Στην «Ηρώων» έμεναν κάποτε η Κούλα
και τα τρία της παιδιά και δίπλα τους η Σπύραινα με την κόρη της. Η Σπύραινα δεν
ήταν εύκολος άνθρωπος, συχνά έδερνε την κόρη της και της φώναζε (όλη η γειτονιά
τις άκουγε), ήταν γκρινιάρα και μίζερη. Ανέβαινε τις σκάλες της Κούλας για να
πιει καφέ και μουρμούραγε πάντα για την κούραση και τους πόνους της και τα πολλά
σκαλοπάτια. Μια μέρα η Κούλα αποφάσισε να της κάνει ένα χουνέρι: έφτιαξε από σύρμα
(αυτό που έτριβαν τα παλιά χρόνια τις αλουμινένιες κατσαρόλες για να καθαρίσουν)
ένα ποντίκι. Του έβαλε αυτιά και ουρά. Και το έδεσε με μια κλωστή απ’ το χέρι της.
Όταν γύρισε από την κουζίνα στο καθιστικό με τους καφέδες, είδε η Σπύραινα το
ποντίκι κι άρχισε να φωνάζει «ποντίκι Μωρή Κούλα, αρουραίος» και έφυγε τρέχοντας
η κουτσή και κατέβηκε τρία-τρία τα σκαλοπάτια και πίσω της την κηνυγούσε η Κούλα φωνάζοντας
«ψεύτικο είναι το ποντίκι Σπύραινα», αλλά εκείνη δεν άκουγε κι αλάλαζε ως την επάνω γειτονιά (στο σπίτι του Λούστρου έφτασε) κι ακόμη θα έτρεχε – αν δεν είχε
εν τω μεταξύ πεθάνει.
Θα μου πεις: αυτό δεν είναι παραμύθι,
μια ιστορία είναι, μια αφήγηση. Και θα σου πω: πού ξέρεις αν δεν είναι της φαντασίας
μου η ιστορία; Η ακόμη καλύτερα, είσαι σίγουρος πως δεν υπήρξε κάποτε η
κοκκινοσκουφίτσα, ο δράκος και τα 7 κατσικάκια; Για να τελειώνουμε: θα κάνουμε
αυτή την ιστορία παραμύθι, θα πούμε πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην «Ηρώων»
η Κούλα και τα τρία της παιδιά και πως ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Καλύτερα
ζουν στα παραμύθια οι άνθρωποι…
***
Το χαρακτικό είναι του Hermann Max Pechstein