Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι του λυπημένου σκοπού


Ένας άνθρωπος έγινε σιωπή. Άναψε τσιγάρο, σαν φάρο το κράτησε αναμμένο στην άκρη των δαχτύλων του, δεν φύσηξε τον καπνό. Τον κράτησε μέσα του. Κι ύστερα άναψε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Κι ο καπνός έγινε σύννεφο και άρχισε να βρέχει μέσα του πολύ. Άνοιξε την ομπρέλα του και χάθηκε στη βροχή σφυρίζοντας έναν λυπημένο σκοπό.

***
ο πίνακας είναι του Martin Lewis

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι του Νώντα


Στο τέλος του δρόμου που οδηγούσε περίπου στην άκρη του κόσμου, ή τελοσπάντων στην άκρη αυτού του νησιού, έζησε ένας άνθρωπος. Δεν ήταν δικός μας - εννοώ δεν γεννήθηκε εδώ. Ήταν στεριανός. Αγάπησε τον τόπο μας κι έγινε ψαράς κι ύστερα άνοιξε μια ταβέρνα στο τέλος του δρόμου που οδηγούσε περίπου στην άκρη του κόσμου κι ο κόσμος ερχόταν να φάει και να ακούσει τα τραγούδια που έλεγε, που ταξιδεύουν τις ψυχές των ανθρώπων στις θάλασσες του πόθου και της λήθης.

Μια μέρα ο ψαράς ένιωσε έναν μεγάλο πόνο στην κοιλιά, και την επόμενη μέρα και για πολλές ακόμη δεν μπορούσε να φάει και τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει, κι ανησυχήσαμε και του είπαμε να πάει στην Αθήνα. Οι γιατροί του είπαν πως πρέπει να μπει στο χειρουργείο. Όταν άνοιξαν την κοιλιά του πετάχτηκε από μέσα ένα τεράστιο ψάρι που άνοιξε το θεόρατο στόμα του και τον έφαγε όλο.

Στο τέλος του δρόμου τώρα πια είναι το τέλος του κόσμου.

***
ο πίνακας είναι του Antonio Frasconi

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι των ανθρώπων που βγήκαν από τα όνειρά μας


Μια μέρα οι άνθρωποι που ζήσαν στα όνειρά μας, φύγαν από αυτά, κάποια πόρτα ανοιχτή θα βρήκαν κι ήρθαν στον κόσμο μας. Μην φανταστείτε πως όλο ετούτο έγινε αμέσως αντιληπτό: σιγά-σιγά οι άνθρωποι συναντούσαν στους δρόμους και στα γραφεία τα πρόσωπα της λαγνείας ή του φόβου τους ή καμιά φορά πεθαμένους παλιούς και καινούριους. Ανησυχήσαμε στην αρχή, μην μας εκθέσουν τα κρυμμένα πρόσωπά μας, όμως με τον καιρό συνηθίσαμε τόσο τα δικά μας, όσο και των άλλων τα φαντάσματα. Τα χρόνια περνούσαν κι εμείς γερνούσαμε μαζί με τους ανθρώπους που ζήσαν στα όνειρά μας, μαράθηκαν οι πόθοι μας κι οι φόβοι μας έκαναν παιδιά, άλλοι βρήκαν δουλειά και άλλοι ξενιτεύτηκαν, με άλλους συγκατοικήσαμε και με άλλους χωρίσαμε για πάντα. Κανονικά μπερδέματα δηλαδή της ζωής.


Μόνο που έκτοτε δεν ξαναείδαμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη.

***
ο πίνακας είναι του Geoffrey Laurence 

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Κάπου Α.



