Η Λαϊκή δεν είναι βέβαια πάράθυρο στις πρωινές εκπομπές και στα δελτία ειδήσεων. Είναι σαφώς κάτι παλιότερο από την τηλεόραση, ίσως πρόγονός της, γι' αυτό και αυτή την εκδικείται. Είναι η αγορά αιώνων τώρα με τα τεχνάσματά της, τις διαφημίσεις, τον αμείλικτο σχολιασμό.
Θυμάμαι πόσο εντύπωση μου είχε κάνει ο ενθουσιασμός κάποιων Άγγλων πανεπιστημιακών πριν από χρόνια όταν βρέθηκαν τυχαία στη Λαική της Λάμπρου Κατσώνη και με επιφωνήματα φωτογράφιζαν τα πάντα.
Η Λαϊκή λοιπόν είναι πανηγύρι των αισθήσεων. Τα χρώματα και οι μυρωδιές της εποχής, οι γεύσεις, η ψηλάφιση της ποιότητας. Είναι ένα πολύβουο μελίσσι, που καυγαδίζει, παραπονιέται, ρωτάει, σχολιάζει, διαφημίζει, καλοπιάνει και συναντιέται μια φορά την εβδομάδα σαν σε θεατρική παράσταση με ρόλους και κείμενο μοιρασμένο.
Θα δεις εκεί όλους τους τύπους των ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά θ' ακούσεις τους καυγάδες των λαϊκατζήδων, τα πολιτικά πειράγματα, αυτό το θαυμάσιο υπαινικτικό πινγκ-πονγκ αν περάσει καμιά αεράτη γκόμενα.
Θα κληθείς να δοκιμάσεις, οι σειρήνες θα σου υπόσχονται μέλι και ζάχαρη φρούτα, άρωμα πεπόνια, λεπτόφλουδες ντομάτες και πάσης φύσεως φρούτα και λαχανικά από τον τάδε ή δείνα τόπο, λες και το χώμα των ετεροδημοτών της πρωτεύουσας βγάζει ιδιαίτερη γεύση...
Η βόλτα στη λαϊκή τελειώνει, επιστρέφεις στο σπίτι τροπαιούχος των γεύσεων και των οσμών, πλένεις τα βερύκοκα, δοκιμάζεις, πικρά και άνοστα. Λες, κάτσε να δω τα κεράσια. Τελικά το χρώμα τους είναι πιο ωραίο από την ανύπαρκτη γεύση τους. "Την επόμενη φορά δεν θα την πατήσω" μονολογείς. Μια ακόμη φορά...