Το 1978 ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου τύπωσε στη Θεσσαλονίκη, στις εκδόσεις "Εγνατία", τον συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων "ο δύσκολος θάνατος", ο οποίος συγκέντρωσε σε μία έκδοση, σε ένα βιβλίο όσες ποιητικές συλλογές είχε στο μεταξύ κυκλοφορήσει από το 1946 μέχρι το 1974. Σε σημείωμα του συγγραφέα στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης ενημερώνεται πως "η έκδοση αυτή είναι οριστική και αναιρεί όλα τα προηγούμενα βιβλία τις ανθολογήσεις και τις διάφορες δημοσιεύσεις". Ο κολοφώνας του βιβλίου μας ενημερώνει για το χρόνο, τη φωτοστοιχειοθεσία και το τύπωμα του βιβλίου, αλλά και για δυο ανθρώπους που συνέβαλαν με δευτερεύοντες τρόπους στην έκδοσή του: το Νίκο Χουλιαρά που χάρισε ένα σχέδιό του για το εξώφυλλο (πρέπει να είναι από τις πρώτες εικονογραφήσεις του Χουλιαρά, αν όχι η πρώτη, ένα χρόνο πριν την πρώτη έκδοση του "Λούσια" και αρκετά χρόνια πριν τη συνεργασία με τη "Νεφέλη" στις εικονογραφήσεις) και τον ποιητή Γιώργο Χρονά που επιμελήθηκε την έκδοση.
Η δημιουργική αυτή συνύπαρξη τριών λογοτεχνών είναι μια πληροφορία που καταγράφεται όπως είπαμε στον κολοφώνα και πουθενά αλλού. Είναι μια συνευθύνη που σπάνια ή ποτέ αναφέρεται από τους βιβλιοθηκονόμους ή τους βιβλιογράφους που τείνουν να αδιαφορούν για τα λοιπά, δεύτερα στοιχεία μιας έκδοσης. Πρόκειται για μια κουλτούρα απαξίωσης που αντιλαμβάνεται το βιβλίο μόνο ως έργο του συγγραφέα που κυκλοφορεί υπό την ευθύνη και επωνυμία ενός εκδότη. Η σύγχρονη αγορά του βιβλίου μας έχει συνηθίσει ως καταναλωτές και αναγνώστες σε αυτή τη μεταμοντέρνα αντίληψη, παρά το γεγονός ότι ακόμη επιμένουν κάποιοι να δίνουν σημασία στην εικόνα, την αισθητική, τη λειτουργικότητα του βιβλίου
Οι κολοφώνες είναι μια πρακτική αιώνων στην τυπογραφία. Είναι το τελευταίο κείμενο ενός βιβλίου, η έσχατη σημείωση που αφήνει ο εκδότης πληροφορώντας μας για το τεκμήριο που έχουμε στα χέρια μας, για την υλική υπόσταση του βιβλίου, το χαρτί του, τον αριθμό των αντιτύπων, τον τυπογράφο, τον βιβλιοδέτη, το στοιχειοθέτη, τον εικονογράφο. Παρά την αναμφισβήτητη αξία του και ως διαμεσολαβητές και ως αναγνώστες (ακόμη και ως εκδότες συχνά) συνήθως επιλέγουμε να αδιαφορούμε για τα στοιχεία αυτά. Μια τέτοια απαξίωση δημιουργεί ελλείψεις ωστόσο στην ιστορία των ιδεών, στη στατιστική των βιβλίων, στην ιστορία του εκδοτικού χώρου. Κάποιες βασικές και εύκολες παρατηρήσεις που μπορεί κανείς να κάνει είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα έχουν βελτιωθεί στην Ελλάδα σε σχέση με τους εκδότες, δίνουν δηλαδή περισσότερη σημασία στην ένταξη κολοφώνων στο τέλος των βιβλίων τους. Πιο εύκολα θα βρει κανείς κολοφώνες στα λογοτεχνικά βιβλία και ιδιαίτερα στις ποιητικές συλλογές, συχνότερα η φροντισμένη τυπογραφική επιμέλεια συμβαδίζει με τους κολοφώνες, θα δεις κολοφώνες σε βιβλία με καλή και προσεγμένη αισθητική. Αυτό που σίγουρα ωστόσο δεν θα δεις είναι να ασχολούνται με τους κολοφώνες οι βιβλιοθήκες. Πρόκειται για μια έλλειψη που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί κάποια στιγμή για να είναι πλήρης η πληροφορία που παρέχουν οι βιβλιοθήκες (κύρια η Εθνική Βιβλιοθήκη) μέσω των καταλόγων τους για την εκδοτική παραγωγή μας και τους ανθρώπους που την υπηρέτησαν και την υπηρετούν.
Το παρόν σημείωμα αφήνεται απλά να ελαφροπατήσει, να δειγματίσει σε αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό στοιχείο της ιστορίας των βιβλίων, που είναι οι κολοφώνες. Περισσότερο είναι ένα ερέθισμα εκδοτικής ιστορίας για τα υστερόγραφά της...