Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Ναυτικοί Ατμολέβητες


Buenos Aires
21 Ιουλίου 1971

Αδελφούλα,

Ο αέρας φυσάει λυσσασμένα στο Μπουένος Άιρες κι είναι τόσα αυτά που έχω να σου πω. Το κεφάλι μου πονάει προσπαθώντας να τα βάλει σε σειρά. Είναι μια μεγάλη πλατεία σε αυτή την πόλη, η Πλατεία του Μάη, μου άρεσε να την περπατώ τις νύχτες της εξόδου μου και να φαντάζομαι πως είμαστε μαζί, πως σου μιλάω… σου μιλάω κι εσύ γελάς. Σαν να περπατούμε στα ανθισμένα λιβάδια του χωριού μας, στους ελληνικούς Μάηδες που έχω αφήσει πίσω μου. Σε φαντάζομαι να διαβάζεις αυτές τις γραμμές και λαχταράει η ψυχή μου να δω το πρόσωπό σου, να ακούσω τη φωνή σου, να ακουμπήσω τα χέρια σου αδελφούλα και να τα φιλήσω. Δεν σε ρωτάω, μου αρκεί να ελπίζω πως είσαι καλά – ό,τι κι αν μου απαντήσεις δεν θα μπορώ να το διαβάσω σε λίγες μέρες… Δεν θα κάτσω πολύ εδώ, το γράμμα σου δεν θα με βρει. Μπαρκάρω.

Δεν ξεχνώ στιγμή όσα ζήσαμε μαζί, τα παιχνίδια μας στην Ερμιόνη, τους τσακωμούς και τα φιλιώματα με τα ξαδέρφια μας, τη γιαγιά τη Γιόνα, τη μυρωδιά της ζακέτας της που μας έκλεινε μέσα και τους δυο μας τις νύχτες του Σεπτέμβρη – θυμάσαι τα παραμύθια της, Άννα; Θυμάσαι που φοβόμουν, κολλούσα πάνω σου κι έκλεινα τα μάτια όταν οι ιστορίες της ζωντάνευαν δράκους και σκιές; Καμιά φορά θαρρώ πως η Γιόνα ακόμη με τυλίγει με την πράσινη ζακέτα της κάτι παγωμένες νύχτες σαν κι αυτή. Και άδειες. Και γεμάτες φαντάσματα. Σαν Παναγιά με τυλίγει η Γιόνα εδώ στην άκρη του κόσμου, Άννα!

Πάντα τα φοβόμουν τα φαντάσματα αδελφούλα – τώρα πιο πολύ. Νομίζω πως μπορώ όμως πια να σου πω γι’ αυτά που με στοιχειώνουν. Και να σου εξηγήσω γιατί δεν έχω γυρίσει πίσω όλα αυτά τα χρόνια, γιατί δεν σου έγραψα, γιατί δεν απάντησα στα γράμματά σου.

Θυμάσαι όταν τελείωνα τη Σχολή το ‘62; Έμενα στον Πειραιά, σε ένα χαμηλό σπιτάκι στη Λάκκα του Βάβουλα μαζί με ένα παιδί από τη Θήβα, το Μάριο! Σου είχα γράψει πόσο ενθουσιασμένος ήμουν, πόσο στηρίζαμε ο ένας τον άλλο, πόσο απολάμβανα τις βραδιές μας σε εκείνο το νοικιασμένο δωμάτιο, εκείνος να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει κι εγώ να ζωγραφίζω με τις ώρες. Πόσο στηρίξαμε ο ένας τον άλλο στη μελέτη και τις εξετάσεις… κι αν τα καταφέραμε, εκείνος να γίνει μηχανικός κι εγώ πλοίαρχος, το χρωστάμε ο ένας στον άλλον. Το βράδυ που όλα τελείωσαν, η σπουδή μας, βγήκαμε, γλεντήσαμε, ήπιαμε, κι αποχαιρετήσαμε μεθυσμένοι κι έξαλλοι από χαρά κάθε κορίτσι στην Τρούμπα – «τώρα για εμάς θα υπάρχουν μονάχα οι θάλασσες του κόσμου» φωνάζαμε βραχνιασμένοι χαράματα ανεβαίνοντας την Πύλης. Κι ήμασταν ήδη φευγάτοι, έτοιμοι να παρασυρθούμε στων κυμάτων την ορμή.

Εκείνο το αχάραγο πρωινό όμως άλλα κύματα φουρτούνιασαν τη ζωή μας όταν πια ξαπλώσαμε χαρούμενοι και μεθυσμένοι στο καμαράκι μας, Άννα! Πράγματα κρυμμένα και αμαρτωλά, φωτιές ηδονικές κι αγάπη ορμητική τάραξε τα σεντόνια, τα στρώματα, τα σώματα, τα στόματά μας.

Πώς θα μπορούσα, πώς θα μπορούσε να συνεχίσουμε μετά από εκείνο το πρωινό; Πώς να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια χωρίς να δούμε εκεί να καθρεπτίζεται ο πόθος μας να επαναλάβουμε, να επαναλαμβάνουμε χωρίς τέλος τα άνομα πάθη μας; Όλα άλλαξαν πια. Έπρεπε να χωριστούμε για να μην μας κάψει η φωτιά που είχαμε ανάψει. Ο Μάριος έφυγε κατευθείαν για τη Θήβα, η μάνα του ήταν άρρωστη και στα τελευταία της. Λίγο αργότερα πέθανε. Μπάρκαρε 3 μήνες μετά – μου το είπε ο Γιάννης ο Οικονομάκος που κράτησε επαφή μαζί του.

Ήσουν μικρή για να ακουμπήσω πάνω σου την απελπισία, τη ντροπή και τη μοναξιά μου αδελφούλα. Στον πατέρα και στη μάνα ούτε κουβέντα. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει. Κανείς δεν θα καταλάβαινε. Μόνο η θάλασσα θα μπορούσε ίσως να με κρατήσει μακριά από εκείνη τη θαυμάσια κι ολέθρια νύχτα του Πειραιά.

Ταξίδεψα σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου, Άννα. Από τη Σαγκάη και την Αγκόλα, ως το Όσλο και το Μπουένος Άιρες. Δεν αρνήθηκα μπάρκο, δεν φοβήθηκα τις κρίσεις, ούτε τους πειρατές. Δεν έμεινα πάνω από 2 βδομάδες σε λιμάνι, δεν έμεινα πάνω από μια νύχτα σε αγκαλιά.

Αννούλα, το γράμμα μου αυτό δεν είναι για καλό. Κι αν σε στενοχωρήσουν όσα σου πω μην αμελήσεις να με σκεπάσεις με το γλυκό σου χαμόγελο, αδελφούλα – γιατί φοβάμαι πάλι τους δράκους και τις σκιές. Δεν είμαι απόψε που σου γράφω στην Πλάζα ντε Μάγιο, αλλά σε μία κλινική, στην κλινική του Σαν Τέλμο. Το τελευταίο ταξίδι στην Αγκόλα άφησε στο αίμα μου μια επικίνδυνη μόλυνση, οι πυρετοί κι εμετοί έχουν γίνει πια κρίσεις – η μαλάρια είναι ύπουλη κι εγώ πολύ κουρασμένος για να τη νικήσω.

Άννα, έχω ανοίξει ένα λογαριασμό στο όνομά σου, στην Εθνική Τράπεζα. Τι να τα κάνω τα λεφτά της εταιρίας στις θάλασσες όλα αυτά τα χρόνια; Δεν τα χρειάστηκα, δεν τα χρειάζομαι, δεν θα τα χρειαστώ. Είναι δικά σου.

Σου στέλνω κι ένα βιβλίο – δεν είναι για να το διαβάσεις. Παρεκτός και σε ενδιαφέρουν οι ατμολέβητες, αδελφούλα. Το ‘χω όλα αυτά τα χρόνια μαζί μου, στο μαξιλάρι και τα όνειρά μου. Στην τελευταία του σελίδα εκείνο το πρωινό του ‘62 στη Λάκα του Βάβουλα ζωγράφισα το Μάριο. Ο ύπνος τον είχε πάρει μαζί του κι εγώ καθόμουν πλάι του εξερευνώντας τη γεωγραφία του σώματός του, το πρόσωπο, την ανάσα του, τα λεπτά του χέρια. Λοιπόν αυτή η ζωγραφιά σε αυτό το βιβλίο είναι ένας χάρτης ναυτικός της ζωής μου. Σε ικετεύω αδελφούλα να του το στείλεις. Ο Οικονομάκος θα σε βοηθήσει να τον βρεις, τα τελευταία του ταξίδια ήταν με τα πλοία του Ωνάση στον Περσικό.

