Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Πρόσωπο της χρονιάς: Χαμιντουλάν Νατζαφί

Υπάρχει ένα πρόσωπο πίσω από το προσωπείο που φορούσαν τόσον καιρό. Αυτό το πρόσωπο είναι ίδιο σε όλους, μοιάζουν φωτοτυπίες ο ένας του άλλου. Ο φοβισμένος υπαλληλάκος, αυτός που δεν βλέπει «γιατί πιάνεται η ψυχή του», αυτός που δεν ακούει «γιατί στεναχωριέται», αυτός που δικαιολογεί (για να μην αμφισβητείται), αυτός που δεν σκέφτεται «γιατί όλοι ίδιοι είναι», αυτός που δεν συμμετέχει «γιατί όλοι τον εαυτούλη τους κοιτάνε».

Αυτό το πρόσωπο είναι τόσο δεμένο με το προσωπείο του που κάνει ό,τι μπορεί για να κρυφτεί πίσω από εκείνο πάλι, να προφυλαχθεί. Τώρα που τα πράγματα έχουν αγριέψει.

Πριν από 2-3 χρόνια ο γιος μου σε ένα αποκριάτικο χορό που έκανε ο παιδικός σταθμός που πήγαινε, ντύθηκε «Ρομπέν των δασών», πήρε το τόξο του, φόρεσε τη μάσκα του και ξαφνικά όταν μπήκαμε μέσα κοκκάλωσε. Όλοι ήταν «ντυμένοι» και διαφορετικοί… τα μάτια του είχαν γίνει τεράστια πίσω από τη μάσκα… θεωρούσε πως όλοι τον κοιτάνε ως Ρομπέν, πως δεν είναι ο Κωνσταντίνος αλλά ο Ρομπέν. Ήταν ικανός να σταθεί άγαλμα όλες τις ώρες της γιορτής. Προσπάθησα να του εξηγήσω όμως εκείνος ήταν ανέκφραστος… η λύση ήταν μία, η αποκάλυψη: η μάνα του έβγαλε βίαια τη μάσκα και εγώ τον πήρα αμέσως αγκαλιά και βγήκαμε έξω για να κλάψει… όπως και έγινε… ηχηρώς. Αφού λοιπόν αποκαλύφθηκε και τον ηρέμησα από το κλάμα, γυρίσαμε πίσω (χωρίς μάσκα) και η γιορτή εξελίχθηκε με το προβλεπόμενο κέφι και χαμό.

Αν το προσωπείο που λέγαμε πριν, το φορέσεις από μικρός («δεν είναι για σένα αυτά», «είσαι μικρός ακόμα», «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ» και άλλα τέτοια) κινδυνεύεις να θεωρείς σε όλη τη ζωή σου πως είσαι κάποιος άλλος, το περιτύλιγμά σου. Η αποκάλυψη τότε γίνεται πιο δύσκολή και η αντίδραση σε αυτήν πιο δύστροπη και εκρηκτική.

Το κείμενο αυτό είναι ό,τι απέμεινε από μια έκρηξη ενός προηγούμενου κειμένου, θυμωμένου με τους ανθρώπους γύρω μου που αρνούνται στις αισθήσεις τους την τροφοδότηση της σκέψης, που εκχωρούν αξιοπρέπεια, που καταναλώνουν φόβο και αφοδεύουν σιωπή. Ένοιωσα πως αυτοί είναι «το πρόσωπο της χρονιάς» που πέρασε, και τους αποτύπωσα, τους κατηγόρησα που σηματοδοτούν την καθημερινότητά μου και τότε ΜΠΟΥΜ το κείμενο εξερράγη και η σκόνη της αυτολογοκρισίας αρνήθηκε για ώρα να κατακάτσει.


Ίσως να ξέρω γιατί. Γιατί το πρόσωπο της χρονιάς είναι άλλο. Είναι ένα παιδί 15 χρόνων που εξερράγη στα σκουπίδια μας στις 28 Μαρτίου 2010, όπου αναζητούσε τα προς το ζην για την οικογένειά του: Ο Χαμιντουλάν Νατζαφί.

Η χρονιά που τελειώνει ήταν η χρονιά των σκουπιδιών μας. Σε αυτά αποκοιμήθηκε πριν από λίγο καιρό ένας άνθρωπος μέχρι που τον πολτοποίησε μαζί με τα σκουπίδια ένα απορριμματοφόρο του Δήμου Ταύρου. Σε αυτά βλέπουμε όλο και πιο συχνά συνανθρώπους μας να καταφεύγουν για να βρουν τροφή. Με αυτά μας αποχαιρετούν οι προηγούμενοι δήμαρχοι και με αυτά μας υποδέχονται οι καινούριοι.

Ένα παιδί 15 χρόνων λοιπόν στην αρχή του χρόνου θυσιάσαμε πάλι για να φουσκώσουν τα πανιά της κοινωνίας μας. Πρόσωπο της χρονιάς το προσωπείο που δεν ταιριάζει στο αλλοιωμένο από το φόβο πρόσωπό μας. Γι' αυτό η αγωνία μας θα μεγαλώνει.
Καληνύχτα Χαμιντουλάν Νατζαφί, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα...

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Πώς γίνεται τo όνειρο να δούμε όλοι το ίδιο;




Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της αγέλαστης πολιτείας κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σ’ όλη τη χώρα. Δυο τρεις ξένοι που έτυχε να είναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην αγέλαστη πολιτεία κάηκε το πελεκούδι. Κάηκε». Δε βαριέσαι όμως. Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα.


- Εμείς γι αυτά δεν είμαστε
τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει
Εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε
και λένε παραμύθια.
Μα αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια.

- Μα για να πούμε βρε παιδιά
και του στραβού το δίκιο:
πώς γίνεται το όνειρο
να δούμε όλοι το ίδιο;

- Εσύ να σκάσεις δάσκαλε
και να μην επιμένεις
και στα μικρά άλλη φορά
τραγούδια μη μαθαίνεις.
Εσένανε σε πήραμε
να μάθεις τα παιδιά μας
Να γράφουν, να διαβάζουνε,
να ‘ρθουν στα βήματα μας

Και όχι τραγούδια να τους λες
και χαζοπαραμύθια.
Βοτάνια, καλικάτζαρους
και τέτοια κολοκύθια.


- Αλλά εμείς τους είπαμε
ο δάσκαλος δε φταίει.
Ορίστε τον εκάνατε
τον άνθρωπο να κλαίει

Έχουνε αυτάρες και μαλλιά
και ξέρουν τραγουδάκια.
Και κάνανε τις χήνες τους
σαν αεροπλανάκια.

Έχουνε κι ένα αρχηγό
που μοιάζει με μπαούλο
Να ζήσεις Μανδρακούλο μας,
να ζήσεις Μανδρακούλο!


Κύλησε σιγά-σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία. Όμως που και που τα πρωινά όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζανε στην αυλή του σχολείου ο γέρο δάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.

- «Περίεργο! Τι είν’ αυτό;»

Αυτός ποτέ δεν τους είχε μάθει τραγούδια, γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος.

Και επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν, ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα σα μικρά τρεχαντήρια.
Χόρευαν και τραγουδούσαν κι αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα. Κι αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους η Αγέλαστη πολιτεία……

Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στίβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.


*********
από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι" .
*********
η φωτογραφία είναι από το ημερολόγιο του Συλλόγου Γονέων & Κηδεμόνων του 142ου Δημοτικού Σχολείου της Αθήνας

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Τα πάνω ήρθαν κάτω


Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά – έβραζε, και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.

Σε μια στιγμή φρουχουφρουχουφρου, φρουχουφρουχουφρου η φωτιά δυνάμωσε, και το ξέφωτο άστραψε σαν χρυσάφι. Και εκεί, μέσα από τη λάμψη, ξεπρόβαλε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα. "Ααα νάτη νάτη νάτη ήρθε" φώναξαν οι καλικάτζαροι. Ο Μανδρακούλος ψιθύρισε: «ήρθε το πνεύμα της παπαρούνας». Και το μικρό κορίτσι τραγούδησε:

Από το αίμα του Χριστού
και απ’ το κρυφό του δάκρυ
στου Γολγοθά τους λόφους
γεννήθηκα εγώ

Έρχομαι με την Άνοιξη
-αγάπη το όνομά μου-
από τους μύθους έρχομαι
βαθιά απ’ τον καιρό

Από το αίμα του Χριστού
και απ’ το κρυφό του δάκρυ
και απ’ των ανθών τα όνειρα
είμαι πλασμένη εγώ


Από τα χείλη του καζανιού άρχισε τώρα να βγαίνει ένας λεπτός καπνός. Και μεγάλωνε, μεγάλωνε, μέχρι που έγινε ένα ροζ σύννεφο σαν το «μαλλί της γριάς» που πουλάνε στα πανηγύρια. Έπειτα οι καλικάτζαροι φύσηξαν φφφφφ, φφφφφ όλοι μαζί και ουουουουπ το σύννεφο πήγε και στάθηκε πάνω από την πόλη. Ο αέρας ευώδιαζε από τον ανθό της κερασιάς. Ναι, πάνω στο χιόνι είχαν φυτρώσει κερασιές.

Μετά από λίγες ώρες, λίγο πριν ξημερώσει, φίουουου φίουουου φύσηξε στην κοιλάδα ένας ζεστός άνεμος. Το σύννεφο έλιωσε και έγινε βροχούλα. Σε λίγο ξημέρωσε Χριστούγεννα … Χρόνια πολλά!

Τα μάγια είναι μυστικά, μα μυστικά δεν μένουν,
Και πράγματα παράξενα άρχισαν να συμβαίνουν:
Ήρθε εξπρές η άνοιξη με χίλια χελιδόνια
Και δυο φιλάκια έστειλε και λιώσανε τα χιόνια.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα κι οι λόφοι πρασινίσαν
Και μες στο νταλαχείμωνο οι πασχαλιές ανθίσαν.
Τα πρόβατα κελάηδαγαν γλυκά σαν αηδονάκια
Κι οι αγελάδες πέταγαν ψηλά με τα πουλάκια.
Οι γέροι βγήκαν στις αυλές τα μήλα για να παίξουν,
Ξύπνησαν οι τεμπέληδες και θέλαν να δουλέψουν.
Οι βλάκες γίναν έξυπνοι και οι μουγγοί μιλούσαν
Και τα νερά του ποταμού ανάποδα κυλούσαν.
Όλοι στους δρόμους βγήκανε με γέλια και αστεία
Και φαγοπότι στήσανε στη μέση στην πλατεία
Κι’ ήρθαν κι οι μουζικάντηδες και πιάσαν το τραγούδι
Κι όλη τη μέρα γλένταγαν, κάψαν το πελεκούδι.

Ξαφνικά οι αγέλαστοι άνθρωποι έγιναν γελαστοί, αλλά πολλοί γελαστοί – και ομιλητικοί, αλλά πολλοί ομιλητικοί: «Γεια σας, τι κάνετε; Χρόνια πολλά ..» ματς, μουτς.

«Υπόσχομαι», έλεγε συνεχώς ο δήμαρχος, «μπράβο δήμαρχε» φώναζαν οι παρατρεχάμενοι και σιγά – σιγά, ένας – ένας, οι αγέλαστοι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν! Μάλιστα! Να χορεύουν! Οι καλικάντζαροι το ‘παν και το ‘καναν. Τα πάνω ήρθαν κάτω!

Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά η πόρτα του χρόνου άνοιξε διάπλατα και άρχισαν να καταφτάνουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι των καλικάτζαρων: η Χιονάτη με τους εφτά νάνους, ο μολυβένιος στρατιώτης με την μπαλαρίνα του, ο Τομ Σώγερ, ο ευτυχισμένος πρίγκιπας, γερο-Αίσωπος με την παρέα του, ο Καραγκιόζης με την οικογένεια (: -Γεια σου οικογένεια, ω,ω,ω, ώπα, ώπα, ώπα, ω, ω - Γεια σου μπαμπάκο)
Ο Κάρλος Καστανέδα!
Ο Τζέρι Γκαρσία!
Ο Τζίμι Χέντριξ!

Οι καλικάντζαροι βαμμένοι με μπογιές σαν Ινδιάνοι κυλιόντουσαν χάμω, έκαναν τούμπες, έκαναν ό,τι τους κατέβαινε και διασκέδαζαν τρελά. Χαμός στο ίσωμα!!
Χορεύανε, χορεύανε, μέχρι που νύχτωσε και μια γλυκιά νύστα βάρυνε τα βλέφαρα τους Έγειραν όλοι εκεί και αποκοιμήθηκαν και έτρεχε ακόμα το κρασί από τις κάνουλες των βαρελιών.

Οι καλικάντζαροι καβάλησαν τις χήνες τους και έφυγαν. Μαζί τους έφυγαν κι οι γιορτές. Την άλλη μέρα χιόνιζε. Χιόνιζε πάνω από το σιωπηλό κόσμο χιόνιζε στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων.

*******

από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Βάλτε παντού διπλές φρουρές, κι ο χρόνος δεν μας φτάνει

Να, όλο και κάτι τέτοια κάνουνε … Των Θεοφανείων όμως… «Φέγατε, να φεύγουμε, κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του, ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό».
Κι έτσι γυρίζουν κακήν – κακώς στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί – ωχ! – συμφορά τους: το δέντρο της γης έχει θρέψει και άιντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή. Και άιντε πάλι οι μαύροι...

Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!


Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν και έτσι θα γίνεται στον αιώνα τον άπαντα. Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθίσανε και το σκεφτήκανε ώριμα…. Βλέπεις είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες, συζητούσανε και άκρη δεν βγάζανε. Μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικατζαράκος και είπε:

- Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούθ να κάνουνε τιθ βλακείεθ και εμείθ να τουθ βλέπουμε και… να γελάμε. Ποιουθ όμωθ να βρούμε να πειράκθουμε;

Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία. Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο…. Νύχτα… η πράσινη κοιλάδα, κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σε ένα ξέφωτο του δάσους, έκαιγε μεγάλη φωτιά. Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι. Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά-σιγά το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάτζαροι κάτι ετοίμαζαν. Πήγαιναν-ερχόντουσαν, πήγαιναν-ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά:

Βάλτε παντού διπλές φρουρές, κι ο χρόνος δεν μας φτάνει,
Τρελό στήσαμε χορό τριγύρω απ’ το καζάνι.


- «Αχ, παρδαλό μου και ασυνάρτητο σινάφι, μες το τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες τα δάση και γελάει».

Πέθτε λογάκια μαγικά, γλυκά θαν παντεθπάνι,
Και πριν λαλήθει ο πετεινόθ έτοιμο το βοτάνι.

Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στύβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.


Όσο πέρναγε η ώρα το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους! Έρχονται συνεχώς καινούργιοι, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους χιονισμένους λόφους, καβάλα στις χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους που χόρευαν σαν μουρλοί γύρω από το καζάνι. Ο Μανδρακούλος, μεθυσμένος, καβάλα ανάποδα σ’ ένα γαϊδούρι, συντόνιζε τη φάση. «Κάντε τούτο, κάντε κείνο, κάντε το άλλο». Όλοι τον «έγραφαν» κανονικά. «Εμπρός», έλεγε στο γαϊδούρι. «Βρε που πας βρε ζωντόβολο;» Γιατί το γαϊδούρι αντί για μπρος, πήγαινε προς τα πίσω. Είχανε πέσει σε έκσταση. Ρέιβ πάρτυ!!!

Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στίβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.

Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο. Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα, άραγε το δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπινια. «Ααααα», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! Έλα μέσα». Αυτή μου απάντησε «όχι, έλα εθύ έκθω» και μου έγνεψε ν’ ανέβω στην πλάτη της. Ανέβηκα. Άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά πάνω απ’ την πόλη. Αχχ τι όμορφα που ήταν! Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους κάνανε κύκλους πάνω απ’ την Πολιτεία που κοιμόταν βαθειά. Ξαφνικά μια χήνα, που ήταν μάλλον αρχηγός, πήρε στροφή και άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα πού μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα: στο ξέφωτο. Τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδάνε. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία-μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάτζαρος, ο αρχηγός των καλικάτζαρων ο Μαδρακούλος με τα’ όνομα, και έδωσε ο σύνθημα για το χορό.

- Εμπρός ν’ αρχίσει ο χορός, ν’ αρχίσουνε οι τρέλες,
Ανοίξτε τις ομπρέλες σας – θα βρέξει καραμέλες!

Και έβρεξε ο ουρανός γλυκά και καραμέλες,
Κουβάδες χαρτοπόλεμο, μπαλόνια και κορδέλες.
Και λουκουμάκια έβρεξε, παστέλια και γκοφρέτες,
Παιχνίδια, κούκλες που μιλούν, ροκάνες και τρομπέτες…
Στο χιόνι που εμύριζε σαν παγωτό βανίλια,
Κάνανε τούμπες και βουτιές και τσαλιμάκια χίλια…

Εν τω μεταξύ κάτω στη Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον «ύπνο του Δικαίου», κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράγματα και θάματα …

Βοτάνι βοτανάκι εννιά φορές να βράσεις,
Να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις.
Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς,
Και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.

Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά – έβραζε, και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.
*******

από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Μια φορά κι έναν καιρό η ώρα πλησιάζει

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία
Που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα
Μια πολιτεία όμορφη, μα πάντα λυπημένη,
Οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
Δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.

Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
Η καλημέρα ακριβή σα να ‘τανε χρυσάφι,
Ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
Ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
Της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.

Την ξέρω αυτήν την πόλη – εκεί γεννήθηκα. Και θυμάμαι ακόμα κάποια Χριστούγεννα που ήρθαν οι Καλικάντζαροι και έφεραν τα πάνω – κάτω. Τι είναι όμως οι Καλικάντζαροι; Ωχ! Έρχονται! Κρυφτείτε να ακούσουμε.

Είμαστε εμείς τα παιδιά της τρέλας –
Είμαστε όμορφοι με πρόσωπο κοπέλας.

Μωρέ τρελοί είναι! Για δέσιμο! Όμορφοι δεν είναι.
Είμαστε στον κόσμο οι πρώτοι χορευτές –
Είμαστε οι καλύτεροι τραγουδιστές.

Αυτό αλήθεια είναι. Το σωστό να λέγεται.

- Ωωωωωωωωωω
- Ο αρχηγός τους
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Τον λένε Μανδρακούλο, τον λένε Μανδρακούλο
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Πάρε τον πούλο, πάρε τον πούλο
- Σκάστε βρωμόστομοι, γιατί θα επιβάλω κυρώσεις. Γυρίστε στις δουλειές σας αμέσως τεμπελόσκυλα

Χίλιες φορές μας είχε πει ο παππούς την ιστορία για την παράξενη μοίρα τους. Να πελεκάνε αιώνες τώρα το δέντρο που στηρίζει τον επάνω κόσμο και να το ρίξουν χάμω – πλάααφ! – σαν άδειο μπαλόνι. «Χο χο χο» γέλαγε ο παππούς μου. «Χο χο χο» γελάγαμε και εμείς γιατί τους φανταζόμασταν εκεί κάτω στα έγκατα της γης να κόβουνε οι έρμοι και να τραγουδάνε με τις γαϊδουροφωνάρες τους:

Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!


Οι κακοί άνθρωποι τους φοβούνται και τους σιχαίνονται, γιατί η ασχήμια των καλικάντζαρων τους θυμίζει τη δικιά τους την ασχήμια. Οι καλικάντζαροι το έχουν υπ’ όψιν τους και αυτούς ειδικά τους ανθρώπους διαλέγουν πάντα για να τους κάνουν τα νεύρα … «φυτίλια». Μάλιστα!!! Η μόνη τους διασκέδαση είναι να ανεβαίνουν κάθε Χριστούγεννα πάνω στη γη και να δημιουργούν … έκρυθμες καταστάσεις.

Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες,
Στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες.
Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες
Και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάχνουν οι κυράδες.
Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σαν λείπουν οι ψωμάδες
Και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες.
Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε,
Οι κότες νιαουρίζουνε, οι γάιδαροι λαλούνε.
*********
από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Τα λυπημένα παραμύθια και η Αθηνά




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα λυπημένο παραμύθι. Ο κόσμος έλεγε πως είχε μια λυπητερή ιστορία να πει, γι αυτό και ήταν λυπημένο. Κάτι γριές – από αυτές που ζουν χωρίς εγγόνια κι όλη μέρα μουρμουρίζουν ακατανόητες ιστορίες, παλιά μυστικά και πράγματα της φαντασίας τους, έλεγαν πάλι πως η λύπη του ήταν μεγάλη γιατί δεν είχε τέλος η λυπητερή ιστορία του. Δεν ήταν από τα παραμύθια που τελειώνουν με αυτή τη διάκριση στην ευτυχία (ζήσαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα), ούτε έστω με ένα ηθικό δίδαγμα. Γεγονός όμως είναι πως κανείς δεν είχε διαβάσει αυτό το παραμύθι. Όλοι ξέρουν πως οι άνθρωποι θέλουν να έχουν ένα τέλος οι ιστορίες τους.

……..
Είχα ξεκινήσει μέρες τώρα να σχεδιάζω στο μυαλό μου ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Έφτιαχνα φράσεις και περιπέτειες κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας που το μυαλό μου κρυβόταν στις παιδικές γωνιές μου. Έγινε κάτι όμως χθες που έκλεψε το τέλος στην ιστορία μου και τις παραλλαγές της. Άκουσα μια ιστορία αληθινή από μια φίλη μας, μια μικρή ιστορία τόσο μικρή που η αρχή της είναι και το τέλος της. Η τετράχρονη Αθηνά λοιπόν πριν από λίγες μέρες ρώτησε τη μαμά της, ενώ πήγαιναν βόλτα με το αυτοκίνητο:

- Μαμά… εμείς είμαστε πλούσιοι;
- Όχι…. Γιατί ρωτάς;
- Ένας πλούσιος έδιωξε το μπαμπά της Αγγελίνας της φίλης μου απ΄ τη δουλειά του.
- ………..
-Μαμά εμείς είμαστε φτωχοί;


Πριν από δυο μήνες ο γιος μου με ρώτησε τι είναι καπιταλισμός. Προσπαθήσαμε με τον παππού του κάπως να του εξηγήσουμε. Όταν ακούσαμε στο ραδιόφωνο τις προάλλες για την καταδίκη των δολοφόνων του Γρηγορόπουλου είχε ρωτήσει: «τώρα πώς θα νοιώθουν τα παιδιά τους που οι μπαμπάδες τους θα είναι στη φυλακή;».

Έχω την αίσθηση πως κάμποσοι πια με τα δόντια κρατάμε το παραμύθι στη ζωή των παιδιών μας. Και ενώ ο Άγιος Βασίλης έχει γίνει το λογότυπο των Χριστουγέννων (θυμάστε αυτές τις ευχετήριες κάρτες παλιά με τη φάτνη;), τείνουμε να υπερασπιζόμαστε ακόμα έστω αυτό το μαγικό ψέμα για να σώζουμε τα προσχήματα μιας μεγάλης καλοσύνης. Σαφώς προτιμώ να μην κρύβω τα παιδιά μου μες στη γυάλα, πώς θα μπορούσα εξάλλου; Αλλά να, νομίζω πως θα αφήνουμε σιγά-σιγά και τα παραμύθια μας χωρίς τέλος, γιατί θα είναι λυπημένα.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Τα δωμάτια της γραφής

Συγγραφέας είναι νομίζω αυτός που πλάθει ιστορίες ή τις διηγείται με τρόπο που να σε αιχμαλωτίζει στην οπτική της αφήγησής του. Είναι αυτός που μεταπλάθει τα υλικά των αισθήσεών του σε σκέψεις. Είναι ο ναυτικός που στην πλεούμενη φυλακή του λύνει τα δεσμά της μίζερης πραγματικότητας αφηγούμενος περιπέτειες, οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση δεν έγιναν ποτέ ακριβώς έτσι.

Όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος, καθώς ο χρόνος μαζεύει τα πράγματά του από την ντουλάπα, πακετάρει τα βιβλία του, τις σημειώσεις, τα λάθη του και ετοιμάζεται να μπαρκάρει, επιλέγω να αφήσω τη μικρή μου συμβολή στην επέτειο ενός ποιητή. Πριν από εκατό χρόνια γεννήθηκε ο Νίκος Καββαδίας στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι της Μαντζουρίας Και όπως φαίνεται δεν πέθανε ποτέ.


Δεν έχω να πω πολλά πρωτότυπα – ίσως μονάχα αυτό: πριν από δυο χρόνια βρήκα σε μια σημαντική προσωπική βιβλιοθήκη που κατέγραφα, ένα βιβλίο με χειρόγραφό του μέσα το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» σε ένα φύλλο τετραδίου.

Θαυμάζω απεριόριστα την ικανότητα της Ζέη να αφηγείται ιστορίες. Στο αφιέρωμα που έκανε η «Λέξη» στον Καββαδία στο τεύχος 202, αφηγείται λοιπόν πώς τη φυγάδευσε ο Κόλιας μια φορά με ένα εμπορικό πλοίο λαθραία για να συναντήσει το Σεβαστίκογλου στη Θεσσαλονίκη. «… όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο Κόλιας μ’ έπιασε σφιχτά από το χέρι λες και ήτανε να με χάσει. Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε το πλοίο. Εκείνος έσπρωχνε τον κόσμο κι ανεβαίναμε σκάλες, ώσπου φτάσαμε στο κατάστρωμα. – Κάτσε εδώ και μην κουνήσεις, μου είπε και με τοποθέτησε σε μια γωνιά… Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας μ’ έναν καμαρότο που κρατούσε ένα πλιαν σκαμνάκι και μου είπε. - Ο Σάββας είναι δικός μου, θα σε προσέχει.»

Τελειώνει την αφήγησή της έτσι: … «Πριν λίγα χρόνια είχα πάει στη Λευκάδα καλεσμένη σ’ ένα σχολείο. Κάνοντας μια βόλτα στην πλατεία είδα μπροστά μου τον Κόλια. Δηλαδή την προτομή του. Φορούσε το κασκέτο του και κοίταζε μ’ ένα θλιμμένο παιδικό βλέμμα τη θάλασσα. Κι ύστερα από τόσα χρόνια μου ήρθανε στο νου οι στίχοι του και τους απάγγειλα από μέσα μου εκεί μπροστά του.

«Ήθελα πάντα νάμενα μικρό κι αγνό παιδί
Που απ’ το ψυχρό δωμάτιό του έξω ποτέ δε βγαίνει
Και που σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλομετρεί
Κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι.»

Κι αφού, καθώς φαίνεται, ο Μαραμπού έμεινε πολύ καιρό σ’ εκείνο το δωμάτιο κλεισμένος να ταξιδεύει στις θάλασσες, θα βρω την ευκαιρία να πω και για το… διπλανό δωμάτιο της κυρίας που ιστορεί τα παραπάνω.


Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «η σκηνή και η γραφή» (εκδ. Καστανιώτη), ο σκηνογράφος Σάββας Χαρατσίδης περιγράφει κάπου το σπίτι της Ζέη και του Σεβαστίκογλου στο Παρίσι. Λέει πως τους γνώρισε το 1973. Το σπίτι τους ήταν «τρία μικρά δωμάτια στην Πλας ντ’ Ιταλί, φορτωμένο βιβλία και χαρτιά. Δύσκολα μπορούσες να βρεις χώρο να καθίσεις… η Τρίτη πόρτα σ’ έμπαζε στην κουζίνα. Ήταν η πιο μικρή κουζίνα που είδα ποτέ στη ζωή μου. Ωστόσο κι εκεί, ανάμεσα σε κατσαρόλες και γυαλικά, πάλι χαρτιά και βιβλία. Λίγο αργότερα η Άλκηστη θα με βεβαιώσει σοβαρότατα, δείχνοντάς μου ένα τραπεζάκι 60 Χ 50 εκατοστά, κάτω από ένα παράθυρο που έβλεπε σε φωταγωγό: «εδώ μόνο έχω ησυχία και μπορώ να γράψω».

Τυχεροί οι συγγραφείς που δραπετεύουν. Τυχεροί…

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Το δέντρο που πληγώναμε

της Des
Δεν ξέρω πραγματικά τι να γράψω για το επάγγελμά μου.

Χμμμ, έφτασα να το αποκαλώ δουλειά... Δεν μου αρέσει καθόλου να συνδέω τα βιβλία με εργασία. Μου φέρνει πάντα στο νου καταναγκασμό.

Από πιτσιρίκα αγαπούσα τα βιβλία. Κάπως, σα να έβρισκα την αξία της ευτυχίας μέσα σε αυτά. Κάπως σαν να με συντρόφευαν.. Αλλες φορές με πήγαιναν ταξίδια μαγικά, αδύνατα για την ηλικία μου και την οικονομική μας κατάσταση.

Αργότερα, τα αγάπησα για τον πλούτο ψυχής που μου προσέφεραν και τώρα πια για το διάπλατο άνοιγμα των ομματιών μου...

Σήμερα, είναι αυτό που μου αποφέρει τα προς το ζήν. Έγινε η δουλειά μου. Η δουλειά που συχνά πυκνά αλλάζει έδρα. Την μια σε σκονισμένη, σκοτεινή, χωρίς θέρμανση βιβλιοθήκη Υπουργείου, την άλλη σε μια ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη. Μια από δω και μια από κει.
Όλοι γνωρίζουμε πως στη χώρα αυτή οι βιβλιοθήκες θεωρούνται πολυτέλεια και εμείς ως επαγγελματίες περιττοί.

Η δουλειά του βιβλιοθηκονόμου μέχρι σήμερα περισσότερο με έχει θυμώσει παρά γαληνέψει. Οχι η ουσία του επαγγέλματος αλλά η φύση του. Μετά από επτά μόνο χρόνια πείρας σε αυτό που αποκαλούμε δημόσιο τομέα, μου έμαθε πώς να αντιμετωπίζω ανεπαρκέστατους διευθυντάδες και προισταμένους, καθηγητικά μίζερα κατεστημένα, εκμετάλλευση, πνευματική και ψυχική ένδεια· μου ανέδειξε την μεγάλη έλλειψη αγωγής που διέπει τους διαμένοντες σε αυτό το κομμάτι γης του πλανήτη· εμφάνισε μπροστά μου σε όλο του το μεγαλείο το Σίσυφο και την αιώνιά του μάχη. Μια μάχη χαμένη από την γέννησή της μα που η επιμονή του σε αυτή δεν δείχνει στείρα ανοησία, μα πείσμα και αφοσίωση, καθήκον...
Παρ΄όλα αυτά όμως σε πείσμα των καιρών αγαπάω αυτό που διάλεξα, τότε στη Β’ τάξη Λυκείου. Το θεωρώ σπουδαίο μέσα στην ασημαντότητά του.

Σήμερα, βρίσκομαι σε μια μικρή βιβλιοθήκη ιδιωτικού κολλεγίου να στηρίζω την ιδιωτική εκπαίδευση (καταραμένο μνημόνιο) και να απολαμβάνω αποδοχής για το ρόλο μου, την εκπαίδευση μου, την αξία μου ως επαγγελματίας.

Μπαίνω σε τμήματα και διδάσκω πληροφοριακή παιδεία και οδηγώ μια μικρή βιβλιοθήκη σε επίπεδο συλλογής, στην αύξηση της χρήσης και της επισκεψιμότητας της. Προσπαθώ όμως και να αλλάξω λίγο την εικόνα που έχουν οι φοιτούντες εδώ για τους βιβλιοθηκονόμους. Δεν είναι σπουδαίο μα ούτε λίγο νομίζω.

Φυσικά αντιμετωπίζοντας και εδώ αρκετά προβλήματα, μιας και ας μην ξεχνάμε, το κολλέγιο είναι επιχείρηση και μάλιστα επικερδής και κάπως έτσι εδώ ορίζονται τα θέματα.

