Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας
που ξυπνούσε το πρωί, έφευγε για τη δουλειά του, επέστρεφε στο σπίτι του το
μεσημέρι και στα παιδιά του και ζούσε μια ζωή λίγο-πολύ συμβατική. Αν και ανήσυχη.
Σε όλη αυτή την πορεία του στους χώρους και τους δρόμους της καθημερινότητας,
αλλά και στο χρόνο που σιγά-σιγά περνούσε, είχε μαζί του ένα εισιτήριο. Που δεν
του χρησίμευε ωστόσο σε αυτό το πηγαινέλα. Άλλαζε τσάντες κάθε τόσο, πετούσε
σκουπιδάκια που είχαν ξεμείνει σε εσοχές και θήκες, τσαλακωμένα, βρώμικα,
βασανισμένα, που δεν είχαν κάποια αξία ή χρησιμότητα πια, που κάποια τεμπελιά
δεν τα είχε οδηγήσει έγκαιρα στην απόρριψη. Όμως το εισιτήριο ευλαβικά σχεδόν
το μετέφερε από τσάντα σε τσάντα. Όχι γιατί σε κάποιο ταξίδι προσέβλεπε με μια
αδυσώπητη επιθυμία. Όχι, τίποτα τέτοιο. Αλλά γιατί του θύμιζε ένα ταξίδι – όχι το
προφανές: ένα ταξίδι που έκανε στη Βαρσοβία πριν λίγα χρόνια.
Υπάρχουν εισιτήρια και
από ταξίδια που δεν κάναμε, και από λέξεις που δεν είπαμε και από στόματα που δεν μας χαμογέλασαν. Αυτά τα εισιτήρια μένουν εντός μας. Μέχρι που κάποιο χέρι κάποια
στιγμή θα τα πετάξει γιατί καμία αξία ή χρησιμότητα δεν θα ‘χουν πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου