περπατούσε
Γονυπετής μια τσιγγάνα
Οι υπόλοιποι χριστιανοί την κοιτούσαν
Κι εμείς οι άπιστοι
Με απορία
Σερνόταν στο χώμα
Κι όλοι - προπάντων όμως οι χριστιανοί
Ντυμένοι γιορτινά
Δυσφορούσαν
Αξιοπρεπείς οικογενειάρχες από συνήθεια
Με ένα κερί στο χέρι και αυτάρεσκη σεμνοτυφία
Ανάβοντας της πίστης τους τα πειστήρια
Το κερί θα λειώσει
Αυτοί ποτέ κι η έγκαυλη φιλανθρωπία τους
Γονυπετής και λερή εκ τούτου
Προσμένοντας τη σειρά της να προσκυνήσει
(Οι πιστοί προσκυνούν πλέον χωρίς να σκύψουν
Να λυγίσουν, να τσαλακωθούν
Σιδερομένες συνειδήσεις που εύχονται "καλή Παναγιά")
Δίπλα της όρθιος καπνίζοντας
Ο άντρας της
Η πούτσα του οργώνει στο πέρασμα του
Αρσενικό που δεν το αγγίζει η ανάγκη
Που δεν παρακαλά θεό κι ανθρώπους
Εκείνη θα παρακαλέσει για ένα παιδί
Εκείνη θα μετανιώσει για ένα φονικό
Θα ικετεύσει την ίαση κακιάς αρρώστιας
Οι θεοί απαιτούν από αυτούς που ζητούν
Υποταγή
Κι οι γυναίκες συνήθισαν να υποτάσσονται
Εκείνες μιλούν με το θεό
Οι τσιγγάνες
Οι λερές
Οι απόκληρες
Οι πονηρές
Οι βρωμιάρες
Οι αμαρτωλές
Γιατί ο Θεός είναι βρωμιά
Και πάθος
Κι υποταγή
Ο θεός περπατάει στο πλάι της καπνίζοντας
Με ανοιχτό πουκάμισο
Ιδρωμένος κι αποβλακωμένος απ'τη ζέστη
Απ' τα χασίσια και τη γουρνοπούλα
Και τις μπύρες του πανηγυριού
Και πίστεψα
Το ομολογώ
Ξέρω πως ο χριστιανισμός είναι μια μεσιτεία
Ένα αλισβερίσι σωτηρίας
Αλλά
Για παν ενδεχόμενο
Πίστεψα
Την είδα
Γονυπετή να περπατεί
Ανάμεσα σε αμαρτωλούς και κολασμένους
Είδα την Παναγιά Τσιγγάνα
***
Το χαρακτικό είναι της Käthe Kollwitz
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου