Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Το δεύτερο ποίημα του Πιερ



Σήμερα βρήκα το νεκρό στο σπίτι
«Ήρθα να δω» μου είπε
«Σου 'χω έτοιμο τον καφέ» του απάντησα
«βέβαια, θα είναι κρύος τώρα. Σε περίμενα πριν από χρόνια. Να στον ζεστάνω; Κι είχα τόσα πολλά να σε ρωτήσω...
Όσο ζούσες δεν είχα ανάγκη τις απαντήσεις σου, όμως
τώρα με πνίγουν οι απορίες».

«Σταμάτα πια - πάντα με κούραζαν οι εισαγωγές σου!
Μην χάνουμε το χρόνο μας με αυτά. Και τον καφέ σου -
δεν τον θέλω. Δεν με αφήνει να κοιμηθώ... Αστειεύομαι.
Το σπίτι θέλει βάψιμο. Κι η σκάλα ένα καλό τρίψιμο, κι ύστερα...»
«Ήθελα πάντα να μου πεις πώς να ετοιμάζω τα χρώματα
με τι αναλογίες να βάζω τα διαλυτικά κι ύστερα
να στρώσουμε μαζί το μουσαμά να μην λερώσω.»

Βάψαμε τα δωμάτια. Και τη σκάλα. Μας πήρε μια βδομάδα.
Ήπιαμε τις μπύρες μας, είπαμε παλιές ιστορίες
«Ώρα να φύγουμε» μου είπε.
Κλείδωσα την πόρτα και χαθήκαμε μες στη νύχτα.
Δεν τον ρώτησα πού πάμε.

***
o πίνακας είναι του Pierre Bettencourt

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Το πρώτο ποίημα του Πιερ


Θα γράψω ένα ποίημα με τον τρόπο του Πιερ:
Συνήθως με φοβίζουν οι πωλητές βιβλίων. Σου χαμογελούν ύπουλα κι είναι έτοιμοι πάντα να σου προτείνουν ένα βιβλίο που θα σε κατακτήσει. Σαν να 'χουν ανοίξει την καταπακτή σου και μέσα της να βλέπουν ποιες αγωνίες, ποια τραύματα, ποιοι πόθοι αγκομαχούν, ασφυκτιούν. Οι πωλητές των βιβλίων είναι αναμφίβολα ψυχοφάγοι, ύαινες που βρωμοκοπάνε ψόφια ψυχή, μοιάζουν, ίσως είναι, άγγελοι της κολάσεως.

Πριν λίγο ένας τέτοιος με έριξε στα βράχια της σαγήνης του. Μου έταξε μυστήριο λυτρωτικό, ντελικάτη γραφή, αδιέξοδα νοήματα κι εγώ το αγόρασα. Το βιβλίο. Και τώρα που το άνοιξα στο τραίνο να το διαβάσω, είναι άδειο. Δεν έχει γράμματα, δεν έχει ιστορίες, δεν έχει τέλος. Ούτε καν μια βιβλιογραφική παραπομπή ή μια βινιέτα χαρακτή. Δεν το έγραψε ποτέ κανείς κι είναι πραγματικά αδιάφορο αν κάποιος ποτέ το διάβασε όλο. Τώρα κατάλαβα. Όλα πια ξεκαθάρισαν: ποιος είναι ο πωλητής, ποια είναι η ιστορία του βιβλίου, πού πήγαν οι παραπομπές. Ποιος είναι εντέλει ο Πιερ.

***
ο πίνακας είναι του Pierre Bettencourt

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Το ποίημα του Αρχαιολόγου



Η αρχή αυτού του ποιήματος χάθηκε
Νομίζω
κάποια ξεστόμισε βαρυσήμαντη δήλωση
κι αποχώρησε
Ας θεωρήσουμε αυτό που έμεινε
ως ένα σπασμένο κεραμίδι
κάποιας ασαφούς αρχαιότητας

...
Στέκεται εκεί - αντίκρυ στο μπλε της [θάλασσας]
και άδεια κοιτ[άζει]
Αν κάθεται επάνω της κάτι αόρατο, δεν το γνωρίζω
Οπότε άδεια θα πω πως είναι
Κι αν εντέλει μιλάει με τη θάλασσα
ή αν κάτι αναμένεται να ειπωθεί, δεν το ακούσαμε
ούτε ποτέ θα το μάθουμε.

Μου αρέσει να πιστεύω πως αυτή η σκηνογραφία έχει κάποιο κρυφό νόημα
η ξεχασμένη καρέκλα αντίκρυ στο πέλαγος
κανείς δεν της αλλάζει θέση
κανείς δεν την παίρνει μαζί του
κανείς δεν φαίνεται να ξεκουράζεται στην αγκαλιά της
Κι επειδή
το καλοκαίρι έχει πια τελειώσει οριστικά
νομίζω πως είμαι εγώ η σκουριασμένη καρέκλα
κάποιο θυμωμένο κύμα θα με ρίξει στο πλάι
κι όλα πια θα [εξηγ]ηθούν

***
το χαρακτικό είναι του Μιχάλη Αρφαρά