Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Χριστουγεννιάτικο παραμύθι αφιερωμένο στο γιο μου


Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένα αγόρι. Ήταν Χριστούγεννα, φύτρωναν δέντρα στα σαλόνια των σπιτιών κι ελπίδες στις ψυχές των ανθρώπων, τα σπίτια μοσχοβολούσαν, έμποροι και παπάδες ήταν σε μεγάλες φούριες. Το αγόρι του παραμυθιού ετοιμαζόταν να βγει από το παραμύθι – ήταν έφηβος πια, παιδί δηλαδή και άντρας μαζί. Έγραψε γράμμα στον Άγιο Βασίλη λοιπόν ζητώντας του ένα δώρο, και το έκρυψε  σε ένα μικρούτσικο καλτσάκι που ήταν κρεμασμένο στο δέντρο. Κι ο Άγιος, που γράφει αυτό το παραμύθι, άνοιξε το χαρτάκι και τα μάτια του γεμίσαν δάκρυα. Τα γράμματα ορισμένες φορές είναι εκρήξεις και πλημμύρες και σεισμοί. Κι άλλοτε πάλι αεράκι που σβήνει των ανθρώπων τα λάθη ή χάδι που καταπραΰνει των ανθρώπων τα πάθη.


Έγραψε λοιπόν ο πιτσιρίκος: «Άγιε Βασίλη ίσως είναι η τελευταία φορά που σου γράφω γράμμα. Δεν είμαι πια μικρό παιδί». Ήθελα να του πω να προσέχει το «ίσως» του, είναι πολύτιμο, να μην το χάσει. Αυτό το παραμύθι δεν θα έχει τέλος. Έτσι αποφάσισε ο παραμυθάς. Γούστο του, καπέλο του!

***
ο πίνακας είναι του Egon Schiele

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

5η καρτ-ποστάλ στο Νίκο


Αγαπητέ Νίκο,

μερικές φορές εντός μου εμφανίζονται ρωγμές κι αφήνουν να βγει ή να μπει το φως ή το σκοτάδι των πραγμάτων, των σχέσεων, των σκέψεων. Μπερδεύομαι όταν συμβαίνει αυτό, άτσαλα συνδέω πράγματα, επανατοποθετώ τον κόσμο σε μια δική μου κανονικότητα - διόλου συμβατή με την κανονική κανονικότητα.

Έχουμε καιρό να μιλήσουμε, το ξέρεις όμως πως κι αυτή η καρτ-ποστάλ δεν είναι κανονική συνομιλία. Είναι βέβαια αυτό που συνήθως ήταν παλιά μια καρτ-ποστάλ, ένα περίπου "είμαι εδώ", "υγιαίνω, το αυτό επιθυμώ και δι' υμάς".

Χθες το βράδυ φίλε σε σκέφτηκα, σε θυμήθηκα. Άκουγα την Εαρινή Συμφωνία του Ρίτσου μελοποιημένη από το Μαρκόπουλο, αυτό το "άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε" (απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο και τραγουδάμε). Κι άνοιξε μέσα μου μια ρωγμή, που προφανώς ήθελε να ανοίξει. Να δες: λέει κάπου "Αγαπούμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα" κι εγώ ξαναθυμήθηκα τα λόγια του κου Γουέμπ στη Μικρή μας πόλη του Θόρντον Γουάϊλντερ, που λέει "όμως εδώ πρέπει να σας πω πως έχουμε κι εμείς ορισμένα πράγματα που τα χαιρόμαστε με το δικό μας τρόπο. Μας αρέσει ο ήλιος όταν βγαίνει το πρωί απ' τα βουνά. Κι όλοι μας προσέχουμε τα πουλιά, τα παρακολουθούμε πολύ. Και τα δέντρα και τα λουλούδια". Κι είναι παράξενο, γιατί έβαλα το τραγούδι να παίξει και να ξαναπαίξει και για κάποιο λόγο θυμήθηκα το "My lady d'Arbnaville" του Cat Stevens και σκέφτηκα πως αυτά τα τραγούδια συνδέονται με κάποιον τρόπο, πως τα ηχοχρώματα κάπως μπερδεύονται, πως μέσα στο ένα ακούς το άλλο. 

Είχες σηκώσει λοιπόν κάποια στιγμή στο blog σου ένα βίντεο μιας χειμωνιάτικης ή ανοιξιάτικης (πάντως όχι καλοκαιρινής) θάλασσας αφηνιασμένης,  ξαναμμένης αφήνοντάς μας να την παρακολουθούμε για κάποια λεπτά με τα δικά σου μάτια κι ήταν τότε σαν να μπαίναμε εμείς στις ρωγμές σου. Είναι ωραίες οι ρωγμές των ανθρώπων. Γι' αυτό σε θυμήθηκα πάλι φίλε. Αναπολώντας τις ρωγμές σου.

Γεια σου φίλε!

Γιώργος


Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Το παραμύθι του Φιδιού, του Λύκου και της Γυναίκας


Πριν αρχίσουν τα παραμύθια ζούσε ένας νέος άντρας. Η ορμή του έφτιαχνε τον κόσμο και σήκωνε τον ήλιο ψηλά στον ουρανό, ξυπνούσε τα λουλούδια και τα πουλιά, κι όταν η κούραση του λίγωνε τα μέλη, ο ήλιος έπαιρνε να γέρνει στην άκρη του ορίζοντα.  Κι ερχόταν η νύχτα να του πλύνει το κορμί με τα όνειρά της και να χαϊδέψει την ψυχή του με τα πάθη της.

