Αν δεν απαντούσε κάπως στην
«ψευδο-επιστημονική» συνήθεια να συγκροτούνται κατάλογοι των πιο
αξιόλογων/σημαντικών/καθοριστικών/κορυφαίων έργων/συγγραφέων, το παρόν
κείμενο-συμβολή στο δι-ιστολογικό αφιέρωμα, θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί
«στιγμές και σταθμοί μιας αναγνωστικής πορείας». Αφορμή για το αφιέρωμα αυτό
αποτέλεσε άλλη μια λίστα που κυκλοφόρησε πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον
τελευταίο καιρό, συντάχθηκε από 120 Έλληνες συγγραφείς, και οργανώθηκε από το bookpress και
το βιβλιοπωλείο Πολιτεία. Αν και ενδιαφέρουσα ως λίστα δεν παύει να είναι μια
προσπάθεια σύνταξης «κανόνα», που θεωρεί λανθασμένα ως ειδικούς για τη σύνταξή
του τους συγγραφείς. Εξαιρεί δηλαδή την «άλλη πλευρά», τους αναγνώστες. Οι
αναγνώστες, όπως θα έλεγε ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης – και δεν θα ήταν ο
μόνος - είναι συνδημιουργοί του βιβλίου.
Όπως και να είναι όμως, κυρίαρχο στοιχείο στην ιστορία του βιβλίου δεν είναι η
όποια αντικειμενική του αξία, αλλά η συνάντηση της γραφής με την ανάγνωση. Ευτυχώς
σε αυτή τη διαδικασία ελάχιστη σημασία έχουν οι εξωγενείς παράγοντες της αγοράς
που αντιλαμβάνεται το βιβλίο ως προϊόν. Κυρίαρχη παραμένει η συγκίνηση, το
ενδιαφέρον, η εγρήγορση του αναγνώστη.
Δεν με έχει ρωτήσει ποτέ κανείς
(…) αν ναυαγούσα σε ένα νησί τι θα ήθελα να έχω μαζί μου. Αν με ρωτούσε, χρόνια
τώρα έχω έτοιμη την απάντηση: θα ήθελα να έχω μαζί μου βιβλία, αν ήταν να έχω
μονάχα ένα, μάλλον θα διάλεγα το «Μυστηριώδες νησί» του Βερν. Νομίζω πως είναι
από τα πρώτα βιβλία που διάβασα και με έχει καθορίσει ως χαρακτήρα και
ψυχοσύνθεση. Η απομόνωση, ο αγώνας για επιβίωση, η «μεταφυσική»/πατρική
παρουσία του Νέμο που πεθαίνει, ο παράλληλος/υπόγειος κόσμος είναι στοιχεία του
χαρακτήρα μας, της εξέλιξής μας, της μετάβασής μας στις ηλικίες της ωρίμανσης.
Πρέπει να πήγαινα Τρίτη ή Τετάρτη δημοτικού όταν το διάβασα, και φυσικά το
θυμάμαι ακόμη.
Οι αναγνωστικές περίοδοι
μπλέκονται η μία στην άλλη με διαλείμματα και περιόδους εντάσεων, όμως σαφώς
μια παράλληλη περίοδος της αναγνωστικής πορείας ήταν η περίοδος της «Ζέη», που
περιλαμβάνει βέβαια και τη Σαρρή. Το «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» τον έχω
διαβάσει πέντε φορές, είναι το μόνο βιβλίο που έχει τύχει αυτής της επανάληψης.
Η Ζέη είναι μια συγγραφέας που συμπύκνωσε και στα ενήλικα μάτια μου όλη τη συγκίνηση
και την εκτίμηση σε αυτόν που γράφει ιστορίες.
Η δεύτερη φάση της αναγνωστικής
μου πορείας σχετικά πρώιμα ξεκίνησε με τη λεγόμενη κλασική λογοτεχνία (Ζολά,
Μπαλζάκ, Ουγκώ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκυ). Θα μπορούσα να θεωρήσω προσωπικό
αναγνωστικό άθλο τους «Άθλιους» που διάβασα στην Πέμπτη δημοτικού (εννοείται το
πλήρες έργο). Θα διάλεγα αυτό σαν αντιπροσωπευτικό έργο μιας περιόδου που
κράτησε χρόνια και που λειτούργησε σαν κατακλυσμιαία αποκάλυψη του παγκόσμιου
πνεύματος.
