- Θέλω να τα πούμε από κοντά.
- Κι εγώ Γιώργο μου. Πριν πεθάνω.
- Άμεσα - τις επόμενες μέρες.
- Το εννοώ!
- Τι μαλακίες είναι αυτές τώρα;
- Κανονικά μου μένει ένας μήνας ζωής. Αν είναι να βρεθούμε, ας το κάνουμε πριν πεθάνω.
- Οκ. Πριν πεθάνεις, θα έρθω σπίτι σου να τα πούμε.
Ήταν Φλεβάρης του '23 και η Μυρσίνη άντεξε 2,5 μήνες - διέψευσε το γιατρό της. Αν καταγράφω εδώ αυτό το διάλογο δεν είναι για να μοιραστώ αδιάκριτα μια προσωπική επικοινωνία, αλλά γιατί ακόμη και σε αυτό το λίγο φαίνεται το ιδιαίτερο της Ζορμπά: ο τσαμπουκάς, η δύναμη, το πείσμα, το ότι αρπαζόταν από τις ιδέες μέχρι την τελευταία στιγμή της αντίληψης.
Αυτό το ραντεβού έγινε στην Τηλεμάχου την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου. Μια κουβέντα πλημμυρισμένη ιστορίες, μικρές και μεγάλες, σχέδια, προβληματισμούς και τρυφερότητα. Για την υγεία δεν είπαμε, εγώ φοβόμουν κι εκείνη δεν την ενδιέφερε να ξοδέψει έτσι το χρόνο της συνάντησής μας. Είπαμε για τη ζωή, για τις βιβλιοθήκες και τους αγώνες των ηθοποιών, για το βιβλίο, για το Εθνικό Θέατρο, για τους εκδότες, για το ΣΥΡΙΖΑ, για τον Οδυσσέα, για το ΕΚΕΒΙ, για τα βιβλία που διαβάζουμε αυτό τον καιρό. Είπαμε και τα κάπως πιο προσωπικά μας. Μου είπε για τους γονείς της, για τα παιδικά της χρόνια, για το κατηχητικό που δοκίμασε να επισκεφτεί πιτσιρίκα, και για τη βιβλιοθήκη που είχαν στήσει στα Πετράλωνα οι Αμερικανοί με το σχέδιο Μάρσαλ κι έγινε το πρώτο μεγάλο και καθοριστικό παράθυρό της στον κόσμο. Όσες φορές τα τελευταία χρόνια βρισκόμασταν ή μιλούσαμε ο χρόνος κοιτούσε το μέλλον: σχέδια, συνεργασίες, δικτυώσεις. Αυτή τη φορά η κουβέντα μας είχε και παρελθόν. Στη δική μου απελπισία για όσα γίνονται κι όσα περνώ, εκείνη έφερνε το δικό της πείσμα, τις ανατροπές της δικής της ζωής, στους άγονους αγώνες μιας εποχής ξηρασίας εκείνη επέμενε στο πείσμα μιας ξεροκέφαλης πίστης. Σχεδόν την προκαλούσα να το κάνει. Ήθελα εν τέλει να καταλάβω τι διαμορφώνει τους ανθρώπους. Η Μυρσίνη Ζορμπά δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, είχε γωνίες, κάποιες ήταν πολύ κοφτερές. Νομίζω πως ακριβώς αυτό το στοιχείο την έκανε γοητευτική προσωπικότητα. Λάτρευες να αντιπαρατεθείς μαζί της (αν είσαι από αυτούς που αντέχουν), κι ακόμη κι αν σε θύμωνε, ήξερες πως πίστευε με πάθος τα επιχειρήματά της, πως υπερασπίζεται όχι μόνο τη θέση, αλλά και το όραμά της. Ήταν ανήσυχη, δεν καθόταν σε μια μεριά, ήταν ηγετική και ταυτόχρονα συλλογική. Διάλεγε τους ανθρώπους γύρω της με κριτήριο τη βαρύτητα της γνώσης, της προσωπικότητας και του πάθους τους. Νομίζω πως απεχθανόταν την υποτέλεια και τη δουλοπρέπεια με τον τρόπο που την απεχθάνονται οι πραγματικά έξυπνοι άνθρωποι. Ανέπνεε τον πολιτισμό με τον μόνο τρόπο που δεν πνίγει τους ανθρώπους του: με τις ιδέες και τις πράξεις. Κυρίως με το δεύτερο.
Οι ώρες της κουβέντας μας κυλούσαν χωρίς να σταματήσουμε στιγμή να μιλάμε. Εμφανίστηκε ο Αντώνης με την πιο σεβαστική ευγένεια του αγαπημένου και φροντιστή και κάπως θυμωμένος της είπε "τι θα γίνει Μυρσίνη, θα φας;". Ένιωσα ανόητος, έπρεπε να έχω σκεφτεί... "Καλά, σε 10 λεπτά Αντώνη, δεν έχουμε τελειώσει την κουβέντα μας". Τι χωράς τώρα σε 10 λεπτά;
"Να μην σταματήσεις στιγμή να διαβάζεις. Και να γράφεις συνέχεια Γιώργο". "Σε ευχαριστώ για το σημερινό Μυρσίνη, για την κουβέντα μας. Καλή όρεξη". Κάπως έτσι τελείωσε η επίσκεψη. Πώς αποχαιρετάς; Τι να πεις και τι να ευχηθείς; Δεν κλείνεις την τελευταία σου συνάντηση με έναν άνθρωπο. Την αφήνεις μισάνοιχτη. Εκκρεμή. Σαν να μπορούσε να επαναληφθεί.
Διαβάζω το τελευταίο της κείμενο. Τη συνοψίζει μες στη σκληρή και τρυφερή κι αφτιασίδωτη αλήθεια του. Η Μυρσίνη Ζορμπά ήταν μια δυνατή των ιδεών. Θα μας λείψει αναμφίβολα η δύναμη των ιδεών της. Θα μας λείψει κι η ίδια γαμώτο.