Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Τα παιδικά πάρτυ




Τα παιδικά πάρτυ είναι συνήθως η δυνατότητα που μας δίνεται για μια ανούσια διεκπεραιωτική κοινωνική επαφή. Είναι αυτό που συνήθως έχεις να κάνεις όταν έχεις να κάνεις σαφώς κάτι καλύτερο. Είναι η ευκαιρία σου να μιλήσεις και να ακούσεις για θέματα όπως η παιδική διατροφή (τι ΜΟΥ τρώει), η παιδική πέψη (τι ΜΟΥ χέζει), η παιδική ένδυση (τι ΜΟΥ φοράει), οι παιδικές συνήθειες (τι ΜΟΥ παίζει) κτλ.

Συνήθως προσπαθώ να αποφύγω το ρόλο του συνοδού- όμως κάποιες φορές η πραγματικότητα διαψεύδει τις αγωνίες μου. Ή τις προσπερνά.

Μια τέτοια ημέρα ήταν το προηγούμενο Σάββατο. Διαλέξαμε ανάμεσα σε τρία – τέσσερα πάρτυ- ποιος θα πάει σε ποιο και σε ποια δεν θα πάμε. Στο πάρτυ όμως της Νάντιας σαφώς και θα πηγαίναμε. Οπότε τελοσπάντων φτάσαμε. Οι συζητήσεις αρχικά κινούνταν στο γνώριμο μοτίβο των παιδικών θεμάτων, καθώς οι περισσότεροι συνδαιτυμόνες ήταν φρέσκοι γονείς (και άψητοι ακόμη στην εν λόγω θεματολογία). Όμως γρήγορα τα πράγματα ανατράπηκαν όταν ένας εργένης συνάδελφος μάς ανακοίνωσε ότι φεύγει για τη Δανία. Η αδερφή του ήδη μένει εκεί και εργάζεται, ενώ κάποιες πρώτες επαφές με βιβλιοθήκες έχει κάνει ήδη και αναμένονται κάποιες συνεντεύξεις. «Δεν αντέχω άλλο τους χρυσαυγίτες στη δουλειά- κάθε φορά που απεργώ μου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Έκλεισαν και τη βιβλιοθήκη, με έχουν μεταθέσει σε άλλη δουλειά, δεν έχω λόγο να μείνω».

Το κλίμα άλλαξε αυτόματα και με μία ένταση εκπληκτική μία χοντρή κυρία άρχισε να βρίζει «τους πολιτικούς που είναι ανίκανοι και κλέφτες και κατάντησαν σε αυτό το χάλι τη χώρα και όλα τα κόμματα που διόριζαν τους δικούς τους και οι συνδικαλιστές που αντιδρούν και ο Τσίπρας που έκανε καταλήψεις και…». Σαν έτοιμοι από καιρό (και όψιμα θαρραλέοι) άρχισαν όλοι να κελαηδούν ενώ χωρίς σταματημό η χοντρή κυρία επαναλάμβανε για «τους κλέφτες και τα κόμματα που καπελώνουν τις διαδηλώσεις». Όταν προσπαθήσαμε να υπερασπιστούμε τη λειτουργία των κομμάτων και να πούμε πως δεν έχουν κλέψει όλοι και πως δεν έχουν όλοι το ίδιο μερίδιο ευθύνης και τελοσπάντων αν καταργήσουμε την πολιτική καταργούμε τη δημοκρατία μία λεπτή κυρία θεωρώντας μάλλον πως είμαστε ΚΚεδες άρχισε να ειρωνεύεται τις ξεχωριστές συγκεντρώσεις στις διαδηλώσεις, και όταν δεν τσιμπήσαμε, τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας φλώρος με κουλτουριάρικα γυαλιά (μου θύμισε τον υπαλληλάκο του Λαζόπουλου) τότε θυμήθηκε να βρίσει την Αριστερά που γεμίζει τα πανεπιστήμια με αφίσες και διαλύει την εκπαίδευση και την έρευνα, ενώ θα έπρεπε να μην δηλητηριάζει με συνδικαλισμό τους φοιτητές. Επίσης είπε πως οι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν για 500 ευρώ μείωση ενώ τόσα χρόνια κοπροσκύλιαζαν και πως ο Τσίπρας το μόνο που έχει στο βιογραφικό του είναι οι καταλήψεις, ενώ ο Τζήμερος….  Μετά μια άλλη κυρία, στρουμπουλή με κατσαρά μαλλιά, άρχισε να λέει πως καλύτερα στην εταιρεία της να απολύσουν δύο λιγότερο εργατικούς υπαλλήλους ή αυτούς που δεν είναι χρόνια στη δουλειά (όπως η ίδια) και τότε εγώ της είπα πως καλύτερα να απολύσουν αυτούς που έχουν παιδιά και που είναι μεγάλοι και τότε εκείνη θυμωμένη σταμάτησε να μιλάει. Σύντομα τη χοντρή κυρία (πρώην Ρηγού, Πασόκα και νυν Χρυσαυγίτισσα),  άρχισε να σιγοντάρει ένας συγγενής των οικοδεσποτών που ρωτούσε επίμονα για τους μετανάστες και το ομόεθνο, το ομόθρησκο και το ομόγλωσσο των Ελλήνων, ενώ η μητέρα του προσπαθούσε να τον συγκρατήσει προκειμένου να μη γίνει σύρραξη και ο φίλος που μεταναστεύει στη Δανία του έλεγε πως κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι ταυτόσημο για όλους («δεν είμαι λιγότερο Έλληνας από σένα επειδή είμαι άθεος» του έλεγε) κι εγώ είχα απομονώσει έναν κύριο στην άκρη και συζητούσαμε τα ίδια με πιο ήπιους τόνους και μου έλεγε πως η Αριστερά θα έπρεπε να έχει ένα τελείως διαφορετικό ήθος και όχι ο Σκουρλέτης να πηγαίνει το παιδί του σε ιδιωτικό σχολείο γιατί πώς θα ξέρει αύριο τη δημόσια Παιδεία αν γίνει υπουργός κι εγώ προσπαθούσα να του πω πως…. (στο τέλος της βραδιάς έμαθα πως και ό ίδιος πάει το παιδί του σε ιδιωτικό σχολείο)…

