Πριν αρχίσουν τα παραμύθια ζούσε ένας νέος άντρας. Η ορμή
του έφτιαχνε τον κόσμο και σήκωνε τον ήλιο ψηλά στον ουρανό, ξυπνούσε τα λουλούδια
και τα πουλιά, κι όταν η κούραση του λίγωνε τα μέλη, ο ήλιος έπαιρνε να γέρνει
στην άκρη του ορίζοντα. Κι ερχόταν η νύχτα
να του πλύνει το κορμί με τα όνειρά της και να χαϊδέψει την ψυχή του με τα πάθη
της.
Μια μέρα ο άντρας συνάντησε στο χωράφι του το Φίδι – τότε το
φίδι είχε πόδια και χέρια, σαν άνθρωπος ήταν κανονικός, μα το φαρμάκι του ήταν
τα λόγια που είπε: "Ακόμη κι αν είσαι ένα κόκκινο μήλο, που ο καθένας λαχταράει
να δαγκώσει, μια μέρα θα σκορπίσεις στο χώμα, μαραζωμένος, θα ταΐσεις τα σκουλήκια".
Ο νέος άντρας δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε ποταμάκι κι έφυγε μακρυά.
Την επόμενη μέρα ο άντρας συνάντησε στην πόλη το Λύκο – τα δόντια
του δεν ήταν ακόμη κοφτερά, μα ήταν τα λόγια του:
"Ακόμη κι αν είσαι ένα λευκό προβατάκι που χοροπηδά στα χωράφια
μου, μια μέρα ο μαύρος καβαλάρης χωρίς σκιά θα σου κόψει το λαιμό και κόκκινο
θα βάψει το στέρνο σου".
Ο νέος άντρας δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε λίμνη που
κούρνιασε ανάμεσα στα βουνά.
Την Τρίτη μέρα ο άντρας βρήκε στο κρεβάτι του ξαπλωμένη τη
Γυναίκα – τα χείλη της ήταν κόκκινα, τα στήθια της ανθισμένα.
"Ακόμη κι αν παλέψαμε τη νύχτα και τα κορμιά μας ενωθήκαν, τα
μήλα μου ποτέ δεν θα τα πάρεις γιατί είμαι ο μαύρος καβαλάρης χωρίς σκιά", του είπε.
Κι o άντρας ένιωσε μόνος, απόλυτα μόνος στον κόσμο και δάκρυσε
και το δάκρυ του έγινε παραμύθι.
***
ο πίνακας είναι του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου