Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Κολοφώνες: τα υστερόγραφα της τυπογραφίας


Το 1978 ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου τύπωσε στη Θεσσαλονίκη, στις εκδόσεις "Εγνατία", τον συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων "ο δύσκολος θάνατος", ο οποίος συγκέντρωσε σε μία έκδοση, σε ένα βιβλίο όσες ποιητικές συλλογές είχε στο μεταξύ κυκλοφορήσει από το 1946 μέχρι το 1974. Σε σημείωμα του συγγραφέα στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης ενημερώνεται πως "η έκδοση αυτή είναι οριστική και αναιρεί όλα τα προηγούμενα βιβλία τις ανθολογήσεις και τις διάφορες δημοσιεύσεις". Ο κολοφώνας του βιβλίου μας ενημερώνει για το χρόνο, τη φωτοστοιχειοθεσία και το τύπωμα του βιβλίου, αλλά και για δυο ανθρώπους που συνέβαλαν με δευτερεύοντες τρόπους στην έκδοσή του: το Νίκο Χουλιαρά που χάρισε ένα σχέδιό του για το εξώφυλλο (πρέπει να είναι από τις πρώτες εικονογραφήσεις του Χουλιαρά, αν όχι η πρώτη, ένα χρόνο πριν την πρώτη έκδοση του "Λούσια" και αρκετά χρόνια πριν τη συνεργασία με τη "Νεφέλη" στις εικονογραφήσεις) και τον ποιητή Γιώργο Χρονά που επιμελήθηκε την έκδοση.


Η δημιουργική αυτή συνύπαρξη τριών λογοτεχνών είναι μια πληροφορία που καταγράφεται όπως είπαμε στον κολοφώνα και πουθενά αλλού. Είναι μια συνευθύνη που σπάνια ή ποτέ αναφέρεται από τους βιβλιοθηκονόμους ή τους βιβλιογράφους που τείνουν να αδιαφορούν για τα λοιπά, δεύτερα στοιχεία μιας έκδοσης. Πρόκειται για μια κουλτούρα απαξίωσης που αντιλαμβάνεται το βιβλίο μόνο ως έργο του συγγραφέα που κυκλοφορεί υπό την ευθύνη και επωνυμία ενός εκδότη. Η σύγχρονη αγορά του βιβλίου μας έχει συνηθίσει ως καταναλωτές και αναγνώστες σε αυτή τη μεταμοντέρνα αντίληψη, παρά το γεγονός ότι ακόμη επιμένουν κάποιοι να δίνουν σημασία στην εικόνα, την αισθητική, τη λειτουργικότητα του βιβλίου


Οι κολοφώνες είναι μια πρακτική αιώνων στην τυπογραφία. Είναι το τελευταίο κείμενο ενός βιβλίου, η έσχατη σημείωση που αφήνει ο εκδότης πληροφορώντας μας για το τεκμήριο που έχουμε στα χέρια μας, για την υλική υπόσταση του βιβλίου, το χαρτί του, τον αριθμό των αντιτύπων, τον τυπογράφο, τον βιβλιοδέτη, το στοιχειοθέτη, τον εικονογράφο. Παρά την αναμφισβήτητη αξία του και ως διαμεσολαβητές και ως αναγνώστες (ακόμη και ως εκδότες συχνά) συνήθως επιλέγουμε να αδιαφορούμε για τα στοιχεία αυτά. Μια τέτοια απαξίωση δημιουργεί ελλείψεις ωστόσο στην ιστορία των ιδεών, στη στατιστική των βιβλίων, στην ιστορία του εκδοτικού χώρου. Κάποιες βασικές και εύκολες παρατηρήσεις που μπορεί κανείς να κάνει είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα έχουν βελτιωθεί στην Ελλάδα σε σχέση με τους εκδότες, δίνουν δηλαδή περισσότερη σημασία στην ένταξη κολοφώνων στο τέλος των βιβλίων τους. Πιο εύκολα θα βρει κανείς κολοφώνες στα λογοτεχνικά βιβλία και ιδιαίτερα στις ποιητικές συλλογές, συχνότερα η φροντισμένη τυπογραφική επιμέλεια συμβαδίζει με τους κολοφώνες, θα δεις κολοφώνες σε βιβλία με καλή και προσεγμένη αισθητική. Αυτό που σίγουρα ωστόσο δεν θα δεις είναι να ασχολούνται με τους κολοφώνες οι βιβλιοθήκες. Πρόκειται για μια έλλειψη που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί κάποια στιγμή για να είναι πλήρης η πληροφορία που παρέχουν οι βιβλιοθήκες (κύρια η Εθνική Βιβλιοθήκη) μέσω των καταλόγων τους για την εκδοτική παραγωγή μας και τους ανθρώπους που την υπηρέτησαν και την υπηρετούν.

