έναν ασήμαντο δρόμο μιας
ασήμαντης γειτονιάς.
Σας έχω πει για τα στοιχισμένα δέντρα
στη μια πλευρά του.
Τώρα θα μιλήσουμε
για το άλλο του μισό:
σκονισμένα μηχανουργεία
κλειστά καφέ
συνεργεία
ραγισμένα σπίτια
σχολές μαγειρικής
μάντρες υλικών
βιοτεχνίες
σπασμένοι άνθρωποι
περπατούν κρύβονται φτερουγίζουν
Και μια μεγάλη αποθήκη
χάσκει στου μεσημεριού το αδυσώπητο φως
Εκεί ψύχονται χιλιάδες προϊόντα
κι ύστερα διανέμονται στις αγορές
του κόσμου
Τρομακτικά φορτηγά κάθε μέρα
περιμένουν το φορτίο τους να πάρουν
ή να αδειάσουν το μέσα τους εκεί
οι οδηγοί παραμένουν στην καμπίνα τους
κι από ψηλά αδειάζουν τις ράθυμες ροχάλες τους
στην άσφαλτο
με αναμμένες μηχανές και σβησμένα όνειρα
Κάποια στιγμή βγαίνουν έξω
και κρύβονται πίσω από το φορτηγό τους και κατουράνε
ενώ τα τραίνα περνούν
Θα μπορούσα να πω πως είναι βέβαια
πιο ενδιαφέρον
το χονδρεμπόριο από την τέχνη,
έχει περισσότερη κίνηση
περισσότερη ορμή, θόρυβο
εμφατική αναμονή
τεράστια σκηνικά
επικές εισόδους και εξόδους
(από την οδό Θεσσαλονίκης
περνούν καθημερινά
σπουδαστές της δραματικής τέχνης)
Αλλά στα ποιήματα τέτοια πράγματα δεν λέγονται -
ίσως από κάποια συντεχνιακή αλληλεγγύη.
Κι ύστερα είναι οι ίσκιοι αυτού του δρόμου:
μήνες τώρα ένας άνδρας, κάθε πρωί,
κάθεται στην άκρη
βγάζει τα παπούτσια του
και ανθίζει ένα λουλούδι που κρατά στο χέρι του.
Τα μεσημέρια κουρασμένες γυναίκες
από τις βιοτεχνίες σκορπούν
όπως τα γυαλιά ενός σπασμένου ποτηριού.
Χαρούμενοι σπουδαστές μαγειρικής
θλιμμένοι σπουδαστές του δράματος
περνούν και χάνονται
Κάποιοι εργάτες
ντύνουν την πρόσοψη ενός κουρασμένου κτιρίου
με τεράστια πράσινα πανιά
σκαρφαλωμένοι σε σιδερένιους σκελετούς
κι όσο εκείνοι γυμνώνονται στην κάψα του ήλιου
τόσο το κτίριο τους κουκουλώνει.
Η οδός Θεσσαλονίκης είναι αδιέξοδος
απότομα τελειώνει λίγο μετά το ποτάμι
χωρίς λόγο σταματά
- σαν τη ζωή μου
γι' αυτό μια μέρα θα την κάνω ποίημα.
***
Ο πίνακας είναι του Διαμαντή Διαμαντόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου