Αφιερωμένο*
Το κείμενο αυτό ξεκινώντας για να ‘ρθει να σας βρει πέρασε απόψε από τους άδειους δρόμους της πολιτείας μας που μύρισαν πάλι καπνό από τζάκια.
Καθώς βαδίζει μόνο του στα ελλιπώς φωτισμένα στενά μονολογεί: «ξεκουράζω τα δυο μου δάχτυλα/ πάνω σε ένα τσιγάρο που κρέμεται/ κι αυτή τη νύχτα από ψηλά/ με το λεπτό καπνό/ που κατεβαίνει απ’ το ταβάνι».**
Το κείμενο αυτό ξεκίνησε το δρόμο του πριν από 14 χρόνια στα Γιάννενα. Όταν ένας φαντάρος διάβασε το «Λούσια». Και συνεχίζει χρόνια τώρα και θα συνεχίσει το δρόμο του στο δρόμο γιατί το κείμενο αυτό δεν γυρεύει κανένα, παρά ακολουθεί τις σκιές που τις σκεπάζει το γαλάζιο πάπλωμα της ομίχλης δίπλα στη λίμνη, δίπλα στα αγάλματα.
Πριν λίγες μέρες επισκέφτηκα το εικονοστάσι του Νίκου Χουλιαρά, την αναδρομική έκθεση του έργου του. Η επίσκεψή μου στο
Μουσείο είχε το χαρακτήρα ιερουργίας σε ένα παράξενο ξωκλήσι ζωγραφισμένο ίσως από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ. Ανάμεσα στα άχρονα τοπία των πρώτων χρόνων του και τους «ζωγραφισμένους» εαυτούς των ύστερων, βρέθηκα έτοιμος και σχεδόν ανυπεράσπιστος να παραδίνομαι στις σκιές, τις αγαπημένες σκιές των έργων της ζωγραφικής, της αφήγησης, της ποίησής του.
Οι σκιές είναι οργανικό στοιχείο της ύπαρξής μας. Είναι η πυξίδα μας προς την ανυπαρξία και η ευθεία μας σ’ ετούτη την πορεία.. Η σκιά είναι η σιωπή του φωτός. Χωρίς σκιά δεν υπάρχει φωνή, όπως χωρίς σιωπή δεν υπάρχουν χρώματα. Η σκιά είναι ο θάνατος, που σαν το μαύρο χωνεύει χρώματα, πράξεις και όνειρα και λάθη και εγκλήματα και συγγνώμες. Η σκιά είναι ο θάνατος που σαν πιστό σκυλί μας περιμένει στην εξώπορτα να γυρίσουμε, που μας δείχνει το δρόμο και μας προστατεύει από την αιωνιότητα που καραδοκεί.
Όποιος δεν μοιράστηκε τις νυχτερινές πορείες του με τη σκιά του, όποιος δεν τη συνόδευσε σε τοίχους και δρόμους. Όποιος δεν την είδε να μεγαλώνει και να φεύγει μες στη νύχτα (όπως ένα παιδί που γίνεται άντρας). Όποιος δεν κάπνισε μαζί της ένα τσιγάρο στη σκοπιά στα Γιάννενα, στη Λήμνο ή στην Κόρινθο. Όποιος δεν μίλησε με τη σκιά δεν φόρεσε νομίζω τη ζωή του ντουμπλ φας.
Και η γραφή είναι σκιά. Λεπτή σκιά, αλλά βαθειά πολύ, σαν χαράδρα. Η σκιά είναι ίχνος. Η γραφή είναι το ίχνος που αφήνει η ζωή μας πάνω στο χάρτινο χιόνι που έπεσε μια νύχτα στο κρεβάτι μας, στα όνειρά μας και στο κεφάλι μας το ξερό. Καμιά φορά τα ίχνη της χάνονται – το νέο χιόνι τα σκεπάζει. Ο Νίκος Χουλιαράς ιχνογραφεί τις σκιές τη ζωής πάνω στο χιόνι. Και κάποιες φορές ηχογραφεί τις σιωπές των παιδιών που κάποτε ήμασταν, που όλο και πιο σπάνια καθώς παχαίνουν τα χρόνια εξεγείρονται επιτυχώς εντός μας. Και κάποιες άλλες τοιχογραφεί στα δωμάτια του νου, όπως κάνανε οι τριχωτοί μας πρόγονοι στα αρχαία σπήλαια, ζώα παράξενα, τα οικόσιτα ζώα της ψυχής μας. Που αλυχτούν κάτι νύχτες με γεμάτο φεγγάρι.
Ο Αργύρης Χιόνης (που πέθανε) σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του γράφει πως «σύννεφα/ σκότωσαν τον ήλιο/ κι ύστερα/ κλάψαν το χαμό του». Τα σύννεφα του Χουλιαρά κυκλοφορούν ανάμεσά μας, γινόμαστε εμείς οι σκιές που κυοφορούν, οι γνώριμες σκιές δίπλα στη λίμνη, και η σιωπή μας είναι η «μέσα βροχή» που κλαίει τον ήλιο. Και έτσι βρέχει στα Γιάννενα, την Κόρινθο ή την Αθήνα.
Ο Νίκος Χουλιαράς είναι για μένα ένα μυστήριο και ιδιαίτερα αγαπητό φως που δίνει σχήμα στις σκιές που αφήνουν οι σκέψεις μου. Είναι τα «πίσω δωμάτια του νου» που βλέπουν αδιάκριτα στον ακάλυπτο χώρο του ονείρου.
*******
* Στη Φρόσω, που πρώτη μου χάρισε το «Λούσια»
στην Κέλλυ που μου τον χάρισε πάλι όταν τον έχασα
και στη Renata (ξέρει αυτή…)
**από το ποίημα «η νύχτα περνάει δύσκολα» της συλλογής του Νίκου Χουλιαρά «οι λεπτομέρειες του μαύρου».