“Φεγγάρι
μάγια μου ‘κανες
και περπατώ στα ξένα
κι είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα”
Όρθιος
μπροστά στο νεροχύτη πλένω τα πιάτα. Η μικρή κάθεται στο καρεκλάκι της στο τραπέζι
της κουζίνας και ζωγραφίζει. Κυλάνε τα νερά μέσα απ’ τα χέρια μου και με ξεπλένουν
με έναν μέσα τρόπο.
Πρέπει να πήγαινα
Τετάρτη δημοτικού. Όταν ήρθε στο σχολείο ο νέος δάσκαλος, ο πιο νέος από όλους τους.
Ξανθός, με ανάκατα μαλλιά και μούσια και γυαλιά. Aπό αυτές τις χαρακτηριστικές φιγούρες
των νέων στις αρχές του ’80. Ήταν ο κύριος Σακκάς, Βασίλης Σακκάς. Θα μας έκανε
«Φυσική Πειραματική». Ανέλαβε και τη χορωδία στις γιορτές, προνομιακό μου πεδίο,
όπου ξεδίπλωνα το τραγουδιστικό μου ταλέντο
από μικρός, οπότε η σχέση μας έγινε πιο στενή. Αυτός μας έμαθε το «αν όλα τα
παιδιά της γης» του Ρίτσου, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού σε
μουσική Μαρκόπουλου, με αυτόν προβάρισα το «πότε θα κάνει ξαστεριά» για να το
πω στη γιορτή του Πολυτεχνείου. Στο τέλος της χρονιάς μου έκανε δώρο «τα ξύλινα
σπαθιά» του Καλλιότσου (μαζί με το «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» της Ζέη, τα
βιβλία με ισχυρά ακόμη τα ίχνη τους μέσα μου). Ένα χρόνο μετά, στην Πέμπτη, ο δάσκαλος
είχε φύγει πια από το σχολείο, αποφασίσαμε τα παιδιά να βγούμε στο προαύλιο και
να «διαδηλώσουμε» για την ειρήνη. Απειλούνταν βομβαρδισμοί της Λιβύης από τις ΗΠΑ
και δεν ξέρω πώς, αλλά βγήκαμε όλα έξω
και αρχίσαμε να τραγουδάμε «αν όλα τα παιδιά της γης πιάναν γερά τα χέρια…».
Τους «ελεύθερους πολιορκημένους» τους ξανασυνάντησα φοιτητής. Ο φίλος μου ο
Παντελής μου τους έγραψε σε μια κασέτα- ακόμη την έχω.
“Στείλε
ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι,”
Θα μου
πεις: «τι έπαθες απόψε και θυμάσαι αυτά τα τόσο παλιά;»
Σκέφτομαι
λοιπόν πως πατρίδα μας δεν είναι μόνο τα παιδικά μας χρόνια. Αλλά και τα τραγούδια.
Τα τραγούδια που μας ένωσαν όλους σε συναυλίες και οικογενειακές συνάξεις, σε
συγκεντρώσεις και πορείες, σε γλέντια και ξενυχτισμένους έρωτες. Που μας ένωσαν,
καταλαβαίνεις; Που μαζί τα τραγουδήσαμε, ενώσαμε τους καημούς, τις φωνές και τα
όνειρά μας. Συνειδητοποιώ πως τόση ώρα ακούω το τραγούδι «της ξενιτιάς» του
Θεοδωράκη. Όλα αυτά ξεδιπλώνονται μέσα μου ενώ πλένω τα πιάτα κι η κόρη μου
ζωγραφίζει και μου έρχεται ένα «αχ» και ύστερα ξεκινάω το τραγούδι δίπλα στο
ανοιγμένο παράθυρο (καταραμένη ζέστη και υγρασία Οκτώβριο μήνα) και θα ήθελα τώρα
να είμαστε όλοι μαζί, εδώ στο σπίτι και να τραγουδάμε αγκαλιασμένοι και να χορεύουμε
τα τραγούδια μας τα ελληνικά που αυτός ο λαός τα έζησε σε πολέμους και φτώχεια
και χούντες και εξορίες και αγώνες για δημοκρατία, δικαιοσύνη και ελευθερία και
να τραγουδάμε όλοι μαζί, σαν μια φωνή, τραγούδια της ξενιτιάς, τραγούδια των
καημών του μετανάστη που αναπολεί τη μάνα και την αδερφή και τη γειτονοπούλα του
κάπου στην Καμπούλ, στο Δελχί, στη Δαμασκό, ενώ πάνω του πέφτουν νεοφασίστες
και τον χτυπούν και θέλουν να τον σκοτώσουν και όλοι εσείς γαμώ την Παναγία σας
κοιτάτε χαυνωμένοι στα χρόνια που πέρασαν και τραγουδούσαμε όλοι μαζί τραγούδια
για δημοκρατία, δικαιοσύνη και ελευθερία.
“στείλε
ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη”
Και το τραγούδι τελειώνει μέσα μου μαχαίρι. Η μικρή έχει
ολοκληρώσει τις ζωγραφιές της και γυρίζει με νάζι (πάλι) να μου πει:
"μπαμπά φα πάμε να φκιάξουμε πύ(ρ)γους;"