Αλλά σήμερα εδώ φυσάει ένας διαφορετικός αέρας· αποδοχής και εμπιστοσύνης.

Δεν ξέρω , ίσως το νέο ξεκίνημα, ίσως η όμορφη μέρα που είχα σήμερα, με κάνει να έχω λίγο πιο αισιόδοξο βλέμμα. Ίσως πάλι, σε πείσμα, κόντρα στο (κακό μας) το καιρό να θέλω να είμαι αισιόδοξη, ενώ είμαι φύση και θέση απαισιόδοξη.
Ίσως πάλι να μεγαλώνω απλά...
Ποιός ξέρει;

Υ.Γ. Φίλε Γιώργο, θα μπορούσα να γράψω ένα ωραίο επιστημονικοφανές κείμενο σχετικά με το επάγγελμά μας, τι σπουδαίο είναι και άλλα τέτοια του μάρκετινγκ τερτίπια, αλλά νομίζω πως όλοι γνωρίζουμε τι κάνουμε και ποιοί είμαστε βαθιά μέσα μας..... Πάλι όμως, ζήτησες ένα συναισθηματικό κείμενο έτσι;

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Οι κάκτοι και οι εξεγέρσεις

Αραιά και που περνάει από το νου μου η σκέψη πως είμαστε κάκτοι: ωραία φυτά, με παράξενα σχήματα, κυρίως με αγκάθια που μας προστατεύουν, όμως το πιο σημαντικό είναι πως είμαστε φτιαγμένοι να αντέχουμε στις ξηρασίες.

Δυο φορές νοιώθω πως έβρεξε καλά στη ζωή μου, αρκετά δηλαδή ώστε να έχω κάνει απόθεμα υγρασίας για τις μακρές περιόδους ανομβρίας. Η πρώτη ήταν οι Καταλήψεις του ΄91. Η δεύτερη ο Δεκέμβρης του ΄08. Την πρώτη φορά άνθισε η αμφιβολία, τη δεύτερη η οργή.

Δεν πρέπει να είχε γίνει ποτέ πάλι τόσο μεγάλη διαδήλωση στην επαρχιακή πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, όσο εκείνη που έγινε μετά τη δολοφονία του Τεμπονέρα. Ούτε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των μεγάλων κομμάτων δεν είχε τόσο κόσμο στους δρόμους. Όλα τα σχολεία της πόλης συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της, ήρθαν και οι γονείς και λίγοι καθηγητές. Μαγαζάτορες και υπάλληλοι έβγαιναν και μας κοιτούσαν θαμπωμένοι να τραγουδάμε και να φωνάζουμε συνθήματα. Τα σχολεία μας από τον Δεκέμβρη ήταν κλειστά, κοιμόμασταν στις τάξεις τα βράδια, μια αίθουσα είχε γίνει κυλικείο – κάποιοι έμποροι μας έστελναν σακούλες με τρόφιμα, και καραμέλες και καφέδες, βλέπαμε πια το σχολείο με άλλο μάτι, το φροντίζαμε εμείς, ήμασταν ελεύθεροι, γράφαμε συνθήματα, κρεμούσαμε πανό για να μας βλέπουν οι νοικοκυραίοι και να «αναστατώνονται»…

Μια μέρα μπήκε στο σχολείο ο θεολόγος - από την εποχή του πατέρα μου τον φώναζαν «Χοίρο» ή Χήρο», τα διφορούμενα της ορθογραφίας…- με ένα κόκκινο μπλοκάκι στα χέρια και σημείωνε ονόματα. Κάναμε κύκλο όλοι γύρω του και αρχίσαμε να χτυπάμε παλαμάκια ρυθμικά. Λίγα χρόνια μετά, ο τότε υπουργός Παιδείας και κόκκινο πανί για εμάς, ο Κοντογιαννόπουλος, έγινε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που οι γονείς των περισσότερων από εμάς τους «καταληψίες» ψήφιζαν όταν κάναμε τις καταλήψεις. Είχε έρθει πια η εποχή του Σημίτη, και του «αυτή είναι η Ελλάδα».

Τα media κατά κύριο λόγο, αλλά και όλες οι νέο-αντιδραστικές φωνές της εποχής μας χαρακτήρισαν το Δεκέμβρη του ’08 ξέσπασμα ενορχηστρωμένης βίας, κυρίως λόγω των βανδαλισμών που έγιναν. Εγώ θα έλεγα πως ήταν μια εξέγερση οργής, οι περισσότεροι βανδαλισμοί τότε δεν έγιναν, υπονοήθηκαν. Τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου και ενώ οι δεκάδες «μαύροι» σαν ποτάμι κατέβαιναν παράλληλα με την πορεία αριστερά και δεξιά σπάζοντας τις βιτρίνες των τραπεζών, ο κόσμος χειροκροτούσε. Τη διάχυτη ένταση εκείνων των ημερών δεν θα την ξεχάσω ποτέ, το ξημέρωμα της Τρίτης 9 Δεκέμβρη με τον κόσμο να περπατάει με απόγνωση στα ερείπια των δρόμων της Αθήνας, το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου του Κακλαμάνη στο Σύνταγμα, την επανάληψη της προσπάθειας καταστροφής του δέντρου τη δεύτερη φορά, το ΚΚΕ που έκανε βόλτα μακριά στην Κουμουνδούρου, πόσοι φώναζαν γύρω μου «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», τα κανάλια που ούρλιαζαν, την αφωνία των πνευματικών ανθρώπων, τους μαθητές που διαδήλωναν στα αστυνομικά τμήματα, την Ελλάδα που έβραζε.

Αν ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο σε αυτή την επέτειο της εξέγερσης θα έκαιγα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, το ψεύτικο περιτύλιγμα της καταναλωτικής ευδαιμονίας που είχαμε μέχρι και πριν από λίγο καιρό. Το Δεκέμβρη του 2008 δύο μπάτσοι σκότωσαν ένα παιδί. Και αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω, και δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Ένας βιβλιοθηκονόμος στο νοσοκομείο

Της Ρένας Τσαλαπατάνη

Τι κάνει ένας βιβλιοθηκονόμος σ΄ ένα νοσοκομείο;


Σίγουρα δε παρακολουθεί όμορφες ιστορίες, βοηθάει όμως, στο να παρέχεται καλύτερη ποιότητα υγείας.


Ας δούμε πως μια βιβλιοθήκη σε ένα νοσοκομείο παρέχοντας γρήγορα, αξιόπιστες πληροφορίας μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της υγείας των πολιτών. Για παράδειγμα, το 2011 κυκλοφορεί ένα χημειοθεραπευτικό για τον καρκίνο του μαστού που προσφέρει ίαση 80% στις καρκινοπαθούσες. Οι ογκολόγοι, μέσω των πηγών πληροφόρησης της βιβλιοθήκης ενημερώνονται γι΄ αυτό. Αμέσως, δημιουργούνται τα κατάλληλα πρωτόκολλα θεραπείας των ασθενών, άρα οι περισσότερες από τις καρκινοπαθούσες σε εύλογο χρονικό διάστημα θα ιαθούν. Το ίδιο παράδειγμα, από την ανάποδη: δεν υπάρχει βιβλιοθήκη ή διαθέτει ελάχιστες πηγές πληροφόρησης. Ο ίδιος ογκολόγος θεραπεύει με παλαιότερα φάρμακα που ίσως μόνο αναστέλλουν για μικρό χρονικό διάστημα την πορεία της νόσου ή αναζητά την πληροφόρηση που χρειάζεται «αλλού».


Πού; Στον εκπρόσωπο της φαρμακευτικής εταιρείας, ο οποίος θα τον κατευθύνει σε συγκεκριμένη συνταγογράφηση ή συγκεκριμένο θεραπευτικό πρωτόκολλο. Θέλουμε όμως επιστήμονες που θα συνταγογραφούν ή θα χειρουργούν κατευθυνόμενοι; Γιατί, κατά μια νεοφιλελεύθερη άποψη, η υγεία είναι εργαλείο πλουτισμού των ικανών και πεδίο ανάπτυξης επιχειρηματικότητας. Ο καθένας που έχει αυτή την άποψη, παρακαλώ να σκεφτεί τον εαυτό του ως πιθανό πολυτραυματία που σφαδάζει από τους πόνους, αλλά κανείς δε του δίνει σημασία γιατί δεν έχει χρήματα ή γιατί δε κουβαλά μαζί του το βιβλιάριο υγείας.


Υποστηρίζω λοιπόν, ότι η πληροφόρηση και οι φορείς αυτής δηλ. οι βιβλιοθήκες και οι βιβλιοθηκονόμοι, είναι άκρως απαραίτητοι στα νοσοκομεία, διότι η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό, άρα και το δίκτυο γνώσεων και πληροφόρησης για την υγεία είναι κι αυτό κοινωνικό αγαθό. Σαν τέτοιο, θα πρέπει να το υπηρετούμε και να αγωνιζόμαστε γι΄ αυτό.


Υ.Γ.: Αρκέστηκα στην σημαντικότερη –κατά τη γνώμη μου- πτυχή της ιατρικής βιβλιοθηκονομίας, αυτή της έγκυρης και έγκαιρης πληροφόρησης. Θα μπορούσα, επίσης, να αναφέρω κομμάτια της δουλειάς μας που αφορούν το σχεδιασμό και εμπλουτισμό ιστοσελίδων, την αξιολόγηση για την τελική πρόσκτηση και συνδρομή βιβλίων και περιοδικών, την ενεργοποίηση μας για τη μετατροπή των βιβλιοθηκών μας από παραδοσιακές, σε υβριδικές κι από εκεί- ίσως- σε ψηφιακές, αλλά νομίζω πως η ουσία στη δουλειά μας βρίσκεται στην «επείγουσα» και αναγκαία πληροφορία.


**********

Έχω ζητήσει από κάποιους καλούς συναδέλφους και φίλους να στείλουν κείμενά τους στο «Βιβλιοθηκάριο», σχετικά με τη δουλειά μας. Το περιεχόμενο, το ύφος ή η φόρμα των κειμένων είναι δικό τους θέμα. Δικό μου θέμα είναι να τους ευχαριστήσω ειλικρινά για την ανταπόκριση στο αίτημά μου.

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Οδός Κιλικίας

Ο πατέρας της έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σ’ ετούτη την πόλη. Πατησιώτης - ιδιαίτερη φυλή με την ιδιόλεκτό της, τα στέκια της, τις παλιές ιστορίες. Όπως όλοι καμιά φορά, επιστρέφοντας κάνει δικές του, παράλογες διαδρομές, από αυτές τις επιμνημόσυνες των χρόνων που πέρασαν. Έξω από το πατρικό σπίτι που δόθηκε πριν από χρόνια αντιπαροχή κάνει μια στάση ή ρίχνει ένα βλέμμα βιαστικό στην πολυκατοικία. Τον καταλαβαίνεις, αφήνει αναστεναγμό. Μια φορά του ήρθε να πει σε μια οικογένεια που καθόταν στο μπαλκόνι και έτρωγε και γελούσε πως κάποτε εδώ ήταν το σπίτι του και έτρωγε και γελούσε με τη μάνα, τον πατέρα και τ’ αδέρφια του. Ε, δεν το είπε.


