Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπά-Νίκος, ο οποίος πριν γίνει παπάς ήταν σκέτος Νίκος. Όχι ακριβώς σκέτος δηλαδή, αλλά αυτό που λέμε «με ολίγη». Ολίγον ΠΑΣΟΚ, ολίγον αριστερός, ολίγον κοσμοπολίτης και εναλλακτικός. Αυτός ο Νίκος που μετά έγινε παπά-Νίκος με αφορμή ένα οικογενειακό πρόβλημα υγείας πρώτα έγινε οικογενειακός φίλος και έκανε καλά τη μέση της μάνας μου, γιατί ήταν φυσιοθεραπευτής (ο Νίκος, όχι η μάνα μου). Καθετί που ξεφεύγει από τα ήθη και έθιμα της οικογένειας στην τρυφερή προεφηβική και διόλου τρυφερή εφηβική ηλικία αποτελεί εν δυνάμει πρότυπο. Έτσι έγινε και με το Νίκο που μετά έγινε παπά-Νίκος και μένα, πόσο μάλλον που ο Μίσσιος, ο Ταχτσής, ο Μάρκες και η Λιλή Ζωγράφου μπήκαν στο σπίτι μας (ως βιβλία) εξαιτίας του. Ο Νίκος που μετά έγινε παπά-Νίκος ήταν παντρεμένος με μια κατάξανθη κεντροευρωπαία καλλονή που γνώρισε σε κάποιο ταξίδι του και δεν ήταν μια περίπτωση που έλεγες «αυτός πάει για παπά-Νίκος», καθώς διέθετε ένα σκαμπρόζικο πνεύμα, δεν είχε μεταφυσικές ανησυχίες αλλά είχε φυσικές, φυσικότατες εξού και ήταν αγαπημένος θαμώνας των ύποπτων, ούτως ή άλλως, μπαρ της πόλης μας.
Μια μέρα πήρε τηλέφωνο τον πατέρα και του ‘ριξε το νέο: η οικογένεια είχε μεγαλώσει, τα έξοδα δεν έβγαιναν, είχε κάνει και κάποιες συζητήσεις με τον μητροπολίτη και αποφάσισε να γίνει παπάς. Το αρχικό μας ξάφνιασμα, ακολούθησε η αποδοκιμασία, η αμηχανία και εν τέλει το χάπι το κατάπιαμε με λίγο νεράκι και πήγαμε στην χειροτονία του με ένα άγχος ακατάλυτο πώς θα ψάλλει που δεν είχε φωνή ούτε για λαϊκό τραγούδι ο δύστυχος. Όλα τελικά πήγαν κατ’ ευχή και με τη βοήθεια του θεού ο Νίκος που τώρα πια είχε γίνει παπά-Νίκος απέκτησε ενορία και ποίμνιο και εκεί που πρώτα κέρναγε ουίσκια τώρα κέρναγε τη θεία κοινωνία στο χριστεπώνυμο πλήθος.
Μια μέρα που ετοιμαζόμασταν η παρέα να τεμαχίσουμε με την παραδοσιακή μας αβρότητα τα γκιούλμπασι κουνέλια της μάνας μου, ο Νίκος που είχε γίνει παπά-Νίκος μας διέκοψε με όλη την επισημότητα και κάνοντας μια κίνηση να προφυλάξει τα άμφιά του (που πια δεν έβγαζε στο τραπέζι) από τα λάδια και τις σάλτσες ξεκίνησε να ευχαριστεί τον Κύριο που γέμισε το τραπέζι μας και τότε ο πατέρας μου χύμηξε να τον γδάρει όχι βέβαια γιατί αμέλησε να ευχαριστήσει τον ίδιο που έθρεψε τα κουνέλια που θα τρώγαμε ή τη μάνα μου που τα μαγείρεψε, αλλά γιατί το είχαμε συνήθειο να μην σταυροκοπιόμαστε πριν το φαΐ, παρά μόνο την ημέρα του Πάσχα. Του είπε λοιπόν πως άλλαξε και συμπεριφέρεται σαν παπάς και να κόψει αυτές τις μαλακίες γιατί σε εμάς δεν περνάνε και από τότε ο Νίκος που είχε γίνει παπάς δεν ξαναήρθε στο σπίτι μας και δεν μοιραστήκαμε ποτέ πάλι τα κουνέλια μας μαζί του, τα οποία εμείς συνεχίσαμε να τρώμε χωρίς να ευχαριστούμε γι’ αυτό τον Κύριο του Νίκου που έγινε παπάς.
Τα χρόνια πέρασαν, κατά το συνήθειό τους, και τον είδα μια μέρα τυχαία στο δρόμο. Η ενορία και τα πρόσφορα τον είχαν μετατρέψει σε κανονικό ταυραμπά, ανταλλάξαμε δυο-τρεις βιαστικές κουβέντες, μου είπε πως πια έκανε πράγματα που ανέκαθεν ήθελε να κάνει και χωρίσαμε με αμηχανία. Πρόσφατα έμαθα πως κυκλοφορεί με ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο, αλλά αυτό μπορεί να είναι απλά η κακεντρέχεια κάποιας κομμώτριας.
Θυμήθηκα αυτή την ιστορία ακούγοντας ξανά και ξανά τις δηλώσεις του κου Παπούλια που είναι και Πρόεδρος της «Δημοκρατίας» μας, όταν σε μία από τις εντυπωσιακές διαδηλώσεις-αντιπαρελάσεις που έγιναν σε όλη την Ελλάδα προχθές στην επέτειο του «ΟΧΙ», κάποιος τον χαρακτήρισε «προδότη» γιατί νομιμοποιεί τις αποφάσεις της κυβέρνησης που ο λαός πασίδηλα πλέον δεν θέλει.. Ο Πρόεδρος αρνήθηκε, ως έχει δικαίωμα, το χαρακτηρισμό και ανέφερε ότι αυτός ήταν αντάρτης στα 15 του χρόνια, δεν είναι δυνατόν να τον λέει κάποιος τώρα προδότη. Όλοι ξέρουμε πως τα στερνά τιμούν τα πρώτα, όμως σκέφτομαι πως τελικά τα ράσα κάνουν τον παπά, και πως θέλει μεγάλα κότσια να είσαι παπάς ή Πρόεδρος και να παραμένεις ο αντάρτης που ήσουν στα δεκαπέντε χρόνια σου. Πόσο μάλλον όταν ξέρεις πως εκχώρησες από το «εγώ» για να φορέσεις το ρόλο σου.
*******
το κουνέλι της εικόνας είναι από χαρακτικό του Durer βέβαια