Είναι μάταιο σίγουρα όλο αυτό που πάω να κάνω: να περιγράψω τις φωνές, την οργή, το τυφλό μίσος, τον κυνισμό, το φανατισμό που μέσα σε ελάχιστα λεπτά φούντωσε και κράτησε για ώρες. Με ξάφνιασε η ένταση, με τρόμαξαν οι φωνές των αγανακτισμένων. Έπιασα τον εαυτό μου να αμύνεται προκλητικά και να επιτίθεται χειρουργικά, όχι γι’ αυτό μόνο που πιστεύει, αλλά και για συστήματα με τα οποία διαφωνεί, αλλά θεωρεί θεμιτή την ύπαρξή τους. Αναγκάστηκα να υπερασπιστώ πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις με τα οποία ποτέ δεν είχα πολιτική σχέση, πάντα τα κατήγγειλα, τα θεωρούσα συνακόλουθα του σάπιου συστήματος των κομμάτων εξουσίας. Αναγκάστηκα να υπερασπιστώ το συνδικαλισμό, όχι αυτόν που εκείνοι εννοούσαν, αλλά αυτόν που εγώ εννοώ. Τους πολιτικούς και τα κόμματα όχι αυτούς που εκείνοι υποστήριζαν πριν, αλλά αυτούς που θεωρώ απαραίτητους για να λειτουργεί η δημοκρατία. Τελικά πάντα απέναντι σε όλους αυτούς θα είμαι; Την εποχή της ευμάρειας που οι περισσότεροι έκαναν δουλειά με το σάπιο σύστημα ήμουν απέναντι ως άτομο και πολίτης και εργαζόμενος. Τώρα, πικραμένοι, θυμωμένοι και φασίζοντες όπως είναι, τυφλοί, με βρίσκουν πάλι απέναντι, πιο σίγουρο από ποτέ και ήρεμα δυνατό με τις ιδέες μου και τις βεβαιότητές μου.