Στα σχολεία σκοτώνουν τα παιδιά μας
μην μιλάς με το διπλανό σου
σήκω στον πίνακα
βγάλε
μια κόλλα χαρτί
γράφε καλύτερα στοιχηθείτε
 - σκοτώνουν τα παιδιά μας
Της πατρίδος μου η σημαία εκδρομή
στο εκπτωτικό χωριό στα Σπάτα
ορθογραφικά λάθη
νοηματικά λάθη
ασυγχώρητα λάθη
ποινή
Αδικαιολόγητα παρών προβιβάζεσαι
επαναληπτικά διαγωνίσματα επαναληπτικές
καραμπίνες
επαναληπτικές αντωνυμίες
σκοτώνουν τα παιδιά μας

χρήσιμοι νεκροί στην Κοινωνία

***
ο πίνακας είναι του Oscar Pearson

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι του άντρα που αγαπούσε τα κύματα



Ήταν ένας άντρας που αγαπούσε τα κύματα. Ώρες καθόταν στην παραλία και τα κοιτούσε. Μια μέρα έγινε θάλασσα.

Ήταν ένας άντρας που αγαπούσε τα παραμύθια. Ώρες καθόταν κι έγραφε. Μια μέρα πέθανε.


Ε, και ζήσαμε εμείς καλά.

***
ο πίνακας είναι του Marsden Hartley

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

"Είναι απλά λέξεις"


Είδα το "Πάτερσον" του Τζιμ Τζάρμους . Την εβδομάδα ή τη ζωή ενός οδηγού λεωφορείου που τον λένε Πάτερσον και μένει στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϋ, που ξυπνάει στην αγκαλιά της γυναίκας του κάθε πρωί, βάζει το ρολόι του και φεύγει για τη δουλειά. Οδηγάει νωχελικά στους ίδιους δρόμους συναντώντας συχνά δίδυμους συμπολίτες του, λαθρακούει τους διαλόγους τους, στο διάλειμμά του κάθεται στο πάρκο της πόλης και γράφει ποιήματα στο ύφος της σχολής της Νέας Υόρκης. Σχολάει κι επιστρέφει στο σπίτι του, πριν μπει ισιώνει το γραμματοκιβώτιό του, το οποίο για κάποιους δικούς του λόγους φροντίζει να στραβώνει πάντα το αγγλικό μπουλντόγκ που ξαπλώνει στην πολυθρόνα του. Ύστερα επιβραβεύει τη δημιουργική Λώρα που βάφει ασπρόμαυρο τον κόσμο (η Λώρα είναι ο Τζάρμους). Το βράδυ πάει το σκύλο του βόλτα και πίνει ένα ποτό στο μπαρ στη γωνία. Οι μέρες περνάνε με μικρές ανατροπές και διαφορές που με κανέναν τρόπο δεν διαταράσσουν τη ρουτίνα του ήρωα που γράφει ποιήματα σε ένα σημειωματάριο. Μέχρι που το Σάββατο ο σκύλος τρώει το σημειωματάριο και τα ποιήματα χάνονται. Και την Κυριακή ένας από μηχανής γιαπωνέζος ποιητής του δίνει ένα καινούριο σημειωματάριο και η ποίηση ξαναρχίζει από την αρχή.

Το «Πάτερσον» είναι μια οπτικοποίηση της ποιητικής δημιουργίας, είναι ο αυτισμός του δημιουργού που μετατρέπει σε λέξεις τη ζωή παρακολουθώντας την εκτός πλάνου, είναι μια εβδομάδα της Δημιουργίας – οι 7 μέρες της δημιουργίας του ποιητικού κόσμου. Μια εξαιρετική κινηματογράφηση μιας θεατρικής καθημερινότητας με μικρές εκπλήξεις και σχόλια, ένα εσωτερικό βλέμμα τρυφερό και παιχνιδιάρικο, μια ιδιότυπη ειρωνεία των ανθρώπινων σχέσεων, η ζωή ως στοχασμός για τη ζωή.


Η επαναληπτικότητα των σκηνών δημιουργεί στο θεατή την προσδοκία ενός αντίστοιχου τέλους: μια πιθανή ανατροπή, μία με οποιοδήποτε τρόπο κορύφωση ή έστω μία μη κορύφωση που θα εξυπηρετεί την κυκλική πορεία των πραγμάτων και το ύφος της ταινίας. Νομίζω πως ο γιαπωνέζος ποιητής είναι ένα αμήχανο εύρημα. Αλλά αν το σκεφτείς, θα μπορούσε να είναι και η τελευταία φράση ενός ποιήματος, οριακά σχετική με το υπόλοιπο κείμενο, μια κατακλείδα. Δεν έχει και τόσο σημασία. Αυτό που νομίζω πως μένει στο θεατή είναι αυτή η ιδέα της επανάληψης, η μαεστρία αυτής της κινηματογράφησης, η ταινία ως ποίημα. Κι αυτό είναι μια πολύ ωραία συμβολή του αγαπημένου Τζάρμους στον κινηματογράφο, ούτως ή άλλως.


***
για το "Πάτερσον" έγραψε και η Ρούμπη εδώ: Πάτερσον*

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι του μαγαζιού με τα χίλια κουτάκια


Στη μικρή μας πόλη ήταν ένα παλιό μαγαζί. Κοντά στην κεντρική πλατεία. Έλεγες, περνώντας απέξω, πως το είχε ξεχάσει ο χρόνος εκεί. Η μεγάλη, θολή τζαμαρία του, τα στόρια και τα φώτα του, οι πάγκοι, τα ράφια του θαρρείς πως ανήκαν στον προηγούμενο αιώνα. Ακόμη κι οι δυο ιδιοκτήτες του, δυο γεροντάκια μικροσκοπικά απροσδιόριστης ηλικίας που μύριζαν τριαντάφυλλο, δυο γεροντοπαλίκαρα που οι κουτσομπόληδες της πόλης λέγαν πως ήτανε ζευγάρι, «αδερφές». Ο ένας εξυπηρετούσε τους πελάτες. Άνοιγε κι έκλεινε δεκάδες κουτάκια, ανεβοκατέβαινε σε σκαλίτσες ψάχνοντας  γρήγορα στα ψηλά και στα μακρινά ράφια ακόμη και την πιο παράδοξη παραγγελιά μας: κουμπιά, καρφίτσες, καραμέλες, κόπιτσες, νήματα, βελόνες, βελονάκια, τρούφες, χαρτοπετσέτες, τσιμπιδάκια, κουβαρίστρες, αυτοκόλλητα, ζελατίνες, κουφέτα για γάμους και μνημόσυνα, καρβουνάκια και λιβάνια, φυτιλάκια, βίδες, πρόκες, παξιμάδια, συρραπτικά, μολύβια, ξύστρες, γομολάστιχες, χάρτες, τετράδια, ψαλίδια, κόλλες, αποξηραμένα φρούτα, σαπούνια, ερωτικά βιβλία και πονηρές καρτ ποστάλ, φιλμ, όσπρια και ρύζι… Ο άλλος, αργός σαν τη λήθη, ήταν στο ταμείο. Χτυπούσε την τιμή, έπαιρνε τα λεφτά, επέστρεφε τα ρέστα, τύλιγε με υποκίτρινο ρυζόχαρτο την πραμάτεια και στην έδινε συνοδεύοντάς την με ένα αλλόκοσμο χαμόγελο και τη φράση «τα σέβη μου». Έφευγες γελώντας με αυτό το «σέβη μου» κι αν πετύχαινες κανέναν γνωστό βγαίνοντας στο δρόμο του έλεγες συνθηματικά και κλείνοντας το μάτι «τα σέβη μου» κι εκείνος γελούσε πιάνοντας το νόημα…

Δεν υπήρχε άνθρωπος στην πόλη μας που να μην έχει βγει από το "μαγαζί με τα χίλια κουτάκια" χωρίς αυτό που έψαχνε. Κάποια στιγμή τα γεροντάκια πέθαναν, με λίγες μέρες διαφορά ο ένας απ' τον άλλο,  κι έκλεισε το μαγαζί. Εμείς δεν ήμασταν πια παιδιά, τα Πανεπιστήμια και τα κορίτσια μας έσερναν σε αμφιθέατρα και κρεβάτια εναλλάξ στην Πρωτεύουσα. Με τα χρόνια το μαγαζί ρήμαξε πια, η σκεπή του γονάτισε, τα τζάμια του δεν άφηναν τα βλέμματά της πόλης να δουν εντός του, οι σοβάδες πέφτοντας έγδυναν τους τοίχους του, όπως ένας άντρας γδύνει αργά μια γυναίκα. 

Πριν λίγες μέρες γκρέμισαν το μαγαζί. Μια μπουλντόζα κι ένα φορτηγό, το εξαφάνισαν από τα μάτια μας. Στο πρώτο χτύπημα του τοίχου που κατέρρευσε, άνθρωποι μαζεύτηκαν τριγύρω και βάλαν τις φωνές. Δεν ήταν εύκολο όλο ετούτο για τη μικρή μας πόλη. Οι μπουλντόζες σταμάτησαν για λίγες ώρες και μπήκαμε όλοι μέσα. Όλα έμοιαζαν τακτοποιημένα , σαν να μας περίμεναν. Σκορπίσαμε στο κατανυκτικά στο χώρο κι ο καθένας μας πήρε από ένα συρταράκι σιωπηλός, άλλος με κόπιτσες, άλλος με λιβάνια, άλλος με βελονάκια, κουβαρίστρες, πονηρά βιβλία και καρτποστάλ, πρόκες. Πέρασε όλη η πόλη από 'κει. Μικροί μεγάλοι βγήκαμε με ένα κουτί στο χέρι, τυλιγμένο με κιτρινισμένο ρυζόχαρτο και χαιρετώντας ο ένας τον άλλον."Τα σέβη μου" λέγαμε εκείνη τη μέρα. Κι ύστερα όλα χάθηκαν.

***
ο πίνακας είναι του Christopher Wood

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι του ξένου


Μια μέρα ήρθε στην πόλη μας ένας άνθρωπος. Το πρόσωπό του δεν μας άρεσε, ήταν διαφορετικό απ' το δικό μας. Στα μάτια του έκλαιγαν παιδιά, σκούζανε βομβαρδισμοί στα αυτιά του και φωνές απελπισίας, η μύτη του μύριζε καπνούς και καμμένη σάρκα, οι λέξεις του ήταν ο ύπνος των νεκρών. Δεν μας άρεσε. Γι' αυτό μια μέρα του αλλάξαμε τη μούρη. Τη σκάψαμε, την πλάσαμε με αίμα, μαύρη την κάναμε. Σαν την ψυχή του. Κι έτσι το πρόσωπό του μοιάζει τώρα με το δικό μας πρόσωπο.

***
ο πίνακας είναι του Emil Nolde

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι του ποιητή στον Πειραιά


Ήταν ένας άντρας που ζούσε μόνος - μόνος στη δουλειά και στο σπίτι του, μόνος στο κρεβάτι, μόνος στον πόνο του, πριν ανοίξει την πόρτα και αφού την κλείσει μόνος του. Στην αρχή δεν άντεχε τη σιωπή. Τα χρόνια πέρασαν και σιγά-σιγά την αγάπησε. Στο τέλος ήταν ο ίδιος η σιωπή - όλα γύρω του (το ρολόι, η κατσαρόλα, οι τοίχοι, τα όνειρα, τα πουλιά κι ο αέρας) δήλωναν την παρουσία τους με ένα τρίξιμο, μια κραυγή, ένα ψιθύρισμα. Εκείνος όχι.

Ένα απόγευμα βγήκε από το σπίτι του γυμνός. Στο δρόμο ο κόσμος τον παρατηρούσε ξαφνιασμένος, τα παιδιά γελούσαν πονηρά, ένας παπάς ξεστόμισε μια προσευχή στον Ύψιστο. Είπαν πως είναι τρελός. Ώρα μετά τον είδαν να φτάνει στο λιμάνι, να στέκεται δίπλα στον κίτρινο κάβο που δένουν τα μεγάλα πλοία. Απέναντί του ο ουρανός μπερδεμένος: σύννεφα και ναυαγισμένες μέρες, μια χαίνουσα πληγή. "Είμαι νεκρός, νεκρόοοοος" φώναξε και βούτηξε στο νερό και χάθηκε μέσα στη νύχτα που σκέπαζε σαν τη σιωπή σιγά-σιγά τον κόσμο.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Εγγονόπουλου