Το παρόν σημείωμα αφήνεται απλά να ελαφροπατήσει, να δειγματίσει σε αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό στοιχείο της ιστορίας των βιβλίων, που είναι οι κολοφώνες. Περισσότερο είναι ένα ερέθισμα εκδοτικής ιστορίας για τα υστερόγραφά της...




















Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Η γυναίκα στα Πούλιθρα


Μια μέρα ήρθε και κάθισε δίπλα μας στη θάλασσα. Τη συνόδευε η κόρη της. Δυο γυναίκες μόνες, αν η απουσία κάποιου αρσενικού στο πλάι τους σημαίνει κάποια έλλειψη ή αδυναμία. Φορούσε ένα φόρεμα λευκό με μπλε λουλουδάκια που έμπλεκαν τα φύλλα και τα κλωνιά τους σε ένα δαιδαλώδες κι αδιέξοδο παιχνίδι, ένα παλαιικό φόρεμα, από αυτά που φορούν οι γιαγιάδες. Δεν ήταν το κύμα και ο λυσσασμένος αυγουστιάτικος αέρας που την απέτρεψε να βουτήξει – η κόρη της πάντως βούτηξε, κι όταν θέλησε να βγει ένα πελώριο κύμα την έριξε κάτω, όπως καμιά φορά μας ρίχνουν κάτω οι χωρισμοί. Θέλησε να σηκωθεί, όμως το δεύτερο κύμα της τρικυμίας τη διέταξε σχεδόν να μείνει στη θέση της υποταγής. Όταν οι αφροί άρχισαν να υποχωρούν υποδεχόμενοι το τρίτο κύμα φάνηκε λευκό το στήθος της που το είχε γυμνώσει η θάλασσα, εκείνη πια χωρίς να δώσει καμιά σημασία, κοίταξε τη μάνα της γελώντας και έστριψε το σώμα της προς το τρίτο κύμα, το πιο μεγάλο, που για λίγο φάνηκε να διστάζει, όμως γρήγορα το πήρε απόφαση και την αγκάλιασε αφρίζοντας. Δεν ήταν το κύμα, όμως η γιαγιά δεν μπήκε στη θάλασσα. Κάθισε σαν κεφαλαίο γάμα που έγειρε, ορθή γωνία, τα πόδια τεντωμένα κι ο κορμός κάθετος στη μία άκρη τους και κοιτούσε το μπλε που ξέπλενε τις λέξεις του. Τα λευκά της μαλλιά ήταν το δικό της κύμα που έφτανε στο τέλος του, μια τρικυμία του λευκού εκείνη τη μέρα: τα σύννεφα, η θάλασσα, τα μαλλιά της. Το πρόσωπό της σαν χειρόγραφο με ακανόνιστο γραφικό χαρακτήρα, μουντζούρες και διορθώσεις, πυκνογραμμένο. Το πρόσωπό της δυο μάτια κι ένα χαμόγελο. Το χαμόγελο μιας χαίνουσας αγάπης. Τα μάτια της ο μαγικός καθρέφτης του παραμυθιού, που δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια σε όποιον θέλει μαζί της να αναμετρηθεί. Αν μπορούσα να σου την περιγράψω με μια υπεκφυγή, θα σου έλεγα πως η γιαγιά ήταν μια θρούμπα ελιά.  Όμως δεν είναι ώρα για υπεκφυγές. Αυτό που με καθήλωσε ήταν η καρτερική σιωπή της, η συναίνεση στο άφατο, ο τρόπος που άφηνε τον αέρα να της ανακατεύει τα μαλλιά και το φόρεμα, τα ροζιασμένα χέρια της που επέτρεπαν στις πέτρες να τα ψαύσουν κι ο τρόπος που με κοίταξε κάποια στιγμή με μια στοργή… μια στοργή. Μια ζωντανή σιωπή που δεν αγωνιά, που έβγαλε σούμα στις αναμετρήσεις και τα όνειρα της ζωής της και άφησε τις πράξεις (προσθέσεις, αφαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις) πίσω της, σε ένα άχρηστο πια λογαριασμό της ζωής. Κι όταν αφήνεις πίσω σου τις πράξεις τι να τα κάνεις τα λόγια; Τα λόγια είναι σκόνη, από την οποία θα απαλλαγείς μπροστά στο γύμνωμα του θανάτου.


Πιάνω τις λέξεις, τις αφήνω. Μια μέρα να τις πλύνω, έχουν λερωθεί από τη χρήση – εδώ που τα λέμε πιστεύω πως έχω γίνει ολιγαρκής με τις λέξεις ούτως ή άλλως. Κι αν τις χρησιμοποιώ καμιά φορά είναι γιατί οι λέξεις είναι ίσως ο μόνος έντιμος τρόπος να μιλήσεις για τη σιωπή. Θα μπορούσα βέβαια να το κάνω και με μια φωτογραφία, αλλά όποιος ισχυρίζεται πως οι εικόνες δεν μιλούν είναι παντελώς άσχετος κι επιπόλαιος τύπος. Είναι και το άλλο: αν φωτογράφιζες τη σιωπή θα παραπλανούσες, γιατί στην ουσία θα κατέγραφες ένα άλλο πράγμα, την εικόνα της σιωπής, όχι τη σιωπή την ίδια. Ενώ όταν μιλάς για τη σιωπή μπορείς και να μην λες τίποτα, πράγμα που δεν είναι βέβαια σιωπή, αλλά κάτι που την προσεγγίζει. Το θέμα ποτέ δεν ήταν να μην έχεις να πεις – σιωπή δεν είναι αυτό βεβαίως. Σιωπή είναι να έχεις να πεις, αλλά να μην λες, σιωπή είναι η ματαίωση του λόγου, η κυριαρχία της ζωής πάνω στη θέληση να ζεις.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Δεύτερη καρτ-ποστάλ στην Krotkaya


Αγαπητή Μαρίνα,

έλαβα την κάρτα σου και σε ευχαριστώ - την ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα, να ξέρεις, κυρίως γιατί διαπιστώνεις πόσο ευάλωτοι είμαστε κι οι δυο στο θαύμα! 

Δες τώρα τη δική μου: η μπροστινή όψη είναι ο πατέρας μου. Πριν λίγες μέρες τον κατέγραψα να λέει αυτό το παραμύθι για το γέρο και τη γριά που είχαν ένα γουρούνι. Τον θυμάμαι από πιτσιρίκος να μου το αφηγείται με αυτό τον παράξενο, γρήγορο κι αλλόκοτο τρόπο. Τον ρώτησα τι είδους ιδιωματισμούς έχει και μου είπε πως είναι ένα παραμύθι που έλεγε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ένας ψευδός ξυλουργός όταν ήταν μικροί αυτός και τα αδέλφια του. Τόσα χρόνια δηλαδή μου έλεγε το παραμύθι του ψευδού ξυλουργού κι εγώ μαγευόμουν με την παράξενη γλώσσα και το παιχνίδισμά της. Ύστερα, αν το σκεφτείς, μπορεί αυτός ο ξυλουργός να μην άφησε και πολλά πράγματα πίσω του στο χρόνο, κανά τραπέζι που να στέκει ακόμη ίσως, κανά παιδί, κι αυτήν εδώ τη λαλιά την παράδοξη σε ένα παραμύθι.

Να, και τώρα γύρνα την κάρτα από την πίσω πλευρά, εκεί που γράφουμε τα νέα μας. Σήμερα λοιπόν ανέβηκα στο πατάρι που είχε λογγώσει από τις αναμνήσεις και τα πράγματα που δεν ξέρουμε πού να τα βάλουμε, αλλά δεν θέλουμε να τα πετάξουμε. Οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου βολεύουν για κάτι τέτοιες δουλειές όταν δεν αναζητάς το άλλοθι του θαύματος στο περιγιάλι το ξανθό... Μην στα πολυλογώ, δυο μέρες μου πήρε η ταξιθέτηση, με τις αναγκαίες αποσύρσεις. Μια κούτα οι αναμνήσεις μου (ραβασάκια, σημειώματα, ποιήματα, γράμματα, κάρτες, εξοδόχαρτα, εργασίες, τηλεφωνικοί κατάλογοι, θραύσματα από δουλειές, λίγος από το σοβά των προσφυγικών της Αλεξάνδρας που έμενα 9 χρόνια, κ.α.), μια κούτα οι αναμνήσεις της (γράμματα, διακηρύξεις, ψηφοδέλτια, μια συλλογή με διαφημίσεις τσιγάρων, σκίτσα, ζωγραφιές, ραβασάκια, οι καταλήψεις του '90-'91, Leeds κ.α.). Κι ύστερα η κούτα των παιδιών (ζωγραφιές, λίγα τετράδια, τα πρώτα ρούχα τους, τα πρώτα παιχνίδια τους), και μετά οι κούτες με τα κόμικ (Βαβέλ, Λούκυ Λουκ, Αστερίξ, Μίκυ Μάους) και μετά τα χριστουγεννιάτικα, τα αποκριάτικα και κάποια παιχνίδια, Ένας μικρός θησαυρός, που καθώς πάλευα να τον φέρω βόλτα, να τον εντάξω σε ένα φάκελο, μια περίοδο, μια εποχή, μια σχέση χανόμουν. Και ξέρεις, κάποια στιγμή γύρισα και της είπα πως ήμασταν φλύαροι τα πρώτα 20-25 χρόνια μας. Εκατοντάδες σελίδες, ανακοινώσεις, λυρικές εξάρσεις, εκμυστηρεύσεις, δεκάδες γράμματα... κι αν έχουμε πετάξει εν τω μεταξύ ένα σωρό. Η πλάκα είναι πως τα θυμόμουν όλα, πότε τα έγραψα, πότε μου τα έδωσαν, πότε προέκυψαν στη ζωή μου. Τώρα πια είναι όλα ταξιθετημένα στα κουτιά τους, με τις ετικέτες τους, καλά οργανωμένα.

Είμαι σίγουρος: καταλαβαίνεις πως η μπροστινή και η πίσω όψη αυτής της κάρτας δεν απέχουν μεταξύ τους πολύ. Πια δεν με απασχολεί η ταυτότητα, αλλά ο χρόνος. Η φετινή χρονιά με κέρασε μια σπουδαία απώλεια κι όλα τα δεδομένα μου με κάποιο παράξενο τρόπο με γκρεμίζουν. Τι αφήνουμε πίσω μας, σε τι ξοδευόμαστε, πόσο μπλε μπορεί να χωρέσει η ψυχή μας. Να μπορούσαμε έστω να είμαστε μια μικρή παραφωνία, ένας ιδιωματικός τρόπος να αφηγηθεί κανείς το παραμύθι της ζωής...

Σε φιλώ,

Γιώργος

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Οι Ουτοπίες του 18ου αιώνα στα αρχιγράμματα του Νικολάου Γλυκύ


Κι εκεί, στην αρχή των βιβλίων και των κεφαλαίων το πρώτο γράμμα σηκώνει κεφάλι, φουσκώνει και μεγαλώνει πιο πολύ από τ' άλλα και σαν να φεύγει από τα κείμενα των λογίων και ταξιδεύει σε τόπους που ίσως κανείς ποτέ δεν είδε, τόπους της φαντασίας ή πάλι σε τόπους που εμείς οι ύστεροι, 150 χρόνια μετά, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Όπως και να 'ναι τόπους που δεν υπάρχουν, τόπους ουτοπικούς. Και στέκονται μπροστά και σαν να βγάζουν σέλφι στους αιώνες καμαρώνοντας που ξεκινούν τους λόγους ανθρώπων θνητών, που θα απαθανατίσουν μια αγαπημένη αίσθηση, ένα πρωινό ή ένα απόγευμα κάποιου χαράκτη που φτιάχνει αυτά τα μικρούτσικα γραμματόσημα της σκέψης σκυμμένος στο εργαστήριό του, σαν στρατηγούς αφηρημένους που οδηγούν τα λόγια σε τοπία ειρηνικά και στη ραστώνη των αιώνων. Όχι όλα τα γράμματα - δεν δραπετεύουν από τη μετριότητα, δεν ξεχωρίζουν όλα, δεν αφήνονται στων τόπων τις φανταστικές απολαύσεις. Μόνο τα Ε και τα Α, και τα Τ, τα Κ και τα Π και λίγα από τ' άλλα. Ποτέ το Ξ, ποτέ το Γ δεν φωτογραφήθηκαν στην ουτοπία των αρχιγραμμάτων. Κι ύστερα ένας άνθρωπος γλυκύς, ένας Νικόλαος από τα Γιάννενα θα τα διαλέξει και θα τα βάλει πρώτα στο στρατό των βιβλίων που θα εκδώσει στη Βενετία κάποιο σωτήριον έτος. 

Και οι αιώνες περνούν και μια μέρα του Αυγούστου του 2016 τα βρίσκεις σε μια βιβλιοθήκη παραταγμένα, σιωπηλά, λίγο πριν φύγεις για τόπους πραγματικούς που θα σε ανταμείψουν με το μπλε και το πράσινο  - μα ύστερα ξέρεις πως κι οι δικοί σου τόποι δεν υπάρχουν, αυτοί που αναζήτησες απελπισμένα, οι κρυφοί κι άσπροι σαν  περιστέρι.










































































***
Τα αρχιγράμματα είναι από τα έργα:
- Αρμενόπουλος , Κωνσταντίνος (1320-π. 1385)
Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου κριτού Θεσσαλονίκης Πρόχειρον, το λεγόμενον η Εξάβιβλος :εις κοινήν γλώσσαν μεταφρασθείσα, διορθωθείσα ... παρά Αλεξίου Σπανού του εξ Ιωαννίνων, υφ' ου και το περί των Συνοικεσίων Εγχειρίδιον προσετέθη, ότε κατά αλφάβητον Πίναξ . - Ενετίησι : Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων , 1744. - 621 σ. ; 21 εκ.
- Σουγδουρής , Γεώργιος (1645-1725)
Επιτομή γραμματικής :συντεθείσα εις χρήσιν των φιλομαθών :και νυν τέταρτον τύποις εκδοθείσα ή τινι προσετέθη συνταγμάτιον περί στιγμής, και άλλο περί μέτρων ποιητικών ... / παρά του ελλογιμωτάτου κυρίου κυρίου Σουγδουρή . - Ενετιήσιν : Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων , 1795. - 167 σ. ; 18 εκ.
- Αγάπιος Λάνδος ο Κρης (π.1580-π.1665)
Θεοτοκάριον ωραιότατον και χαρμόσυνον / το πριν επιμελώς συγγραφέν εκ των του Αγίου Όρους Βίβλων παρ' Αγαπίου μοναχού του Κρητός ; και μετατυπωθέν τε και διορθωθέν ... παρά ιεροδιακόνου Ανθίμου του Βέρα . - Ενετίησιν : Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων , 1780. - 176 σ. ; 22 εκ.
- Κορνήλιος , Ιωάσαφ 
[Λόγοι ηθικοί] / [υπό κυρίου Ιωάσαφ Κορνηλίου του εκ Ζακύνθου] , Τόμος Α' . - [Ενετίησιν] : [Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων] , 1788. - τ.1. [662 σ.] : ξυλογρ. ; 25 εκ.
- Κορνήλιος , Ιωάσαφ 
Λόγοι πανηγυρικοί και επιτάφιοι / κυρίου Ιωασάφ Κορνηλίου του εκ Ζακύνθου , Τόμος δεύτερος . - Ενετίησιν : Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων , 1788. - τ.2. [304 σ.] : ξυλογρ. ; 25 εκ.
- Ιωάννης ο Χρυσόστομος (π.354-407)
Οι περί ιερωσύνης λόγοι / του εν Αγίοις Πατρός Ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου ; μεταφρασθέντες εις κοινήν διάλεκτον παρά Γρηγορίου Αρχιδιακόνου του πανιερωτάτου Αγίου Σμύρνης Κυρίου Κυρίου Προκοπίου . - Ενετίησιν : Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων , 1783. - 187 σ. ; 17 εκ.
- Κομνηνός , Ιωάννης 
Προσκυνητάριον του Αγίου Όρους του Άθωνος / Ιωάννου του Κομνηνού ; επιμελεία Ιγνατίου ιεροδιακόνου Κεμίζου του εκ Μονεμβασίας ; δαπάνη του Χριστοφόρου του εξ Ιωαννίνων . - Ενετίησι : Νικόλαος Γλυκύς , 1745. - 110 σ. : εικ. ; 16 εκ.
- Θεόφιλος ο Κορυδαλλεύς (1560-1646)
Τύποι επιστολών Θεοφίλου Κορυδαλέως ήτε περί ρητοτικής :αυτού έκθεσις ... χάριν των φιλοπουδαίων . - Ενετιησιν : Παρά Νικολάω Γλυκεί , 1786. - 208 σ. ; 18 εκ.