Τα παιδικά πάρτυ είναι συνήθως η δυνατότητα που μας δίνεται
για μια ανούσια διεκπεραιωτική κοινωνική επαφή. Είναι αυτό που συνήθως έχεις να
κάνεις όταν έχεις να κάνεις σαφώς κάτι καλύτερο. Είναι η ευκαιρία σου να
μιλήσεις και να ακούσεις για θέματα όπως η παιδική διατροφή (τι ΜΟΥ τρώει), η
παιδική πέψη (τι ΜΟΥ χέζει), η παιδική ένδυση (τι ΜΟΥ φοράει), οι παιδικές
συνήθειες (τι ΜΟΥ παίζει) κτλ.
Συνήθως προσπαθώ να αποφύγω το ρόλο του συνοδού- όμως
κάποιες φορές η πραγματικότητα διαψεύδει τις αγωνίες μου. Ή τις προσπερνά.
Μια τέτοια ημέρα ήταν το προηγούμενο Σάββατο. Διαλέξαμε
ανάμεσα σε τρία – τέσσερα πάρτυ- ποιος θα πάει σε ποιο και σε ποια δεν θα πάμε.
Στο πάρτυ όμως της Νάντιας σαφώς και θα πηγαίναμε. Οπότε τελοσπάντων φτάσαμε.
Οι συζητήσεις αρχικά κινούνταν στο γνώριμο μοτίβο των παιδικών θεμάτων, καθώς
οι περισσότεροι συνδαιτυμόνες ήταν φρέσκοι γονείς (και άψητοι ακόμη στην εν
λόγω θεματολογία). Όμως γρήγορα τα πράγματα ανατράπηκαν όταν ένας εργένης
συνάδελφος μάς ανακοίνωσε ότι φεύγει για τη Δανία. Η αδερφή του ήδη μένει εκεί
και εργάζεται, ενώ κάποιες πρώτες επαφές με βιβλιοθήκες έχει κάνει ήδη και
αναμένονται κάποιες συνεντεύξεις. «Δεν αντέχω άλλο τους χρυσαυγίτες στη
δουλειά- κάθε φορά που απεργώ μου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Έκλεισαν και τη βιβλιοθήκη,
με έχουν μεταθέσει σε άλλη δουλειά, δεν έχω λόγο να μείνω».
Το κλίμα άλλαξε αυτόματα και με μία ένταση εκπληκτική μία
χοντρή κυρία άρχισε να βρίζει «τους πολιτικούς που είναι ανίκανοι και κλέφτες
και κατάντησαν σε αυτό το χάλι τη χώρα και όλα τα κόμματα που διόριζαν τους
δικούς τους και οι συνδικαλιστές που αντιδρούν και ο Τσίπρας που έκανε
καταλήψεις και…». Σαν έτοιμοι από καιρό (και όψιμα θαρραλέοι) άρχισαν όλοι να
κελαηδούν ενώ χωρίς σταματημό η χοντρή κυρία επαναλάμβανε για «τους κλέφτες και
τα κόμματα που καπελώνουν τις διαδηλώσεις». Όταν προσπαθήσαμε να υπερασπιστούμε
τη λειτουργία των κομμάτων και να πούμε πως δεν έχουν κλέψει όλοι και πως δεν
έχουν όλοι το ίδιο μερίδιο ευθύνης και τελοσπάντων αν καταργήσουμε την πολιτική
καταργούμε τη δημοκρατία μία λεπτή κυρία θεωρώντας μάλλον πως είμαστε ΚΚεδες
άρχισε να ειρωνεύεται τις ξεχωριστές συγκεντρώσεις στις διαδηλώσεις, και όταν
δεν τσιμπήσαμε, τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας φλώρος με κουλτουριάρικα γυαλιά
(μου θύμισε τον υπαλληλάκο του Λαζόπουλου) τότε θυμήθηκε να βρίσει την Αριστερά
που γεμίζει τα πανεπιστήμια με αφίσες και διαλύει την εκπαίδευση και την
έρευνα, ενώ θα έπρεπε να μην δηλητηριάζει με συνδικαλισμό τους φοιτητές. Επίσης
είπε πως οι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν για 500 ευρώ μείωση ενώ τόσα χρόνια κοπροσκύλιαζαν
και πως ο Τσίπρας το μόνο που έχει στο βιογραφικό του είναι οι καταλήψεις, ενώ
ο Τζήμερος…. Μετά μια άλλη κυρία,
στρουμπουλή με κατσαρά μαλλιά, άρχισε να λέει πως καλύτερα στην εταιρεία της να
απολύσουν δύο λιγότερο εργατικούς υπαλλήλους ή αυτούς που δεν είναι χρόνια στη
δουλειά (όπως η ίδια) και τότε εγώ της είπα πως καλύτερα να απολύσουν αυτούς που
έχουν παιδιά και που είναι μεγάλοι και τότε εκείνη θυμωμένη σταμάτησε να μιλάει.
Σύντομα τη χοντρή κυρία (πρώην Ρηγού, Πασόκα και νυν Χρυσαυγίτισσα), άρχισε να σιγοντάρει ένας συγγενής των
οικοδεσποτών που ρωτούσε επίμονα για τους μετανάστες και το ομόεθνο, το
ομόθρησκο και το ομόγλωσσο των Ελλήνων, ενώ η μητέρα του προσπαθούσε να τον
συγκρατήσει προκειμένου να μη γίνει σύρραξη και ο φίλος που μεταναστεύει στη
Δανία του έλεγε πως κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι ταυτόσημο για όλους («δεν
είμαι λιγότερο Έλληνας από σένα επειδή είμαι άθεος» του έλεγε) κι εγώ είχα
απομονώσει έναν κύριο στην άκρη και συζητούσαμε τα ίδια με πιο ήπιους τόνους
και μου έλεγε πως η Αριστερά θα έπρεπε να έχει ένα τελείως διαφορετικό ήθος και
όχι ο Σκουρλέτης να πηγαίνει το παιδί του σε ιδιωτικό σχολείο γιατί πώς θα
ξέρει αύριο τη δημόσια Παιδεία αν γίνει υπουργός κι εγώ προσπαθούσα να του πω
πως…. (στο τέλος της βραδιάς έμαθα πως και ό ίδιος πάει το παιδί του σε ιδιωτικό
σχολείο)…
Είναι μάταιο σίγουρα όλο αυτό που πάω να κάνω: να περιγράψω
τις φωνές, την οργή, το τυφλό μίσος, τον κυνισμό, το φανατισμό που μέσα σε
ελάχιστα λεπτά φούντωσε και κράτησε για ώρες. Με ξάφνιασε η ένταση, με τρόμαξαν
οι φωνές των αγανακτισμένων. Έπιασα τον εαυτό μου να αμύνεται προκλητικά και να
επιτίθεται χειρουργικά, όχι γι’ αυτό μόνο που πιστεύει, αλλά και για συστήματα
με τα οποία διαφωνεί, αλλά θεωρεί θεμιτή την ύπαρξή τους. Αναγκάστηκα να
υπερασπιστώ πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις με τα οποία ποτέ δεν είχα
πολιτική σχέση, πάντα τα κατήγγειλα, τα θεωρούσα συνακόλουθα του σάπιου
συστήματος των κομμάτων εξουσίας. Αναγκάστηκα να υπερασπιστώ το συνδικαλισμό, όχι
αυτόν που εκείνοι εννοούσαν, αλλά αυτόν που εγώ εννοώ. Τους πολιτικούς και τα κόμματα
όχι αυτούς που εκείνοι υποστήριζαν πριν, αλλά αυτούς που θεωρώ απαραίτητους για
να λειτουργεί η δημοκρατία. Τελικά πάντα απέναντι σε όλους αυτούς θα είμαι; Την
εποχή της ευμάρειας που οι περισσότεροι έκαναν δουλειά με το σάπιο σύστημα ήμουν
απέναντι ως άτομο και πολίτης και εργαζόμενος. Τώρα, πικραμένοι, θυμωμένοι και
φασίζοντες όπως είναι, τυφλοί, με βρίσκουν πάλι απέναντι, πιο σίγουρο από ποτέ
και ήρεμα δυνατό με τις ιδέες μου και τις βεβαιότητές μου.
Μάταιο είναι και αυτό ακόμα: να αφηγηθώ τη δική μου στάση. Στέκομαι
εν τέλει σε αυτό μονάχα: τα παιδικά πάρτυ δεν είναι πια η δυνατότητα που μας
δίνεται για μια ανούσια διεκπεραιωτική κοινωνική επαφή. Είναι ασκήσεις μικρών
εμφυλίων. Όχι ανάμεσα σε αριστερούς και δεξιούς, αλλά ανάμεσα σε εργαζόμενους
και άνεργους, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, γονείς και άτεκνους, νέους
και ηλικιωμένους…