Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Πρόσωπο της χρονιάς: Χαμιντουλάν Νατζαφί

Υπάρχει ένα πρόσωπο πίσω από το προσωπείο που φορούσαν τόσον καιρό. Αυτό το πρόσωπο είναι ίδιο σε όλους, μοιάζουν φωτοτυπίες ο ένας του άλλου. Ο φοβισμένος υπαλληλάκος, αυτός που δεν βλέπει «γιατί πιάνεται η ψυχή του», αυτός που δεν ακούει «γιατί στεναχωριέται», αυτός που δικαιολογεί (για να μην αμφισβητείται), αυτός που δεν σκέφτεται «γιατί όλοι ίδιοι είναι», αυτός που δεν συμμετέχει «γιατί όλοι τον εαυτούλη τους κοιτάνε».

Αυτό το πρόσωπο είναι τόσο δεμένο με το προσωπείο του που κάνει ό,τι μπορεί για να κρυφτεί πίσω από εκείνο πάλι, να προφυλαχθεί. Τώρα που τα πράγματα έχουν αγριέψει.

Πριν από 2-3 χρόνια ο γιος μου σε ένα αποκριάτικο χορό που έκανε ο παιδικός σταθμός που πήγαινε, ντύθηκε «Ρομπέν των δασών», πήρε το τόξο του, φόρεσε τη μάσκα του και ξαφνικά όταν μπήκαμε μέσα κοκκάλωσε. Όλοι ήταν «ντυμένοι» και διαφορετικοί… τα μάτια του είχαν γίνει τεράστια πίσω από τη μάσκα… θεωρούσε πως όλοι τον κοιτάνε ως Ρομπέν, πως δεν είναι ο Κωνσταντίνος αλλά ο Ρομπέν. Ήταν ικανός να σταθεί άγαλμα όλες τις ώρες της γιορτής. Προσπάθησα να του εξηγήσω όμως εκείνος ήταν ανέκφραστος… η λύση ήταν μία, η αποκάλυψη: η μάνα του έβγαλε βίαια τη μάσκα και εγώ τον πήρα αμέσως αγκαλιά και βγήκαμε έξω για να κλάψει… όπως και έγινε… ηχηρώς. Αφού λοιπόν αποκαλύφθηκε και τον ηρέμησα από το κλάμα, γυρίσαμε πίσω (χωρίς μάσκα) και η γιορτή εξελίχθηκε με το προβλεπόμενο κέφι και χαμό.

Αν το προσωπείο που λέγαμε πριν, το φορέσεις από μικρός («δεν είναι για σένα αυτά», «είσαι μικρός ακόμα», «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ» και άλλα τέτοια) κινδυνεύεις να θεωρείς σε όλη τη ζωή σου πως είσαι κάποιος άλλος, το περιτύλιγμά σου. Η αποκάλυψη τότε γίνεται πιο δύσκολή και η αντίδραση σε αυτήν πιο δύστροπη και εκρηκτική.

Το κείμενο αυτό είναι ό,τι απέμεινε από μια έκρηξη ενός προηγούμενου κειμένου, θυμωμένου με τους ανθρώπους γύρω μου που αρνούνται στις αισθήσεις τους την τροφοδότηση της σκέψης, που εκχωρούν αξιοπρέπεια, που καταναλώνουν φόβο και αφοδεύουν σιωπή. Ένοιωσα πως αυτοί είναι «το πρόσωπο της χρονιάς» που πέρασε, και τους αποτύπωσα, τους κατηγόρησα που σηματοδοτούν την καθημερινότητά μου και τότε ΜΠΟΥΜ το κείμενο εξερράγη και η σκόνη της αυτολογοκρισίας αρνήθηκε για ώρα να κατακάτσει.


Ίσως να ξέρω γιατί. Γιατί το πρόσωπο της χρονιάς είναι άλλο. Είναι ένα παιδί 15 χρόνων που εξερράγη στα σκουπίδια μας στις 28 Μαρτίου 2010, όπου αναζητούσε τα προς το ζην για την οικογένειά του: Ο Χαμιντουλάν Νατζαφί.

Η χρονιά που τελειώνει ήταν η χρονιά των σκουπιδιών μας. Σε αυτά αποκοιμήθηκε πριν από λίγο καιρό ένας άνθρωπος μέχρι που τον πολτοποίησε μαζί με τα σκουπίδια ένα απορριμματοφόρο του Δήμου Ταύρου. Σε αυτά βλέπουμε όλο και πιο συχνά συνανθρώπους μας να καταφεύγουν για να βρουν τροφή. Με αυτά μας αποχαιρετούν οι προηγούμενοι δήμαρχοι και με αυτά μας υποδέχονται οι καινούριοι.

Ένα παιδί 15 χρόνων λοιπόν στην αρχή του χρόνου θυσιάσαμε πάλι για να φουσκώσουν τα πανιά της κοινωνίας μας. Πρόσωπο της χρονιάς το προσωπείο που δεν ταιριάζει στο αλλοιωμένο από το φόβο πρόσωπό μας. Γι' αυτό η αγωνία μας θα μεγαλώνει.
Καληνύχτα Χαμιντουλάν Νατζαφί, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα...

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Πώς γίνεται τo όνειρο να δούμε όλοι το ίδιο;




Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της αγέλαστης πολιτείας κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σ’ όλη τη χώρα. Δυο τρεις ξένοι που έτυχε να είναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην αγέλαστη πολιτεία κάηκε το πελεκούδι. Κάηκε». Δε βαριέσαι όμως. Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα.


- Εμείς γι αυτά δεν είμαστε
τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει
Εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε
και λένε παραμύθια.
Μα αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια.

- Μα για να πούμε βρε παιδιά
και του στραβού το δίκιο:
πώς γίνεται το όνειρο
να δούμε όλοι το ίδιο;

- Εσύ να σκάσεις δάσκαλε
και να μην επιμένεις
και στα μικρά άλλη φορά
τραγούδια μη μαθαίνεις.
Εσένανε σε πήραμε
να μάθεις τα παιδιά μας
Να γράφουν, να διαβάζουνε,
να ‘ρθουν στα βήματα μας

Και όχι τραγούδια να τους λες
και χαζοπαραμύθια.
Βοτάνια, καλικάτζαρους
και τέτοια κολοκύθια.


- Αλλά εμείς τους είπαμε
ο δάσκαλος δε φταίει.
Ορίστε τον εκάνατε
τον άνθρωπο να κλαίει

Έχουνε αυτάρες και μαλλιά
και ξέρουν τραγουδάκια.
Και κάνανε τις χήνες τους
σαν αεροπλανάκια.

Έχουνε κι ένα αρχηγό
που μοιάζει με μπαούλο
Να ζήσεις Μανδρακούλο μας,
να ζήσεις Μανδρακούλο!


Κύλησε σιγά-σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία. Όμως που και που τα πρωινά όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζανε στην αυλή του σχολείου ο γέρο δάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.

- «Περίεργο! Τι είν’ αυτό;»

Αυτός ποτέ δεν τους είχε μάθει τραγούδια, γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος.

Και επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν, ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα σα μικρά τρεχαντήρια.
Χόρευαν και τραγουδούσαν κι αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα. Κι αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους η Αγέλαστη πολιτεία……

Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στίβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.


*********
από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι" .
*********
η φωτογραφία είναι από το ημερολόγιο του Συλλόγου Γονέων & Κηδεμόνων του 142ου Δημοτικού Σχολείου της Αθήνας

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Τα πάνω ήρθαν κάτω


Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά – έβραζε, και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.

Σε μια στιγμή φρουχουφρουχουφρου, φρουχουφρουχουφρου η φωτιά δυνάμωσε, και το ξέφωτο άστραψε σαν χρυσάφι. Και εκεί, μέσα από τη λάμψη, ξεπρόβαλε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα. "Ααα νάτη νάτη νάτη ήρθε" φώναξαν οι καλικάτζαροι. Ο Μανδρακούλος ψιθύρισε: «ήρθε το πνεύμα της παπαρούνας». Και το μικρό κορίτσι τραγούδησε:

Από το αίμα του Χριστού
και απ’ το κρυφό του δάκρυ
στου Γολγοθά τους λόφους
γεννήθηκα εγώ

Έρχομαι με την Άνοιξη
-αγάπη το όνομά μου-
από τους μύθους έρχομαι
βαθιά απ’ τον καιρό

Από το αίμα του Χριστού
και απ’ το κρυφό του δάκρυ
και απ’ των ανθών τα όνειρα
είμαι πλασμένη εγώ


Από τα χείλη του καζανιού άρχισε τώρα να βγαίνει ένας λεπτός καπνός. Και μεγάλωνε, μεγάλωνε, μέχρι που έγινε ένα ροζ σύννεφο σαν το «μαλλί της γριάς» που πουλάνε στα πανηγύρια. Έπειτα οι καλικάτζαροι φύσηξαν φφφφφ, φφφφφ όλοι μαζί και ουουουουπ το σύννεφο πήγε και στάθηκε πάνω από την πόλη. Ο αέρας ευώδιαζε από τον ανθό της κερασιάς. Ναι, πάνω στο χιόνι είχαν φυτρώσει κερασιές.

Μετά από λίγες ώρες, λίγο πριν ξημερώσει, φίουουου φίουουου φύσηξε στην κοιλάδα ένας ζεστός άνεμος. Το σύννεφο έλιωσε και έγινε βροχούλα. Σε λίγο ξημέρωσε Χριστούγεννα … Χρόνια πολλά!

Τα μάγια είναι μυστικά, μα μυστικά δεν μένουν,
Και πράγματα παράξενα άρχισαν να συμβαίνουν:
Ήρθε εξπρές η άνοιξη με χίλια χελιδόνια
Και δυο φιλάκια έστειλε και λιώσανε τα χιόνια.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα κι οι λόφοι πρασινίσαν
Και μες στο νταλαχείμωνο οι πασχαλιές ανθίσαν.
Τα πρόβατα κελάηδαγαν γλυκά σαν αηδονάκια
Κι οι αγελάδες πέταγαν ψηλά με τα πουλάκια.
Οι γέροι βγήκαν στις αυλές τα μήλα για να παίξουν,
Ξύπνησαν οι τεμπέληδες και θέλαν να δουλέψουν.
Οι βλάκες γίναν έξυπνοι και οι μουγγοί μιλούσαν
Και τα νερά του ποταμού ανάποδα κυλούσαν.
Όλοι στους δρόμους βγήκανε με γέλια και αστεία
Και φαγοπότι στήσανε στη μέση στην πλατεία
Κι’ ήρθαν κι οι μουζικάντηδες και πιάσαν το τραγούδι
Κι όλη τη μέρα γλένταγαν, κάψαν το πελεκούδι.