Οι Ατμολέβητες αδελφούλα κινούν τον κόσμο, μετατρέπουν τα καύσιμά μας σε φωτιά που καίει τις θάλασσες και τις εξατμίζει. Όταν σκουριάσουν, όταν ραγίσουν, τους πετούν, ο ιδρώτας τους δεν κινεί πια τις μηχανές της ζωής. Κι οι ναυτικοί καμιά φορά Αννούλα είναι ατμολέβητες.

Σκέφτομαι τη Γιόνα απόψε που κατάφερα να τελειώσω αυτό το γράμμα. Το απόγευμα άλλη μια επιληπτική κρίση παραλίγο να με σκοτώσει. Ένιωσα όμως να έρχεται πλάι μου η γιαγιά και να με σκεπάζει με την πράσινη ζακέτα της κι έφυγαν οι δράκοι κι οι σκιές. Νομίζω θα πάω μαζί της αδελφούλα. Στα παραμύθια της θα πάω.

Σε αγαπώ αδελφούλα μου,

Αλέκος.

***
Πριν λίγες μέρες καταλογογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά, εντόπισα ένα βιβλίο με τίτλο “Ατμολέβητες” του Γ. Ζ Συρίγου και υπότιτλο "διά τους μαθητάς της Γ τάξεως Ε.Ν. των Ν Σχολών Μηχανικών". Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξωφύλλου και του σκίτσου στο fb προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα, για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό...

Συμμετέχουν:
Τσαλαπετεινός
Quasar

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Ποιητικά αναθέματα του 1989


20 σελίδες όλες κι όλες. 1989. Ιούλης. Δεύτερη έκδοση, βελτιωμένη και συμπληρωμένη από το "Παμφλέτο"! 8 ποιήματα και επιλεγμένα άρθρα ή αποσπάσματα του αστικού τύπου που σχολιάζουν άμεσα ή έμμεσα τη "μεγάλη προδοσία" της πολιτικής περιόδου: τη συστράτευση του "καθημαγμένου σοσιαλιστικού κινήματος" με τον "Αρχιερέα της Δεξιάς", την "προδοσία των ηγετών του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου"!


Τα οργισμένα ποιήματα είναι του ποιητή, μεταφραστή και καθηγητή γαλλικών Κώστα Θεοφάνους (1919-2008), ο οποίος έζησε στον Πειραιά και εκτός των άλλων διατέλεσε διετέλεσε γενικός γραμματέας τής «Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς» και του μορφωτικού κι εκπολιτιστικού συλλόγου «Ο Πλάτων».
Ενδεικτικά παρατίθεται το ποίημα "Το Ανάθεμα"!






Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Ειδησάρια της "Ελληνικής Ώρας"


Θα ήταν χαϊκού της δημοσιογραφίας, ή διηγήματα-μπονζάι των ελληνικών εφημερίδων! Είναι όμως απλά μικρές ειδήσεις κυρίως του αστυνομικού δελτίου σε εποχές ή έντυπα του μακρινού ή κοντινού παρελθόντος που έπιαναν τον ελάχιστο χώρο της ύλης ενός φύλλου. Το πολύ σε 50 λέξεις ο συντάκτης έπρεπε να δώσει την είδηση απαντώντας στα βασικά ερωτήματα (ποιος, πού, πότε, τι, γιατί), να περιγράψει τις ιδιαίτερες συνθήκες και με τα λίγα να ενημερώσει.

Τα χρόνια πέρασαν, οι αστυνομικές ιστορίες μεγάλωσαν, γίνονται ολοένα και περισσότερο πρωτοσέλιδες και καταλαμβάνουν δυσανάλογα μεγάλο χώρο πια στις έντυπες ή ψηφιακές σελίδες. Το απόσταγμά τους είναι εν τέλει το πολύ 50 λέξεις, αλλά εμείς δεν ξεδιψούμε πια με αποστάγματα, δεν μας χορταίνουν ούτε καν οι σχετικές και άσχετες λεπτομέρειες των μικρών ή μεγάλων εγκλημάτων.

Τα ειδησάρια που ακολουθούν είναι από την ημερησία απογευματινή εφημερίδα του Πειραιά "Ελληνική Ώρα"









Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Ατμολέβητες το '59



Κάποιος σπουδαστής μηχανικός στον Πειραιά το 1959 ή ίσως λίγο αργότερα μελετώντας τους ναυτικούς ατμολέβητες και τις εγκαταστάσεις μηχανικής πρόωσης των πλοίων ανακάλυψε και τους μηχανισμούς πρόωσης της ζωής. Το σχέδιό του βρέθηκε στο εσώφυλλο του εγχειριδίου που μελετούσε...

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Ένα ταξίδι στ' άστρα το 1957


Στην ιστορία της ελληνικής επιστημονικής φαντασίας το "Ταξίδι στ' άστρα" του Γιώργου Βουλοδήμου (αυτοέκδοση, 1957) αποτελεί ένα ξεχωριστό και εκλεκτό σταθμό κατά τη γνώμη των μελετητών του είδους. Αποτέλεσε την πρώτη μετά το 1937 ("Ο Κοσμοκράτωρ"/ Ηρακλής Ζαχαριάδης) έκδοση ελληνικού έργου επιστημονικής φαντασίας. Συστατικό στοιχείο της έκδοσης αποτελεί η ιδιαίτερη εικονογράφηση του Κώστα Μητρόπουλου, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να γελοιογραφεί στην "Αθλητική Ηχώ", ενώ το 1957 ξεκινούσε και στον "Ταχυδρόμο".















Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

τετάρτη οχτώ νοεμβρίου


Τον φαντάζομαι απόψε σιωπηλό (πώς αλλιώς) να κυλά στο ταραγμένο μαύρο του Αιγαίου κατεβαίνοντας στην Κρήτη κι όχι μόνο. Νομίζω πως όλοι, σχεδόν όλοι, κρατήσαμε ένα κομμάτι του δικό μας φυλαγμένο στης ψυχής μας τις ρίζες - είναι παράδοξα άσβηστο, φωτεινό και καίει αυτό του το κομμάτι εντός μας. Ούτε ο Μίκης ήταν ένας, ούτε βέβαια εμείς 1013, η Ελλάδα δεν ακούμπησε στο φέρετρό του σήμερα, γιατί πρόλαβε να ακουμπήσει στη ζωή του κι από αυτή ποτίστηκε, ποτίζεται και μάλλον θα ποτίζεται για καιρό.

Θέλω να πω πως όλα αυτά τα φλύαρα, οι τελετές, οι τιμές κι οι λόγοι επισήμων (στο κενό), τα γιούχα στο κάθαρμα το Μητσοτάκη, οι "ωραίοι αγώνες" που είπε αυτό το ανεκδιήγητο ηλίθιο, ο Παπανδρέου, (λες και οι αγώνες είναι εκδρομή, είναι ωραίες κοπέλες και χαρές κι όχι θάνατος, πόνος, θυσία), τα φάλτσα τραγουδίσματα έξω από τη μητρόπολη και στον Πειραιά, οι παπάδες, τα "κοράκια", τα λουλούδια, τα "θλιμμένα απογεύματα", οι κλισεδιάρικες ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων κι άλλα κι άλλα πολλά είναι μουντζούρες. Απαραίτητα ίσως, προβλεπόμενα, αλλά μουντζούρες της μικροαστικής μας μιζέριας.

Τον φαντάζομαι λοιπόν ήσυχο και σιωπηλό (επιτέλους), χωρίς μουσική, να κυλάει στο ανταριασμένο μαύρο Αιγαίο επιστρέφοντας στην Κρήτη. Κι όλους εμάς φαντάζομαι, όσους από εμάς, με ένα αναμμένο καντηλάκι εντός μας, σαν καλά φυλαγμένους φάρους, να τον συνοδεύουμε απόψε μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι του στα όνειρά μας.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

Τα βάσανα του έρωτα και των λιπαντικών...



Μια φορά κι έναν καιρό, πρέπει να ήταν το '73, ένας μαθητής της Τετάρτης Τάξεως μιας τεχνικής σχολής του εμπορικού ναυτικού στον Πειραιά μελετούσε τα λιπαντικά των μηχανών των πλοίων προετοιμαζόμενος για τις εξετάσεις του. Γι' αυτό κι έχει το σχετικό βοήθημα του Α. Ν. Θεοφίλου με τίτλο "Θέματα πτυχιακών εξετάσεων εις τα λιπαντικά". Όπως βέβαια μαρτυρεί η τελευταία σελίδα του βιβλίου του ο επίδοξος μηχανικός εκτός από τα δεινά της θάλασσας σκόπευε να ασχοληθεί και με αυτά του έρωτα, γι' αυτό και μελετούσε την επικοινωνία με το έτερο φύλο της αλλοδαπής, εξού και τα ανορθόγραφα και λανθασμένα "my sweetharth all time I'm thinking you", "Please tell me what is the matter with you". Γιατί προφανώς κάθε "γλύκα" έχει βάσανα - και στις εξετάσεις πρέπει να περνάμε έστω και με τη βάση...

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Δύο ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού στα "Ελεύθερα Γράμματα"


Στα "Ελεύθερα Γράμματα", ένα αριστερό περιοδικό υπό τη διεύθυνση του Δημητρίου Φωτιάδη και έπειτα του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Στρατή Δούκα, το Φεβρουάριο του 1946 ο 27χρονος Μιχάλης Κατσαρός δημοσιεύει ένα "παράξενο", κάπως μπερδεμένο, θαλασσινό ποίημα (με ρίμα) και τίτλο "Το μπαρμπερίνικο καράβι". Πρόκειται για την πρώτη δημοσίευση ποιήματός του, την πρώτη "επίσημη εμφάνισή" του στη λογοτεχνία:


"Σε μπαρμπερίνικο καράβι, χρόνια τα νειάτα σκλαβωμένα.
Σε μπαρμπερίνικο καράβι, σκλάβες ψυχές τραβάν θλιμμένα.
Ω, τις καρδιές μας πώς μεθούσαν τα πελαγίσια τ αγριοπούλια...
Ω, τις καρδιές μας πώς μεθούσαν η νύχτα, τ' άστρα, η πούλια...

Σε μπαρμπερίνικο καράβι με τον κουρσάρο τον Αφέντη
Χρόνια δεμένοι, χρόνια σκλάβοι μες στης θάλασσας το γλέντι.
Το Τούνεζι και το Μαρόκο διαβήκαμε σαν υποψία,
Γρέγο Λεβάντε και Σορόκο στα στήθη κλείσαμε μ' υπεροψία.

Και τα τραγούδια της σκλαβιάς μας χρόνια μιλούσαν για μπουγάζι.
Και τ' αγριοπούλι της καρδιάς μας άνεμο στη φτερούγα βάζει.
Να, τα μηνύματα τα πρώτα στο πελαγίσιο κύμα τρέχουν
Γυρίστε στο Βοριά τη ρότα του καραβιού, Τα ξάρτια αντέχουν...

Στο μπαρμπερίνικο καράβι πώς τα δεσμά το τσούρμο σπάζει
Κι αρπάζουν το τιμόνι οι σκλάβοι κι ίσα τραβάν για το μπουγάζι
Κι έμεινε πια και το Μαρόκο κι η Μπαρμπεριά με τον Αφέντη
Κάτι σα Γρέγο και Σορόκο μες στης θάλασσας το γλέντι."

Στο ίδιο περιοδικό, το Γενάρη του 1950 ο Κατσαρός δημοσιεύει το ποίημα "Κάποιοι άνθρωποι" - μας θυμίζει περισσότερο τον οικείο Κατσαρό, ειδικά.. η προστακτική δεύτερου πληθυντικού στην τελευταία φράση του. Κι εδώ η θάλασσα παραμονεύει κάπως κι οι ναυτικοί.



