Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Ο Γεροκολασμένος και άλλες αποκριάτικες ιστορίες*

Αυτές οι μέρες ανέκαθεν είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην οικογενειακή ιστορία. Η Μεγάλη Οικογένεια μαζευόταν- συνήθως στο σπίτι μας – και γινόταν τρικούβερτο γλέντι όλων των ηλικιών, μασκαρεμένων με ό,τι πιο αταίριαστο και παράταιρο μπορούσε να συνθέσει το γελοίο των ημερών. Στο τέλος αυτών των γλεντιών χορεύαμε όλοι μαζί – καμιά εξηνταριά άνθρωποι – το «πιπέρι». Πιασμένοι χέρι, χέρι σε ένα μεγάλο κύκλο τρίβαμε και κοπανούσαμε χέρια, πόδια, κούτελα, κώλους σαν ξαναμμένοι του «διαβόλου καλογέροι» γέροι, παιδιά, γυναίκες, άντρες. Για χρόνια ένοιωθα αυτές τις στιγμές να φυτεύεται μέσα μου μια παράλογη αίσθηση αιωνιότητας, ένας άχρονος δεσμός με το παρελθόν και τους ανθρώπους που είχαμε το ίδιο αίμα. Ο κύκλος αυτός είναι η δική μου ταυτότητα.

Μεγαλώνοντας, οι δεσμοί με τη Μεγάλη Οικογένεια χαλάρωσαν ή έπαψαν πια να τροφοδοτούνται με τα γλέντια αυτά που γίνονταν στο πατρικό σπίτι. Η ζωή μου δεν χωράει ίσως τόσους ανθρώπους στο σπίτι που στεγάζει τώρα τη δική μου οικογένεια, αλλά και οι συνομήλικοι φίλοι και συγγενείς ίσως να είναι και λίγο ξενέρωτοι με όλα τούτα. Όμως συνεχίζουμε να ντυνόμαστε μασκαράδες εγώ και η κυρά μου και να παλεύουμε να γελοιοποιήσουμε στα παιδιά και τους φίλους μας τη σοβαροφάνεια και την ευπρέπεια. Και κερδίζουμε έτσι το πανάκριβο χαμόγελο τους.

Τις πολύ κρύες μέρες του χειμώνα, όπως η σημερινή, κάνω κάτι που έκαναν οι παλιοί: βάζω στον καφέ μου κονιάκ, «να ζεσταθώ»! Και με τον τρόπο αυτό θυμάμαι το «Γεροκολασμένο», έναν ξερακιανό μπάρμπα του πατέρα μου, αθυρόστομο και λίγο σκληρό άνθρωπο, που πρωτοείδα να νοθεύει το ρόφημα με αλκοόλ. Όταν πέθανε, αν και το… «πρωτόκολλο» δεν το επέτρεπε, οι μεγάλοι τραγούδησαν στην κηδεία ένα αγαπημένο του τραγούδι αποχαιρετώντας τον: το «Γιάνναρο». Σταθήκαν γύρω στο τραπέζι, γεμίσαν τα ποτήρια κρασί και αρχίσαν αργά να κινούν το αποκριάτικο τραγούδι του μπάρμπα:

«Ο Γιάνναρος απέθανε και άφησε διαθήκη
να μην τον θάψουν σ’ εκκλησιά, μήτε σε μοναστήρι
μόνο να τον εθάψουνε σε ένα σταυροδρόμι
ν’ αφήσουν την ψωλάρα του τρεις πιθαμές απόξω
για να περνάει ο δήμαρχος, να δένει το άλογό του.
Τρεις παπαδιές σαν τ’ άκουσαν πάνε να τονε δούνε.
Η μια κρατάει το θυμιατό, η άλλη το λιβάνι
κι η τρίτη η μικρότερη πάει κάθεται απάνω.
Θεός σχωρέσ’ τον Γιάνναρο».

Αυτή νομίζω – το είπα και πριν, αυτή είναι η ταυτότητά μας: ένας κύκλος ανθρώπων που χορεύουν πιασμένοι χέρι-χέρι τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα τον άγριο και τον πόνο τον αμείλικτο. Φορούν μάσκες, ντύνονται αλλοπρόσαλλα και τραγουδούν δυνατά σε ένα γλέντι που συνεχίζεται χρόνια τώρα και εσύ είσαι πάντα παιδί και γελάς, και γελάς, και γελάς….
*****
*στη μνήμη του Αλέκου και του μπάρμπα του Σωκράτη

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Πολιτικά συμπεράσματα

Όλα τα παραμύθια έγιναν κάποτε, ποτέ τώρα ή στο μέλλον. Ακόμη και τα παραμύθια που δεν έχουν ακόμη γραφτεί.
Εξ αυτού συμπεραίνεται:

1. Κανένα παραμύθι δεν εξελίσσεται την ώρα που γράφεται. Ούτε βέβαια την ώρα που διαβάζεται.

2. Τα παραμύθια φυτεύουν το παρελθόν για να θερίσουν το μέλλον.

3. Αν και ο χρόνος περνάει, η απόστασή μας από το χρόνο των παραμυθιών δεν μεγαλώνει.


Εκ του τελευταίου συνάγεται: Σέρνουμε μαζί μας τα παραμύθια βαδίζοντας προς το τέλος του χρόνου, όπως οι κατάδικοι σέρνουν τις αλυσίδες τους. Τα παραμύθια ακούγονται τις νύχτες που κυκλοφορούμε στα όνειρά μας.

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Σφαίρες και καρφιά στις λέξεις


Ερίζουν οι ποιητές για τις ιδιότητες των λέξεων. Καθώς ίσως θεωρούν πως κατέχουν το σώμα τους, διεκδικούν και τη ψυχή των λέξεων και αφού δεν την κατακτούν, την ερμηνεύουν. Και εκεί πάνω στην ερμηνεία διαφωνούν μεταξύ τους αιώνες τώρα. Αυτός ο εμφύλιος δεν είναι ταξική πάλη, έχει όμως πολιτικά χαρακτηριστικά, αφού σε κάθε περίπτωση κάποιον σημαδεύουν οι ποιητές.

Λέει στην αγαπημένη «Ποιητική» ο Μανόλης Αναγνωστάκης*:

«…
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις.

Να μην τις παίρνει ο άνεμος.»

Και απαντάει ο Μιχάλης Γκανάς** στο «περί ποιήσεως 2» δεκαετίες μετά:

«Οι λέξεις δεν είναι καρφιά
ούτε φύλλα.
Και στο σφυρί αντιστέκονται
Και στον αέρα

Οι λέξεις είναι σαν τα σκάγια
Ποιες βρίσκουνε το στόχο τους
Ποιες δεν τον βρίσκουν.
Δεν φταίει πάντα ο κυνηγός»

Μου διαφεύγει ακόμα ποιος είπε ότι οι λέξεις είναι φύλλα. Θα μπορούσε να είναι ο Λειβαδίτης ή η Δημουλά (αυτή και αν δοκιμάζει στις λέξεις ιδιότητες) ή κάποιος άλλος. Ευτυχώς σ’ αυτό τον πόλεμο δεν υπάρχουν νεκροί. Μόνο ποιήματα στήνονται εκεί όπου γίνονται οι μάχες. Επιτύμβια ποιήματα που μοιάζουν πεσμένα φύλλα στη γη και τα παρασέρνουν τα χρόνια από ‘δω κι από κει.
*****
*Τα ποιήματα/Μανόλης Αναγνωστάκης. Αθήνα: Στιγμή, 1992
** Τα μικρά/Μιχάλης Γκανάς. Αθήνα: Καστανιώτης, 2000.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Τα ήσυχα βράδια της συνείδησής μας

... και καθώς η νύχτα χθες σκορπούσε την παγωνιά της μέσα στην πόλη και ο κόσμος αποσυρόταν στις τηλεοράσεις του, κάτι όμορφα παιδιά (αλήθεια όμορφα αγόρια και κορίτσια) έξω απο το Μουσείο με τα αρχαία αγάλματα τραγουδούσαν την αλληλεγγύη τους στους μετανάστες πολίτες που αργοπεθαίνουν. "Τα ήσυχα βράδια η Αθήνα θ' ανάβει σαν μεγαλο καράβι που θα 'σαι μέσα και συ"...

