Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Το παραμύθι του ανθρώπου που πέθανε γεμάτος ιστορίες


Ήτανε κάποτε ένας άνθρωπος γεμάτος ιστορίες εντός του. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι κουτιά γεμάτα ιστορίες. Αν αγαπηθούν, τα κουτιά ανοίγουν και οι ιστορίες μοιράζονται στους άλλους ανθρώπους. Ο άνθρωπος της ιστορίας αυτής δεν αγαπήθηκε ποτέ και πέθανε γεμάτος – σε ολόκληρη τη ζωή του ούτε λίγο δεν ξαλάφρωσε από το βάρος των ιστοριών του. Ο λόγος που μοιράζουμε τις ιστορίες είναι γιατί μας είναι δύσκολο να τις κουβαλάμε κι έτσι τα παραμύθια είναι μία μέθοδος κατανομής βαρών.

***
ο πίνακας είναι του Christopher Wood

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Το παραμύθι του δράκου


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι. Σε μάχη μεγάλη έμπλεξε με το δράκο. Που έκαιγε τα χωράφια των ανθρώπων με την ανάσα του και χόρταινε τη πείνα του με τα όνειρα των ανύπαντρων κοριτσιών.  Κι έχασε. Το όμορφο κορμί του άψυχο ξάπλωσε στο χώμα και τα όρνια του φάγανε τα σπλάχνα και τα σκαθάρια φωλιάσανε στα πράσινά του μάτια. Η ανάσα του δεν φλόγισε έκτοτε των κοριτσιών τα χείλη, ούτε στα όνειρα τρύπωσε ξανά των ανθρώπων.

Οι παραμυθάδες τον λένε όμως στα παραμύθια τους. Αλλάζουν μοναχά λίγο την ιστορία. Λένε πως νίκησε το δράκο, πως τα χωράφια των ανθρώπων δεν κάηκαν ποτέ απ' τον πόλεμο και πως φιλιούνται ακόμη των κοριτσιών τα χείλη και πως τα όμορφα κορμιά στη γη ξαπλώνουν κι ερωτεύονται. Και πως ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Όμως οι παραμυθάδες ξέρουν καλά την αλήθεια. Γιατί είναι ο δράκος.

***
Ο πίνακας είναι του Μιχάλη Μαδένη

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Αχαρνών, Γενάρης του '17


Υπάρχουν στιγμές μέσα στη μέρα, μέρες μες στην εβδομάδα που είσαι κάπως αλλοπαρμένος. Αυτό ακριβώς: σαν να σε παίρνουν μαζί τους άλλα πράγματα από την καθημερινότητα, τις υποχρεώσεις και τις χαρές σου, τα πρόσωπα και τα κτίρια γύρω σου. Σαν να περπατάς σε καθρέπτες, σαν να είσαι ξύπνιος μέσα σε όνειρο, δηλαδή περίπου αυτού του κόσμου. Είναι που τότε γίνεσαι ευάλωτος, τα πάντα γύρω σου σε πονάνε, μπαίνουν εντός σου με όλη την ένταση της ζωής. Είναι οι ώρες που θα μπορούσες να γράψεις παραμύθια, να φτιάξεις μικρές ποιητικές ιστορίες, να ρηγματώσεις το χρόνο και την αλήθεια με δικές σου φαντασίες. Είναι οι ώρες που μπορείς να αφηγηθείς, που μπορείς να δραπετεύσεις.