"Ήρθανε σ' αυτές τις άγνωστες τις άγνωστες γραμμές να δούνε
όπως κυττάει ο κουρασμένος ναυτικός κάποια καινούργια θάλασσα
Ήρθανε
γιατί βαρέθηκαν τα ίδια τα σπίτια με τα χαμηλωμένα παράθυρα
χωρίς ουρανό.

Αγαπάνε τις άγριες φάτσες μας
πείθουν τον εαυτό τους αδιάκοπα ότι πιστέψανε,
απλώνουν τα παγωμένα χέρια τους στο πρόσωπό μας να ζεσταθούν
βγάζουνε λόγους και χαίρονται.

Έρχονται
όπως γράφονται σ' ένα σύλλογο προστασίας ζώων
κουβαλώντας μαζί τους το πτώμα τους
ατέλειωτα χειρόγραφα με σπασμένη φωνή
κάποια ντροπή.
Δεν τους γνωρίζουμε.

Περνάνε δίπλα μας άγνωστοι
άγνωστοι φεύγουν για τα σπίτια τους
αφήνοντας μόνο τη θλίψη τους
σαν ένα ταπεινό πληγωμένο ανάμεσά μας
σαν ένα κουβάρι βρώμικο νερό
σαν ένα μεθυσμένο Ιρλανδό που αναθυμιέται,

Κλείστε τις πόρτες."

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Ένα ποίημα για το Ντουρούτι στην "Πορεία" του Πειραιά


Ήταν Δεκέμβρης του 1945. Στο μηνιάτικο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό "Πορεία" του Πειραιά, ο Καρπάθιος ποιητής, ζωγράφος και δημοσιογράφος Βάσος Χανιώτης δημοσιεύει ένα ποίημα στη μνήμη του Ισπανού αναρχικού και αντιφασίστα Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Με τίτλο "Μαδρίτη". Το είχε γράψει το 1938, δύο χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου αναρχικού και εν μέσω της μεταξικής δικτατορίας δεν το είχε δημοσιεύσει βέβαια. Το ποίημα δημοσιεύεται τελικά στην "Πορεία" λίγους μήνες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και λίγο πριν την επίσημη έναρξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου:



Όταν έμαθε ο Ντιρούτι πως του Φράνκο τα σκυλλιά
τη Μαδρίτη θα ρημάξουν με μπαρούτι και φωτιά

Απ' τη Βαρκελόνα πέρα, σαν τη σφαίρα ξεκινά
όρη παίρνει και λαγκάδια και ποτάμια ισπανικά

Ξεκινά με τα γενναία παλληκάρια του γοργά
πούχουν σίδερο τα χέρια κι ατσαλένια την καρδιά

'Κει που τρέχει ο Μανθαράρες τα θολά του τα νερά
που βαφήκαν με το αίμα των συντρόφων, - συφορά

Εκεί στέκεται και ρίχνει μες στη μάχη μια ματιά

Μαύρα κύματα χυμούνε, μελαψοί Μαροκινοί
αιμοβόροι, πληρωμένοι, με του Φράνκο τη βουλή

Να κουρσέψουν τη Μαδρίτη και να πάρουν τα κλειδιά
και να δέσουν μ' αλυσσίδες του λαού τη λευτεριά

Όπως όλοι οι αντιφασίστες απ' τον κόσμο εθελοντές
Τη Μαδρίτη δε θ' αφήναν να την πάρουνε ποτές

να μιάνουν, ν' ατιμάσουν τα λυσσάρικα σκυλλιά
σαν λιοντάρι μες στη μάχη κι ο Ντιρούτι πολεμά

και σκοτώνουν τον Ντιρούτι με μια μπάλα στην καρδιά

Η Μαδρίτη τονέ κλαίει όλη νύχτα, την αυγή
στην πατρίδα του τον στέλνει με μια σύντομη γραφή

"Αδερφή μου Βαρκελόνα τούτο τ' άξιο σου παιδί
σου το στέλνω σκοτωμένο να το θάψεις με τιμή

Εσκοτώθηκε σαν ήρωας με μια μπάλα στην καρδιά
τους φασίστες πολεμώντας στο κατώφλι μου μπροστά."