Μάταιο είναι και αυτό ακόμα: να αφηγηθώ τη δική μου στάση. Στέκομαι εν τέλει σε αυτό μονάχα: τα παιδικά πάρτυ δεν είναι πια η δυνατότητα που μας δίνεται για μια ανούσια διεκπεραιωτική κοινωνική επαφή. Είναι ασκήσεις μικρών εμφυλίων. Όχι ανάμεσα σε αριστερούς και δεξιούς, αλλά ανάμεσα σε εργαζόμενους και άνεργους, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, γονείς και άτεκνους, νέους και ηλικιωμένους…

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Ζώσα μαγεία


Τα φώτα κλείνουν κι εσύ το ξέρεις πως ευθύς μετατρέπεσαι σε μύστη μιας προαιώνιας τελετής, που όσο κι αν απομακρύνεται από τη γέννησή της, όσο κι αν παραδίδεται στα εγκόσμια, διατηρεί πάντα τον ιερό χαρακτήρα της ζώσας αναπαράστασης.



Το θέατρο συμβαίνει κάθε στιγμή που ένας ηθοποιός κι ένας θεατής αναμετρούνται. Βέβαια πάντα νικάει ο θεατής. Ο ηθοποιός στο τέλος θα ντυθεί κι αυτός τη ζωή του θεατή, και θα αποχωρήσει από την ίδια έξοδο.

Όπως και να είναι πάντα μου φαινόταν αδιανόητο πώς ένας ηθοποιός ντύνεται την πραγματική του ζωή και αποχωρεί μετά το τέλος της παράστασης. Τάχα ασφυκτιά ο ρόλος μέσα στον ηθοποιό μετά το θέατρο; Κι αν οι ρόλοι στη ζωή ενός ηθοποιού είναι πολλοί, στριμώχνονται εκεί μέσα του; Μήπως στήνουν παραστάσεις εντός του; Μήπως δραπετεύουν κάπως σε μετέπειτα αναπαραστάσεις;  Εμείς οι θεατές, πόσους ρόλους τάχα παίζουμε σε μια παράσταση; Και ποιος στο τέλος χειροκροτεί; Και ποιον στο τέλος εμείς χειροκροτούμε;

* η φωτογραφία είναι από την εξαιρετική παράσταση του "Όλιβερ Τουίστ" στο "Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν".

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Οι ζωγραφιές της Στέλλας

 



 
Τη βλέπω σκυμμένη με προσήλωση πάνω στα χαρτιά της να δημιουργεί έναν κόσμο παράξενο, είτε ερμηνεύοντας αυτόν που είναι γύρω της, είτε φτιάχνοντας έναν δικό της - αδιάφορο της είναι τι από τα δύο. Χαίρεται μονάχα που δημιουργεί. Πόσο θα ήθελα όμως να πάρω τους μαρκαδόρους της κόρης μου μια μέρα να φτιάξω έναν κόσμο παράξενο, όπως τον θέλω εγώ.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Ιστορία μιας Ευτυχίας




Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’50 σε μια γειτονιά της Αθήνας. Δυο φίλοι, ο Γιώργος και ο Δημήτρης, 7-8 χρόνων, παίζουν «ολυμπιακούς αγώνες» με ένα τσούρμο πιτσιρίκια στο δρόμο. Ξαφνικά τη βλέπουν. Είναι ένα κορίτσι στην ηλικία τους. Κάθεται σε κάτι σκαλοπάτια και τους κοιτάει. Είναι καινούρια στη γειτονιά, και εκείνοι θαμπώνονται κι ευθύς την ερωτεύονται. Κι αρχίζουν σαν τα κοκκόρια να κορδώνονται μπροστά της. Κι ο καιρός περνάει και ο ανταγωνισμός φυτρώνει ανάμεσα στους δύο φίλους, που κάθε μέρα ο ένας ενημερώνει τον άλλο πως «χθες που πήγα βόλτα με την Ευτυχία…» και πως «με την Ευτυχία χθες λέγαμε…». Εκείνη τους κάνει δώρα συχνά: γκαζές, σβούρες και καραμέλες. Και στους δύο.  Μια μέρα ο Δημήτρης λέει στο Γιώργο πως πέρασε μια ολόκληρη νύχτα με την Ευτυχία. Στις επίμονες ερωτήσεις του φίλου του, ο Δημήτρης απαντάει πως πέθανε η γιαγιά της και πως εκείνος της έκανε παρέα όλο το βράδυ που την είχανε στο σπίτι.