Υπάρχει ένα ποίημα του Λειβαδίτη στη συλλογή «ο Τυφλός με το Λύχνο» με τίτλο «Ένα μεγάλο παρελθόν». Επιστρέφοντας ο ποιητής βρίσκει την πόλη αλλαγμένη, δεν βρίσκει τους δρόμους που αγαπήθηκε παιδί. Ας αφήσουμε λίγο από το ποίημα εδώ:

«Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας – αλλά μάταια, το σχέδιο της πόλης άλλαξε, κατά πού πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά, πού πήγε ο άνεμος που σκόρπισε τόσους συντρόφους, υπάρχει ακόμα ο κόσμος; - τώρα στη γλώσσα μας μπερδεύονται παλιά τραγούδια, κανείς δεν μας καταλαβαίνει…»

Ο Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Αυτοί δεν είναι δρόμοι» λέει (επίσης αφήνω ελεύθερη λίγη από την αρχή του ποιήματος):

«Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε
Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους
Αλλάξαν και των προαστίων οι ονομασίες
Υψώνονται άσυλα στα γήπεδα και στις πλατείες.
Ποιος περιμένει την επιστροφή σου; Εδώ οι επίγονοι
Λιθοβολούν τους ξένους, θύουν σε ομοιώματα,
Είσαι ένας άγνωστος μες στο άγνωστο εκκλησίασμα
…»

Στα «Βήματα στην άσφαλτο» (συλλογή «Μαθητεία ξανά») και ο Πατρίκιος επιστρέφει από τα «έρημα νησιά» σε μια άγνωστη πόλη:

«Όταν γύρισα στην πόλη
ύστερα από χρόνια σ’ έρημα νησιά
βρήκα πιο εύκολο τον έρωτα,
πιο δύσκολη τη συνεννόηση,
τα χέρια που με χαιρετούσαν, πεινασμένα.
Πολλοί ζούσαν από ναυάγια.
Ανάβαν στις γωνιές παραπλανητικά φανάρια
Παραμονεύοντας ποιος θα βουλιάξει μες στην άσφαλτο.
Κι έπρεπε να αντιστέκομαι ακόμα και στα πόδια μου
Για να μην πάρουν βήμα κυνηγημένου αγριμιού.»


Πόσες φορές έχουμε επιστρέψει από τις μικρές και μεγάλες μάχες της ζωής μας για τα μικρά και τα μεγάλα νικημένοι; Αποπειρόμαστε την ανάκτηση όσων απέμειναν από το χρέος του αγώνα για ζωή που αποληρώσαμε, προκειμένου να πορευτούμε τους δρόμους της σημερινής πολιτείας. Περπατάμε στην ίδια πόλη και έχουμε αλλάξει, αλλά λέμε πως άλλαξε εκείνη. Στους δρόμους της προφανώς εκτυλίσσεται το «αλλόκοτο τούτο δράμα» μας: να απορούμε.

Εκείνοι πάντως, οι ποιητές δηλαδή και οι άλλοι, θαρρείς πλήρωσαν εκείνο τον Αγώνα με όσα χρεώθηκαν μετά την Ήττα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση…

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

η δουλειά της και η δουλειά μου...

Την Κυριακή 21 Νοεμβρίου η Χριστίνα Κυριακοπούλου στο BHMAGAZINO περιέγραψε τη δουλειά μας, ή μάλλον την υπονόμευσε με τον τρόπο που εκείνη την αντιλαμβάνεται και την υπηρετεί, στη στήλη «η δουλειά μου».

Το κακό αυτό άρθρο δεν θα μου προκαλούσε τίποτα παραπάνω από ένα μειδίαμα κατανόησης, αν δεν δηλωνόταν από την ίδια η ιδιότητα «της προέδρου των βιβλιοθηκονόμων». Δεδομένου ότι αυθαίρετα λοιπόν χρησιμοποιείται ένα σχήμα αντιπροσώπευσης που δεν ισχύει θεωρώ υποχρέωσή μου να απαντήσω στα όσα δηλώνονται εκεί, πόσο μάλλον που δεν αντιπροσωπεύουν ούτε όσα εγώ πιστεύω και υπηρετώ σε αυτό το επάγγελμα.

Κατά την «πρόεδρο των βιβλιοθηκονόμων» η βιβλιοθήκη είναι είτε άσυλο μεταναστών, είτε ησυχαστήριο γυναικών, είναι ένα παρατηρητήριο βασανισμένων ψυχών όπου κανείς μπορεί να κλέψει ένα βιβλίο αντί να το αφήσει να σκονίζεται. Οι βιβλιοθήκες κατά την κα Κυριακοπούλου είναι ο ηττημένος της μάχης με τη wikipedia γι’ αυτό και τις επισκέπτονται ελάχιστοι.

Είναι σαφές ότι πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι είναι καλύτερα να μασούν... παρά να μιλάνε. Στο προχθεσινό BHMAGAZINO η πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων... Χριστίνα Κυριακοπούλου είπε:..."Ως πρόεδρος των βιβλιοθηκονόμων αντιμετωπίζουμε [!!!!] διαρκώς απολύσεις συναδέλφων, έλλειψη προσωπικού και οικονομικά προβλήματα. Ενοχλητικό, αλλά λογικό[!!!!]".

Χρειάζεται να απαντήσει κανείς σε αυτή τη φράση; Η ανεργία είναι απλά ενοχλητική; Είναι λογική; Η βοναπαρτική σύνταξη «εγώ αντιμετωπίζουμε» σε ποιο συντακτικό συναδέλφωσης και αλληλεγγύης υπακούει;

Η aikker, εξαιρετική συνάδελφος και μπλόγκερ, ένοιωσε την ανάγκη στο μπλογκ «Greek libraries in a new world» να απαντήσει: «Βιβλιοθηκονόμος; Όχι σίγουρα δεν είναι αυτό…».

Η infoscienceaddict, επίσης εξαιρετική συνάδελφος και από παλιά μπλόγκερ, απαντά στο μπλογκ της “for information scientists and… others” λέγοντας ενδεικτικά: … «δεν θα ήθελα να διακινδυνεύσω οι εκτός κλάδου αναγνώστες του άρθρου να πιστέψουν πως αυτός είναι ο κανόνας για όλους τους επιστήμονες και επαγγελματίες του κλάδου.».

Θα γράψουν και άλλοι…

Εγώ λοιπόν, από όσα έχω γράψει κατά καιρούς γι’ αυτή τη δουλειά που υπηρετώ σε πείσμα των «ενοχλητικών» συνθηκών θα διαλέξω αυτό και θα σας το ξαναδώσω. Όχι για… σύγκριση, αλλά να, δεν είμαστε όλοι «Πρόεδροι των βιβλιοθηκονόμων»:

«Στη βιβλιοθήκη λειτουργώ λοιπόν ως ελεγκτής της ενάλιας αυτής κυκλοφορίας δένοντας βιβλία και επιβάτες. Αυτή τη δουλειά την κάνω από το 1999. Και επιμένω να την αγαπώ, παρά την "ελαστική" εργασιακή σχέση μου μαζί της τόσα χρόνια και τις βιοτικές μου ανάγκες που καλύπτονται επισφαλώς, παρά τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις, παρά την αδύναμη βαρύτητα που έχει στα πράγματα της ελληνικής κοινωνίας.
Γι' αυτό το πείσμα επικαλούμαι 10 λόγους:
1) Μ' αρέσει η μυρωδιά των βιβλίων. Είχα μάλιστα κάποτε σχεδιάσει την εκπαίδευση της όσφρησής μου ν' αναγνωρίζει τη δεκαετία έκδοσης ενός βιβλίου από τη μυρωδιά του.
2) Μ' αρέσει η αξιοπρεπής μοναξιά και το πείσμα του βιβλίου να υπερασπίζεται με την ίδια την ύπαρξή του τη δική του αλήθεια και να τη διαθέτει στην πιθανή θέληση του οποιουδήποτε να τη δεχτεί ή να την αμφισβητήσει.
3) Η βιβλιοθήκη αναγκαστικά συνδιαλέγεται με τα ανήσυχα μυαλά της κοινωνίας μας, που αναζητούν σ' αυτήν όχι σαμπουάν, αλλά ιδέες.
4) Μ' αρέσει η μάταιη προσπάθεια της οργάνωσης της γνώσης, που δεν προσπαθεί να καλουπώσει, αλλά να ανοίξει πόρτες για την καλύτερη δυνατή πρόσβαση σε αυτήν.
5) Μπορώ να κομπάζω πως προσφέρω μια από τις λίγες υπηρεσίες χωρίς κόστος για τους... πελάτες μου.
6) Η βιβλιοθηκονομία είναι η δημοκρατία του πνεύματος χωρίς μεσάζοντες.
7) Γνωρίζω βιβλία, που όπως οι άνθρωποι είναι φλύαρα, ολιγόλογα και σιωπηλά, φιλόδοξα, σεμνά και πρόστυχα, επαναστατικά, συμβιβασμένα και αντιδραστικά, λυρικά, ονειρικά και τεχνοκρατικά, μικρά και μεγάλα...
8) Πελάτες μου αντίστοιχα είναι όλοι με τα παραπάνω γνωρίσματα, μορφωμένοι ή όχι, γνωστοί και άγνωστοι, ... εργάτες, αγρότες και πανεπιστημιακοί. Ιδιαίτερα τους τελευταίους τους χαίρομαι όταν υποκλίνονται στα βιβλία και όχι στην αυθεντία της θέσης τους.
9) Οι βιβλιοθήκες και το προϊόν τους είναι κατά βάση επαναστατικές δομές: αρνούνται τις αυθεντίες, όσο και αν τις περιέχουν και αποτυπώνουν την πάλη του πνεύματος.
10) Πληρώνομαι τον κόπο μου με ένα γλυκύτατο "ευχαριστώ".

Δεν ξέρω αν η συνέντευξη/κείμενο της Χριστίνας Κυριακοπούλου, προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων της Πληροφόρησης απηχεί της απόψεις του ολιγομελούς αυτού οργάνου – θα περίμενα μια δημόσια τοποθέτηση – όμως σίγουρα δεν απηχεί τις απόψεις των πολλών συναδέλφων που έχουν απαξιώσει την ΕΕΒΕΠ και τα έργα της χρόνια τώρα.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Ένα...

