Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Πρόσωπο του 2014: ένα κορίτσι που μαζεύει βιβλία στη Γάζα


Συνήθως η τελευταία ανάρτηση στο «Βιβλιοθηκάριο» κάθε χρονιά είναι μια αυθαίρετη επιλογή του προσώπου που την σηματοδότησε κάπως. Στο παρελθόν ως τέτοιο πρόσωπο έχω επιλέξει την Ανεργία, τον Χαμιντουλάν Νατζαφί, τον ΑχιλλέαΜ., την ΕΡΤ. Δεν είναι αντικειμενική αυτή η… ανάδειξη, απλά φωτίζει κάπως τα γεγονότα που αυτά τα τελευταία χρόνια έχουν σκορπίσει στις ζωές μας σαν κάποια έκρηξη να τα απελευθέρωσε. Το θέμα βέβαια είναι κάθε φορά πόσο συμβάλλουμε εμείς σε αυτά που συμβαίνουν, πόσο συμμετέχουμε στην ιστορία.

Η χρονιά που φεύγει ξεκίνησε τρομακτικά σε προσωπικό επίπεδο, τελειώνει όμως με νίκη και ελπίδα: ο καρκίνος δεν νίκησε έναν άνθρωπο που αγαπώ και σέβομαι πολύ. Ο καρκίνος θέρισε φέτος όμως άλλους ανθρώπους γύρω μου και βασανίζει ακόμη αρκετούς…


Αυτή την ελπίδα που φέγγει κάπως κι από τα προσωπικά βιώματα σηματοδοτεί και η φετινή επιλογή «προσώπου της χρονιάς»: είναι Ιούλιος του 2014, το Ισραήλ βομβαρδίζει τη Γάζα, εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώνονται, βομβαρδίζονται σχολεία, πεθαίνουν παιδιά. Ένα κορίτσι από την Παλαιστίνη μετά από ισχυρό βομβαρδισμό επιστρέφει στο κατεστραμμένο σπίτι του και ψάχνει τα βιβλία του στα χαλάσματα. Ένα κορίτσι που δεν μαζεύει λουλούδια από ανθισμένα λιβάδια, αλλά βιβλία από κατεστραμμένα σπίτια είναι ίσως η ελπίδα που περνάει ανάμεσά μας και μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε να ζούμε. Ή έτσι θα ήθελα να είναι.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Το παραμύθι του τραίνου


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο τραίνο. Τα τραίνα ταξιδεύουν – ίσως γι’ αυτό είναι όμορφα. Γνωρίζουν τόπους και το αδιάκοπο πηγαινέλα των επιβατών– η προσδοκία του ταξιδιού κάνει όμορφα τα τραίνα. Και λίγο φαντασμένα ίσως, αφού δεν ξέρουν τι σημαίνει ένα ταξίδι που τελειώνει. Μια μέρα στο σταθμό της μικρής μας πόλης το όμορφο τραίνο συνάντησε έναν νεαρό άντρα. Παραξενεύτηκε λίγο που εκείνος έμεινε στην αποβάθρα, δεν φάνηκε να περιμένει κάποιον επιβάτη, ούτε αποχαιρέτησε κάποιον αγαπημένο – καθώς το τραίνο απομακρυνόταν εκείνος φαινόταν να στέκεται και να το παρακολουθεί. Τη δεύτερη φορά που πέρασε από το σταθμό, ο νεαρός άντρας ήταν πάλι εκεί. Και πάλι δεν επιβιβάστηκε, όμως τώρα πια το τραίνο δεν παραξενεύτηκε. Την Τρίτη φορά ήταν σίγουρο πως θα τον ξανάβλεπε, όπως κι έγινε. Ο χρόνος κυλούσε, οι εποχές άλλαζαν, άνθρωποι έφευγαν κι επέστρεφαν, όμως ο άντρας ήταν πάντα εκεί, στεκόταν στην άκρη του σταθμού, χαμογελούσε όταν το λαμπερό τραίνο σταματούσε και ύστερα έφευγε σκυφτός. Αυτή η συνάντηση έγινε μια συνήθεια και για τους δυο, μια σχέση λίγων λεπτών, χωρίς κουβέντες, χωρίς υποσχέσεις, γεμάτη νοήματα.


Μια μέρα ο άντρας δεν ήταν εκεί. Ούτε την επόμενη. Ούτε ποτέ ξανά. Το τραίνο ξαφνιάστηκε, ύστερα ανησύχησε, στο τέλος πόνεσε. Κι έγινε πιο όμορφο, γιατί η απώλεια ομορφαίνει τα τραίνα. Κι έπαψε να είναι φαντασμένο όταν κατάλαβε πως υπάρχουν και ταξίδια που δεν μπορείς να τα κάνεις.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Διακόσιες βρυσούλες


Είναι Ιανουάριος του 1998. Μπαίνουμε στα λεωφορεία του ΚΤΕΛ καμιά διακοσαριά φαντάροι και από το 6ο Σύνταγμα Πεζικού της Κορίνθου φεύγουμε για τα Γιάννενα, για ειδικότητα. Στολή εξόδου, λουκάνικο, τηλεκάρτες και πολιτικά σακ-βουαγιάζ η μικρή μας περιουσία. Θέση δίπλα στο παράθυρο, στη δεξιά πλευρά και ο δρόμος αρχίζει να ξετυλίγεται. Στα μισά της διαδρομής, στάση για κατούρημα. Γύρω άδειο τοπίο, βαρύς καιρός και ομίχλη. Εγώ δεν θέλω και κάθομαι στη θέση μου. Τα λεωφορεία αδειάζουν. Διακόσιοι φαντάροι σκορπίζουν σε ένα μεγάλο, οργωμένο χωράφι. Ανοίγουν τα πόδια τους και κατουρούν την ίδια στιγμή. Διακόσιες βρυσούλες ποτίζουν τη γη. Ο αχνός του κάτουρου υψώνεται σαν προσευχή. Τινάζουν τον πούτσο τους και κλείνουν τα φερμουάρ. Μια υπέροχα συντονισμένη χορογραφία. Επιστρέφουν σιγά-σιγά. Το λεωφορείο ξεκινά πάλι για τα Γιάννενα.


Έχουν περάσει 17 περίπου χρόνια από τότε. Συνεχίζω να πιστεύω πως είναι η πιο ωραία εικόνα που έχω δει στη ζωή μου.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ο χρονομέτρης


Μια μέρα ένας άνθρωπος αποφάσισε να μετράει το χρόνο με τις σταγόνες της βροχής. Όμως κάποια στιγμή η βροχή σταμάτησε κι εκείνος πέθανε. Ένας άλλος σκέφτηκε πως το χρόνο θα τον μετράει με τα φιλιά της καλής του. Όμως εκείνη κάποτε έπαψε να τον αγαπάει κι εκείνος πέθανε. Ένας άλλος βλέποντας όλα αυτά σκέφτηκε να μην μετράει το χρόνο και πέθανε στη στιγμή.

Ένας άλλος τότε άρχισε να μετράει το χρόνο με τους θανάτους των ανθρώπων. Κι ακόμη ζει.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Στη σιωπή απαντάς, στο θάνατο πώς απαντάς;


Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια αυτές τις μέρες οι λέξεις μας να στηθούν δίπλα ή απέναντι στην κορυφαία πράξη του Νίκου Ρωμανού! Οι λέξεις είναι άχρηστες. Είναι οι φωνές και οι σιωπές μας. Λένε αυτό που λέγεται και το ανείπωτο. Πόσο κουρασμένες πρέπει να είναι με αυτή τους την αποστολή! Δεν τους επιτρέπουμε να λοξοδρομήσουν, δεν τις αφήνουμε να διαδηλώσουν στο δρόμο,  να γραφτούν σε τοίχους δημοσίων υπηρεσιών, να μιλήσουν έστω μεταξύ τους όταν τυχαία συναντηθούν. Οι λέξεις ίσως μια μέρα αντιδράσουν και αδειάσουν από μέσα τους όλη αυτή τη σιωπή που τις κατατρώει. Ίσως πάψουν μια μέρα να είναι δοχεία σιωπής. Προς το παρόν τίποτα δεν προσθέτουν (δεν θα έπρεπε καν να τολμούν κάτι τέτοιο) και σε τίποτα δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν μαζί του. Ό,τι κι αν πούμε, αυτός απαντάει με τη ζωή του. 

Στη σιωπή απαντάς, στο θάνατο πώς απαντάς;

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Μένης Κουμανταρέας (1931-2014)

 
Είναι ένα ήσυχο απόγευμα του ΄96 ή του ΄97 σε ένα διαμέρισμα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Έχουμε κάνει έρωτα, τα σώματά μας χορτασμένα μπλέκουν το ένα μέσα στο άλλο. Σαν να φωλιάζουν. Μου λέει: σου πήρα ένα βιβλίο. Και θέλω να στο διαβάσω. Αρχίζει. Ακουμπάω στον γυμνό της ώμο και βυθίζομαι στην ανάγνωσή της. Η μέρα έγερνε κι αυτή σιγά σιγά στο πλάι μας. Η πόλη έξω βιαζόταν, για μας ο χρόνος ήταν δικός μας, τον κάναμε ό,τι θέλαμε. Είχε νυχτώσει όταν τελείωσε. Ντυθήκαμε. Βγήκαμε έξω. Στην Αλεξάνδρας "μια γυναίκα κι ένας άντρας". Σηκώνει το χέρι κι ένα ταξί σταματάει. "Καληνύχτα αγάπη μου". "Καληνύχτα" προλαβαίνω να της πω, πριν χαθεί.
 
Έχουν περάσει μάλλον 18 χρόνια από τότε. Άκουσα το πρωί πως ο Κουμανταρέας δολοφονήθηκε. Πήγα στη βιβλιοθήκη, πήρα το βιβλίο. Έχουν κιτρινίσει τα φύλλα του. Κι άρχισα πάλι να το διαβάζω.
 
"Έσμιγαν κάθε βράδυ στις οχτώ. Ο ένας έμπαινε Θησείο, η άλλη Μοναστηράκι. Ο νεαρός φορούσε παντελόνι κοτλέ, πουλόβερ κλειστό ως το λαιμό, και είχε τα μαλλιά του μακριά, άταχτα ριγμένα πίσω. Από το ένα χέρι του κρατούσε τα τσιγάρα του, από το άλλο ένα μάτσο χαρτιά μέσα σε ντοσιεδάκι. Έπιανε την ίδια θέση, γωνιακή, δίπλα στο παράθυρο, αντίθετα στη φορά του τραίνου..."
 
Αντίθετη με τη φορά του τραίνου και η ζωή του, σκέφτομαι...

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ελευθερία


Ντύνουμε τις λέξεις μας με στολές πολεμικές, κράνη κι αρβύλες – μέσα τους αχνίζει το γυμνό σώμα της σιωπής φτιαγμένο για χάδια και έρωτα. Όχι για τον πόλεμο. Τα στήθη τους… αχ τα στήθη των λέξεων!

***
ο πίνακας είναι του Γιώργου Μπουρναζάκη