Κύλησε ο καιρός, τα παιδιά έγιναν άντρες. Ένα βράδυ ο Γιώργος πήγε σινεμά. Η ταινία που θα έβλεπε λεγόταν «Γυμνοί στο δρόμο». Σε ένα πλάνο την είδε. Την Ευτυχία. Την Ευτυχία τους στο πανί. Είχε ένα μικρό ρόλο. Έλεγε και δυο κουβέντες. Ήταν όμως εκείνη, ο παιδικός έρωτάς τους.

Τα χρόνια πέρασαν κατά πως γίνεται συνήθως. Ο Γιώργος και ο Δημήτρης έμειναν πάντα φίλοι. Ο Δημήτρης πέθανε στα 45 του, τέλη της δεκαετίας του ’80. Ο Γιώργος την ιστορία αυτή μου την είπε προχθές. Κι εγώ την έγραψα εδώ. Να μείνει κάπως…

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ορφανές σκέψεις για ορφανές βιβλιοθήκες



Ξέρεις, νομίζω πως τα λιγότερα αποθέματα αυτό τον καιρό η κοινωνία μας τα έχει στην ελπίδα. Και όσο περισσότερο ανάγκη την έχει, τόσο πιο σφιχτοχέρα γίνεται στο ξόδεμά της. Όμως η ελπίδα δυναμώνει στο μοίρασμα. Στις κατά μόνας χρήσεις αδυνατίζει, ξεφτίζει, αλλοιώνεται.

Μια μέρα σαν κι αυτή- μ’ ένα ήλιο δωρικό να χύνεται στην πόλη, νοιώθω να γκρεμίζομαι στο κενό. Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου, ψάχνω να βρω στα μάτια τους την υπόνοια μιας ελπίδας, καλά κρυμμένης έστω. Σιωπή και σφιγμένα χείλη. Κι όταν κάτι αναπάντεχα χαρούμενο ή ευτυχισμένο προκύπτει, απελευθερώνεται άθελά τους ο καημός. Σαν το τζίνι από το λυχνάρι του Αλαντίν.

Οι σκέψεις αυτές είναι σκαλοπάτια για να κατέβω σε αυτά που σήμερα θέλω να σου πω: δεν ορίζουν το σύνολο, οδηγούν όμως στη βασική του λειτουργία.

Μια από τις σημαντικότερες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα, με μοναδικής αξίας υλικό είναι αυτή του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. 22.000 βιβλία, 2000 τόμοι σχολικών εγχειριδίων του 19ου και του 20ου αιώνα, 214 τίτλοι περιοδικών κ.α. είναι τα ποσοτικά στοιχεία της συλλογής αυτής. Όμως μια βιβλιοθήκη δεν είναι μόνο το υλικό της, αλλά κυρίως το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί και με το οποίο συνδέεται οργανικά, το κοινό και το προσωπικό της, η αποστολή και ο στόχος της.

Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο εδώ και ένα χρόνο έχει διαλυθεί, ή σύμφωνα με το πασοκικώς δοκιμότερον «συγχωνευθεί» με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και μετατραπεί σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου. Οι υπηρεσίες και οι εργαζόμενοι σε αυτό έχουν μεταφερθεί σε νέο κτίριο στους Αμπελόκηπους, ενώ στο αρχικό άθλιο κτήριο ψηλά στη λεωφόρο Μεσογείων παραμένει η μεγάλη βιβλιοθήκη, μόνη αυτή ως υπηρεσία αποκομμένη από τον φορέα της σε ένα κτήριο-φάντασμα. Τη βιβλιοθήκη δεν λειτουργούν πλέον οι δύο ειδικευμένοι βιβλιοθηκονόμοι, καθώς αυτή παραδόθηκε στη γνώριμη και επικίνδυνη κομματική πελατεία των ανειδίκευτων αποσπασμένων εκπαιδευτικών. Αφήνεται λοιπόν σκόπιμα μια σημαίνουσας αξίας βιβλιοθήκη να καταστραφεί και μαζί με αυτήν να απαξιωθούν οι υπηρεσίες της στην εκπαιδευτική πολιτική και να χαθεί το πολύτιμο υλικό της;


Φαντάζει, κι ίσως να είναι, πολυτέλεια να ασχολείται κανείς με την καταστροφή μιας βιβλιοθήκης. Όταν γύρω μας καταρρέουν οι εργασιακές σχέσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η υγεία και η παιδεία. Τι νόημα έχει να αγωνιάς για τα σχολικά εγχειρίδια του 19ου αιώνα, όταν τα σχολικά εγχειρίδια στην Ελλάδα του 21ου είναι σε φωτοτυπίες;

Στη γυάλα που ζω, πορτοκαλής και σιωπηλός σαν το χρυσόψαρο, τα βιβλία και οι βιβλιοθήκες είναι λυτρωτικά και σημαντικά πράγματα, με βαρύνουσα σημασία στην κοινωνική ζωή και ρόλο δυναμικό στο παρόν και το μέλλον. Το έχω δει να συμβαίνει όλο αυτό- κι αυτή η πείρα γίνεται μέσα μου πυρά. Ο κόσμος γύρω γδύνεται τις απολαύσεις του παρελθόντος και η πλαδαρότητα του πνεύματός του μοιάζει αποκρουστική στα μάτια μου. Είναι όμως ζήτημα αξιοπρέπειας η αντίστασή μας. Και η αξιοπρέπεια δεν ξοδεύεται. Αν την έχεις.

***
Οφείλω να συμπληρώσω και εδώ, όπως θα κάνω και σε προσεχές ποστ στο μπλογκ μου πως η πρώην βιβλιοθήκη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου διαθέτει βιβλιοθηκονόμους εργαζόμενους εδώ και κάποιους μήνες. Οι πηγές μου μάλλον δεν ήταν έγκυρες, τουλάχιστον όσον αφορά στα χρονικά δεδομένα. Οφείλω συγγνώμη στους συναδέλφους...

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Επιστρέφοντας σε αυτά που δεν αφήνουμε πίσω...




 Εκείνη αφιερώνει το βιβλίο της στην αδελφή της. Την κοινή τους ιστορία αφηγείται εξάλλου «το καπλάνι της βιτρίνας». Εκείνη πάλι, αφιερώνει ένα από τα δεκάδες χιλιάδες αντίτυπά του «στην Κέλλυ με αγάπη». Της το ζήτησε ένας φαντάρος στη Λήμνο, πριν κάμποσα χρόνια, γιατί θα το έστελνε στο κορίτσι του που δούλευε στην Αγγλία. Εκείνος της γράφει και δική του αφιέρωση ζητώντας της «να επιστρέψουν σε αυτό που ποτέ δεν άφησαν πίσω τους».

Είναι «το καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη που έχει τις τρεις αυτές αφιερώσεις εντός του. Και είναι στη βιβλιοθήκη μου, στη βιβλιοθήκη μας δηλαδή, γιατί με το κορίτσι που λέγαμε πριν, παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά και θα είμαστε μαζί για πάντα. Ενώνοντας και τις βιβλιοθήκες μας. Ήταν Μάιος του 1998 στη Μύρινα που συνάντησα τη Ζέη.


 Ήταν Οκτώβριος του 2012, ένα βροχερό πρωινό που τη συνάντησα πάλι. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας να μας περιμένει να την πάρουμε με το αυτοκίνητο. Είχαμε οργανώσει επίσκεψή της στο σχολείο του γιου μας. Ανοίγω τη πόρτα, την πλησιάζω. «Καλημέρα» της λέω, «είμαι ο φαντάρος από τη Λήμνο». «Δεν έχεις αλλάξει πολύ από τότε» μου λέει. Την κοιτώ, ούτε τα μάτια της άλλαξαν σκέφτομαι. Την αποχαιρετώ, πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά. Μπαίνει στο αυτοκίνητο, τις παρακολουθώ, η Κέλλυ της δείχνει το καπλάνι, την αφιέρωση, γελούν και φεύγουν.
Το μεσημέρι επιστρέφω στο σπίτι. Ένας «μεγάλος περίπατος του Πέτρου» είναι ακουμπισμένος στο τραπέζι. Τον ανοίγω. «Στον Κωνσταντίνο» γράφει στην πρώτη του σελίδα με στυλό. Και δύο σελίδες μετά είναι τυπωμένη η αφιέρωσή της «στα παιδιά μας».

***
Κάλεσα μια ομάδα φίλων να γράψουν στα blog τους κείμενα για τις αφιερώσεις στα βιβλία. Γιορτάζοντας με αυτό τον τρόπο τις πρώτες εκατό αναρτήσεις του ιστολογίου «Αφιερώσεις Συγγραφέων». Τους ευχαριστώ:

- "Αφιερώσεις"  από την "Αναγεννημένη"
- "Το σπίτι με τις ροδιές" από τα "Χαμένα Επεισόδια"
- "Χειρόγραφες αφιερώσεις στα βιβλία της συλλογής μου: για τις αφιερώσεις του Βιβλιοθηκάριου αφιερωμένο εξαιρετικά!" από το "Καγκουρώ"
- "Αφιερώσεις σε βιβλία" από το "Φαούδι"
- "In memoriam... και μια αφιέρωση σε ένα μελλοντικό βιβλίο" από τις "Rubies and Clouds"
- "Αφιερωμένο στις "Αφιερώσεις" " από το "For Infromation scientists... and others"
- "Προσκλητήριο ενθυμήσεων και σιωπητήριο λόγου" από τους "Κυνοκέφαλους"
- "Βιβλικό τάμα" από το "Εξεγερμένο το 2009"
- "Αφιερώσεις" από το "Ερυθρό Καγκουρώ"
- "Υστερόγραφο σε εκατό αντίτυπα" από τον "Τσαλαπετεινό"
- "Αφιερώνοντας στην... fun-μίλια" από την "Greek libraries in a new world"
- "Αφιερωμένο εξαιρετικά" από το "The three wishes's weblog"
- "Η αφιέρωση" από το "Σημειωματάριο"
- "Αφιέρωση σε βιβλίο" από τη "Roadartist... in athens!"
- "Περί μορίων και πόρων" από το "Η Ωραία Σέλιτσα"
- "Χαϊκού για αφιερώσεις" από τον "SilentCrossing"
- "Με αγάπη, με εκτίμηση, με τιμή, με συμπάθεια, με φιλία με αφοσίωση με ευλάβια... στον... στην... στους..." από την "Anna-Silia"
- "Μια αφιέρωση που δεν έγινε ποτέ" από το "Polyanna's days"
- "Οι φίλοι... τα βιβλία... οι φάροι μας" από τη "Dina Vitzileou"

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Στιγμές μιας διαδήλωσης του 2012


Βράδυ Τετάρτης. Επιστρέφουμε από τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Βρέχει πολύ, το Μοναστηράκι έχει γίνει Βενετία. Στους ποταμόδρομούς του κόσμος πυκνός, παρέες-παρέες προχωρούν φωνάζοντας: "ψωμί-παιδεία-ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το '73". Ένα αγόρι μπροστά μας παίρνει το κορίτσι του αγκαλιά και το περνάει απέναντι από ένα πλημμυρισμένο δρόμο. Εκείνη φοράει μπότες, εκείνος σταράκια. Φτάνοντας δίνουν ένα φιλί και συνεχίζουν: "ψωμί-παιδεία- ελευθερία, η χούντα..."




 




Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Ένα παραμύθι αυτών των ημερών*



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που δεν μιλούσε συχνά. Όταν κάποιος του έκλεβε το ψωμί, δεν αντιδρούσε. Όταν τον έσπρωχναν στην αγορά και του έπαιρναν τη θέση, δεν διαμαρτυρόταν. Όταν το άδικο τον έπνιγε, αυτός σιωπούσε φοβισμένος. Μια μέρα εμφανίστηκε ένας δράκος στην πόλη. Φωτιά δεν έβγαζε από τα ρουθούνια του, ούτε έτρωγε ανθρώπους. Μόνο πλησίασε τον άνθρωπό μας και του πήρε για πάντα τη φωνή. Φεύγοντας του είπε:
«Έτσι που δεν μιλούσες τόσα χρόνια, σου είναι άχρηστη πια η φωνή».

* και στην εποχή μας γράφονται παραμύθια...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Δυο ιστορίες συζητούν στη πόρτα



Υπάρχουν δυο εικόνες στο μυαλό μου. Έχουν καθίσει στην έξοδο και συζητούν τι θα φορέσουν, πού θα πάνε, τι θα κάνουν, με ποιον θα βγουν. Σαν καλές φιλενάδες έχουν πιάσει κουβεντολόι εκεί, ίσως πια να έχουν αρχίσει αυτές τις εκμυστηρεύσεις που καμιά φορά κάνουν οι γυναίκες μεταξύ τους στην άκρη μιας πόρτας. Η μία είναι της φαντασίας μου, ή μάλλον σκηνοθετημένη στο μυαλό μου από ένα βιβλίο, τη δεύτερη εικόνα την είδαν τα μάτια μου. Καθώς δεν βρίσκω με τι να τις ταιριάξω, τις σπρώχνω τώρα να βγουν, να αεριστεί λίγο το μυαλό μου, να πάρουν σειρά και τα υπόλοιπα…

