Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Φθινοπωριάζει κάποτε στις βιβλιοθήκες



Καμιά φορά φθινοπωριάζει στο χαρτοβασίλειό μου. Συνταξιοδοτούνται ίσως τα φύλλα των δέντρων κι ύστερα κάποιος τα κρύβει σε βιβλία και μένουν εκεί τυλιγμένα με τις τυπωμένες σελίδες τους, ερείπια του παρελθόντος κάποιας φιλίας ή ενός έρωτα. Ενθύμια ή μνημόσυνα ενός καλοκαιριού. Ή σαν σελιδοδείκτες ενός βιβλίου του 1868 κάποιου Louis Pasteur που ανακάλυψε λέει πού οφείλεται το ξίνισμα του κρασιού.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Τα γυαλιά της δικής μου μυωπίας



Αν νομίζεις πως είναι απλό το ζήτημα, κάνεις λάθος. Εγώ πάντα ακέραιος ήμουν, τώρα κάπως χάλασα. Όλα λειτουργούσαν καλά. Πώς έγινε αυτό ξαφνικά; Έβαλα γυαλιά ή μάλλον μου έβαλαν γυαλιά. Μυωπίας. Δηλαδή επιβεβαιώνεται εξ αυτών ότι είμαι ελαττωματικός, πως κάτι χαλάει, έστω στην όρασή μου. Θα μπορούσα βεβαίως να το ελαφρύνω το θέμα: άλλοι στην ηλικία μου ή λίγο μετά αρχίζουν την πρεσβυωπία, μεγαλώνουν δηλαδή γέρνοντας στο δεύτερο μισό της ζωής τους. Δεν αρκεί αυτό και τίποτα άλλο από όσα δοκίμασα να πω στον εαυτό μου. Διάλεξα ένα ζευγάρι με κάπως κουλτουριάρικο σκελετό και πλέον βλέπω καθαρά τον κόσμο μέσα από δυο τζάμια που νοιώθω πως με κρύβουν από αυτόν σαν να φοράω μάσκα.

Το θέμα περιπλέκεται περαιτέρω. Τόσο καιρό, ίσως χρόνια, νόμιζα πως έβλεπα καθαρά τον κόσμο. Πως οι θολές γραμμές και τα περιγράμματά του ήταν θολά για τους δικούς του λόγους κι όχι για τους δικούς μου. Τώρα απορώ με την καθαρότητα των γραμμών του. Θέλω να πω πως δεν ήξερα ότι δεν έβλεπα καθαρά κι αν αυτό συμβαίνει για κάτι τόσο… οφθαλμοφανές τι μπορεί να γίνεται με όλα τα άλλα που οι αισθήσεις και ο νους μου συλλαμβάνουν; Κι όπως συνήθισα να βλέπω τα πράγματα κάπως θολά τώρα πρέπει να συνηθίσω να τα βλέπω καθαρά (πόσο μάλλον που τώρα ξέρω πως είναι αλλιώς από όπως εγώ τα βλέπω).

Με παρατηρώ κανένα μήνα τώρα πώς προσπαθώ να συνηθίσω τα γυαλιά μου. Δειλά- δειλά να τα κυκλοφορήσω σε συγγενείς και φίλους και συναδέλφους και γνωστούς. Να αποδεχτώ πως θα γεράσουμε μαζί. Να τα εντάξω στην καθημερινότητά μου. Μοιάζει υπομονετικά να περιμένουν την αποδοχή μου, όμως ακόμα δεν τα συμπαθώ, και δεν νομίζω πως θα τα αγαπήσω ποτέ: όχι γι’ αυτό που μου προσφέρουν- μια καλύτερη όραση, αλλά γιατί εξαιτίας τους μου αποκαλύφθηκε πως δεν έβλεπα καθαρά πιο πριν.