Ξαφνικά οι αγέλαστοι άνθρωποι έγιναν γελαστοί, αλλά πολλοί γελαστοί – και ομιλητικοί, αλλά πολλοί ομιλητικοί: «Γεια σας, τι κάνετε; Χρόνια πολλά ..» ματς, μουτς.

«Υπόσχομαι», έλεγε συνεχώς ο δήμαρχος, «μπράβο δήμαρχε» φώναζαν οι παρατρεχάμενοι και σιγά – σιγά, ένας – ένας, οι αγέλαστοι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν! Μάλιστα! Να χορεύουν! Οι καλικάντζαροι το ‘παν και το ‘καναν. Τα πάνω ήρθαν κάτω!

Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά η πόρτα του χρόνου άνοιξε διάπλατα και άρχισαν να καταφτάνουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι των καλικάτζαρων: η Χιονάτη με τους εφτά νάνους, ο μολυβένιος στρατιώτης με την μπαλαρίνα του, ο Τομ Σώγερ, ο ευτυχισμένος πρίγκιπας, γερο-Αίσωπος με την παρέα του, ο Καραγκιόζης με την οικογένεια (: -Γεια σου οικογένεια, ω,ω,ω, ώπα, ώπα, ώπα, ω, ω - Γεια σου μπαμπάκο)
Ο Κάρλος Καστανέδα!
Ο Τζέρι Γκαρσία!
Ο Τζίμι Χέντριξ!

Οι καλικάντζαροι βαμμένοι με μπογιές σαν Ινδιάνοι κυλιόντουσαν χάμω, έκαναν τούμπες, έκαναν ό,τι τους κατέβαινε και διασκέδαζαν τρελά. Χαμός στο ίσωμα!!
Χορεύανε, χορεύανε, μέχρι που νύχτωσε και μια γλυκιά νύστα βάρυνε τα βλέφαρα τους Έγειραν όλοι εκεί και αποκοιμήθηκαν και έτρεχε ακόμα το κρασί από τις κάνουλες των βαρελιών.

Οι καλικάντζαροι καβάλησαν τις χήνες τους και έφυγαν. Μαζί τους έφυγαν κι οι γιορτές. Την άλλη μέρα χιόνιζε. Χιόνιζε πάνω από το σιωπηλό κόσμο χιόνιζε στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων.

*******

από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Βάλτε παντού διπλές φρουρές, κι ο χρόνος δεν μας φτάνει

Να, όλο και κάτι τέτοια κάνουνε … Των Θεοφανείων όμως… «Φέγατε, να φεύγουμε, κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του, ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό».
Κι έτσι γυρίζουν κακήν – κακώς στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί – ωχ! – συμφορά τους: το δέντρο της γης έχει θρέψει και άιντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή. Και άιντε πάλι οι μαύροι...

Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!


Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν και έτσι θα γίνεται στον αιώνα τον άπαντα. Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθίσανε και το σκεφτήκανε ώριμα…. Βλέπεις είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες, συζητούσανε και άκρη δεν βγάζανε. Μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικατζαράκος και είπε:

- Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούθ να κάνουνε τιθ βλακείεθ και εμείθ να τουθ βλέπουμε και… να γελάμε. Ποιουθ όμωθ να βρούμε να πειράκθουμε;

Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία. Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο…. Νύχτα… η πράσινη κοιλάδα, κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σε ένα ξέφωτο του δάσους, έκαιγε μεγάλη φωτιά. Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι. Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά-σιγά το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάτζαροι κάτι ετοίμαζαν. Πήγαιναν-ερχόντουσαν, πήγαιναν-ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά:

Βάλτε παντού διπλές φρουρές, κι ο χρόνος δεν μας φτάνει,
Τρελό στήσαμε χορό τριγύρω απ’ το καζάνι.


- «Αχ, παρδαλό μου και ασυνάρτητο σινάφι, μες το τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες τα δάση και γελάει».

Πέθτε λογάκια μαγικά, γλυκά θαν παντεθπάνι,
Και πριν λαλήθει ο πετεινόθ έτοιμο το βοτάνι.

Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στύβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.


Όσο πέρναγε η ώρα το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους! Έρχονται συνεχώς καινούργιοι, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους χιονισμένους λόφους, καβάλα στις χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους που χόρευαν σαν μουρλοί γύρω από το καζάνι. Ο Μανδρακούλος, μεθυσμένος, καβάλα ανάποδα σ’ ένα γαϊδούρι, συντόνιζε τη φάση. «Κάντε τούτο, κάντε κείνο, κάντε το άλλο». Όλοι τον «έγραφαν» κανονικά. «Εμπρός», έλεγε στο γαϊδούρι. «Βρε που πας βρε ζωντόβολο;» Γιατί το γαϊδούρι αντί για μπρος, πήγαινε προς τα πίσω. Είχανε πέσει σε έκσταση. Ρέιβ πάρτυ!!!

Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στίβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.

Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο. Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα, άραγε το δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπινια. «Ααααα», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! Έλα μέσα». Αυτή μου απάντησε «όχι, έλα εθύ έκθω» και μου έγνεψε ν’ ανέβω στην πλάτη της. Ανέβηκα. Άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά πάνω απ’ την πόλη. Αχχ τι όμορφα που ήταν! Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους κάνανε κύκλους πάνω απ’ την Πολιτεία που κοιμόταν βαθειά. Ξαφνικά μια χήνα, που ήταν μάλλον αρχηγός, πήρε στροφή και άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα πού μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα: στο ξέφωτο. Τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδάνε. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία-μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάτζαρος, ο αρχηγός των καλικάτζαρων ο Μαδρακούλος με τα’ όνομα, και έδωσε ο σύνθημα για το χορό.

- Εμπρός ν’ αρχίσει ο χορός, ν’ αρχίσουνε οι τρέλες,
Ανοίξτε τις ομπρέλες σας – θα βρέξει καραμέλες!

Και έβρεξε ο ουρανός γλυκά και καραμέλες,
Κουβάδες χαρτοπόλεμο, μπαλόνια και κορδέλες.
Και λουκουμάκια έβρεξε, παστέλια και γκοφρέτες,
Παιχνίδια, κούκλες που μιλούν, ροκάνες και τρομπέτες…
Στο χιόνι που εμύριζε σαν παγωτό βανίλια,
Κάνανε τούμπες και βουτιές και τσαλιμάκια χίλια…

Εν τω μεταξύ κάτω στη Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον «ύπνο του Δικαίου», κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράγματα και θάματα …

Βοτάνι βοτανάκι εννιά φορές να βράσεις,
Να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις.
Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς,
Και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.

Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά – έβραζε, και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.
*******

από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Μια φορά κι έναν καιρό η ώρα πλησιάζει

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία
Που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα
Μια πολιτεία όμορφη, μα πάντα λυπημένη,
Οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
Δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.

Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
Η καλημέρα ακριβή σα να ‘τανε χρυσάφι,
Ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
Ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
Της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.

Την ξέρω αυτήν την πόλη – εκεί γεννήθηκα. Και θυμάμαι ακόμα κάποια Χριστούγεννα που ήρθαν οι Καλικάντζαροι και έφεραν τα πάνω – κάτω. Τι είναι όμως οι Καλικάντζαροι; Ωχ! Έρχονται! Κρυφτείτε να ακούσουμε.

Είμαστε εμείς τα παιδιά της τρέλας –
Είμαστε όμορφοι με πρόσωπο κοπέλας.

Μωρέ τρελοί είναι! Για δέσιμο! Όμορφοι δεν είναι.
Είμαστε στον κόσμο οι πρώτοι χορευτές –
Είμαστε οι καλύτεροι τραγουδιστές.

Αυτό αλήθεια είναι. Το σωστό να λέγεται.

- Ωωωωωωωωωω
- Ο αρχηγός τους
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Τον λένε Μανδρακούλο, τον λένε Μανδρακούλο
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Πάρε τον πούλο, πάρε τον πούλο
- Σκάστε βρωμόστομοι, γιατί θα επιβάλω κυρώσεις. Γυρίστε στις δουλειές σας αμέσως τεμπελόσκυλα

Χίλιες φορές μας είχε πει ο παππούς την ιστορία για την παράξενη μοίρα τους. Να πελεκάνε αιώνες τώρα το δέντρο που στηρίζει τον επάνω κόσμο και να το ρίξουν χάμω – πλάααφ! – σαν άδειο μπαλόνι. «Χο χο χο» γέλαγε ο παππούς μου. «Χο χο χο» γελάγαμε και εμείς γιατί τους φανταζόμασταν εκεί κάτω στα έγκατα της γης να κόβουνε οι έρμοι και να τραγουδάνε με τις γαϊδουροφωνάρες τους:

Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!


Οι κακοί άνθρωποι τους φοβούνται και τους σιχαίνονται, γιατί η ασχήμια των καλικάντζαρων τους θυμίζει τη δικιά τους την ασχήμια. Οι καλικάντζαροι το έχουν υπ’ όψιν τους και αυτούς ειδικά τους ανθρώπους διαλέγουν πάντα για να τους κάνουν τα νεύρα … «φυτίλια». Μάλιστα!!! Η μόνη τους διασκέδαση είναι να ανεβαίνουν κάθε Χριστούγεννα πάνω στη γη και να δημιουργούν … έκρυθμες καταστάσεις.

Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες,
Στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες.
Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες
Και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάχνουν οι κυράδες.
Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σαν λείπουν οι ψωμάδες
Και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες.
Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε,
Οι κότες νιαουρίζουνε, οι γάιδαροι λαλούνε.
*********
από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Τα λυπημένα παραμύθια και η Αθηνά




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα λυπημένο παραμύθι. Ο κόσμος έλεγε πως είχε μια λυπητερή ιστορία να πει, γι αυτό και ήταν λυπημένο. Κάτι γριές – από αυτές που ζουν χωρίς εγγόνια κι όλη μέρα μουρμουρίζουν ακατανόητες ιστορίες, παλιά μυστικά και πράγματα της φαντασίας τους, έλεγαν πάλι πως η λύπη του ήταν μεγάλη γιατί δεν είχε τέλος η λυπητερή ιστορία του. Δεν ήταν από τα παραμύθια που τελειώνουν με αυτή τη διάκριση στην ευτυχία (ζήσαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα), ούτε έστω με ένα ηθικό δίδαγμα. Γεγονός όμως είναι πως κανείς δεν είχε διαβάσει αυτό το παραμύθι. Όλοι ξέρουν πως οι άνθρωποι θέλουν να έχουν ένα τέλος οι ιστορίες τους.

……..
Είχα ξεκινήσει μέρες τώρα να σχεδιάζω στο μυαλό μου ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Έφτιαχνα φράσεις και περιπέτειες κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας που το μυαλό μου κρυβόταν στις παιδικές γωνιές μου. Έγινε κάτι όμως χθες που έκλεψε το τέλος στην ιστορία μου και τις παραλλαγές της. Άκουσα μια ιστορία αληθινή από μια φίλη μας, μια μικρή ιστορία τόσο μικρή που η αρχή της είναι και το τέλος της. Η τετράχρονη Αθηνά λοιπόν πριν από λίγες μέρες ρώτησε τη μαμά της, ενώ πήγαιναν βόλτα με το αυτοκίνητο:

- Μαμά… εμείς είμαστε πλούσιοι;
- Όχι…. Γιατί ρωτάς;
- Ένας πλούσιος έδιωξε το μπαμπά της Αγγελίνας της φίλης μου απ΄ τη δουλειά του.
- ………..
-Μαμά εμείς είμαστε φτωχοί;


Πριν από δυο μήνες ο γιος μου με ρώτησε τι είναι καπιταλισμός. Προσπαθήσαμε με τον παππού του κάπως να του εξηγήσουμε. Όταν ακούσαμε στο ραδιόφωνο τις προάλλες για την καταδίκη των δολοφόνων του Γρηγορόπουλου είχε ρωτήσει: «τώρα πώς θα νοιώθουν τα παιδιά τους που οι μπαμπάδες τους θα είναι στη φυλακή;».

Έχω την αίσθηση πως κάμποσοι πια με τα δόντια κρατάμε το παραμύθι στη ζωή των παιδιών μας. Και ενώ ο Άγιος Βασίλης έχει γίνει το λογότυπο των Χριστουγέννων (θυμάστε αυτές τις ευχετήριες κάρτες παλιά με τη φάτνη;), τείνουμε να υπερασπιζόμαστε ακόμα έστω αυτό το μαγικό ψέμα για να σώζουμε τα προσχήματα μιας μεγάλης καλοσύνης. Σαφώς προτιμώ να μην κρύβω τα παιδιά μου μες στη γυάλα, πώς θα μπορούσα εξάλλου; Αλλά να, νομίζω πως θα αφήνουμε σιγά-σιγά και τα παραμύθια μας χωρίς τέλος, γιατί θα είναι λυπημένα.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Τα δωμάτια της γραφής

Συγγραφέας είναι νομίζω αυτός που πλάθει ιστορίες ή τις διηγείται με τρόπο που να σε αιχμαλωτίζει στην οπτική της αφήγησής του. Είναι αυτός που μεταπλάθει τα υλικά των αισθήσεών του σε σκέψεις. Είναι ο ναυτικός που στην πλεούμενη φυλακή του λύνει τα δεσμά της μίζερης πραγματικότητας αφηγούμενος περιπέτειες, οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση δεν έγιναν ποτέ ακριβώς έτσι.

Όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος, καθώς ο χρόνος μαζεύει τα πράγματά του από την ντουλάπα, πακετάρει τα βιβλία του, τις σημειώσεις, τα λάθη του και ετοιμάζεται να μπαρκάρει, επιλέγω να αφήσω τη μικρή μου συμβολή στην επέτειο ενός ποιητή. Πριν από εκατό χρόνια γεννήθηκε ο Νίκος Καββαδίας στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι της Μαντζουρίας Και όπως φαίνεται δεν πέθανε ποτέ.


Δεν έχω να πω πολλά πρωτότυπα – ίσως μονάχα αυτό: πριν από δυο χρόνια βρήκα σε μια σημαντική προσωπική βιβλιοθήκη που κατέγραφα, ένα βιβλίο με χειρόγραφό του μέσα το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» σε ένα φύλλο τετραδίου.

Θαυμάζω απεριόριστα την ικανότητα της Ζέη να αφηγείται ιστορίες. Στο αφιέρωμα που έκανε η «Λέξη» στον Καββαδία στο τεύχος 202, αφηγείται λοιπόν πώς τη φυγάδευσε ο Κόλιας μια φορά με ένα εμπορικό πλοίο λαθραία για να συναντήσει το Σεβαστίκογλου στη Θεσσαλονίκη. «… όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο Κόλιας μ’ έπιασε σφιχτά από το χέρι λες και ήτανε να με χάσει. Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε το πλοίο. Εκείνος έσπρωχνε τον κόσμο κι ανεβαίναμε σκάλες, ώσπου φτάσαμε στο κατάστρωμα. – Κάτσε εδώ και μην κουνήσεις, μου είπε και με τοποθέτησε σε μια γωνιά… Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας μ’ έναν καμαρότο που κρατούσε ένα πλιαν σκαμνάκι και μου είπε. - Ο Σάββας είναι δικός μου, θα σε προσέχει.»

Τελειώνει την αφήγησή της έτσι: … «Πριν λίγα χρόνια είχα πάει στη Λευκάδα καλεσμένη σ’ ένα σχολείο. Κάνοντας μια βόλτα στην πλατεία είδα μπροστά μου τον Κόλια. Δηλαδή την προτομή του. Φορούσε το κασκέτο του και κοίταζε μ’ ένα θλιμμένο παιδικό βλέμμα τη θάλασσα. Κι ύστερα από τόσα χρόνια μου ήρθανε στο νου οι στίχοι του και τους απάγγειλα από μέσα μου εκεί μπροστά του.

«Ήθελα πάντα νάμενα μικρό κι αγνό παιδί
Που απ’ το ψυχρό δωμάτιό του έξω ποτέ δε βγαίνει
Και που σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλομετρεί
Κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι.»

Κι αφού, καθώς φαίνεται, ο Μαραμπού έμεινε πολύ καιρό σ’ εκείνο το δωμάτιο κλεισμένος να ταξιδεύει στις θάλασσες, θα βρω την ευκαιρία να πω και για το… διπλανό δωμάτιο της κυρίας που ιστορεί τα παραπάνω.


Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «η σκηνή και η γραφή» (εκδ. Καστανιώτη), ο σκηνογράφος Σάββας Χαρατσίδης περιγράφει κάπου το σπίτι της Ζέη και του Σεβαστίκογλου στο Παρίσι. Λέει πως τους γνώρισε το 1973. Το σπίτι τους ήταν «τρία μικρά δωμάτια στην Πλας ντ’ Ιταλί, φορτωμένο βιβλία και χαρτιά. Δύσκολα μπορούσες να βρεις χώρο να καθίσεις… η Τρίτη πόρτα σ’ έμπαζε στην κουζίνα. Ήταν η πιο μικρή κουζίνα που είδα ποτέ στη ζωή μου. Ωστόσο κι εκεί, ανάμεσα σε κατσαρόλες και γυαλικά, πάλι χαρτιά και βιβλία. Λίγο αργότερα η Άλκηστη θα με βεβαιώσει σοβαρότατα, δείχνοντάς μου ένα τραπεζάκι 60 Χ 50 εκατοστά, κάτω από ένα παράθυρο που έβλεπε σε φωταγωγό: «εδώ μόνο έχω ησυχία και μπορώ να γράψω».

Τυχεροί οι συγγραφείς που δραπετεύουν. Τυχεροί…

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Το δέντρο που πληγώναμε

της Des
Δεν ξέρω πραγματικά τι να γράψω για το επάγγελμά μου.

Χμμμ, έφτασα να το αποκαλώ δουλειά... Δεν μου αρέσει καθόλου να συνδέω τα βιβλία με εργασία. Μου φέρνει πάντα στο νου καταναγκασμό.

Από πιτσιρίκα αγαπούσα τα βιβλία. Κάπως, σα να έβρισκα την αξία της ευτυχίας μέσα σε αυτά. Κάπως σαν να με συντρόφευαν.. Αλλες φορές με πήγαιναν ταξίδια μαγικά, αδύνατα για την ηλικία μου και την οικονομική μας κατάσταση.

Αργότερα, τα αγάπησα για τον πλούτο ψυχής που μου προσέφεραν και τώρα πια για το διάπλατο άνοιγμα των ομματιών μου...

Σήμερα, είναι αυτό που μου αποφέρει τα προς το ζήν. Έγινε η δουλειά μου. Η δουλειά που συχνά πυκνά αλλάζει έδρα. Την μια σε σκονισμένη, σκοτεινή, χωρίς θέρμανση βιβλιοθήκη Υπουργείου, την άλλη σε μια ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη. Μια από δω και μια από κει.
Όλοι γνωρίζουμε πως στη χώρα αυτή οι βιβλιοθήκες θεωρούνται πολυτέλεια και εμείς ως επαγγελματίες περιττοί.

Η δουλειά του βιβλιοθηκονόμου μέχρι σήμερα περισσότερο με έχει θυμώσει παρά γαληνέψει. Οχι η ουσία του επαγγέλματος αλλά η φύση του. Μετά από επτά μόνο χρόνια πείρας σε αυτό που αποκαλούμε δημόσιο τομέα, μου έμαθε πώς να αντιμετωπίζω ανεπαρκέστατους διευθυντάδες και προισταμένους, καθηγητικά μίζερα κατεστημένα, εκμετάλλευση, πνευματική και ψυχική ένδεια· μου ανέδειξε την μεγάλη έλλειψη αγωγής που διέπει τους διαμένοντες σε αυτό το κομμάτι γης του πλανήτη· εμφάνισε μπροστά μου σε όλο του το μεγαλείο το Σίσυφο και την αιώνιά του μάχη. Μια μάχη χαμένη από την γέννησή της μα που η επιμονή του σε αυτή δεν δείχνει στείρα ανοησία, μα πείσμα και αφοσίωση, καθήκον...
Παρ΄όλα αυτά όμως σε πείσμα των καιρών αγαπάω αυτό που διάλεξα, τότε στη Β’ τάξη Λυκείου. Το θεωρώ σπουδαίο μέσα στην ασημαντότητά του.

Σήμερα, βρίσκομαι σε μια μικρή βιβλιοθήκη ιδιωτικού κολλεγίου να στηρίζω την ιδιωτική εκπαίδευση (καταραμένο μνημόνιο) και να απολαμβάνω αποδοχής για το ρόλο μου, την εκπαίδευση μου, την αξία μου ως επαγγελματίας.

Μπαίνω σε τμήματα και διδάσκω πληροφοριακή παιδεία και οδηγώ μια μικρή βιβλιοθήκη σε επίπεδο συλλογής, στην αύξηση της χρήσης και της επισκεψιμότητας της. Προσπαθώ όμως και να αλλάξω λίγο την εικόνα που έχουν οι φοιτούντες εδώ για τους βιβλιοθηκονόμους. Δεν είναι σπουδαίο μα ούτε λίγο νομίζω.

Φυσικά αντιμετωπίζοντας και εδώ αρκετά προβλήματα, μιας και ας μην ξεχνάμε, το κολλέγιο είναι επιχείρηση και μάλιστα επικερδής και κάπως έτσι εδώ ορίζονται τα θέματα.

Αλλά σήμερα εδώ φυσάει ένας διαφορετικός αέρας· αποδοχής και εμπιστοσύνης.

Δεν ξέρω , ίσως το νέο ξεκίνημα, ίσως η όμορφη μέρα που είχα σήμερα, με κάνει να έχω λίγο πιο αισιόδοξο βλέμμα. Ίσως πάλι, σε πείσμα, κόντρα στο (κακό μας) το καιρό να θέλω να είμαι αισιόδοξη, ενώ είμαι φύση και θέση απαισιόδοξη.
Ίσως πάλι να μεγαλώνω απλά...
Ποιός ξέρει;

Υ.Γ. Φίλε Γιώργο, θα μπορούσα να γράψω ένα ωραίο επιστημονικοφανές κείμενο σχετικά με το επάγγελμά μας, τι σπουδαίο είναι και άλλα τέτοια του μάρκετινγκ τερτίπια, αλλά νομίζω πως όλοι γνωρίζουμε τι κάνουμε και ποιοί είμαστε βαθιά μέσα μας..... Πάλι όμως, ζήτησες ένα συναισθηματικό κείμενο έτσι;

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Οι κάκτοι και οι εξεγέρσεις

Αραιά και που περνάει από το νου μου η σκέψη πως είμαστε κάκτοι: ωραία φυτά, με παράξενα σχήματα, κυρίως με αγκάθια που μας προστατεύουν, όμως το πιο σημαντικό είναι πως είμαστε φτιαγμένοι να αντέχουμε στις ξηρασίες.

Δυο φορές νοιώθω πως έβρεξε καλά στη ζωή μου, αρκετά δηλαδή ώστε να έχω κάνει απόθεμα υγρασίας για τις μακρές περιόδους ανομβρίας. Η πρώτη ήταν οι Καταλήψεις του ΄91. Η δεύτερη ο Δεκέμβρης του ΄08. Την πρώτη φορά άνθισε η αμφιβολία, τη δεύτερη η οργή.

Δεν πρέπει να είχε γίνει ποτέ πάλι τόσο μεγάλη διαδήλωση στην επαρχιακή πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, όσο εκείνη που έγινε μετά τη δολοφονία του Τεμπονέρα. Ούτε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των μεγάλων κομμάτων δεν είχε τόσο κόσμο στους δρόμους. Όλα τα σχολεία της πόλης συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της, ήρθαν και οι γονείς και λίγοι καθηγητές. Μαγαζάτορες και υπάλληλοι έβγαιναν και μας κοιτούσαν θαμπωμένοι να τραγουδάμε και να φωνάζουμε συνθήματα. Τα σχολεία μας από τον Δεκέμβρη ήταν κλειστά, κοιμόμασταν στις τάξεις τα βράδια, μια αίθουσα είχε γίνει κυλικείο – κάποιοι έμποροι μας έστελναν σακούλες με τρόφιμα, και καραμέλες και καφέδες, βλέπαμε πια το σχολείο με άλλο μάτι, το φροντίζαμε εμείς, ήμασταν ελεύθεροι, γράφαμε συνθήματα, κρεμούσαμε πανό για να μας βλέπουν οι νοικοκυραίοι και να «αναστατώνονται»…

Μια μέρα μπήκε στο σχολείο ο θεολόγος - από την εποχή του πατέρα μου τον φώναζαν «Χοίρο» ή Χήρο», τα διφορούμενα της ορθογραφίας…- με ένα κόκκινο μπλοκάκι στα χέρια και σημείωνε ονόματα. Κάναμε κύκλο όλοι γύρω του και αρχίσαμε να χτυπάμε παλαμάκια ρυθμικά. Λίγα χρόνια μετά, ο τότε υπουργός Παιδείας και κόκκινο πανί για εμάς, ο Κοντογιαννόπουλος, έγινε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που οι γονείς των περισσότερων από εμάς τους «καταληψίες» ψήφιζαν όταν κάναμε τις καταλήψεις. Είχε έρθει πια η εποχή του Σημίτη, και του «αυτή είναι η Ελλάδα».

Τα media κατά κύριο λόγο, αλλά και όλες οι νέο-αντιδραστικές φωνές της εποχής μας χαρακτήρισαν το Δεκέμβρη του ’08 ξέσπασμα ενορχηστρωμένης βίας, κυρίως λόγω των βανδαλισμών που έγιναν. Εγώ θα έλεγα πως ήταν μια εξέγερση οργής, οι περισσότεροι βανδαλισμοί τότε δεν έγιναν, υπονοήθηκαν. Τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου και ενώ οι δεκάδες «μαύροι» σαν ποτάμι κατέβαιναν παράλληλα με την πορεία αριστερά και δεξιά σπάζοντας τις βιτρίνες των τραπεζών, ο κόσμος χειροκροτούσε. Τη διάχυτη ένταση εκείνων των ημερών δεν θα την ξεχάσω ποτέ, το ξημέρωμα της Τρίτης 9 Δεκέμβρη με τον κόσμο να περπατάει με απόγνωση στα ερείπια των δρόμων της Αθήνας, το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου του Κακλαμάνη στο Σύνταγμα, την επανάληψη της προσπάθειας καταστροφής του δέντρου τη δεύτερη φορά, το ΚΚΕ που έκανε βόλτα μακριά στην Κουμουνδούρου, πόσοι φώναζαν γύρω μου «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», τα κανάλια που ούρλιαζαν, την αφωνία των πνευματικών ανθρώπων, τους μαθητές που διαδήλωναν στα αστυνομικά τμήματα, την Ελλάδα που έβραζε.

Αν ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο σε αυτή την επέτειο της εξέγερσης θα έκαιγα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, το ψεύτικο περιτύλιγμα της καταναλωτικής ευδαιμονίας που είχαμε μέχρι και πριν από λίγο καιρό. Το Δεκέμβρη του 2008 δύο μπάτσοι σκότωσαν ένα παιδί. Και αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω, και δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Ένας βιβλιοθηκονόμος στο νοσοκομείο

Της Ρένας Τσαλαπατάνη

Τι κάνει ένας βιβλιοθηκονόμος σ΄ ένα νοσοκομείο;


Σίγουρα δε παρακολουθεί όμορφες ιστορίες, βοηθάει όμως, στο να παρέχεται καλύτερη ποιότητα υγείας.


Ας δούμε πως μια βιβλιοθήκη σε ένα νοσοκομείο παρέχοντας γρήγορα, αξιόπιστες πληροφορίας μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της υγείας των πολιτών. Για παράδειγμα, το 2011 κυκλοφορεί ένα χημειοθεραπευτικό για τον καρκίνο του μαστού που προσφέρει ίαση 80% στις καρκινοπαθούσες. Οι ογκολόγοι, μέσω των πηγών πληροφόρησης της βιβλιοθήκης ενημερώνονται γι΄ αυτό. Αμέσως, δημιουργούνται τα κατάλληλα πρωτόκολλα θεραπείας των ασθενών, άρα οι περισσότερες από τις καρκινοπαθούσες σε εύλογο χρονικό διάστημα θα ιαθούν. Το ίδιο παράδειγμα, από την ανάποδη: δεν υπάρχει βιβλιοθήκη ή διαθέτει ελάχιστες πηγές πληροφόρησης. Ο ίδιος ογκολόγος θεραπεύει με παλαιότερα φάρμακα που ίσως μόνο αναστέλλουν για μικρό χρονικό διάστημα την πορεία της νόσου ή αναζητά την πληροφόρηση που χρειάζεται «αλλού».


Πού; Στον εκπρόσωπο της φαρμακευτικής εταιρείας, ο οποίος θα τον κατευθύνει σε συγκεκριμένη συνταγογράφηση ή συγκεκριμένο θεραπευτικό πρωτόκολλο. Θέλουμε όμως επιστήμονες που θα συνταγογραφούν ή θα χειρουργούν κατευθυνόμενοι; Γιατί, κατά μια νεοφιλελεύθερη άποψη, η υγεία είναι εργαλείο πλουτισμού των ικανών και πεδίο ανάπτυξης επιχειρηματικότητας. Ο καθένας που έχει αυτή την άποψη, παρακαλώ να σκεφτεί τον εαυτό του ως πιθανό πολυτραυματία που σφαδάζει από τους πόνους, αλλά κανείς δε του δίνει σημασία γιατί δεν έχει χρήματα ή γιατί δε κουβαλά μαζί του το βιβλιάριο υγείας.


Υποστηρίζω λοιπόν, ότι η πληροφόρηση και οι φορείς αυτής δηλ. οι βιβλιοθήκες και οι βιβλιοθηκονόμοι, είναι άκρως απαραίτητοι στα νοσοκομεία, διότι η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό, άρα και το δίκτυο γνώσεων και πληροφόρησης για την υγεία είναι κι αυτό κοινωνικό αγαθό. Σαν τέτοιο, θα πρέπει να το υπηρετούμε και να αγωνιζόμαστε γι΄ αυτό.


Υ.Γ.: Αρκέστηκα στην σημαντικότερη –κατά τη γνώμη μου- πτυχή της ιατρικής βιβλιοθηκονομίας, αυτή της έγκυρης και έγκαιρης πληροφόρησης. Θα μπορούσα, επίσης, να αναφέρω κομμάτια της δουλειάς μας που αφορούν το σχεδιασμό και εμπλουτισμό ιστοσελίδων, την αξιολόγηση για την τελική πρόσκτηση και συνδρομή βιβλίων και περιοδικών, την ενεργοποίηση μας για τη μετατροπή των βιβλιοθηκών μας από παραδοσιακές, σε υβριδικές κι από εκεί- ίσως- σε ψηφιακές, αλλά νομίζω πως η ουσία στη δουλειά μας βρίσκεται στην «επείγουσα» και αναγκαία πληροφορία.


**********

Έχω ζητήσει από κάποιους καλούς συναδέλφους και φίλους να στείλουν κείμενά τους στο «Βιβλιοθηκάριο», σχετικά με τη δουλειά μας. Το περιεχόμενο, το ύφος ή η φόρμα των κειμένων είναι δικό τους θέμα. Δικό μου θέμα είναι να τους ευχαριστήσω ειλικρινά για την ανταπόκριση στο αίτημά μου.