Είναι δυο γυναίκες γύρω στα εβδομήντα. Η μία, μικροκαμωμένη με  πολλές ρυτίδες και δειλή φωνή. Η άλλη, «Λωξάντρα» – νταρντάνα με φωτεινό πρόσωπο και βήμα σίγουρο και βιαστικό. Έχουν ένα μαγαζί στη γειτονιά, μια μικρή βιοτεχνία «αθλητικών ενδυμάτων». Η «Λωξάντρα» είναι στη μηχανή, η άλλη, στις πωλήσεις. Τα ράφια τους είναι γεμάτα. Φόρμες παιδικές, γυναικείες, αντρικές και φούτερ, 14-16 ευρώ το σετ. Σε διάφορα σχέδια και χρώματα. Μπαίνει κόσμος κι αγοράζει- πήγαμε κι εμείς. Ρούχα ξεδιπλώνονται και ξαπλώνουν πάνω στους πάγκους, ύστερα πάλι μπαίνουν στις σακούλες τους, κάποια μένουν, κάποια φεύγουν κάποια άλλα κονταίνουν. Το μαγαζί αυτό, σκέφτομαι, δεν είναι μόνο ένα εμπορικό κατάστημα, όπως και οι δυο γυναίκες, δεν είναι μόνο δυο γριές που εργάζονται. Κι ας μην το ξεχωρίζουν αυτό πολλοί, οι περισσότεροι. Σύζυγοι, μανάδες και εργαζόμενες, γέρνουν στο δεύτερο μισό της ζωή τους με πείσμα και ικανότητα και επιβιώνουν. Καθώς κυλάμε ολοένα και πιο βαθιά στην κρίση, σκέφτομαι πως τέτοιοι άνθρωποι  αξίζουν να επιβιώσουν, οι ίδιοι θα φροντίζουν πάντα γι΄ αυτό. Δεν πέρασαν από τη ζωή τους καταναλώνοντάς τη, την έφτιαξαν με τα χέρια και το μυαλό τους. Πόσο χαμένη και ανίκανη είναι η γενιά μου γαμώτο.


Στο «Μαουτχάουζεν» ο Καμπανέλης αφηγείται μέσα στα άλλα μια ιστορία (την έζησε, την έγραψε, τη διάβασα, την εικονοποίησα στη φαντασία μου, τη γράφω, τη διαβάζετε τώρα κι εσείς). Μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου εξόντωσης και αναμένοντας εγκλωβισμένος εκεί την επιστροφή στη χώρα, ερωτεύεται μια εβραία και εκείνη αυτόν. Με δυσκολία και πόνο μοιράζονται την ψυχή και τα σώματά τους μετά από όσα τράβηξαν, έπαθαν και κυρίως είδαν. Κάνουν έρωτα κάποια στιγμή σε ένα φυλάκιο στην άκρη του στρατοπέδου. Δεν υπάρχει βέβαια κρεβάτι πουθενά, οπότε για να είναι καθαρά ξεκολλάνε ένα μεγάλο χάρτη της Γερμανίας από τον τοίχο και τον στρώνουν κάτω. Πάνω στο χάρτη απλώνει ο Ιάκωβος το παλτό του και ύστερα γυμνώνονται και αγκαλιάζονται και βυθίζονται στου έρωτα τις ηδονές.

Δεν μπορεί να ξεκολλήσει λοιπόν το μυαλό μου από εκεί. Οι χάρτες υπάρχουν για να κάνουμε έρωτα πάνω στα σύνορά τους, τα εθνικά σχέδιά τους, τα μεγαλεία της φυλής τους. Τους χάρτες του ξεκρεμάμε από εκεί που τους έβαλαν οι επαγγελματίες πατριώτες στρατηγοί για να τους κάνουμε ερωτική μας κλίνη.

Δεν ξέρω τι μπορούν να λένε αυτές οι δύο ιστορίες στην εξώπορτα του μυαλού μου. Όμως τις βλέπω, χαιρετιούνται τρυφερά και φεύγουν πια.