***
το ποστ είναι κατά κάποιο τρόπο απάντηση σε ένα ερώτημα της Χειμωνιάτικης Λιακάδας (Τι σου άφησε το καλοκαίρι που φεύγει;)

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Τα κομμάτια του παζλ



Δεν ξέρω αν τα κομμάτια του παζλ συγκροτούν μια εικόνα μεγάλη, πόσα κομμάτια είναι, αν λείπει κανένα. Γεγονός είναι ότι από μόνα τους το κάθε ένα κομμάτι είναι μια εικόνα με τις εσοχές και τις εξοχές της για να ταιριάζει με το σύνολο. Ή μάλλον για να γειτονεύει με τη διπλανή της πραγματικότητα χωρίς προστριβές.

Μας χωρίζει ένα τοίχος. Σε εκείνους προσφέρει κυρίως σκιά. Σε εμάς μάλλον ασφάλεια. Μας ενώνει άθελά μας ένα παράθυρο ανοιχτό. Εκείνοι πουλάνε ηρωίνη, κοκαΐνη, χαπάκια. Εκείνοι τρυπούν τις φλέβες τους χύνοντας μέσα τους τον ηδονικό τους θάνατο. Εκείνοι κάποιες ώρες της μέρας ακουμπάνε στον τοίχο, συζητούν για γκόμενες, μισθούς, παιδιά. Όταν εμφανίζονται εκείνοι, οι άλλοι χάνονται, όταν φεύγουν εκείνοι, οι άλλοι επιστρέφουν. Ένα σκηνικό θανάτου με βαποράκια, χρήστες και μπάτσους που δίνει καθημερινή παράσταση  αναιδώς στα μάτια των περαστικών, δεν θέλει και δεν μπορεί να κρυφτεί από μια πόλη που γκρεμίζεται σιγά-σιγά μες στο λιοπύρι. Η άλλη πλευρά, η δική μας: η βιβλιοθήκη. Μια μουσικοπαιδαγωγός αναζητάει πληροφορίες για τους μουσικούς της Σμύρνης, ένας ιστορικός μελετά τμήματα του αρχείου του Κοραή, μια υποψήφια διδάκτορας ξεσκονίζει κάτι παλιά ιατρικά ανάτυπα, ο Θέμης ο «Αλβανός» ψάχνει πληροφορίες για το χωριό του στο Πωγώνι, ή μάλλον για ένα μοναστήρι που είναι εκεί. Δυο κόσμοι που τους χωρίζουν ένας τοίχος και μια προοπτική. Οι μεν σε ένα αδυσώπητο και άθλιο κυνήγι με το θάνατο, οι δε σε ένα νηφάλιο και επαναπαυμένο κυνήγι με τη γνώση. Εσύ εκεί, βαποράκι της γνώσης να αναρωτιέσαι με τύψεις ποιος κόσμος είναι πιο αληθινός, ο κόσμος που ξοδεύεται στην άλλη πλευρά του τοίχου ή ο σωρευμένος κόσμος που οργανώνεις στην από ‘δω πλευρά του; Ο ασφαλής ή ο ανυπόκριτος;


Τα καλοκαίρια στο πατρικό μου σπίτι είναι πάντα σχεδόν μια μικρή θητεία σε παράλληλο της πραγματικότητας κόσμο, εξίσου πραγματικό βεβαίως. Το χτήμα με τα δέντρα και τους κήπους του, τα ζωντανά και τα παιδιά του, τις κληματαριές, τα νυχτολούλουδα, τις βάρκες, τ’ απογεύματά του. Ένας μικρός παράδεισος ηθελημένα αποκομμένος από τον περίγυρό του. Μέρες του Αυγούστου. Πρωί για μπάνιο. Επιστρέφοντας από τη θάλασσα. Ντους στην αυλή, παιδιά, παππούδες, γονείς. Μπουγέλο με παγωμένο νερό απ’ το πηγάδι, φωνές, γέλια, συνωμοσίες. Ύστερα σαλάτα, πατάτες τηγανιτές, κεφτεδάκια. Ξάπλα στο υπόγειο, μεσημεριανός ύπνος, όλοι μαζί. Απόγευμα ποδηλατάδα με τον μεγάλο σε διαδρομές των παιδικών μου χρόνων. Βράδυ, μπιρίμπα. Πάω να κλείσω την εξώπορτα. Το σπίτι κοιμάται. Το φεγγάρι με σκεπάζει με το διάφανο σεντόνι του. Επούλωση. Λίγα μέτρα πιο πέρα ένα απίστευτο σκηνικό χτίζεται βίαια: το στρατόπεδο νεοσυλλέκτων της πόλης γίνεται στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Δήμος, φορείς, φασίστες αντιδρούν. Οι αντιρατσιστές απαντούν με συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης. Η πόλη ψιθυρίζει ανήσυχη πάνω στη φιέστα της Χρυσής Αυγής. Τη νύχτα, πυροβολισμοί. Επιδοτήσεις και δηλώσεις, αθλιότητα και αγωνία, μικροαστισμός και υποκρισία. Μια πόλη καλείται να αντιμετωπίσει επιτέλους την αλήθεια, την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα μέσα στο σπίτι της. Μουδιάζει. Θυμώνει. Κρύβεται.

Τα κομμάτια του παζλ δεν ξέρω ποια εικόνα συγκροτούν καθώς το ένα στήνεται δίπλα στο άλλο. Όμως σιγά-σιγά διαπιστώνω πως φτιάχτηκαν για να μην ταιριάζουν. Η κεντρική εικόνα μοιάζει να είναι μια σειρά κλειστές εικόνες στο σχήμα τους, κομμάτια πραγματικότητας αταίριαστα μεταξύ τους. Είμαι στη μια πλευρά του τοίχου κι όχι στην άλλη, είμαι σε ένα χτήμα κλεισμένος κι όχι σε ένα στρατόπεδο. Μάλλον από καθαρή τύχη.


Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Κάτι πτήσεις




Έχω καιρό να πετάξω. Στον ύπνο μου. Παλιότερα πετούσα συχνά, άλλοτε με απώτερο σκοπό να σώσω κάποιους που κινδύνευαν και άλλοτε απλά για να ξεσκάσω. Άνοιγα τα χέρια μου και εύκολα βρισκόμουν στους αεροδιαδρόμους της φαντασίας ή του υποσυνείδητού μου.

Καθώς προείπα έχει πολύ καιρό να συμβεί αυτό. Ίσως να φταίει που ενηλικιώθηκα. Θέλω να πω πως η ωριμότητα είναι δύσκολο πράγμα, δεν αφήνει και περιθώρια πολλά για πτήσεις. Πάντα από κάπου μπάζεις, κάτι πρέπει να συμπληρώσεις για να είσαι επαρκής, άλλο ένα κιλό προστίθεται χωρίς να ερωτηθείς στη μπάρα που σηκώνεις. Αν δεν το κάνεις θα σε πλακώσει. Ευτυχώς «υπάρχει και κάτι που δίχως δραχμή/μπορεί και σε φτιάχνει την ίδια στιγμή». Εντάξει τώρα, «μη πεις ό,τι δε ξέρεις για ποιο σου μιλώ/και σ όλους να ξέρεις κάνει καλό». Βέβαια όλο αυτό μου ακούγεται κάπως σαν «κάντε σεξ, όχι όνειρα». Οπότε επανέρχομαι.

Έχω καιρό να πετάξω. Στον ύπνο μου. Ίσως καλύτερα. Γιατί μπορεί να προτιμούσα τελικά να μείνω εκεί πάνω πετώντας πάντα πάνω από κόσμους υπαρκτούς κι ανύπαρκτους με μια σιγουριά χωρίς όρια και μια ελευθερία μοναδική.

Πάντως αν μπορούσα έστω απόψε να δω πως πετάω στον ύπνο μου. Πόσο χαρούμενος θα ξυπνούσα την επόμενη μέρα.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Η ζέβρα μου κι εγώ



Κλεφτά μπήκα στο μπάνιο την ώρα που έπαιρνες το λουτρό σου, κι όπως σε είδα να φοράς τη ριγέ ηλιοκαμένη και τη λευκή σου γύμνια μου ‘ρθε στο νου τότε στη ζούγκλα…

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Η Αρετή και το δέντρο




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γυναίκα 80 περίπου χρόνων που ζούσε σ’ ένα χωριό της Νότιας Κυνουρίας. Τη λέγαν Αρετή κι ήταν ξεριζωμένη κατά κάποιο τρόπο. Ακολούθησε τα παιδιά της στις περιπλανήσεις τους (μερικοί άνθρωποι είναι φτιαγμένοι να ζουν με άλλον τρόπο από εμάς τους πολλούς που ζούμε μια συμβατική ζωή με τις συνήθεις ακολουθίες της – όμως αυτοί είναι μια άλλη ιστορία) κι άφησε τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, που παντρεύτηκε, γέννησε και χήρεψε για να βρεθεί στα ριζά ενός βουνού της Αρκαδίας.

Ένα πρωινό η Αρετή έφτιαξε τον καφέ της και βγήκε στην αυλή του σπιτιού -  ενός πέτρινου σπιτιού στο πάνω μέρος του χωριού -  να τον πιει. Κάθισε δίπλα στη γέρικη γερμένη χαρουπιά (οι παλιοί λένε πως εκεί κάνανε μάθημα τα παιδιά του σχολείου - τότε που οι παλιοί ήταν παιδιά). Χάρισε το βλέμμα της στο πέλαγος που ξεδιπλωνόταν γαλήνιο μπροστά της κι αναστέναξε. Της έλειπε ο τόπος και οι δικοί της άνθρωποι -  οι γέροι και οι γριές που μεγαλώσανε μαζί και φτάσαν ζωντανοί στης ζωής τους την άκρη.

- Έτσι καθώς τη φαντάζομαι να κάθεται δίπλα στη γέρικη χαρουπιά σκέφτομαι πως και η κυρά- Αρετή μια γέρικη χαρουπιά είναι, μια ξεριζωμένη χαρουπιά με γερμένο κορμό και μια κούνια δεμένη στα χέρια της. Μια χαρουπιά που κάποτε έκαναν μάθημα τα παιδιά στον ίσκιο της και τώρα στέκει βουβή αντίκρυ στο πέλαγος ένα καλοκαιρινό πρωινό και πίνει τον καφέ της αθόρυβα. Σχεδόν…

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Όταν πωλείται το Παρόν


Υπάρχει κάπου ένα χωριό μέσα στη νύχτα (τη μαύρη νύχτα που δεν μοιράζεται ούτε με τη σιωπή την επικράτειά της). Ας πούμε πως είναι ένα ορεινό χωριό της Νότιας Κυνουρίας και πως το λένε «Πηγάδι». Πως είναι ένα χωριό που δεν περνάς για να πας κάπου αλλού (ας πούμε στην άκρη της νύχτας), δεν είναι πέρασμα, είναι προορισμός – αν είναι. Στο Πηγάδι πεζοπορήσαμε ανάμεσα στις ριπές των τριζονιών ένα βράδυ του Αυγούστου.

Κάποια στιγμή ανταμώσαμε μια ταμπέλα έξω από ένα σπίτι κλειστό: «Πωλείται το Παρόν». «Τι είναι το παρόν μπαμπά;» με ρώτησε ο γιος μου. Προσπάθησα πάλι τρομαγμένος να αποφύγω την απάντηση. Του απάντησα πως το «παρόν» είναι ένα ακατοίκητο σπίτι. Πώς να του πω πως το «παρόν» είναι αυτό που πουλάμε όταν χρεοκοπεί το «μέλλον» μας;