Μια φορά ζούσε σε μια πολιτεία ένας
άνθρωπος που έφτιαχνε χάρτες, αυτή ήταν η δουλειά του: έφτιαχνε χάρτες του κόσμου
γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να ξέρουν πώς είναι ο κόσμος που ζουν και οι χάρτες είναι
μια κάποια αποτύπωση του κόσμου. Κι επειδή ήταν πολύ καλός στη δουλειά του κι
ευσυνείδητος χαρτογράφος, οι χάρτες του άλλαζαν μορφή, θέμα, προσανατολισμό και
σχήμα για κάθε άνθρωπο που τους κοιτούσε. Άλλοι έφευγαν από το μαγαζί του
κρατώντας έναν καθρέφτη (αφού ο κόσμος γι’ αυτούς ήταν μονάχα ο εαυτός τους), άλλοι
με τις ηπείρους στην καθορισμένη θέση - πάνω το βόρειο ημισφαίριο, κάτω το νότιο
– (γιατί γι’ αυτούς ο κόσμος έχει μια αδιαμφισβήτητη στιβαρότητα), άλλοι με τον
κόσμο ανάποδα (γιατί γι’ αυτούς δεν υπάρχει «ίσιος» κόσμος) κι άλλοι που δεν
αναγνωρίζουν τον κόσμο που ζουν, έφευγαν με μια υδρόγειο σφαίρα με παράξενες,
φανταστικές ηπείρους, κόκκινες θάλασσες και μυθικά τέρατα.
Μια μέρα ο βασιλιάς της πολιτείας
κάλεσε στο παλάτι του το χαρτογράφο, και του είπε πως η φήμη του είναι μεγάλη
και πως δεν είναι δυνατόν αυτός να μην έχει ένα χάρτη ιδιαίτερο, μοναδικό, άξιο
του αξιώματός του, φτιαγμένο από τα χέρια του υπηκόου του και πως περιμένει από
εκείνον να του φτιάξει ένα σπουδαίο χάρτη του βασιλείου του. Του έδωσε μάλιστα
γι’ αυτόν σακιά χρυσά νομίσματα και πολύτιμους λίθους κι ένα μεγάλο κόκκινο
ρουμπίνι.
Οι άνθρωποι της πολιτείας είδαν
το χαρτογράφο να βγαίνει προβληματισμένος από το παλάτι και να μονολογεί πώς αυτός ο χάρτης θα ήταν ο πιο διαφορετικός από όλους τους άλλους. Την επόμενη μέρα έκλεισε το μαγαζί του, όσοι περνούσαν απέξω παραξενεύτηκαν βλέποντάς το χωρίς ζωή και κίνηση κι ανάσα καμιά. Τα χρόνια πέρασαν, κανείς δεν
ξανάδε το χαρτογράφο, το σπίτι του ρήμαξε, το γκρέμισε η βροχή κι ο χειμώνας
και οι άνθρωποι ξέχασαν, κι ο βασιλιάς θύμωσε που σκόρπισε τόσο πλούτο άσκοπα. Ύστερα ήρθαν
νέοι χαρτογράφοι στην πόλη, οι χάρτες τους ήταν ολόιδιοι για κάθε άνθρωπο.
Ο κόσμος πήρε τη μόνιμη θέση του πια στους χάρτες χωρίς να πάψει ωστόσο ποτέ να
αλλάζει. Αυτός ο κόσμος ήταν πια ο χάρτης του βασιλιά.
***
ο πίνακας είναι του Μιχάλη Μανουσάκη