Μια μέρα ο άντρας συνάντησε στο χωράφι του το Φίδι – τότε το φίδι είχε πόδια και χέρια, σαν άνθρωπος ήταν κανονικός, μα το φαρμάκι του ήταν τα λόγια που είπε: "Ακόμη κι αν είσαι ένα κόκκινο μήλο, που ο καθένας λαχταράει να δαγκώσει, μια μέρα θα σκορπίσεις στο χώμα, μαραζωμένος, θα ταΐσεις τα σκουλήκια". Ο νέος άντρας δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε ποταμάκι κι έφυγε μακρυά.

Την επόμενη μέρα ο άντρας συνάντησε στην πόλη το Λύκο – τα δόντια του δεν ήταν ακόμη κοφτερά, μα ήταν τα λόγια του:
"Ακόμη κι αν είσαι ένα λευκό προβατάκι που χοροπηδά στα χωράφια μου, μια μέρα ο μαύρος καβαλάρης χωρίς σκιά θα σου κόψει το λαιμό και κόκκινο θα βάψει το στέρνο σου". 
Ο νέος άντρας δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε λίμνη που κούρνιασε ανάμεσα στα βουνά.

Την Τρίτη μέρα ο άντρας βρήκε στο κρεβάτι του ξαπλωμένη τη Γυναίκα – τα χείλη της ήταν κόκκινα, τα στήθια της ανθισμένα.
"Ακόμη κι αν παλέψαμε τη νύχτα και τα κορμιά μας ενωθήκαν, τα μήλα μου ποτέ δεν θα τα πάρεις γιατί είμαι ο μαύρος καβαλάρης χωρίς σκιά", του είπε.
Κι o άντρας ένιωσε μόνος, απόλυτα μόνος στον κόσμο και δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε παραμύθι.

***
ο πίνακας είναι του Matthijs Röling

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Το κορίτσι μέσα στο κουτί


Μια φορά ήταν ένα κορίτσι που ζούσε μέσα σε ένα κουτί. Δεν γεννήθηκε εκεί, μόνο μια μέρα που ήταν παιδί, το είδε, μπήκε μέσα του κι έκτοτε δεν βγήκε ποτέ. Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι θα μεγάλωνε, όμως δεν την είδαμε για να ξέρουμε αν είχε γίνει μια όμορφη ή άσχημη γυναίκα κι εδώ που τα λέμε και οι άνθρωποι που τη θυμόνταν μικρή, πια είχαν ξεχάσει τη μορφή της. Όλοι έλεγαν «το κορίτσι μέσα στο κουτί». Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να δει αν όντως μέσα στο κουτί ζούσε το κορίτσι, δεν αναρωτήθηκε αν τελικά μπήκε κάποτε εκεί ή πότε έφυγε, αν ζει ή πέθανε. Μόνο κάποια στιγμή είπαν πως πέρασαν εκατοντάδες χρόνια και πως θα έχει πια πεθάνει. Ε και την έθαψαν με μια σεμνή τελετή στο νεκροταφείο της μικρής μας πόλης.

*** 
ο πίνακας είναι του Nuri Iyem

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Το παραμύθι του εισιτηρίου


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας που ξυπνούσε το πρωί, έφευγε για τη δουλειά του, επέστρεφε στο σπίτι του το μεσημέρι και στα παιδιά του και ζούσε μια ζωή λίγο-πολύ συμβατική. Αν και ανήσυχη. Σε όλη αυτή την πορεία του στους χώρους και τους δρόμους της καθημερινότητας, αλλά και στο χρόνο που σιγά-σιγά περνούσε, είχε μαζί του ένα εισιτήριο. Που δεν του χρησίμευε ωστόσο σε αυτό το πηγαινέλα. Άλλαζε τσάντες κάθε τόσο, πετούσε σκουπιδάκια που είχαν ξεμείνει σε εσοχές και θήκες, τσαλακωμένα, βρώμικα, βασανισμένα, που δεν είχαν κάποια αξία ή χρησιμότητα πια, που κάποια τεμπελιά δεν τα είχε οδηγήσει έγκαιρα στην απόρριψη. Όμως το εισιτήριο ευλαβικά σχεδόν το μετέφερε από τσάντα σε τσάντα. Όχι γιατί σε κάποιο ταξίδι προσέβλεπε με μια αδυσώπητη επιθυμία. Όχι, τίποτα τέτοιο. Αλλά γιατί του θύμιζε ένα ταξίδι – όχι το προφανές: ένα ταξίδι που έκανε στη Βαρσοβία πριν λίγα χρόνια.


Υπάρχουν εισιτήρια και από ταξίδια που δεν κάναμε, και από λέξεις που δεν είπαμε και από στόματα που δεν μας χαμογέλασαν. Αυτά τα εισιτήρια μένουν εντός μας. Μέχρι που κάποιο χέρι κάποια στιγμή θα τα πετάξει γιατί καμία αξία ή χρησιμότητα δεν θα ‘χουν πια.