... χρόνο τώρα είσαι μαζί μας, φρέσκο χαμόγελο στην καθημερινότητά μας, με τα δικά σου σκέρτσα, τα δικά σου χούγια, αυτό το βλέμμα που πονηρεύεται χαμογελαστά στη στιγμή όταν ακούγεται μουσική ή όταν ετοιμάζεται το φαΐ σου, ή το άλλο βλέμμα που πονηρεύεται διερευνητικά όταν παίζουμε κρυφτό μέσα στο σπίτι, τις πρώτες σου λέξεις στη διάλεκτο τη μωρουδένια σου, τα πρώτα σου άτσαλα βήματα, τις βόλτες με το καρότσι ή τα καλοκαιρινά μπάνια στη θάλασσα, τον ήχο του μπιμπερό καθώς πίνεις το γάλα σου, τους απλωμένους ύπνους σου, τη ροζ αυτοκρατορία σου, τη μυρωδιά σου…
Απαριθμώ την καθημερινότητά μας. Κλείνεις τον ένα σου χρόνο κοκόνα μου. Χρόνια πολλά

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Ποιος νίκησε;

Ο λαός ψήφισε. Ο λαός αποφάσισε.
Ο λαός ψήφισε. Ο λαός αποφάσισε.
Ο λαός ψήφισε. Ο λαός αποφάσισε.

Ο λαός ψήφισε;
Ο λαός αποφάσισε;
Ποιος νίκησε;
Ποιος έχασε;

Μια Δευτέρα σοσιαλιστική ξημερώνει στην Αθήνα. Ο Κακλαμάνης έχασε ή ο Καμίνης νίκησε; Το χείρον ή το μη χείρον, βέλτιστο; Θολά μηνύματα, χρησμοί διφορούμενοι, ερμηνείες «κατά το δοκούν», συμψηφίσεις και πανηγυρισμοί, ανατροπές και ευχαριστίες.

Μια Δευτέρα σοσιαλιστική ξημερώνει στην Ελλάδα. Η τρόικα των δανειστών μας έρχεται, ο πρωθυπουργός μας φεύγει (να δει τους άλλους σοσιαλιστές της γης). Η νύχτα έρχεται, το ξημέρωμα απέχει..

Μια διάχυτη θλίψη σύντροφε. Χθες ψήφισα με μια ζωγραφιά του γιου μου: ένα δέντρο, μια μπουλντόζα που πάει να το γκρεμίσει και ένας Δήμαρχος στο πλάι. Ξέρεις, ήθελα να πιστεύω πως συλλογικά αλλάζουν τα πράγματα, ακόμη και εμείς.
Σύντροφε, με ποιους είσαι; Με τους νικητές ή τους χαμένους; Με τους λίγους ή τους πολλούς; Σύγχιση…

Ξαναγυρνώ το λοιπόν στην τέχνη… του ανέφικτου:

"Ο πόνος που εκφράζουμε δεν είναι παρά
η σημασία που δίνουμε στη ζωή,
επιμένοντας στην ουσία της.
Αν υπήρχε μια δύναμη να μας κρίνει,
θα μας χάιδευε πριν απ' τον ύπνο μας
τα μαλλιά, αναγνωρίζοντας πως
αγαπήσαμε το έργο της."

Νικηφόρος Βρεττάκος

**********
Αφιερωμένο στην Κ.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Μικρές ιστορίες καθημερινών πραγμάτων

Χθες το μεσημέρι επιστρέφοντας στο σπίτι συνειδητοποίησα πόσο με ηρεμούν οι σιδερένιες σκάλες…
Αυτές οι ελικοειδείς, εξωτερικές των παλιών σπιτιών που συνέδεαν την πίσω πλευρά τους με την ταράτσα και την πίσω αυλή. Σε αυτές που έβγαιναν οι γειτόνισσες των διαφόρων ορόφων με τις λεκάνες με τα πλυμένα, ή που πότιζαν βασιλικούς. Συχνά αντάλλασσαν κανένα κουτσομπολιό με την απέναντι, ή καθώς ανεβοκατέβαιναν έριχναν κλεφτές ματιές στην κουζίνα της «αποπάνω» ή της «αποκάτω». Η κρυμμένη πλευρά των σπιτιών είναι νομίζω πάντα η πιο ενδιαφέρουσα, η πιο μύχια και αποκαλυπτική, περισσότερο δειλή παρά φιγουρατζού. Οι σκάλες αυτές με τα χρόνια μειώνονται, σκουριάζουν, καταρρέουν. Μοιάζουν με αγάλματα έτσι παραδομένες στο χρόνο και τον καιρό, αβάδιστες, παλαιικές, σε αναμονή μιας κατεδάφισης.
Σήμερα τα σπίτια μας είναι πιο εσωστρεφή. Γι’ αυτό με ηρεμεί ό,τι ακόμη παραμένει όρθιο σε αυτή την πόλη-η σκουριά είναι το ίχνος της επιμονής.

Στην πλατεία φέτος έστησαν προεκλογικό περίπτερο μόνο το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ. Ο κόσμος ήταν λιγοστός, όμως ο πιθανός προσεκτικός διαβάτης θα παρατηρούσε ότι και τα δύο έχουν ένα πανομοιότυπο ξύλινο πάγκο στο πλάι για να κάθονται οι επισκέπτες. Πριν από χρόνια, όταν υπήρχε ο ενιαίος Συνασπισμός είχαν φέρει στην Τοπική Οργάνωση τους δύο πάγκους κάποιοι σύντροφοι του ΚΚΕ. Ο Συνασπισμός διασπάστηκε και το κάθε κόμμα… πήρε πια από έναν πάγκο!
Από τότε στους πάγκους αυτούς της Αριστεράς κάθονται μόνο οι επισκέπτες…
*****
η φωτογραφία είναι από εδώ

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

η αποχή σου, η άποψή σου...

Τελικά ρε φίλε, καταγράφτηκε η άποψή σου. Ψήφισες μια χαρά με την αποχή σου. Άφησες τους νεοναζί να μπουν στο Δήμο Αθηναίων, τους χάρισες μια έδρα στο δημοτικό συμβούλιο.
Μετά σου φταίει το πολιτικό σύστημα…

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Έντυπες αφιερώσεις



- στον πάππο μου Λογοτέχνη Μιχαήλ…
- στους γονείς μου μ’ όλη μου την αγάπη
- στην Ελένη…
- στον αρτιγέννητο Αλέξανδρο που ήλθε ανθισμένος με λευκά χαμόγελα, σαν Δευτέρα
Παρουσία
- Στην Έλλη που με οδήγησε στο καθαρτήριο πυρ του έρωτα
- στους υποχωρήσαντες, στους εναπομείναντες και φυσικά στους γονείς μου που είναι πάντα
εδώ
- στη Φανή
- στον Γιάννη
- στη μνήμη των γονιών μου
- σ’ όσους δεν ονειρεύονται/ κατακτήσεις σ’ αστέρια /και μετρώντας πατρίδα τη Γη /δε
σταυρώνουν τα χέρια
**************
Θα μπορούσες να πεις πολλά για τη ματαιότητα της αιωνιότητας, για τη ματαιοδοξία της αθανασίας. Όμως σκέψου: πόση αγάπη υπάρχει στις αφιερώσεις των βιβλίων, τις τυπωμένες από τους συγγραφείς τους...

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Τιμώντας την επέτειο…

…Χρωστάμε ένα νέο «ΟΧΙ» στο φασισμό.



… «Μεσάνυχτα στην πλατεία Αττικής και βρίσκονταν παραταγμένα περίπου 80 άτομα. Γυναίκες μέσης ηλικίας, δεκαπεντάχρονα παιδιά, ηλικιωμένοι. Στέκονταν μπροστά στη διμοιρία των ΜΑΤ και φώναζαν: «Δεν είναι άνθρωποι οι λαθρομετανάστες, είναι σκουλήκια» και «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». Ο επικεφαλής της διμοιρίας προσπάθησε να διαπραγματευτεί. Το μπουλούκι άνοιξε και πετάχτηκε μια ομάδα νέων, γυμνασμένων, με ρόπαλα. Χτύπησαν έναν διερχόμενο, μάλλον μετανάστη, που έπεσε αναίσθητος. Ακολούθησαν επέμβαση των ΜΑΤ, μικροτραυματισμοί και προσαγωγές. Ορισμένοι παρέμειναν, αποτελώντας τη νυχτερινή ομάδα περιφρούρησης της πλατείας Αττικής.»

**********

η φωτογραφία είναι του 1938, από τη «Νύχτα των κρυστάλλων»

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Χρόνια ραδιοφώνου: "Μελωδία"

Ήταν αρχές του 1998, μια κρύα και συννεφιασμένη μέρα, από αυτές που αφήνουν για ανεξήγητους λόγους ίχνη στη ζωή μας. Ένα στρατιωτικό φορτηγό διασχίζει τους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά με προορισμό το μεγάλο λιμάνι, όπου και αδειάζει φανταράκια που μυρίζουν… «ψαρίλα». Ο στόχος είναι οι άνδρες να στελεχώσουν τις στρατιωτικές μονάδες της ανεμόεσσας Λήμνου. Για να φυλάνε… την πατρίδα. Πρέπει να φορούσα ό,τι φοριόταν, παρόλα αυτά το κρύο πάγωνε την ψυχή μου. Κάθομαι στην άκρη της καρότσας με ένα τρανζιστοράκι στα χέρια και τα ακουστικά στ' αυτιά να με ποτίζουν με μουσικές του Άσιμου. Ο «Μελωδία» έχει αφιέρωμα στη μνήμη του με αφορμή τα 10 χρόνια από το θάνατό του. Αποχαιρετώ γνώριμες γωνιές της πόλης των φοιτητικών μου χρόνων καθώς το φορτηγό κυλάει στα σωθικά της. Γωνιές και αναμνήσεις που μοιάζουν πιο αφιλόξενες από τις ξένες, που η μοναξιά τις κάνει αμείλικτες. Εκείνη την ημέρα ο σταθμός ήταν η μόνη συντροφιά μου. Μέχρι που το πλοίο για Λήμνο αποχώρησε.

Δεν ξέρω πόσες φορές πεθαίνει ένας άνθρωπος, σ’ εμάς πάντως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο Α΄ πεθαίνει σχεδόν κάθε φορά που πάμε στην Κόρινθο. Εξάλλου το λένε και οι ειδήσεις: όταν η Κ. ήταν στη Βρετανία για πρακτική και εγώ φύλαγα τα ανατολικά σύνορα της πατρίδας μας…, είχα ηχογραφήσει σε μια κασέτα τις αγαπημένες μας εκπομπές και της την είχα στείλει. Η μία πλευρά ήταν ο Οδυσσέας Ιωάννου (η δικιά της), η άλλη (η δικιά μου) ο Κώστας Θωμαΐδης και κάπου εκεί μέσα και ένα δελτίο ειδήσεων με την έκτακτη είδηση του θανάτου του «εθνάρχη».Τα χρόνια πέρασαν, παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά, η κασέτα παράπεσε, μετά ξαναβρέθηκε Σήμερα πια, τις «δύσκολες» ώρες των ταξιδιών που το ραδιόφωνο δεν πιάνει «ανεκτούς» σταθμούς, στο αυτοκινητάκι μας παίζει μια κασέτα, ακούγεται ένας σταθμός, δυο εκπομπές που κάποτε έδεναν δυο μοναξιές –μια στη Δύση και μια στην Ανατολή- και τώρα μας δένουν –δια της επαναλήψεως- με το παρελθόν της ζωής μας

Ο «Μελωδία» εδώ και μήνες νομίζω, είναι ένα φάντασμα. Τα Σαββατοκύριακα παίζει μουσική με play list, και οι παραγωγοί του μειώθηκαν δραματικά τις καθημερινές. Έφυγε και ο Οδυσσέας, ο Θωμαΐδης δεν είναι πια εκεί και πολλοί άλλοι.

Το ραδιόφωνο είναι ένα «Ρέο» στους δρόμους της πόλης, μια περιφερόμενη μοναξιά, ένας θάνατος που επαναλαμβάνεται στα ταξίδια μας, η πρώτη αγουροξυπνημένη μελωδία της μέρας, η βραδινή μελέτη και άλλα πολλά. Δεν ξέρω, νομίζω όμως πως η ζωή μας δεν μπαίνει σε play list...

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Tο κεντρικό δελτίο ειδήσεων

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας

Είναι το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA.

330 εργαζόμενοι απολύονται από την εταιρία FULGOR στην Κόρινθο. Σε παγκορινθιακό συλαλλητήριο αλληλεγγύης καλούν σήμερα τα τοπικά εργατικά κέντρα και ο Εμπορικός Σύλλογος. Στο 25% υπολογίζεται η ανεργία στον άλλοτε πρώτο σε ανάπτυξη νομό της χώρας.

274 εργαζόμενοι στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (πρώην ΚΕΠΥΟ) του Υπουργείου Οικονομικών είναι στον αέρα της απόλυσης. 48 έχουν ήδη απολυθεί, 170 πρόκειται να απολυθούν στις 14/11 και άλλοι 56 στις 10/4/2011. Οι εν λόγω εργαζόμενοι δουλεύουν για 680 ευρώ και είναι ανασφάλιστοι. Είναι οι άνθρωποι που συχνά στα ρεπορτάζ μας βλέπετε να περνούν ηλεκτρονικά με ρυθμό πολυβόλου τα στοιχεία των φορολογικών μας δηλώσεων.

Σε νέα απεργιακή κινητοποίηση από τις 6.00 π.μ. της Πέμπτης 21/10 έως την ίδια ώρα το Σάββατο 23/10 προχωρούν οι δημοσιογράφοι, διοικητικοί και τεχνικοί της «Απογευματινής». Η εφημερίδα εξακολουθεί για 4ο μήνα να χρωστά τις δεδουλευμένες αποδοχές στους εργαζόμενούς της.

607.035 άνθρωποι βρίσκονται χωρίς δουλειά στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 130.328 άτομα σε σχέση με τον Ιούλιο του 2009 (αύξηση 27,3%) και κατά 24.671 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2010 (αύξηση 4,2%). Πιο αναλυτικά, στις γυναίκες, το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 15,7% από 13,8% τον Ιούλιο του 2009, ενώ στους άνδρες αυξήθηκε στο 9,4% από 6,6%. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (32,6%) και 25-34 ετών (15,8%).

Στις διεθνείς μας ειδήσεις τώρα.
Άρωμα αισιοδοξίας σκορπάει στους εργαζόμενους όλου του κόσμου που πλήττονται από την οικονομική κρίση η πείσμων αντίσταση των γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας. Στα 3,5 εκατομμύρια έφτασε ο αριθμός των διαδηλωτών. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν στα 12 διυλιστήρια της Γαλλίας τις τελευταίες επτά ημέρες, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζεται η απεργία των λιμενεργατών στο μεγαλύτερο λιμάνι διακίνησης πετρελαίου, το Φος-Λαβερά, κοντά στη Μασσαλία..
*********************
Το δελτίο αυτό δεν είναι πιθανό να υπάρξει ποτέ στο MEGA.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Νυχτερινό σκηνικό

Βρέχει έξω απ' το παράθυρο.

Η βροχή τρυπάει τη νύχτα.

Όπως οι λέξεις τη λευκή σελίδα.

Μια αναμμένη λάμπα αναζητεί τον ένοχο

όμως ο ύποπτος κοιμήθηκα γυμνός

σχεδόν ανυπεράσπιστος.

Μόνο με τη βροχή-

σιγά-σιγά πλημμύρισε τα όνειρά μου.
*******************
η φωτογραφία είναι του Bruce Davidson

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Η λειτουργία της κυβέρνησης

Το Υπουργείο Πολιτισμού απολύει 1200 περίπου εργαζόμενους, αρχαιολόγους, τεχνίτες, αρχαιοφύλακες κ.α. και οδηγεί σε κλείσιμο αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία λόγω έλλειψης προσωπικού.

Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εξαπολύει καπνογόνα στους υπό απόλυση 1200 περίπου εργαζόμενους του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίοι υπερασπίζονται το δικαίωμα στην εργασία και διαμαρτύρονται.

Το Υπουργείο Υγείας απαγορεύει το κάπνισμα και όχι τα καπνογόνα που το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εξαπολύει στους απολυόμενους του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίοι υπερασπίζονται το δικαίωμα στην εργασία.

Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δεν υπερασπίζεται το δικαίωμα εργασίας των απολυόμενων του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίοι διαμαρτύρονται και γι’ αυτό το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη τους εξαπολύει καπνογόνα, αλλά υπερασπίζεται [ας πούμε] το… δικαίωμα των διαβητικών στον ακρωτηριασμό ως οικονομικότερη επιλογή από το να τους παρασχεθούν ειδικά θεραπευτικά υποδήματα .

Το Υπουργείο Παιδείας και δια βίου μπλα-μπλα εκπαιδεύει τους επόμενους αρχαιολόγους, αρχαιοφύλακες, τεχνίτες κ.α. που θα αντικαταστήσουν στις επόμενες απολύσεις τους 1200 περίπου απολυόμενους του Υπουργείου Πολιτισμού, τους οποίους το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα χτυπάει με καπνογόνα γιατί διαμαρτύρονται, καπνογόνα που το Υπουργείο Υγείας θα επιτρέπει τη χρήση τους σε όσους διαμαρτύρονται.

Το Υπουργείο Οικονομικών αρνείται εδώ και 24 μήνες την πληρωμή των υπό απόλυση 1200 περίπου εργαζόμενων του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά πληρώνει τακτικά τους εργαζόμενους του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη που τον προστατεύουν πετώντας καπνογόνα στους απολυόμενους, οι οποίοι υπερασπίζονται το δικαίωμα στην εργασία και διαμαρτύρονται.

Ο Πρωθυπουργός συντονίζει το έργο της κυβέρνησης που απολύει εργαζόμενους, τους οποίους εξάλλου 2 χρόνια τώρα δεν πληρώνει και στους οποίους επιτίθεται με καπνογόνα κάτω από την Ακρόπολη επειδή υπερασπίζονται το δικαίωμα στην εργασία και διαμαρτύρονται.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

η ζωή μας γυμνή

Όσο ο καιρός είναι ακόμα καλός, το σούρουπο βγαίνω το σεργιάνι μου στον κόσμο. Με την κόρη μου στο καρότσι της χανόμαστε στις διαδρομές της μεγάλης μας πόλης. Προτιμώ τις συνοικίες με μικρά σπίτια και πλατείες («οι πολυκατοικίες κρύβουν τους ανθρώπους»), γιατί αδιάκριτα σχεδόν παρακολουθώ τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Τις μυρωδιές από τα φαγητά που μαγειρεύουν, τους καυγάδες των μεγάλων και τα παιχνίδια των μικρών, μουσικές, τσιγάρα στα μπαλκόνια και μπύρες στα παγκάκια, παιδιά που διαβάζουν στο δωμάτιό τους για το σχολείο, την απίστευτη μοναξιά και ασχήμια των σπιτιών όταν οι ανοιχτές τηλεοράσεις αρχίζουν να κραυγάζουν ενημέρωση επιβάλλοντας ταυτόχρονη ησυχία σκέψης παντού. Βλέπω και μικρά μαγαζιά- όσα δεν έχουν κλείσει ακόμη – με ανθρώπους σκυφτούς και κουρασμένους από τη φασαρία και τις αγωνίες της μέρας.
Όλα αυτά και άλλα πολλά μου αρέσουν γιατί δεν έχουν τη βιτρίνα της καινούριας ζωής μας, είναι ό,τι συμπορεύεται με τα φθαρμένα όνειρα μεγαλώνοντας, με τους στόχους που είτε επιτεύχθηκαν, είτε έμειναν πίσω, με τις υποχρεώσεις που εκκρεμούν, με δυο κουβέντες βλέπω μια ζωή δίπλα μου χωρίς περιτύλιγμα, γυμνή.

Σήμερα κάποια στιγμή σταμάτησε μπροστά μας ένα αυτοκίνητο με δυο κορίτσια μέσα, δροσερά. Η συνοδηγός είχε στα χέρια της ένα GPS, αλλά δεν έβρισκε την «οδό Σινοπούλου». Στην Ελλάδα όταν οι ποιητές γίνονται δρόμοι, τονίζονται στην παραλήγουσα, πρόλαβα να σκεφτώ πριν απαντήσω. Έφυγαν και συνέχισα να σκέφτομαι. Θα ήθελα μονάχα να τους πω πως ο δρόμος έχει το όνομα ενός Ποιητή, και ο Ποιητής είναι ένας δρόμος.. Αλλά είμαι σίγουρος πως δεν τις ενδιέφερε.

Να διάολε. Αυτό θέλω να σας πω: είναι όμορφη η ζωή μας γυμνή.

**********
Αύριο στην Πλούμιτσα στη Λακωνία, στη μικρή γειτονιά των άγριων λουλουδιών και των γκρεμισμένων πύργων θα κρυφτούν για πάντα τα οστά του άλλου Ποιητή, του Νικηφόρου Βρεττάκου. Δεν έχει βέβαια καμία σημασία ποιοι θα μιλήσουν γι’ αυτόν…

Έγραψα όλα σχεδόν τα πράγματα
Στα χαρτιά. Έχω αντιγράψει
τα πρόσωπα τ’ ουρανού και της γης.
Ωστόσο επειδή, δε το ξέρω, μπορεί
και να σβηστούν τα όσα έγραψα, όχι
αυτά τα χαρτιά, αλλά η φύση
που αφήνω πίσω μου φεύγοντας
είναι η διαθήκη μου.