Η εφηβική/μετεφηβική περίοδος, θα
μπορούσα να την πω καταχρηστικά περίοδο της «Εστίας», περιέχει τα βιβλία του
Βενέζη, του Μυριβίλη, του Καραγάτση, του Λουντέμη, του Τερζάκη κ.α. Θα διάλεγα
δύο βιβλία από αυτή την περίοδο: το «10» του Καραγάτση (για τον αποκαλυπτικό
ρεαλισμό του και για το «μάθημα» που λέει πως η ομορφιά δεν υπάρχει μόνο στο
ολόκληρο, αλλά και στο ημιτελές, στο ακρωτηριασμένο. Το δεύτερο είναι το «ένα
παιδί μετράει τ’ άστρα» του Λουντέμη. Ο Λουντέμης και η Ζέη είναι η πολιτική
αφήγηση που με έφερε κοντά στις αξίες, τα οράματα, την ιστορία, τις διαψεύσεις
της Αριστεράς. Το βιβλίο αυτό το διάβασα καλοκαίρι, ξαπλωμένος στην αιώρα της
αυλής, κάτω από μια λεμονιά και όταν το τελείωσα έμεινα ώρα εκεί κρατώντας το
σφιχτά στην αγκαλιά μου.
Οι μπήτνικ, συγκεκριμένα ο
Μπάροουζ, θεωρώ πως είναι το κλείσιμο της ανάγνωσης της λογοτεχνίας. Είναι
διαβάσματα της φοιτητικής ζωής, υφολογικές αναζητήσεις, ακραίες και αιχμηρές
καταστάσεις, γλώσσα, εικόνες και ανατροπές. Την ίδια περίοδο διαβάζω Μπαταίγ,
τον Τένεσι Ουίλιαμς και τους σουρεαλιστές. Ο Μπάροουζ, ας πούμε «τα άγρια
αγόρια», βίασε τη γλώσσα μου, τον καθωσπρεπισμό μου- οι εικόνες του, το cut-up, ανατρέπουν τη δομή της αφήγησης
δημιουργώντας ομορφιά σε απρόσμενα τοπία. Όμως μετά από αυτό πώς να γυρίσεις
πίσω. Ποιες άλλες διαδρομές να πάρεις;
Πριν από αυτή την περίοδο (ας την
πούμε ‘περίοδο Μπάροουζ») υπήρξε η «περίοδος Στάινμπεκ» η οποία περιλαμβάνει
και τον Τζακ Λόντον και με έναν παράδοξο τρόπο τον Χάμσουν (διάβασα την «πείνα»
και πεινούσα…). Αν διάλεγα ένα χαρακτηριστικό βιβλίο της περιόδου, αυτό θα ήταν
το «Σε έναν άγνωστο θεό» του Στάινμπεκ, βιβλίο που με τη
φυσιολατρική/μεταφυσική του πνοή (μοιάζει σε αυτό με τον Χάμσουν) μάλλον
συνδέεται κάπως με τη μετάβασή μου από την Κόρινθο των παιδικών χρόνων στην
Αθήνα των φοιτητικών. Το «Σε έναν άγνωστο θεό» το έχω κάνει δώρο σε όσους
θεώρησα φίλους μου. Με κάποιο παράλογο βέβαια τρόπο λειτουργούσε σαν μια
συμβολική επισφράγιση των φιλικών μου διαθέσεων.
Η φοιτητική περίοδος ήταν μια
πυκνή περίοδος αναζητήσεων προς διάφορες κατευθύνσεις. Δύο κύκλοι αναγνωστικών
διαδρομών υπήρξαν επίσης εκείνη την περίοδο, οι οποίοι συνεχίστηκαν στα χρόνια
του στρατού και της πρώτης επαγγελματικής περιόδου. Ο ένας είναι ο κύκλος του
Νίκου Χουλιαρά, ο οποίος ξεπερνάει το «βιασμό» του Μπάροουζ, και μου αποκαλύπτει
μια γραφή ιδιαίτερη, διεισδυτική, ποιητική, προσωπική χωρίς ακροβατισμούς,
πυροτεχνήματα και εκρήξεις που στοχάζεται αφηγούμενη απλές, καθημερινές,
εσωτερικές ιστορίες. Ο κύκλος αυτός περιλαμβάνει όλα τα έργα του Χουλιαρά,
επηρέασε σαφώς το όποιο ύφος μου στη γραπτή έκφραση και ξεκίνησε με το
«Λούσια», το πρώτο έργο του. Είναι το δεύτερο βιβλίο που συνήθως κάνω δώρο
στους φίλους μου. Ο δεύτερος κύκλος είναι βέβαια ο κύκλος του Μπόρχες.
Βιβλιοθηκάριος και εκείνος, αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν μια βιβλιοθήκη που
επιπλέον είναι ένας λαβύρινθος με μια αιώνια κρυπτική τάξη. Ο κύκλος αυτός έχει
δύο βιβλία να τον σηματοδοτούν: το ένα είναι του Μπόρχες, ας πούμε «το Άλεφ»,
το δεύτερο όμως δεν είναι δικό του. Σε αυτό με οδήγησε ο ίδιος, μιλώντας με
εκτίμηση για το συγγραφέα του, τον Λάβκραφτ. «Ο κυνηγός του σκότους» είναι το
μόνο βιβλίο αυτής της κατηγορίας της λογοτεχνίας που διάβασα, και είναι
αποτυπωμένη μέσα μου η εκπληκτική και μεγαλειώδης απλότητα της γραφής του, ο
τρόμος δεν είναι τέχνασμα, είναι πραγματικότητα.
Ερχόμαστε τώρα στους μη
πεζογραφικούς σταθμούς. Ποίηση. Κυρίαρχη και διαρκής περίοδος, συνεχείς
αποκαλύψεις, επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις. Αν ξεχώριζα ποιητικούς σταθμούς θα
ξεκινούσα με το Ρίτσο («Η σονάτα του σεληνόφωτος») μόνο και μόνο για να σηματοδοτήσω
κάπως τη λατρεία μου στην αχανή ποίησή του για αρκετά χρόνια. Η ανάγνωση της
ποίησης ξεκίνησε από τους τέσσερεις «μεγάλους». Πίσω από το «σεληνόφως» του
Ρίτσου είναι ο Βρεττάκος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης (με αυτή τη σειρά «συμπάθειας»).
Δεύτερος σταθμός, ο Καβάφης. Τον διάβασα σε ένα παλιό αρχοντικό στην
Αλεξάνδρεια το 1997 σε ένα ταξίδι στην Αίγυπτο που κράτησε 13 μέρες. Τρίτος
σταθμός ο Λειβαδίτης, ας πούμε «τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» με το μελαγχολικό
στοχασμό τους. Τέταρτος σταθμός, ο Χιόνης. Ανοίγομαι με φούρια και σε άλλους
ποιητές, ανακαλύπτω φωνές ιδιαίτερες (Σινόπουλο, Χριστιανόπουλο, Σαχτούρη,
Εγγονόπουλο, Χουλιαρά κ.α. ) και ξένους
πολλούς. «Το υπόγειο» είναι η συλλογή του Χιόνη που θα μπορούσε να
περιέχει τις «ανακαλύψεις» της ανάγνωσης αυτή την περίοδο.
Μέσα σε αυτές τις διαδρομές
εμφανίζονται και μεμονωμένες περιπτώσεις, εξαιρέσεις, σημαντικές συναντήσεις.
