«Το 1821 οι μόλις απελευθερωμένοι Αϊτινοί πρώην σκλάβοι, έστειλαν στον Αδαμάντιο Κοραή στο Παρίσι 25 τόνους καφέ, με την εντολή να εκποιηθούν για να αγοράσουν οι έλληνες επαναστάτες όπλα».
Το ιστορικό στιγμιότυπο, που ανασύρθηκε και κυκλοφόρησε ευρέως πριν από μερικές εβδομάδες με αφορμή τον καταστροφικό σεισμό της Αϊτής με έβαλε σε σκέψεις. Πώς θα χαρακτήριζε σήμερα το μιντιακό καθεστώς κάποιον που θα εκτελούσε μια τέτοια παραγγελία, έναν σύγχρονο Κοραή; Σίγουρα τρομοκράτη. Επικίνδυνο τρομοκράτη. Η κυρίαρχη εικόνα του Κοραή σε όποιους έστω από το σχολείο έχουν ακούσει ξανά το όνομά του είναι ενός γραφιά που έζησε στο Παρίσι και όχι ενός πνευματικού ανθρώπου που πωλούσε χονδρική καφέ για να αγοράσει όπλα για μια επανάσταση. Γιατί;
Βρήκα «ενδιαφέρουσα» την περίπτωση του Λάμπρου Φούντα, του νεκρού αναρχικού που χαρακτηρίζεται από την αστυνομία τρομοκράτης, όπως δόθηκε από τις εφημερίδες. Τα κοινωνικά, ιδεολογικά, μορφωτικά, ηλικιακά και εργασιακά χαρακτηριστικά του τον μετατρέπουν σε τρομακτικότερο φάντασμα της συντηρητικής προπαγάνδας, δεν ταιριάζουν στο στερεότυπο των χουλιγκάνων αναρχικών που κατασκευάζει το μιντιακό καθεστώς. Θα μου ήταν δε πιο συμπαθής η «περίπτωση» του Φούντα δεδομένου ότι στην περιγραφή του διαμερίσματός του αναφέρεται με έμφαση η μεγάλη βιβλιοθήκη του (αυτό θεωρείται ή κακό ή επικίνδυνο… μάλλον). Αλλά ποιος είναι σίγουρος τι εννοεί ένας μπάτσος «μεγάλη βιβλιοθήκη»;
Η επικαιρότητα είναι φορτωμένη χιλιάδες πράγματα αυτό τον καιρό. Αν οι ειδήσεις ήταν νερό θα είχαμε πλημμύρες. Έρχονται και κάθονται η μία πάνω στην άλλη και συμπιέζονται και ανακυκλώνονται και αναλύονται σε σημείο που διαλύονται. Οι περισσότεροι βλέπουν τα «νέα» σε μία οθόνη. Και εδώ φοβάμαι πως είναι το πρόβλημα.
Την 25η Μαρτίου το βράδυ βγήκα για περπάτημα. Είχα πολύ καιρό να το κάνω. Περιφερόμουν για καμιά ώρα στην ευρύτερη περιοχή μου, χάθηκα σε στενάκια, διάλεξα τυχαίες διαδρομές, ξεχάστηκα από μυρωδιές φαγητών, τυχαίες κουβέντες και κινήσεις που δραπέτευαν από την ιδιωτικότητα των σπιτιών, κάποιοι άκουγαν τους «ελεύθερους πολιορκημένους» δυνατά σε μια εκτέλεση που δεν είχα ξανακούσει, ένα μηχανουργείο με άθλια τζάμια ήταν ανοιχτό, κάποιοι πιτσιρικάδες κάπνιζαν φούντα στο πάρκο.
Σκέφτηκα λοιπόν πως αυτή η αγαπημένη ασχολία της πεζής περιήγησης έχει τις βάσεις της στη θητεία. Όταν «χωρίς να γνωρίζω κανένα και ούτε κανένας με γνώριζε» χανόμουν στα Γιάννενα ή στη Μύρινα, ένας ξένος που δεν χωρούσε στην ιδιοκτησία κανενός. Μας λείπει αυτή η πεζοπορία νομίζω. Οι διαδρομές μας είναι προγραμματισμένες. Τυχαία ή άσκοπα δεν πάμε πουθενά. Χωρίς αυτοκίνητο δεν κινούμαστε. Αυτό είναι: οι διαδρομές μας είναι προγραμματισμένες: στην καθημερινότητα, στη δουλειά, στην ενημέρωση, στις ιδέες. Περπατώντας θα δεις και από άλλο κανάλι τη ζωή. Αλλάξτε διαδρομή, αν όχι προορισμό.
Υ.Γ.: Ο τίτλος παραπέμπει στο «ο καφές και η δημοκρατία» βέβαια του Τούρκου Αζίζ Νεσίν. Αξίζει να το διαβάσει κανείς.