Περπατάς στην Αχαρνών. Τον αγαπάς αυτό το δρόμο. Την ευθεία του, τις μυρωδιές, την ποικιλία των ανθρώπων του, τα ρημαγμένα κτήριά του, τις πολυκατοικίες του. Κι είναι μια Δευτέρα του Ιανουαρίου. Βρεγμένη και κρύα. Σκέφτεσαι τα αγάλματα που είδες στη Βικτώρια, την πάλη του Θησέα με τον Ευρυτίωνα για την Ιπποδάμεια,  και τα φαντάστηκες να δραπετεύουν από το βάθρο και την πάλη που κάποιο χέρι γλύπτη τα καταδίκασε κάποια στιγμή. Σκέφτεσαι τα αγάλματα που είδες να παλεύουν, τώρα να κάνουν έρωτα, να τρέχουν στη νοτισμένη πλατεία αφηνιασμένα και να γελούν να γελούν να γελούν. Σκέφτηκες παραμύθια και ιστορίες των ανθρώπων αυτού του δρόμου: θανάτους, ξενιτεμούς, διαψεύσεις, κάθε είδους χωρισμό και συνάντηση. Ο γιος σου σου είπε χθες το βράδυ πως δεν του αρέσει οι ιστορίες να έχουν κακό τέλος κι εσύ ήθελες να του πεις πως το κακό δεν έχει τέλος. Όμως του είπες πως οι ιστορίες με κακό τέλος είναι πιο ενδιαφέρουσες και πως μια ιστορία με καλό τέλος μπορεί να την ξεχάσεις, μια ιστορία με κακό ποτέ.

Μπήκες στο τραίνο. Στριμώχτηκες. Οι άνθρωποι στριμώχνονται στα τραίνα. Κοιτάς το πρόσωπό σου που καθρεφτίζεται στην πόρτα. Και μαζί με σένα κοιτάς και τα άλλα πρόσωπα. Και λες πως αυτό είναι ένα εφήμερο πορτραίτο. Σε λίγο, στον επόμενο σταθμό, θα χαθεί. Χιλιάδες πορτραίτα που ζούνε για λίγο ταξιδεύουν στα τραίνα. Μια μέρα να γράψουμε ένα ποίημα για τα πορτραίτα που ζούνε για λίγο.


Κι ύστερα στο σταθμό που κατεβαίνουν οι άνθρωποι βλέπεις μια οικογένεια προσφύγων: τρία παιδιά, μια μάνα με μαντίλα στο κεφάλι. Ο πατέρας φοράει ένα δερμάτινο μπουφάν. Τους παρακολουθείς και σκέφτεσαι τη ζωή τους σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα, και το βλέμμα τους σε νικάει. Έχουν φύγει από τον κόσμο τους, όχι γιατί δραπέτευσαν, αλλά γιατί του ξερίζωσαν. Κι ύστερα λες πως είναι μεγάλη η πολυτέλειά σου να ζεις κι έξω από τον κόσμο ετούτο, με τα βιβλία και τις φαντασίες σου και τα σχέδια για παραμύθια και ιστορίες. Πολύ σου πάει φιλαράκο να ονειρεύεσαι, πολύ σου πάνε τα αγάλματα που κάνουν έρωτα και όχι πόλεμο στην πλατεία. Άει στο διάολο πια που νομίζεις πως ο κόσμος είναι μια ιστορία που ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Alexey Kondakov

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Το παραμύθι της Στέλλας


Μια φορά ήταν ένα κοριτσάκι που άκουγε ένα παραμύθι στην αγκαλιά του μπαμπά της. Η ζεστή του φωνή την αποκοίμιζε σιγά-σιγά, τα μάτια της υγρά και μαγεμένα τον κοιτούσαν μέχρι τις πιο απόμακρες σπηλιές της ψυχής του γεννώντας ήρωες και περιπέτειες – γιατί το βλέμμα ενός κοριτσιού πάντα γεννάει ήρωες και περιπέτειες. Από τη στιγμή που το παραμύθι ξεκίνησε, όπως ξεκινούν τα παραμύθια, μέχρι τη στιγμή που το παραμύθι τελείωσε, όπως τελειώνουν τα παραμύθια, το κοριτσάκι μεγάλωσε, έγινε μια ώριμη γυναίκα κι ύστερα γέρασε κι ασπρίσαν τα μαλλιά της και ράγισε το πρόσωπό της. Όμως το βλέμμα της δεν άλλαξε και ήρωες και περιπέτειες συνέχισαν να γεννιούνται. Ακόμη κι όταν το παραμύθι τελείωσε.

***
Πορτραίτο Φαγιούμ, 210–240 μ.Χ.