Δεν είναι ίσως το βιβλίο που δικαιούται να βγάζει από τη λίστα των 20
αγαπημένων μου βιβλίων άλλα, «σημαντικότερα». Όμως «η μπαλάντα του λυπημένου
καφενείου» της Κάρσον Μακ Κάλερς (σε μετάφραση του Κουμανταρέα) διατηρεί ακόμη μέσα
μου νωπή την ιδιότυπη, «αμερικάνικη», αχανή μελαγχολία του, στοιχείο μάλλον
ιδιαίτερα συναφές με το χαρακτήρα και τα μύχιά μου…
«Η μεταμόρφωση» του Κάφκα
γειτονεύει κάπως με την περίοδο που διάβαζα Μπόρχες και Λάβκραφτ. Περικλείει
και το πνιγηρό, κλειστοφοβικό στοιχείο της γραφής και του Φραγκιά. Αλλά είναι βέβαια
ένα βιβλίο-ξάφνιασμα που αφήνει ανεξίτηλο το ίχνος του στην ανάγνωση. Τα «παραμύθια
της Θεσσαλίας» της Μαρούλας Κλιάφα είναι η πρώτη συλλογή λαϊκών παραμυθιών που
διάβασα μετά την παιδική ηλικία και μου άνοιξε μια πόρτα, που ακόμη μένει
ανοιχτή περιέχοντας πολλούς τίτλους, στο μαγικό, αναρχικό κόσμο του παραμυθιού.
Τα παραμύθια είναι ένας κόσμος ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση νομίζω. Αυτό
το στοιχείο της αμφίπλευρης αναφοράς τα κάνει από τα πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα
για μένα. «Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» του Ετσενσμπέργκερ είναι από τα
πιο ιδιαίτερα στη δομή τους βιβλία, μια ιδιόμορφη βιογραφία που κάνει άθελά τους
συγγραφείς όσους έζησαν μια εποχή, όσους αγωνίστηκαν δίπλα στον αναρχικό Μπουεναβεντούρα
Ντουρούτι. Είναι σαφώς η πιο ενδιαφέρουσα βιογραφία από όσες πολλές έχω διαβάσει
για προσωπικότητες που σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν από την εποχή τους (Στάλιν, Λένιν,
Μαρξ, Σερζ, Λόρκα, Τρότσκι, Μπουχάριν, Αχμάτοβα, Τσβετάγεβα, Λούξεμπουργκ, Μπόρχες,
Καμύ, Μαρκές, Μπρετόν κ.α.).
Τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν
δυο κύκλοι αναγνώσεων: η στρατοπεδική γραμματεία, τα βιβλία δηλαδή που γράφτηκαν
γύρω από το Ολοκαύτωμα και τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης,
με κορυφαίο νομίζω το «πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση» του Ζαν Αμερύ: ένα
βιβλίο βιωματικά στοχαστικό, συγκρουσιακό, αποκαλυπτικό, βασανισμένο και
απελπισμένο και συγχρόνως αντιστασιακό με την έννοια της μάχης απέναντι στη λήθη,
της μάχης της ζωής με τη σκέψη. Στον κύκλο αυτό μπαίνουν συνεχώς βιβλία του Λέβι,
του Κουμανταρέα, του Σεμπρούν και άλλων πολλών, Ο δεύτερος κύκλος είναι τα βιβλία
του Ραφαηλίδη, ας πούμε διαλέγοντας ένα, τη «μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού»: έξυπνο,
ανατρεπτικό, εμβριθές, εγκυκλοπαιδικό, ερωτευμένο, επαναστατικό πνεύμα ο Ραφαηλίδης,
είναι αδύνατο να μην σε αιχμαλωτίσει με τις εμμονές, το χιούμορ, τον ερωτισμό
του.
***
Μια ομάδα blogger συμφωνήσαμε
πως η ανάγνωση δεν χωράει σε λίστες. Κι αν ακόμη ορίσαμε μια λίστα για να μιλήσουμε
για την ανάγνωση, της γυρίζουμε την πλάτη, την κοροϊδεύουμε. Η πορεία της ανάγνωσης
είναι μια αδιάκοπη πορεία, με παράλληλες γραμμές και σημεία τομής, αναιρέσεις,
επαναλήψεις, επιστροφές. Σημαντικά είναι τα βιβλία που μας συνάντησαν. Τα πιο
σημαντικά είναι τα βιβλία που δεν έχουμε ακόμη ανακαλύψει.
Στο αφιέρωμα συμμετέχουν: