Ήσουν 7-8 χρόνων στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, που μόνο του μάλλον κυλάει στη μαύρη χειμωνιάτικη νύχτα (μην υποκρίνεσαι τον έκπληκτο: οι νύχτες έχουν διάφορα χρώματα, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;). Το ραδιόφωνο πρέπει να παίζει Λοΐζο, έρχεστε κοντά-κοντά με τον αδερφό σου γιατί κρυώνετε. Νοιώθω καμιά φορά πως οι ευκάλυπτοι αριστερά και δεξιά στο δρόμο αυτό μέτραγαν τα χρόνια που θα έρχονταν, είχαν κάποιο κρυμμένο μήνυμα που αμέλησα να επεξεργαστώ και να αποκωδικοποιήσω. Σου λέω λοιπόν, πρέπει να πηγαίνατε στο Λουτράκι νυχτερινή βόλτα με το αυτοκίνητο Κυριακή βράδυ – οι βόλτες τότε ήταν μικρών αποστάσεων - και έξω έκανε κρύο και φύσαγε πολύ και την άλλη μέρα είχες σχολείο – και μάλλον κάτι είχες αφήσει αδιάβαστο γιατί σε γέμιζε θλίψη η μέρα που τελείωνε και αγωνία η μέρα που ερχόταν. Όμως εκείνη η στιγμή, με τη μάνα και το πατέρα στο μπροστινό κάθισμα, τη μουσική, την Κυριακή που ήταν ακόμη Κυριακή, τη βροχή, τη μέσα ζεστασιά μας, μοιάζει παράξενο πως υπήρχε μέσα σου τόσα χρόνια και σιγόκαιγε χωρίς να χάνεται στην ομίχλη της λήθης. Θα μπορούσε να είναι μια άλλη ανάμνηση, πιο μεγάλη, πιο φωτεινή, με άλλη μουσική και χρώματα.
Καθώς πιάνω στα χέρια μου την ανάμνηση (δεν χρειάζεται ο δεύτερος ενικός πια, αυτόν τον έχω για τα άυλα πράγματα του παρελθόντος) προσπαθώ να καταλάβω ποιο δόλωμα την τράβηξε έξω. Δεν είναι μια έντονη διάθεση φυγής που με ταλαιπωρεί τον τελευταίο καιρό. Δεν είναι ίσως ούτε ένας πόνος στη μέση που προκαλεί αναπολήσεις. Η ανάμνηση είναι ζωντανή, αποφασίζω να την πετάξω πίσω, έτσι κάνω πάντα, ποτέ δεν τις τρώω. Μαζεύω τα καλάμια μου και επιστρέφω στον ύπνο, είναι Κυριακή βράδυ και μόλις συνειδητοποίησα πως άκουγα ένα CD του Λοΐζου και μάλλον αυτό τράβηξε μια νύχτα του ’80 έξω στο σήμερα, εδώ που πιάνω τώρα να φτιάξω το γάλα στον μεγάλο και να ταΐσω τη μικρή, να τους βάλω για ύπνο και να ξαπλώσω και εγώ με την καλή μου.
Αύριο είναι Δευτέρα και μάλλον πάλι κάτι αφήνω ημιτελές, γιατί με γεμίζει θλίψη η μέρα που τελειώνει και δυσφορία η μέρα που θα’ ρθει.
Καθώς πιάνω στα χέρια μου την ανάμνηση (δεν χρειάζεται ο δεύτερος ενικός πια, αυτόν τον έχω για τα άυλα πράγματα του παρελθόντος) προσπαθώ να καταλάβω ποιο δόλωμα την τράβηξε έξω. Δεν είναι μια έντονη διάθεση φυγής που με ταλαιπωρεί τον τελευταίο καιρό. Δεν είναι ίσως ούτε ένας πόνος στη μέση που προκαλεί αναπολήσεις. Η ανάμνηση είναι ζωντανή, αποφασίζω να την πετάξω πίσω, έτσι κάνω πάντα, ποτέ δεν τις τρώω. Μαζεύω τα καλάμια μου και επιστρέφω στον ύπνο, είναι Κυριακή βράδυ και μόλις συνειδητοποίησα πως άκουγα ένα CD του Λοΐζου και μάλλον αυτό τράβηξε μια νύχτα του ’80 έξω στο σήμερα, εδώ που πιάνω τώρα να φτιάξω το γάλα στον μεγάλο και να ταΐσω τη μικρή, να τους βάλω για ύπνο και να ξαπλώσω και εγώ με την καλή μου.
Αύριο είναι Δευτέρα και μάλλον πάλι κάτι αφήνω ημιτελές, γιατί με γεμίζει θλίψη η μέρα που τελειώνει και δυσφορία η μέρα που θα’ ρθει.