****

Οι δύο φωτογραφίες έχουν μία μόνο διαφορά: 100 χρόνια

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Τα επιμύθια του φόβου

Όταν ο φόβος μας πιάνει στον ύπνο, τα όνειρά μας γίνονται εφιάλτες.
*****
Ο φόβος καμιά φορά στην απελπισία του απάνω δολοφονεί.
*****
Ποιος δεν φοβάται; Μόνο όποιος δεν έχει τίποτα πια να χάσει.
*****
Ο φόβος ως πολιτικό μήνυμα διανέμεται από αυτούς που έχουν τον τρόπο να τον απευθύνουν σε όσο πιο πολλούς αποδέκτες γίνεται.
*****
Οι πομποί του φόβου, φοβούνται.
*****
Ο φόβος εκδικείται όσους τον αψηφούν.
*****
Ο φόβος είναι σπόρος που φυτεύεται μέσα μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Η καλλιέργειά του είναι επίπονη. Όταν ο καρπός του ωριμάσει είναι πια αργά για θερισμό.
*****
Ο φόβος είναι εργαλείο πολιτικής εξουσίας.
*****
Ο φόβος είναι εργαλείο που απαιτεί επιδεξιότητα στη χρήση του, ειδάλλως μπορεί να προκαλέσει κάποιο ατύχημα.
*****
Ο φόβος δεν επιλέγει τα υποκείμενα, αλλά τα αντικείμενά του.
*****
Ο φόβος είναι το κατηχητικό της υποδούλωσης.
*****
Ο φόβος συσπειρώνει, και αφού ενώσει τα θύματά του, πιο εύκολα πια τα οδηγεί στο γκρεμό.
*****
Ο φόβος συσπειρώνει, δεν ενώνει.
*****
Ο φόβος είναι πολιτικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
*****

Ο φόβος είναι μια τρομακτική ιστορία, τα επιμύθια της οποίας δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ.
*******************************
Ο «Βιβλιοθηκάριος» συμμετέχει στη δράση ενάντια στο φόβο με την επωνυμία «Φόβος : ο δούρειος ίππος της εξουσίας» στην οποία συμμετέχουν και δεκάδες άλλα ιστολόγια.
Ο «Βιβλιοθηκάριος» θεωρεί ότι η άσκηση πολιτικής φόβου σήμερα στη χώρα μας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την πολιτική εξουσία απαιτεί την αντίδραση των πολιτών.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Ένας διόλου αμήχανος επικήδειος

Ο Albert Camus έμεινε ορφανός από πατέρα μόλις 8 μηνών μωρό. Η μεγάλη ανέχεια της οικογένειάς του τους οδήγησε στο σπίτι της γιαγιάς του, από την πλευρά της μάνας του, όπου και μεγάλωσε. Ο Καμύ γεννήθηκε στην Αλγερία, τότε (1913) γαλλική αποικία. Η σχέση της οικογένειας με την εκκλησία ήταν καθαρά τυπική, ενώ και οι μεταφυσικές ανησυχίες εξαιρετικά… υποτονικές. Όταν κάποιος πέθαινε, η γιαγιά του έλεγε: «Ωραία,… αυτός δεν θα ξανακλάσει πια». Στα είκοσί του, έλεγε ο ίδιος: «όπως ο θάνατος ενός συγγραφέα μας κάνει να υπερβάλλουμε για τη σπουδαιότητα του έργου του, έτσι και ο θάνατος ενός ατόμου μας κάνει να υπερτιμούμε τη θέση του ανάμεσα μας».

Φαίνεται πως είναι πιο εύκολο στην επιπόλαιη νεότητα ή στα ράθυμα γερατειά να είναι κυνικά ρεαλιστικά για το θάνατο. Πιο εύκολο σε σχέση με αυτή τη μέση ηλικία που αποχαιρετάει σιγά-σιγά την μία άκρη της με τους ανθρώπους που τη σηματοδοτούσαν, πορευόμενη γυμνή στην άλλη της άκρη και ανήσυχη στοχάζεται συχνά το αναπόφευκτο.

Ο David O. Selznick, παραγωγός της θρυλικής ταινίας «Όσα παίρνει ο άνεμος» (1939), μέχρι το θάνατό του το 1965 πάσχιζε να επηρεάσει τον… επικήδειο που θα του έγραφαν οι εφημερίδες όταν θα ερχόταν το μοιραίο! Όντας ένας εξαιρετικός παραγωγός της παλιάς σχολής του Χόλυγουντ, αν και έκανε επιτυχίες και στη συνέχεια (έφερε τον Hitchcock στην Αμερική, κ.α.), δεν απέφυγε αυτό που απευχόταν: οι εφημερίδες έγραψαν: πέθανε ο παραγωγός του «όσα παίρνει ο άνεμος»! Η ιστορία αυτή μοιάζει λίγο με τα άψυχα πανομοιότυπα κείμενα που γράφτηκαν αυτές τις μέρες για το θάνατο του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη: «…Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα, το Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, το Βραβείο Ουράνη, το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φερνάντο Ριέλο, τον τίτλο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών και το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ.»

Μπλα μπλα μπλα…

Ρε σεις πριν από λίγες μέρες πέθανε επίσης η Καίτη Λαμπροπούλου. Αν κλείνατε τα μάτια σας και στραγγίζατε μέσα σας το όνομά της, δεν θα λέγατε: έσβησε ένα πιπεράτο γέλιο, μια μπάσα κελαριστή φωνή;
Πόσων ανθρώπων, που δεν ξέρουμε καλά, έχει μείνει μέσα μας το χαμόγελό τους;

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Τα ανθρωπάκια - μια απάντηση

Κύριε Δημοσιογράφε
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας είναι το γεγονός ότι ανθρωπάκια χειρίζονται τις πληροφορίες που θα διαβάσουμε για να διαμορφώσουμε άποψη για τον κόσμο μας. Δειλοί και υποτακτικοί θέλουν να μας πείσουν ότι μας ενημερώνουν – μεταξύ μας δεν πείθεται κανείς, το ξέρεις.

Τα ανθρωπάκια αυτά έχουν αποκλειστικές πληροφορίες, πηγές και αποκαλυπτικά ρεπορτάζ που όταν έρχονται τα δύσκολα τα ρίχνουν στο πλυντήριο της προπαγάνδας και της χειραγώγησης για να κάνουν αόρατη την ανυπακοή και την αντίσταση, έστω τη σκέψη και την αμφισβήτηση. Νομίζω ότι φοβούνται.

Τα ανθρωπάκια αυτά κουνάνε το δείκτη τους καθώς νουθετούν και μαλώνουν τους πανεπιστημιακούς καθηγητές - αλήθεια νομίζεις πως το πρόβλημα στην παιδεία είναι «οι μαφίες και οι συμμορίες των πανεπιστημίων»; Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τους ονόμασε κοπρίτες, εσύ λες πως πλέκουν και παίζουν τέτρις οι δημόσιοι υπάλληλοι. Ως πότε θα σας ανέχονται;

Λες πως κάποιοι που πληρώνονται λίγο επιτρέπουν να λέμε πως υπάρχει ακόμη κράτος στην Ελλάδα – εγώ λέω να μην πληρώνονται καθόλου, συμφωνείς; Επειδή ο «δημόσιος βίος» δεν είναι μόνο ο βίος των δημοσίων υπαλλήλων, πες μου πώς θα αλλάξουμε και όσα ανθρωπάκια φτάνουν στην κορυφή των εφημερίδων; Γιατί ενώ στα πανεπιστήμια σπανίζουν πια τα «νούμερα», δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τα ΜΜΕ.

Κύριε δημοσιογράφε ο στρατός και η αστυνομία δεν είναι η καρδιά του κράτους – όχι τώρα, πριν από 40 χρόνια μπορεί. Η καρδιά του κράτους είναι οι πολίτες, αλλά τι σου λέω τώρα.