολότελα χαθεί μες στα παπούτσια μας και πίσω απ' τα γραφεία και τις οθόνες μας.


***
Είναι ένας άντρας, στη θάλασσα είναι και με τα κύματα παλεύει. Νομίζω πως δεν παλεύει. Πως δεν παλεύει με τα κύματα. Με τα μέσα του παλεύει. Ίσως πάλι να είναι που τα κύματα είναι μεγάλα, μεγάλα είναι και μέσα του, αφρίζουν και δεν σταματούν. Στην ακτή να χτυπούν με μανία δεν σταματούν. Κι αέρα έχει. Κι οι γλάροι πετούν. Λευκοί, κι οι γλάροι λευκοί πετούν. Κι ο άντρας παλεύει να μείνει. Στη θάλασσα να μείνει γιατί το καλοκαίρι τελείωσε και πρέπει να φύγει. Δεν πρέπει να φύγει. Γιατί να μείνει θέλει. Εκεί να μείνει. Στα κύματα που μέσα του σκάνε με ορμή.


***
Και γυρίσαμε. Εννοώ γυρίσαμε. Κι ο καθένας βάζει κάτι στη θέση του. Κι έχω κάτσει στο τραπέζι της κουζίνας. Και χωρίζω τα βιβλία του καλοκαιριού. Όσα πρόλαβα να διαβάσω κι όσα μείναν στη μέση γιατί αλλού με πήγαιναν οι αναγνωστικές μου διαθέσεις και θα τα συναντήσω το επόμενο διάστημα. Φωτογραφίζω όσα διάβασα. Τα κοιτάζω μια τελευταία φορά πριν μπουν στο ράφι. Καθένα κι οι δικές του συνθήκες σε αυτό το δίκοχο καλοκαίρι. Η Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου (ξανά μετά από 25 χρόνια) στην Ποσειδωνία τα απογέματα του Ιουλίου, το Θείο τραγί στον κήπο αργά το βράδυ, τα Ημερολόγια των άστρων στο σχίνο του Σαρωνικού, ο Μπράντμπερι στην πολυθρόνα, ο Λοιμός στα 5Φ, ο Λάβκραφτ στο υπόγειο, ο Roth ένα σούρουπο του Ιουλίου, ο Γονατάς μετά τον Λάβκραφτ - πρόσθετα δικά μου στον Καρδινάλιο, συνδύαζα Λάβκραφτ με Γονατά, άβυσσος το μυαλό του αναγνώστη.
Κοιτάζω τα βιβλία μου, όχι σαν κάποιο τρόπαιο ανάγνωσης, αλλά σαν καρτποστάλ από τα ταξίδια του καλοκαιριού. Σιγά τα ταξίδια θα μου πεις, δίπλα είναι η Κόρινθος. Μα η Κόρινθος είναι η πύλη μου στο χθες και το αύριο, στο μέσα και το πιο μέσα μου και το πέρα-πέρα.
Έχω βάλει στο στερεοφωνικό της κουζίνας το Γουόκμαν του Μούτση. Μεταιχμιακή αυτή η ειρωνική του τρυφερότητα, σαν τις εποχές που εναλλάσσονται. Το ακούω ξανά και ξανά.

***


οι ζωγραφιές είναι της Στέλλας Κ.

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Μενέλαος Λουντέμης


- Ύστερα από 18 χρόνια στην ξενιτιά είναι και πάλι στην Ελλάδα ο Μενέλαος Λουντέμης. Στη Θεσσαλονίκη που τον συναντήσαμε θα του κάνουμε την πρώτη ερώτηση: τι αισθάνεστε κύριε Λουντέμη που ξαναβρίσκεστε στην πατρίδα;

- Είναι τόσο πολλά και τόσο σπαρακτικά αυτά που νιώθω, που δεν μπορώ να σας τα πω, είναι αδύνατο. Η θάλασσά μας, που είχα τόσα χρόνια να την δω, η Θεσσαλονίκη που είχα 35 χρόνια να την δω... Αλλά πιο πολύ με συγκίνησε η ψυχή των ανθρώπων, που έτρεμα μήπως την δω αλλαγμένη, μήπως δεν βρω την ελληνική ευαισθησία.

1976 - ο Λουντέμης αποκτά πάλι την ελληνική ιθαγένεια. Επιστρέφει στην Ελλάδα. Πεθαίνει ένα χρόνο αργότερα. Την ερώτηση την απευθύνει με εμφανή συστολή ο νεαρός τότε Μανώλης Μαυρομμάτης και ο Λουντέμης απαντά με βραχνή και πλημμυρισμένη στη συγκίνηση φωνή. Το απόσπασμα προβάλλεται στους «Ιχνηλάτες» του Δαυίδ Ναχμία το 2002 (ΕΡΤ).

Σημ.: το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε με τη βοήθεια του Σκαρίμπα. Με τη στήριξη του Μιλτιάδη Μαλακάση που επαίνεσε το πρώτο του έργο, δούλεψε ως βιβλιοθηκάριος στην «Αθηναϊκή Λέσχη»

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Δέσπω Διαμαντίδου


Η Δέσπω Διαμαντίδου πέθανε το Φεβρουάριο του 2004 - την ίδια χρονολογία έχει ως παραγωγή και το δικό της «Ταξίδι(α) στη μνήμη» (ΕΡΤ). Το ταξίδι της τελειώνει (περίπου) με τη φράση «μου λείπει τρομερά η Μελίνα». Και ακολουθεί η «Αγάπη που 'γινε δίκοπο μαχαίρι» από τη «Στέλλα». Και πάνω στη φωνή της Μερκούρη, η γερασμένη αλλά τρομακτικά γυμνή φωνή της Διαμαντίδου τραγουδά «Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι, κάποτε μου 'δινες μόνο τη χαρά, μα τώρα πνίγω τη χαρά στο δάκρυ, δεν βρίσκω άκρη, δεν βρίσκω γιατρειά». Το πλάνο είναι κοντινό και πλαϊνό και κόντρα στο φως. Ύστερα από λίγες μέρες το φως έσβησε για τη Δέσπω Διαμαντίδου.

Λέει στη συνέντευξή της: «εγώ δεν διδάσκω (θέατρο), γιατί δεν πιστεύω πολύ στη διδασκαλία... δεν έμαθα τίποτα, μπήκα στη Σχολή και βγήκα χειρότερη από ό,τι μπήκα - παρόλο ότι πήρα άριστα και με προσέλαβε το Εθνικό. Πιστεύω ότι βρίσκεις μόνος σου τον εαυτό σου στο θέατρο. Σιγά-σιγά και με σκληρή δουλειά»

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Μαρία Δημητριάδη


«Και πώς να τα ξεμπερδέψω όλα αυτά; Μέσα από τα γαλάζια μάτια του γιου μου και το τραγούδι μου»
Η Μαρία Δημητριάδη αναλογίζεται τα 14 χρόνια της στο τραγούδι και απολογείται. Στην εκπομπή «Μικρά πορτραίτα» της ΕΡΤ (1982) και στον Μανούσο Μανουσάκη. Και κάπου στο πρώτο τρίτο του φιλμ απαντάει σε όλα αυτά που τη δοκιμάζουν και τα δοκιμάζει, που τη διεκδικούν και τα διεκδικεί, με τα οποία συγκρούεται και μέσα στα οποία δημιουργεί: απεργίες, θέατρα, φεστιβάλ, διαδηλώσεις, δίσκοι, σινεμά, μπουάτ, συγκεντρώσεις σε ένα τόπο που καταφέρνει με αξιοζήλευτο ταλέντο να ισοπεδώνει το διαμάντι και το κάρβουνο, ισοπεδώνοντας το πρώτο και γυαλίζοντας το δεύτερο. «Εδώ δεν έχεις το δικαίωμα να μιλήσεις, πρέπει να είσαι το παιδί του λαού με την τραβηγμένη φωνή, τα τραβηγμένα αυτιά και τα κατεβασμένα παντελόνια».

Το παιδί κι η τέχνη λοιπόν θα μας σώσουν

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Όπυ Ζούνη

 

«... Γεννήθηκα στην Αίγυπτο και επί 21 χρόνια έβλεπα... το κίτρινο... Το φως στα έργα μου στην αρχή ήταν το κίτρινο... υπάρχουν πολλά κίτρινα... Δεν υπάρχει ένας τρόπος για να υπηρετήσεις το παραστατικό... Συνήθως ο καλλιτέχνης φτιάχνει και μετά σκέπτεται... Το αφηρημένο κομμάτι ενός έργου έχει δομή... ο κάθε άνθρωπος έχει την πικρή του ιστορία, κι αν η πικρή ιστορία είναι μικρή, παίρνει πάλι μεγάλες διαστάσεις..., το θέμα τελικά είναι να βγεις νικητής, ό,τι κι αν έχει συμβεί... στη ζωή μου δεν ξεχνώ πότε όσους ανθρώπους μου έκαναν καλό, γιατί τελικά αυτοί οι λίγοι άνθρωποι σώζουν την ανθρωπότητα, οι καλοί, οι τίμιοι... όταν ξέρεις πάρα πολλά πράγματα, αρχίζεις να λες «δεν ξέρω»... οι πολλές σπουδές στην τέχνη είναι για να μην ζωγραφίζεις τελικά... μπορώ να πω πως είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος με πολλά προβλήματα... τόλμησα κάποια στιγμή να προσθέσω το αφηρημένο στο γεωμετρικό χώρο...»

Σταχυολογώ φράσεις της Οπυς Ζούνη (1941-2008) στους «Δρόμους» της ΕΡΤ και τον Άρη Σκιαδόπουλο ένα χρόνο πριν το θάνατό της (2007). Νομίζω πως οι εικαστικοί είναι οι κατεξοχήν χειρώνακτες καλλιτέχνες, είναι εξερευνητές του φωτός, όχι του λόγου ή του ήχου. Υπ' αυτή την έννοια είναι κάπως φιλόσοφοι του ενστίκτου. Ένας καλλιτέχνης της γεωμετρίας, όπως η Ζούνη, μοιάζει χαοτική στο λόγο, σαν να μαζεύει ψηφίδες είναι όσα επιλέγει να διηγηθεί, ιστορίες της ζωής και ερμηνείες του έργου. Τελικά το ψηφιδωτό είναι μία ενιαία εικόνα που δεν κρύβει τα υλικά που τη συνθέτουν. Και είναι σημαντικό κάτι τέτοιο, όταν ο συνεντευξιαστής και ο σκηνοθέτης ενός ντοκυμαντέρ αφήνονται, δεν παραδίνονται, στο ύφος του συνεντευξιαζόμενου...

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Θωμάς Γκόρπας

 


«- οργανωμένος σε κόμμα, ποτέ! Οργανωμένος μαζικά συχνά και για πολλά χρόνια... οργανωμένος έξω απ' το Κόμμα...

- τι ρόλο λοιπόν έπαιξε αυτή η αριστερή σου επιλογή;

- ... έμαθα πολλά, κοσκίνισα πολλά πράγματα μέσα μου, γνώρισα πολλά πράγματα και ανθρώπους, αλλά μαζί και το φαρμάκι ότι αυτή η λεγόμενη αριστερά στα χρόνια που περνάγανε ολοένα και λιγόστευε...»

Ο Άρης Σκιαδόπουλος ψάχνει τον Θωμά Γκόρπα στο Νυχτερινό Επισκέπτη του 1997 (ΕΡΤ). Και τον βρίσκει οργανωμένο έξω από τις νόρμες - κατά την ποίησή του δηλαδή...

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Νίκος Καρούζος

 

Είναι νομίζω τρία πράγματα που μπορεί κανείς να προσέξει σε αυτό το μικρό απόσπασμα του «Μονογράμματος» (ΕΡΤ) του 1983, το αφιερωμένο από τους Σγουράκηδες στο Νίκο Καρούζο:

α) η σχεδόν θεατρική σκηνοθεσία του πλάνου. Ο Νίκος Καρούζος και η Μαίρη Μεϊμαράκη έχουν ήδη χωρίσει. Κάθονται στη βεράντα του σπιτιού. Εκείνος εμπρός από το παράθυρο. Εκείνη μακρυά του, μπροστά από την πόρτα. Και τα δύο ανοίγματα είναι ανοιχτά. Στο κάτω μέρος του πλάνου, ανάμεσά τους, μια παράδοξη νεκρή φύση αφημένη μάλλον όχι τυχαία: τέσσερα πορτοκάλια και μια κούπα καφέ

β) ο ποιητής διαβάζει ένα ποίημα για τη Μαίρη κι ύστερα λέει: «από τότε που γνώρισα τη... Μαίρη... μου συμπαραστάθηκε επί πολλά χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου το έγραψα μαζί με τη Μαίρη και είχε ένα θαυμάσιο πάντοτε γούστο στο να κρίνει τα πράγματα...»

γ) εκείνη δεν απαντά, δεν μιλά, μοιάζει να μην αντιδρά. Ίσως από συστολή

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Το ποίημα του Αντώνη

 

Οι λέξεις μου λιποτακτούν
Φτάνω στη μάχη
Αποδεκατισμένος
Όχι γιατί κουράστηκαν να πολεμούν
Όχι γιατί δεν θέλουν να θυσιαστούν
Για το καλό ενός νοήματος
Δεν λιποψυχούν
Δεν ορρωδούν

Μόνο τους πήρε το μυαλό
Ένα ηλιοβασίλεμα
Κι η γυμνή σιωπή

***
Ο πίνακας είναι του Andrzej Wróblewski

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

Το ποίημα της Φωτεινής



Το ποίημα δεν είναι
Προσευχή
Δεν ζητάς τις πρεσβείες
Δεν υπόσχεσαι κεριά
Ούτε αφιερώματα με χαραγμένα χείλη
Χαραγμένα μάτια
Ή στήθη στου πάθους τα εικονίσματα
Στις εκκλησίες που κάποτε λειτουργήσαμε
Είναι

Ραντεβού που αναβλήθηκαν
Όνειρα που δεν απαντήθηκαν
Πεθαμένα σκαθάρια
Υποσχέσεις που τηρήθηκαν
Αποστολές που στέφθηκαν με επιτυχία
Ρούχα που στέγνωσαν στην ταράτσα
Άδεια ρούχα γυμνών αγγέλων
Δεν είναι.

Τα ποιήματα είναι νυκτόβια πουλιά
Με ορθάνοιχτα μάτια σε κοιτούν μέσ' στο σκοτάδι
Μόνο οι οιωνοσκόποι μπορούν
Να μαντέψουν
Τι ανακάλυψαν
Στις ατσαλάκωτες νύχτες
Της ανθρωπότητας.

***
ο πίνακας είναι του Παλαιστίνιου ζωγράφου Tayseer Barakat

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Ελένη Βακαλό

 


- Μπορώ να καπνίσω;
- Βεβαίως!
- Ευχαριστώ!

Η συνέντευξη δίνεται στον Άρη Σκιαδόπουλο και στο «Νυχτερινό επισκέπτη» (ΕΡΤ) το 1996. Μοιάζει κάπως περίεργο να ρωτάει η Ελένη Βακαλό (1921-2001) αν μπορεί να καπνίσει, δεδομένου: α) ότι θα κάπνιζε όπως και να ήταν β) η συνέντεξη δίνεται στο σπίτι της (στην Πλατεία και οδό Παπαδιαμάντη στην Κυπριάδου). Είναι αυτή η μικρή και μεγάλη ευγένεια, αν και είμαι σχεδόν σίγουρος πως το θέμα του τσιγάρου θα είχε συζητηθεί από τα πριν, αφήστε που στην ουσία ακούγεται μία ερώτηση χωρίς ερωτηματικό.

- Μου είπατε πριν πως ανήκετε στον αντιεξουσιαστικό χώρο.
- Στον αντιεξουσιαστικό λόγο γενικώς

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Νίκος Χουλιαράς

 


1985. Στο «Ζωντανό Μουσείο», την εκπομπή της Βεατρίκης Σπηλιάδη στην ΕΡΤ, ο Νίκος Χουλιαράς καταθέτει τα αισθητικά στοιχεία που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του δίνοντας παράλληλα και κάποια κλειδιά για την ερμηνεία των εικαστικών (και όχι μόνο) εμμονών του. Οι σκιές των έργων του ας πούμε, έχουν τις ρίζες τους στο θέατρο σκιών, στον Καραγκιόζη και τις παιδικές παραστάσεις που έστηνε ο ίδιος. Κυρίως στην παρουσία των σκιών των δέντρων της αυλής, των παιδιών και βέβαια στις σκιές εισαγωγής και αποχώρησης των φιγούρων στον μπερντέ. «Ένα από τα πράγματα που επηρέασαν τη ζωγραφική μου ήταν ο Καραγκιόζης που έπαιζα στην αδερφή μου και στα άλλα παιδιά στον κήπο του σπιτιού μας» αναφέρει ο υπέροχος ζωγράφος, πεζογράφος, ποιητής και μουσικός.

Νομίζω πως ζωγράφοι και ποιητές είναι αυτοί που διασώζουν τελικά τις μικρές και σύντομες και εύθραυστες κινήσεις της ζωής.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Μίλτος Σαχτούρης

 

Ο Σαχτούρης πέθανε ένα χρόνο μετά από αυτή την εκπομπή (Παρασκήνιο, 2004). Στα τελευταία πλάνα απαντά με δυσθυμία, δηλώνει κουρασμένος, δέν έχει τι να πει, κάπου είναι μπερδεμένα τα καινούργια ποιήματά του, αρρώστησε πρόσφατα, δεν θέλει να μιλήσει. Κι ο Λευτέρης Ξανθόπουλος τον παλεύει λίγο, μήπως πάρει κάποια φράση του. Τον ρωτάει λοιπόν για το σχολείο του, αν έκαναν σκασιαρχείο τότε,

-«Ουου, αγρίως» απαντά και μοιάζει σαν να μπόρεσε πάλι να ξεφύγει.

Και σκέφτομαι, καθώς τον ακούω: πάντα σκασιαρχείο έκαναν οι ποιητές, ειδικά ο Σαχτούρης.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Μελίνα Μερκούρη

 


- Ο έρωτας τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σου;
- Αχ.... αχ...

Μελίνα Μερκούρη (1920-1994). Απαντώντας στο δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή σε εκπομπή του 1994 (ΕΡΤ).

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Εκπομπές στο Αρχείο: Δημήτρης Χριστοδούλου

 

«Εκεί λοιπόν, στο κέντρο αυτού του τυφώνα, γεννιέται ένα παιδί - όπως χιλιάδες παιδιά που διοχετεύθηκαν μες στη ζωή, που εν πάσει περιπτώσει φτιάξανε αυτή τη χώρα. Ωστόσο, ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά, ήταν κι εκείνα με την ιδιαίτερη ευαισθησία, που κάπως αλλιώς βλέπαν τον κόσμο. Δηλαδή τα παιδιά που χρειάζονταν παιδεία, βιβλιοθήκη, μουσική, μουσείο - να πλησιάσουν το χώρο της ευαισθησίας. Πράγματα ανύπαρκτα. Ωστόσο εάν δεν είχαμε τις βιβλιοθήκες, είχαμε μια τεράστια ανθρωπιά γύρω μας. Είχαμε τον ανθρώπινο πόνο κοντά μας, στα μάτια μας...»

Δημήτρης Χριστοδούλου (1924-1991). Στο «Μονόγραμμα» της ΕΡΤ (1986).

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Το ποίημα του Νίκου Κ.

 


Ο ποιητής πίνει νερό
Δεν διψά
Πίνει νερό
Δεν χορταίνει
Πίνει νερό
Δεν πίνει νερό

Ο ποιητής είναι η πολυσημία του ποιήματος
Το υπόλοιπο είναι ένας άνθρωπος
με ένα ποτήρι νερό στο ένα του χέρι


***
Ο πίνακας είναι του Andrzej Wróblewski


Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Το ποίημα του κυρίου Νίκου

 

Με χτυπούσε η βροχή σαν τις λέξεις
Κι ήθελα να σου πω
Δεν βρέχει, δεν είναι νερό
Κάθε σταγόνα είναι το μαχαίρι στο χέρι
Που με καρφώνει
Το αίμα μου πλημμυρίζει τους δρόμους
Κι οι άνθρωποι κρύβονται στα σπίτια τους
Μην λερωθούν

Γιατί το αίμα δεν βγαίνει εύκολα από τις συνειδήσεις.

***
Ο πίνακας είναι του Andrzej Wróblewski

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Μεγάλη εβδομάδα του 2025

 

Ένα απλωμένο σάβανο πάνω σ' ετούτη την άνοιξη, και σε αυτή την άνοιξη - με τον τρόπο του Άρη Μαραγκόπουλου. Κι εμείς ανεβαίνουμε στην Παναγιά των Βράχων, στην εμπασιά της Νεμέας, μια Παναγιά σκαρφαλωμένη στο Πολυφέγγος. Μεγάλη Δευτέρα. Ένα όρνιο αρπάζει ένα αρνί. Μια μάνα κρατάει το παιδί της αγκαλιά δίπλα σε μια κολυμπήθρα, ένα κανάτι, φτερωτοί άνδρες, αντίρροπες σκέψεις, άσχημη πόλη η Νεμέα, άσχημη μέρα η σημερινή, σαβανωμένη Άνοιξη κι η ομορφιά των βυζαντινών μορφών κι οι κουτσουπιές και τα κίτρινα λιβάδια κι οι ανθισμένες πορτοκαλιές κι η εκδρομή όχι στον τόπο - στους χρόνους εκδρομή...
***


Επιλέγουμε τα τελευταία χρόνια για Επιτάφιο ένα μοναστήρι μετά το Λουτράκι, στο δρόμο της Περαχώρας. Αυτό το λέω, για το δρόμο εννοώ, γιατί όταν ήμασταν μικροί λέγαμε μια φράση πως ένας δρόμος ήταν τόσο κακός και γεμάτος στροφές "σαν το δρόμο της Περαχώρας". Ήθελα κάπως να πω γι' αυτή την παιδική μας ιδιόλεκτο. Έκτοτε μεγαλώσαμε βέβαια, κι οι δρόμοι μας πήγαν πολύ πιο μακριά από την Περαχώρα κι ίσως καταλάβαμε πως υπάρχουν χειρότεροι και πιο κακοτράχαλοι δρόμοι από αυτόν, κυρίως της ζωής. Νομίζω πως από 'κει πάνω συνειδητοποιείς πιο εύκολα πως η ποίηση της απώλειας, ο μελωδικός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής συντονίζεται κάπως με την ομορφιά της ανοιξιάτικης μέρας που τελειώνει με μια κατάφαση. Μπορείς απλά να αποδέχεσαι τη φυσικότητα του τέλους γαληνεμένος από όσα αποκαλύπτει ένα απόγευμα που το σβήνει η γομολάστιχα του χρόνου. Σκεφτόμουν πώς θα προτιμούσα το χριστιανισμό, αν με αφορούσε κάπως η μεταφυσική αγωνία. Αυστηρό ή ανεκτικό; Η αυστηρότητα θα απαιτούσε το δύσκολο δρόμο της αγάπης, δεν είναι διόλου εύκολο να αγαπάς, να συγχωρείς, δεν είναι απλό πράγμα η σεμνότητα. Δεν χωράει αυτάρεσκους ταυραμπάδες και υποκριτές με μεγαλόσταυρους, δεν χωράει κενά βλέμματα που μουρμουρίζουν εγκώμια χωρίς ποτέ να προσπάθησαν να καταλάβουν. Ή ένα χριστιανισμό ήπιο κι ανεκτικό, σχεδόν ευρύχωρο που να υπομένει τη λατρευτική συνήθεια των κατ' έθος πιστών, το ταυτόχρονο ήχο της καμπάνας και των νομισμάτων του παγκαριού, την ψευτιά της σωτηρίας της ψυχής κι εντέλει να ακυρώνει την ίδια την ελπίδα της σωτηρίας; Δεν ξέρω αν υπάρχουν ταυτόχρονα αυστηρές και γελαστές θρησκείες. Πάντως για τους πιστούς τους οι θρησκείες είναι λιγότερο σημαντικές, από ό,τι για τους άπιστους ή τους άθεους. Εύκολα δέχεσαι κάτι φέρνοντάς το στα μέτρα σου.

Αντιμετωπίζω τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής με την ίδια συγκίνηση που ακούω τα κοτσύφια να κελαηδούν στις γωνιές της Άνοιξης.
***



Σήμερα το απόγευμα κάπως χάθηκα στο κελάηδισμα των κοτσυφιών. Φαντάστηκα πως τα πουλιά μπορεί να είναι ήχοι φτερωτοί και μόνο. Χωρίς σώμα, χωρίς υλική παρουσία. Τα έγχορδα της μέσα φύσης των πραγμάτων. Σαν ρωγμές της ανυπαρξίας.
Ύστερα νύχτωσε και οι ρωγμές έκλεισαν. Κι εγώ προσποιήθηκα πως δεν τις διέκρινα...
***

Και σβήνει σιγά-σιγά το φως. Ξεφλουδίζει η μέρα της Ανάστασης. Κι ακούγεται στο τραπέζι η φωνή της Μοσχολιού να περιγράφει ακριβώς αυτή τη σταδιακή συσκότιση. Άλλο ένα Πάσχα οικογενειακό τελειώνει. Έχουμε μείνει πιο λίγοι. Κάποιοι παίζουν σκάκι, κάποιοι ερωτοτροπούν, κάποιοι ταξιδεύουν στους άγνωστους λαβύρινθους των μυστικών αναμνήσεων, κάποιοι συζητούν. Η μεγάλη καρυδιά φέτος δεν μας σκέπασε με τα φύλλα της, γριά και σακατεμένη απ' το έντομο στέκει ακίνητη στο πλάι, με χέρια ικετευτικά προς τον ουρανό. Μόνο απλώσαμε κάτι μεγάλα λιόπανα, τα δέσαμε με σκοινιά στα γύρω δέντρα και φτιάξαμε το σκίαστρο του μεσημεριού μας. Όπως τα φυσάει το αεράκι του απογεύματος, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν να ανασαίνει το ανείπωτο. Σαν κύματα μιας αόρατης φουρτούνας. Ξαπλώνω στα χόρτα και κοιτώ ψηλά - όπως έκανα παιδί. Κι ύστερα τελειώνει το τραγούδι του Ξαρχάκου. Ή συνεχίζεται ακόμη μέσα μου.

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Το σοκολατένιο ποίημα της Φλώρας



Ένα σοκολατάκι στο τραπέζι
Με ένα φουντούκι στην καρδιά του
Το κοιτώ

Σοκολατάκι Γιώργο μου;
Ακούω μια φωνή πολλά χρόνια σιωπηλή
ολότελα πεθαμένη να μου προτείνει

Διστάζω να το πάρω
τότε από συστολή
τώρα από φόβο

Γιατί τι θέλουν σήμερα οι νεκροί από μένα;
Να δεχτώ ό,τι πριν χρόνια αρνήθηκα
καθισμένος στο σαλόνι τους κι ανεπανάληπτα παιδί;

***
Ο πίνακας είναι του Βασίλη Πέρρου

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Υλικά ποιητικών οικοδομών


Νομίζω πως η ποίηση είναι οιωνοσκόπηση. Θέλω να πω δηλαδή πως είναι ο τρόπος καταρχάς να βλέπεις τα μη ορατά κι ύστερα να τα ερμηνεύεις προτείνοντας ένα νόημα.

Θα μπορούσα να δώσω ένα παράδειγμα, χωρίς να επιχειρήσω να γράψω ένα ποίημα, θα συλλέξω δηλαδή υλικά της ποίησης. Σήμερα το πρωί μια γυναίκα σιγομουρμούριζε στο λεωφορείο "μια φορά μονάχα φτάνει να ραγίσει το γυαλί" κι εγώ φαντάστηκα πως είναι μια ραγισμένη μποτίλια που κάνει βέβαια τη δουλειά της, όμως κάτι, από όσα μέσα της κουβαλά, διαρρέει. Σκέφτηκα πως κι εγώ έχω ραγίσει κι ίσως πρέπει να αντικατασταθώ - οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται όσους έχουν τραυματιστεί, φοβούνται μην κοπούν.

Λίγο πιο πριν, στη στάση των αστικών λεωφορείων περιμένοντας, παρατήρησα κάποιους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους που βοηθούσαν τα παιδιά τους να μπουν σε ένα μεγάλο λεωφορείο κάποιου φορέα κατάρτισης ατόμων με νοητική στέρηση. Από όλη τη σκηνή που εκτυλίχθηκε αργά μπροστά μου συγκράτησα το χέρι του υπέργηρου πατέρα που χάιδευε την πλάτη της κόρης του καθώς τη βοηθούσε να ανέβει στο όχημα. Κι ύστερα το χαμόγελο της μάνας που έμοιαζε με ένα βαθύ πηγάδι καθώς την αποχαιρετούσε. Σκέφτηκα το χέρι του πως είναι ένα πουλί που θα πετάει δίπλα στην κόρη για πάντα κι ας μην καταλαβαίνει εκείνη όλα του κόσμου ετούτου. Τα χέρια των πονεμένων ανθρώπων είναι πουλιά.

Κι όταν τελικά έφτασα στον προορισμό μου, στον ουρανό πετούσαν σε σχηματισμό κάτι πουλιά και χαμογέλασα - νομίζω πως κάποιος που θα με έβλεπε, θα θεωρούσε πως είμαι κάπως ελαφρόμυαλος να χαμογελάω χωρίς λόγο. Οιωνοσκόπος λοιπόν, αλλά τώρα πρέπει να δουλέψω. Να πουλήσω δηλαδή ένα κομμάτι του εαυτού μου για να αγοράσω ένα κομμάτι του κόσμου.

*Ο πίνακας είναι του Τάσου Μαντζαβίνου

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Το ποίημα του Άρη (ΙΙ)



Με πήρε ο δρόμος μακριά
Πηγαίνοντας άφησα πίσω
Τα ρούχα και τη γύμνια μου ακόμη
Τις σκέψεις και τα ποιήματά μου
Τα παιδιά μου
Τις λέξεις
Ως και τις μνήμες μου κάπου πέταξα

Κι η αλήθεια είναι πως δεν έφτασα κάπου
Δεν βρέθηκα πουθενά -
Θέλω να πω πως ίσως ο δρόμος
Δεν με οδήγησε
Είμαι εκεί από όπου ξεκίνησα, ή εν τέλει δεν ξεκίνησα ποτέ.

Μοιάζει κάπως ακατανόητο,
αλλά ο δρόμος δεν σε πάει
Σε φέρνει από εκεί που είχες χαθεί.
Ναι αυτό είναι:
Με πήρε ο δρόμος
Και με έφερε πίσω
Απ' τα ρούχα και τη γύμνια μου
Τις σκέψεις και τα ποιήματά μου
Τα παιδιά μου
Τις λέξεις
Με επέστρεψε απ' τις μνήμες.

Γιατί ο δρόμος είναι ένα βέλος που μας σημαδεύει. Κατευθείαν στην καρδιά.

*
Ο πίνακας είναι του Τάσου Μαντζαβίνου

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Σπασμένα ποιήματα στην Οδό Θεσσαλονίκης



Οι μόνοι που παίζουν ένα ρόλο στο θέατρο είναι οι θεατές. Όλοι οι άλλοι είναι απλά η αληθινή, πραγματική ζωή. Με τους έρωτες, τους φόνους και τα μυστικά. Κυρίως τα μυστικά τους.

***

Βγήκαν στην αυλή κι άρχισαν να χορεύουν οι ηθοποιοί. Και τα δέντρα γύρω έγιναν κάστρα ψηλά, και τα παγκάκια γίναν μαύρα πουλιά κι ένας απόκοσμος τρόμος μας κατέλαβε όλους για το φόνο που ετοίμαζαν.

***

Πρέπει να γίνω το ποίημα μου είπε μια μέρα ο Ηλίας - ένας νεαρός σπουδαστής της δραματικής σχολής.

Κι έφυγε. Πρέπει να ήταν το μόνο ποίημα που έφυγε ποτέ από μια βιβλιοθήκη.

***

Πόσα έργα είδα να παίζονται σε άδειες σκηνές...

Να, εδώ πέθανε ο Ληρ πριν από χρόνια. Κι ακόμη πεθαίνει, όταν το θέατρο αδειάζει. Όταν οι θεατές και οι ηθοποιοί αποχωρούν. Το θέατρο συμβαίνει όταν κανείς δεν είναι εδώ.

***

Ο κύριος διευθυντής του Εθνικού θεάτρου είναι ένας ξοφλημένος κλόουν. Με το ματωμένο μαντήλι στο πέτο του και την τσαλακωμένη από τις κολακείες και τους συμβιβασμούς αξιοπρέπειά του.

Ο ξοφλημένος κλόουν φεύγει από το τσίρκο μετά την παράσταση. Χάνεται μέσα στη νύχτα και μέσα στις σκέψεις του. Ξαφνικά σταματά. Ευτυχώς δεν έγινα διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, μονολογεί. Κρεμάει στο φεγγάρι το κόκκινο χαμόγελο του και σκύβει, υποκλίνεται στους άδειους δρόμους και τους χειροκροτεί.

Διορθώνω: ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δεν θα μπορέσει να γίνει κλόουν ποτέ, πόσο μάλλον ξοφλημένος. Με το ματωμένο μαντήλι στο πέτο του και την τσαλακωμένη από τις κολακείες και τους συμβιβασμούς αξιοπρέπειά του θα μείνει απλά διευθυντής.

***

Ο γέρος ηθοποιός διδάσκει τους μαθητές του την ανάσα. Τους μιλάει για την ανάσα του βασιλιά και την ανάσα του δολοφόνου, για την ανάσα του μυστικού πάθους και της ένοχης θλίψης. Μην μπερδεύετε την ανάσα με την αναπνοή, τους λέει. Οι θεατές αναπνέουν, εμείς ανασαίνουμε. Η σκηνή είναι ο διάλογος ανάμεσα στις ανάσες. Δεν είναι χώρος, είναι κίνηση, είναι πάλη, είναι ροή.

Ελάτε τώρα. Ας πάψουμε να ανασαίνουμε. Οι ηθοποιοί ανασαίνουν όταν οι θεατές αναπνέουν. Κι ετούτοι εδώ, είπε δείχνοντας τις άδειες θέσεις του θεάτρου, έχουν από καιρό πεθάνει.

***

Ένας νεαρός σπουδαστής μίας δραματικής σχολής εμφανίζεται στη σκηνή σαν να τον παρέσυρε ένα φύσημα του αέρα. Σαν να έπεσε χορεύοντας από κάποιο δέντρο που το ξεγυμνώνει η παγωνιά. Ήσυχα φτάνει στο κέντρο κι όλοι τον κοιτούν. Κι ύστερα βγάζει τα ρούχα του και μένει γυμνός. Για λίγα δευτερόλεπτα γυμνός. Αποχωρεί αποφασιστικά. Όπως μια φράση που τελειώνει.

Σημείωση: η καθηγήτριά του είπε πως ο αυτοσχεδιασμός ήταν ανόητα προφανής και πως ένας άνθρωπος χωρίς ρούχα δεν είναι γυμνός. Και πως αν κάτι μας γδύνει, δεν είναι η θέληση μας να μείνουμε γυμνοί, αλλά το βλέμμα του θεατή που μας ανακαλύπτει ανυπεράσπιστους. Κι αν θέλετε, τους είπε, η τέχνη είναι το εσώρουχό μας. Είναι το τελευταίο πράγμα που τους αφήνουμε να πάρουν μαζί τους όταν η παράσταση τελειώνει. Γιατί το έργο δεν τελειώνει ποτέ.


***
ο πίνακας είναι του Emil Nolde

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

Το ποίημα του Νίκου Ρ.



Κάθομαι στη σιωπή
Δίπλα της - την ακούω που χωνεύει
τα ποιήματα
τα κλάματα
τις ενοχές
τις ηδονές

«Να σου πω;», της λέω
«Οι ναυτικοί ζούνε στη θάλασσα
Και πεθαίνουν στη στεριά -
όλοι το ξέρουν αυτό»
Σταματά να σωπαίνει η σιωπή και μου απαντά:
«Πεθαίνουν στη θάλασσα - μόλις βγουν στ' ανοιχτά
Κι ύστερα από χρόνια το κύμα τους ξεβράζει.
Οι ναυτικοί είναι σαν τους ποιητές:
πεθαίνουν στην ποίηση
Γιατί ποτέ δεν την άντεξαν»

***
ο πίνακας είναι του Τάσου Μαντζαβίνου

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Το ποίημα του Ισαάκ

 

Γράφω ένα ποίημα
Για να φορέσω ένα καπέλο στο κεφάλι μου
- αδιάφορο αν είναι μέρα ή νύχτα
αν έχει ήλιο ή βρέχει

Γράφω ένα ποίημα
Γιατί το κύμα γκρεμίζεται στην ακτή
Κι είναι όμορφη η πτώση του σαν του αγγέλου
που περιποιείται πονεμένος τα σπασμένα του φτερά
φορώντας ένα καπέλο στο κεφάλι
και γράφει αυτό το ποίημα

Γράφω ένα ποίημα
Κρύβω το πρόσωπό μου
Και προχωρώ

***
Ο πίνακας είναι του Στέλιου Φαϊτάκη

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Το ποίημα του Άρη



Ένας άνθρωπος έγραψε κάποτε ένα ποίημα
Του άρεσε τόσο πολύ,
που αποφάσισε να το κάνει σπίτι του.
Όταν όμως μπήκε, πρόσεξε
πως δεν υπήρχε παράθυρο
κατά τη δύση.
Έφτιαξε τότε το ποίημα με παράθυρο
στη δύση
και δοκίμασε πάλι να μπει -
όμως στο ποίημα του δεν είχε πια
βάλει μια πόρτα.
Κι όταν επιτέλους έβαλε πόρτα στο σπίτι του,
το ποίημά του δεν είχε σκεπή.
Κι ύστερα το σπίτι του κυλούσε από το λόφο
προς τη θάλασσα, και γινόταν βάρκα
σε ρημαγμένα σύννεφα κι ύστερα πουλί που κρώζει λίγο πριν νυχτώσει,
κι όνειρο χωρίς τέλος και μεθυσμένος χορευτής και μικρό καπέλο και κόκκαλα που τρίζουν νωρίς το πρωί.

Κάθε φορά που προσπαθούσε κάτι
να διορθώσει στην ποίηση,
ο άνθρωπός μας έχτιζε ένα νέο σπίτι
που δεν μπορούσε να κατοικηθεί.

Μέχρι που κάποτε κατάλαβε
Πώς τα ποιήματα δεν κατοικούνται.

***
ο πίνακας είναι της Πολωνής Maria Jarema

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Το ποίημα του Βαγγέλη



Τις νύχτες το φως
Της
Μπαίνει στο δωμάτιό μου
Κι όταν το πρωί
Η λάμπα του δρόμου σβήνει
Μένω μόνος
Κρυμμένος στους θορύβους των σπασμένων ποτηριών
Τυλιγμένος με τα χνώτα των ανθρώπων που αμάρτησαν
Ιδρωμένος σαν τη βροχή
Στα σκόρπια φύλλα χαρτί
Με μισο-αρχινισμένα ποιήματα
Που τα φυσάει ο αέρας
Από τ' ανοιχτό παράθυρο
Και τα σκορπάει
Πιο πέρα απ' την πόλη
Πιο πέρα απ' την απουσία
Πιο πέρα από το μέσα μπλε της σιωπής
Όταν πια θα προσγειωθούν στα πόδια σου
Όταν άθελά σου περπατήσεις πάνω τους
Τα ποιήματα (που είχαν αρχίσει να είναι ποιήματα)
Δεν θα είναι πια εκεί
Θα έχουν φύγει.

Τα ποιήματα είναι βήματα σε αδιέξοδο δρόμο.

***
Ο πίνακας είναι του Νεκτάριου Μαμάη

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Το παραμύθι του ανθρώπου της σιωπής



Ένας άνθρωπος δεν μίλησε ποτέ - και πράγματι δεν έμαθε ποτέ κανείς τους λόγους της σιωπής του, κανείς δεν άκουσε το τραγούδι του (σαν να μην υπήρξε), κανείς δεν τον άκουσε να κλαίει ή να αντιστέκεται, να θυμώνει ή να υπόσχεται. Κάποιοι είπαν πως δεν ήταν καν ζωντανός.
Οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να ακούνε τη σιωπή. Κι αλήθεια δεν την ακούν.
***
ο πίνακας είναι του Andrzej Wróblewski

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

12 μικρά ποιήματα του Κωστή και της Στέλλας

 




Η σελήνη ξεφλουδίζει τους δρόμους μας
Ήθελα να στο πω:
Ήταν στο χαμόγελό σου που χάθηκα.
***
Ξερίζωνα τα χορτάρια στο κεφάλι της γης
Κι εκείνη πονούσε
Αλλά δεν έβγαλε μιλιά.
***
Ένα μπαλκόνι, μία βάρκα, η καρυδιά
Στην άκρη του κτήματος
Σημαίες που κυματίζουν τα χρόνια μου.
***
Βρέχει πίσω απ' το τζάμι
Θα το σπάσω
Να μη βλέπω το δάκρυ του
***
Σαρώνω
Τα σπασμένα ποιήματα
Με τη σκούπα της μάγισσας.
***
Έκτοτε
Έμειναν στη φωτογραφία κλειδωμένοι
Κι ας είχαν το κλειδί στην αριστερή τους τσέπη
***
Είναι η ποίηση ένα παγκάκι στο λιμάνι
Που κοιτάζει τη θάλασσα
Αυτός που καθόταν εκεί, έφυγε.
***
Είναι η ποίηση ένα τρένο
Που δραπετεύει από τις ράγες του
Προς άγνωστη κατεύθυνση
***
Διαβάζω τα τρένα σαν να 'ναι ποιήματα.
Ξανά και ξανά
Αγωνιώντας να βρω διαφυγόντα νοήματα
***
"Πάντως η ποίηση δεν είναι φυγή"
μου είπε
Κι έκλεισε την πόρτα.
***
Τι νόημα θα είχε το φως, αν
Δεν ήμασταν όλοι τυφλοί;
Το φως και το σκοτάδι δεν μπορεί κανείς να τα δει
***
Αγαπώ τις αυλές των σπιτιών όταν
Αδειάζουν από παιδιά
Και χορταριάζουν τα όνειρα

***
το χαρακτικό είναι τα Βάσως Κατράκη

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Το ποίημα του Κώστα


Νομίζω
Πως όταν δεν γράφουν
Συγκεντρώνουν εντός τους
Την ποίηση
Ή τα υλικά της
Οι ποιητές
Σε τεράστιες ή μικρές δεξαμενές
Τη συλλέγουν
Καμιά φορά θα δεις εκεί να διαβιούν
Νεροχελώνες και φίδια
Τα βράδια βατράχια πηδούν
Στα εντόσθιά τους
Φυτρώνουν βούρλα και καλάμια
Κι άλλα υδροχαρή φυτά των βάλτων
Στις παρυφές της ποίησης.
Ώσπου μια μέρα σχεδόν αναίτια πλημμυρίζουν
Κι αυτό που σε εποχές ξηρασίας
από εκείνους αναβλύζει νερό
Το λέμε ποίηση
Υπάρχουν ποιητές που δεν στεγανοποίησαν επαρκώς τους ταμιευτήρες τους
Και χάνεται το νερό στο υπέδαφος της θλίψης
Σαν ανοίξουν καμιά μέρα το στόμα τους
Ακούς από βαθιά μέσα τους να κοάζουν
Απελπισμένοι οι βάτραχοι
***
ο πίνακας είναι του Τάσου Μαντζαβίνου

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Το βιβλίο στη Μεταπολίτευση και τα φαινόμενά του*



Για έναν συνομήλικο με τη Μεταπολίτευση η καταγραφή των φαινομένων της είναι περίπου αυτοβιογραφία – πόσο μάλλον που αυτή εστιάζει στον κόσμο του βιβλίου, μέσα στον οποίο ζω ως αναγνώστης και ως επαγγελματίας. Η καταγραφή αυτή θα είναι μονάχα ενδεικτική και αναγκαστικά ελλιπής. Προφανώς η ελληνική ιστορία του βιβλίου δεν έχει ασυνέχειες, τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται με ποικίλους τρόπους τουλάχιστον μέσα στον 20ό αιώνα, όμως η Μεταπολίτευση ως πλαστά ενιαίος ιστορικός χρόνος εμφάνισε σίγουρα συγκεκριμένες δυνάμεις που καθόρισαν τον πολιτισμό –και συγκεκριμένα το βιβλίο–, τόσο πολιτικές όσο και οικονομικές.

Η έξοδος από την πολιτική ασφυξία της Επταετίας συνοδεύτηκε από μια «εκδοτική πλημμυρίδα» του πολιτικού βιβλίου, όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο Λουκάς Αξελός. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η αποσύνθεση του κομμουνιστικού μπλοκ επηρέασε απόλυτα τόσο την έκδοση όσο, κυρίως, την ανάγνωση πολιτικών βιβλίων. Η πλαστή ευμάρεια του ‘90 αποπολιτικοποίησε μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού, αλλά και η απογοήτευση που έφεραν τα αδιέξοδα του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως αυτά διαμόρφωσαν και τη διάλυση των σοσιαλιστικών κρατών, αποδυνάμωσε το πολιτικό βιβλίο. Η οικονομική κρίση του 2010 συνδέθηκε πάλι με την εμφάνιση πολιτικών βιβλίων, ενώ αναπτύχθηκε και η εκδοτική παραγωγή της Άκρας Δεξιάς.

Παιδικό βιβλίο
Σημαντικό φαινόμενο της Μεταπολίτευσης είναι αναμφίβολα το παιδικό βιβλίο και η εκδοτική «έκρηξή» του. Από τη Ζέη, τη Σαρρή και τον Τριβιζά του Κέδρου σήμερα μιλάμε πια για εκατοντάδες τίτλους δεκάδων εκδοτών που απευθύνονται αποκλειστικά στα παιδιά. Οι κανόνες της αγοράς έχουν οδηγήσει ωστόσο σε ηλικιακό τεμαχισμό της απεύθυνσης, κυκλοφορούν σειρές βιβλίων για συγκεκριμένο ηλικιακό εύρος, ενώ τα τελευταία χρόνια και το προσχολικό βιβλίο αναπτύσσεται ιδιαίτερα.

Εκδοτικοί οίκοι
Οι εκδοτικοί οίκοι αυξήθηκαν στη Μεταπολίτευση. Δημιουργήθηκαν μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα βασιζόμενα κυρίως στα υπέρογκα κέρδη από την πώληση σχολικών βοηθημάτων. Αρχίζουν σιγά σιγά να εμφανίζονται ολιγοπωλιακά φαινόμενα, καθώς η οικονομική δύναμη λίγων σωρεύει τα μεγάλα συγγραφικά ονόματα και τους περισσότερους τίτλους. Ο χώρος ωστόσο των εκδοτών, αν και κυριαρχείται από τους ισχυρούς, χωράει και τους μικρούς που συνεχίζουν να επιμένουν και να εκδίδουν.

Μεταφράσεις
Παρά την κυρίαρχη παρουσία των ελληνόφωνων εκδόσεων, το μεταφρασμένο βιβλίο κερδίζει συνεχώς χώρο, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο επιστημονικό πεδίο. Η εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί θετική: Το αναγνωστικό κοινό έρχεται σε επαφή με την παραγωγή του υπόλοιπου κόσμου, αναπτύσσεται η μετάφραση, πολλοί μεταφραστές εργάζονται για την εκδοτική παραγωγή (αν και σε μάλλον δυσχερείς συνθήκες). Οι εκδότες αναγκάζονται να παρακολουθούν τη διεθνή εκδοτική παραγωγή, όχι μόνο στην ιστορική, καθιερωμένη γεωγραφία της, αλλά αναζητώντας και σύγχρονες, ιδιαίτερες φωνές.

Αναγνώστες
Βασικό θέμα όλων αυτών των χρόνων και καθοριστικός παράγοντας των φαινομένων του βιβλίου είναι οι αναγνώστες. Δεν έχει καταγραφεί διαχρονικά το πλήθος των Ελλήνων αναγνωστών και οι αναγνωστικές τους συνήθειες με ενιαία επιστημονική επάρκεια και από επίσημο φορέα. Ωστόσο μεμονωμένες προσπάθειες των τελευταίων χρόνων δείχνουν πως ένας στους τρεις Έλληνες δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο, και ότι τα παιδιά μεγαλώνοντας σταματούν να διαβάζουν. Σε γενικές γραμμές οι έρευνες αναγνωστικών συνηθειών καταγράφουν πως οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, οι νεότερες γενιές περισσότερο από τους μεγαλύτερους, οι παντρεμένοι λιγότερο από τους ανύπαντρους, τα αστικά κέντρα περισσότερο από τα αγροτικά και ημιαστικά.

Εκδοτική παραγωγή
Η εκδοτική παραγωγή έντυπων, ηλεκτρονικών και ακουστικών βιβλίων κυριαρχείται από τη λογοτεχνία, τα παιδικά-εφηβικά βιβλία και τα επιστημονικά των θεωρητικών επιστημών. Στο υπόλοιπο 20% της πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής στριμώχνονται οι θετικές επιστήμες, η μη λογοτεχνική πεζογραφία, τα γενικά και οι τέχνες.

Περιοδικά και κριτική
Η Μεταπολίτευση συνδέθηκε και με την ανάπτυξη και παρουσία περιοδικών και εφημερίδων που με διάφορους τρόπους ασχολήθηκαν με το βιβλίο, κυρίως διά του κριτικού λόγου. Επαναλαμβάνοντας τα εκδοτικά ήθη του Μεσοπολέμου, οι εφημερίδες τη δεκαετία 2000 ακόμη εκδίδουν και διανέμουν βιβλία. Αναπτύχθηκαν επίσης ένθετα για το βιβλίο στον ημερήσιο και κυριακάτικο Τύπο, τα οποία την περίοδο της ακμής του Τύπου ήταν πολυσέλιδα, πλούσια σε ύλη και συνεργασίες και συνδέθηκαν με την εκδοτική άνθηση του ’90 και του ’00. Επίσης έντονη ήταν η παρουσία λογοτεχνικών περιοδικών όλα αυτά τα χρόνια, με μια ισχυρή κάμψη την περίοδο της πρώτης οικονομικής κρίσης (2010-2020), οπότε έκλεισαν αρκετά, αλλά και με μια μικρή ανάκαμψη με τη γέννηση νέων περιοδικών τίτλων τα τελευταία χρόνια που φιλοξενούν έργα και μελέτες νέων ανθρώπων. Κοινό συμπέρασμα είναι πως πλέον ο κριτικός λόγος έχει υποχωρήσει πολύ κι έχει αντικατασταθεί από τις βιβλιοπαρουσιάσεις και τα δελτία Τύπου που αναπαράγονται από ιστοσελίδες, ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Βιβλιοπωλεία και εκθέσεις
Από τους πλασιέ βιβλίων των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης ως τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία της περιόδου της καραντίνας του κορονοϊού, πολλά άλλαξαν και στη διανομή και στην πώληση του βιβλίου. Τα βιβλιοπωλεία μέσα στα χρόνια άρχισαν να γίνονται ολοένα λιγότερο βιβλιοπωλεία, ολοένα και περισσότερο χαρτοπωλεία, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Οι πάγκοι με τα βιβλία συνεχίζουν να εμφανίζονται στα νησιά και στους καλοκαιρινούς τουριστικούς προορισμούς όλα αυτά τα χρόνια αδιάλειπτα, ενώ το καθαρό μεταπολιτευτικό φαινόμενο των εμπορικών εκθέσεων βιβλίου συνεχίζει να υπάρχει σε επίσημη (θεσμική), αλλά και ανεπίσημη μορφή, κυρίως στις μεγάλες πόλεις της χώρας, με πλήθος εκδότες να παρουσιάζουν την εκδοτική πραμάτεια τους.

Βιβλιοθήκες
Οι βιβλιοθήκες συνεχίζουν να είναι αδύναμες, αν και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης έζησαν περιόδους εντυπωσιακής ανάπτυξης, ιδίως οι πανεπιστημιακές και ερευνητικές. Η δημιουργία, στήριξη και λειτουργία βιβλιοθηκών είναι εντελώς αποσπασματική, οι βιβλιοθήκες αξιοποίησαν τους ευρωπαϊκούς οικονομικούς πόρους για να εκσυγχρονιστούν, ωστόσο απέτυχαν να πείσουν την Πολιτεία να βάλει το χέρι στην τσέπη, όταν τα ΕΣΠΑ έληξαν. Συνεχίζουν να μην υπάρχουν σχολικές βιβλιοθήκες που θα καλλιεργούσαν νέους αναγνώστες, αλλά και οι δημοτικές, που είναι ατμομηχανή της φιλαναγνωσίας στο ευρύ κοινό, υποχρηματοδοτούνται και υποστελεχώνονται σταθερά.

«Κολοφώνας»
Τι θα μπορούσε ίσως να πει κανείς συνοπτικά για το βιβλίο στη Μεταπολίτευση, χωρίς να κινδυνεύει να προδώσει επιμέρους φαινόμενα; Γράφονται και εκδίδονται καλά βιβλία, η ελληνική αγορά κοιτάζει και ακούει τον υπόλοιπο κόσμο, η ποιότητα των εκδόσεων βελτιώνεται αναμφίβολα, τα επαγγέλματα του βιβλίου αναπτύσσονται, αν και με δυσμενείς οικονομικούς όρους, δημιουργούνται ολιγοπώλια, αλλά συνεχίζουν να αντέχουν μικροί εκδοτικοί οίκοι. Το βιβλίο συγκρούεται με τον ψηφιακό κόσμο, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του, οι αναγνώστες δεν αυξάνονται ανάλογα με τον εγγραμματισμό που έχει επιτευχθεί στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο ελεύθερος χρόνος που είναι συνυφασμένος με την αναγνωστική πράξη είναι πλέον ανύπαρκτος και η έλλειψή του είναι ο κύριος λόγος που οι αναγνώστες ισχυρίζονται πως διαβάζουν λιγότερο από το παρελθόν. Αν κάπως μας ενδιαφέρει να συνεχίζουν να γράφονται και να εκδίδονται βιβλία, πρέπει αναμφίβολα να φροντίσουμε να υπάρχουν και να αυξάνονται οι αναγνώστες. Παρά την επιφανειακή παραδοξολογία της φράσης, οι αναγνώστες γράφουν τα βιβλία που θα διαβαστούν.

* Το άρθρο αυτό των 1000 λέξεων δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της «Εποχής» του Αυγούστου στα 50 χρόνια της Δημοκρατίας (1974-2024)
***
Το χαρακτικό είναι του José Antonio Alcácer

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Το ποίημα της Βαλεντίνας, του Νεκτάριου και της Βιβής



Στην Παναγία της Επισκοπής
περπατούσε
Γονυπετής μια τσιγγάνα
Οι υπόλοιποι χριστιανοί την κοιτούσαν
Κι εμείς οι άπιστοι
Με απορία
Σερνόταν στο χώμα
Κι όλοι - προπάντων όμως οι χριστιανοί
Ντυμένοι γιορτινά
Δυσφορούσαν
Αξιοπρεπείς οικογενειάρχες από συνήθεια
Με ένα κερί στο χέρι και αυτάρεσκη σεμνοτυφία
Ανάβοντας της πίστης τους τα πειστήρια
Το κερί θα λειώσει
Αυτοί ποτέ κι η έγκαυλη φιλανθρωπία τους
Γονυπετής και λερή εκ τούτου
Προσμένοντας τη σειρά της να προσκυνήσει
(Οι πιστοί προσκυνούν πλέον χωρίς να σκύψουν
Να λυγίσουν, να τσαλακωθούν
Σιδερομένες συνειδήσεις που εύχονται "καλή Παναγιά")
Δίπλα της όρθιος καπνίζοντας
Ο άντρας της
Η πούτσα του οργώνει στο πέρασμα του
Αρσενικό που δεν το αγγίζει η ανάγκη
Που δεν παρακαλά θεό κι ανθρώπους
Εκείνη θα παρακαλέσει για ένα παιδί
Εκείνη θα μετανιώσει για ένα φονικό
Θα ικετεύσει την ίαση κακιάς αρρώστιας
Οι θεοί απαιτούν από αυτούς που ζητούν
Υποταγή
Κι οι γυναίκες συνήθισαν να υποτάσσονται
Εκείνες μιλούν με το θεό
Οι τσιγγάνες
Οι λερές
Οι απόκληρες
Οι πονηρές
Οι βρωμιάρες
Οι αμαρτωλές
Γιατί ο Θεός είναι βρωμιά
Και πάθος
Κι υποταγή
Ο θεός περπατάει στο πλάι της καπνίζοντας
Με ανοιχτό πουκάμισο
Ιδρωμένος κι αποβλακωμένος απ'τη ζέστη
Απ' τα χασίσια και τη γουρνοπούλα
Και τις μπύρες του πανηγυριού
Και πίστεψα
Το ομολογώ
Ξέρω πως ο χριστιανισμός είναι μια μεσιτεία
Ένα αλισβερίσι σωτηρίας
Αλλά
Για παν ενδεχόμενο
Πίστεψα
Την είδα
Γονυπετή να περπατεί
Ανάμεσα σε αμαρτωλούς και κολασμένους
Είδα την Παναγιά Τσιγγάνα

***
Το χαρακτικό είναι της Käthe Kollwitz