[«η διαθήκη», ποίημα από τη συλλογή «Εκκρεμής Δωρεά» του Νικηφόρου Βρεττάκου]

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Δύναμη και ειλικρίνεια

“Ευχαριστώ το μπαμπά μου, τη μαμά μου, τα ΜΜΕ που με στηρίζουν, τους βιομήχανους, τους μεγαλέμπορους, τους εφοπλιστές, τους τραπεζίτες και τους εργολάβους που με στηρίζουν που τους στηρίζω, τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που με πίστεψαν που έλεγα πως «λεφτά υπάρχουν», τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Κίνα, τα… Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όσους δεν αμφισβητούν την πολιτική μου, τους σπεκουλαδόρους, τους μεσάζοντες, τους μιζαδόρους, τους κλέφτες, τους φοροφυγάδες που τόσα χρόνια μας ακολουθούν και μας περιβάλλουν στο κυβερνητικό έργο μας. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον ανιψιό του θείου του, τον αντίπαλό μου Κ. Καραμανλή που μου έδωσε τη σκυτάλη της εξουσίας.”

Θα μπορούσε να είναι τμήμα της ευχαριστήριας ομιλίας του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου (πρώην «Γιωργάκη», γνωστού και ως GAP ή Παπανδρέου Γ΄) – αν ήταν ειλικρινής, κατά την τελετή βράβευσής του με το γερμανικό βραβείο «Quadriga», στην κατηγορία σκηνοθ… ουπς, «Δύναμης και ειλικρίνειας». Η βράβευση προβλήθηκε αρκετά στα ΜΜΕ, όσο απαιτεί η συγκυρία προκειμένου να σωφρονιστούν οι πολίτες και να πειστούν στο μονόδρομο επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων που ροκανίζουν τη χώρα. Βάζουν πλάτη δηλαδή οι Γερμανοί προκειμένου να θεωρηθεί θαρραλέα και ειλικρινής η πολιτική που εφαρμόζεται. Έξοχη επικοινωνιακή ιδέα, από αυτές που αρέσουν προφανώς στο επιτελείο του πρωθυπουργού.

Αδύναμη όμως (η ιδέα), αφού όλοι ξέρουμε πως η ειλικρίνεια τόσα χρόνια δεν υπήρχε, ούτε καν πέρυσι όταν η υποψήφια κυβέρνηση μας διαβεβαίωνε πως υπάρχουν λεφτά, πως θα γίνουμε η Δανία του Νότου στην εκπαίδευση, όταν μας μιλούσε για την πράσινη ανάπτυξη. Η ειλικρίνεια δεν υπήρχε όταν υπερασπίζονταν στη Βουλή και στον Τύπο τα εργασιακά δικαιώματα που τώρα σοσιαλιστικά αφαιρεί.

Αδύναμη είναι η ιδέα και στο σκέλος της «δύναμης». Νομίζω πως δεν χρειάζεται δύναμη για να εξολοθρεύσεις οικονομικά τους αδύναμους της κοινωνίας, δύναμη χρειάζεται για να εξολοθρεύσεις τα τρωκτικά της εξουσίας, για να εμπνεύσεις την κοινωνική υπευθυνότητα στον πολίτη, για να αφαιρέσεις τα υπερκέρδη από το κεφάλαιο, για να διοχετεύσεις τα κέρδη στην κοινωνία. Δύναμη θέλει να τα βάζεις με τους δυνατούς, όχι με τους αδύναμους.

Όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός μεταβαίνει στο Βερολίνο για να βραβευτεί ως θαρραλέος και ειλικρινής, είναι σαν να παραδέχεται πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν άξιζε ένα τέτοιο βραβείο στο παρελθόν. Άρα βραβεύεται γι’ αυτή την ειλικρίνεια. Πάσο.

Αν και σε αυτή την περίπτωση, πάλι δεν του αξίζει το βραβείο γιατί δεν είχε ποτέ τη δύναμη να το παραδεχτεί αυτό, καθώς ήταν δεκαετίες τώρα δραστήριο μέλος αυτού του πολιτικού σκηνικού που ούτε δυνατό, ούτε ειλικρινές ήταν..

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Το Κούκινου και η Ουγκάντα του Βορρά

- Μπορείτε να μας δείξετε πώς να χρησιμοποιούν τα αριθμητάρια;
- Εγώ του βάζω επιπλέον ασκήσεις από αυτές που τους βάζετε, αλλά αντιδράει. Μήπως μπορείτε να του πείτε ότι τις βάζετε εσείς, προκειμένου να τις κάνει;
- Αρνούνται να κοιμηθούν στις 21.00. Μήπως μπορείτε να τους πείτε να κοιμούνται νωρίς, γιατί εμάς δεν μας ακούνε;
- Δεν ΜΟΥ έχουν έρθει ακόμη κάποια βιβλία. Πότε θα τα παραλάβω;
- Διαδραστικούς πίνακες δεν έχει ακόμη το σχολείο;
- Μπορείτε να τους πείτε να μην ζωγραφίζουν στο σπίτι; Έχει γεμίσει τους τοίχους ζωγραφιές.
- Είναι αντιπαιδαγωγικό που της δίνω ένα ευρώ για κάθε εργασία που κάνει;
- Γίνεται τα πρωτάκια να προαυλίζονται άλλες ώρες, γιατί φοβούνται τα μεγαλύτερα παιδιά;

Συγκρατήθηκα και άφησα να κατασταλάξουν λίγο οι εντυπώσεις από τις πρώτες μέρες του σχολείου, τους γονείς και τους δασκάλους, το χελωνάκι που χωρίς φόβο και πάθος κάθε πρωί βαδίζει… την πορεία προς τη γνώση….

Οι παραπάνω κουβέντες ειπώθηκαν στην πρώτη «ενημέρωση γονέων»*. Εκεί ακούσαμε από τη δασκάλα, ότι επειδή έχουν αυξηθεί τα «γνωστικά» δεν είναι εφικτό ακόμη να βγει το πρόγραμμα, ότι λείπουν κάποιες ειδικότητες***, καταλάβαμε ότι υπάρχει ένα θεματάκι με τους καθηγητές που μπήκαν στην πρωτοβάθμια («δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις», κάτι μου θυμίζει αυτό… κάτι σχετικό με τις σχολικές βιβλιοθήκες και τους βιβλιοθηκονόμους….). Επίσης χωρίς να βγούμε σοφότεροι σε ό,τι έχει να κάνει με τη λειτουργία και το πρόγραμμα του σχολείου (τι έχει αλλάξει βρε αδερφέ από τότε που εμείς πηγαίναμε στο δημοτικό;) ακούσαμε ότι το παιδί στο σχολείο ακούει και στο σπίτι εμπεδώνει τα νέα πράγματα. Εγώ βέβαια σκέφτηκα κάτι καλύτερο, αλλά δεν το είπα: στο σπίτι να ακούει και στο σχολείο να εμπεδώνει. Τέλος παραδώσαμε και τα σχετικά αναλώσιμα με τα οποία ευτυχώς το δημόσιο σχολείο θα μπορεί να λειτουργεί (χαρτιά, χαρτόνια, κόλλες, πλαστελίνες κτλ) παρέχοντας τη συνταγματικά κατοχυρωμένη δωρεάν παιδεία που είναι δικαίωμα όλων (όσων μπορούν να την πληρώνουν έμμεσα και άμεσα) …

Κατά τα άλλα, οι επιχορηγήσεις για τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων έχουν μειωθεί στο 1/3 των περσινών και οι λογαριασμοί ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ δεν έχουν πληρωθεί εδώ και μήνες, ούτε θα πληρωθούν. Τα χρήματα που έχουν δοθεί θα διατεθούν για το πετρέλαιο - χωρίς να είναι βέβαιο αν θα επαρκέσουν, όπως μας ενημέρωσε ο διευθυντής του σχολείου. Εκεί σε λίγο καιρό θα τεθεί το θέμα να πληρώσουμε οι γονείς, οπότε προβλέπω να γίνεται τρελό πανηγύρι… Το θέμα αυτό δεν αφορά μόνο στο εν λόγω σχολείο, αλλά από ό,τι καταλαβαίνω σε πολλά σχολεία της Αττικής (τουλάχιστον). Δεν θα σας απασχολήσω με το «διευρυμένο ωράριο» και τα «γνωστικά» του που επαναλαμβάνονται στο πρόγραμμα του «ολοήμερου» (σχολείου), το οποίο «ολοήμερο σχολείο» δεν θα ασχολείται πλέον με τη «μελέτη», δηλαδή το διάβασμα των μαθημάτων και τις εργασίες τις επόμενης μέρα για τα παιδιά που το παρακολουθούν, και τα οποία θα διαβάζουν τα μαθήματά τους («εμπέδωση») μετά τις 16.00 το απόγευμα που θα συναντούν τους ταλαίπωρους γονείς τους στο σπίτι κουρασμένα και αυτά, όπως και εκείνοι…..ουφ!

Ο Σύλλογος Γονέων έχει εξαιρετική δραστηριότητα και παρέχει μέσω της εθελοντικής προσφοράς πολλά πράγματα καθώς και με καλύτερους οικονομικούς όρους αρκετές δραστηριότητες (μουσική, σκάκι, θέατρο, χορούς κ.α.) τα Σάββατα στο χώρο του σχολείου.

Ήμουν μάλλον αφελής να περιμένω πως θα δω 24 χρόνια μετά την έξοδό μου από το δημοτικό μία βελτιωμένη και σύγχρονη εκπαίδευση. Ο «δάσκαλος» έχει χάσει αρκετή από την αίγλη του, ο νέος δάσκαλος έχει ωστόσο ενισχύσει την κενοδοξία του – το βλέπουμε και… αλλού αυτό –, νοιώθω πως η νέα ορολογία του σχολείου είναι κενή περιεχομένου, ή τουλάχιστον του ανάλογου. Οι γονείς – ναι έχουν και δικαίωμα ψήφου – έχουν «απολέσει τη σφαίρα» και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνονται τόσο πολύ να φορτώσουν γνώσεις αντάξιες της σκληρής αγοράς τους μικρούς μπελάδες τους.

Ας είναι. Ας πάμε λοιπόν σε κάτι εύθυμο, έτσι, για να μην αφήσω μία αίσθηση γκρίνιας.

[Ο διάλογος γίνεται στην κουζίνα:]
- Μαμά σήμερα κάναμε αγγλικά
- Ναι;
- Ξέρεις πώς λέμε τη μπανάνα στα αγγλικά;
- Πώς;
- ΜΠΑΝΑΝΑ
-…
- … την πίτσα;
- …;
- ΠΙΤΣΑ. Το μπλε;
- πώς;
- μπλου

- Εγώ: Και δεν μου λες…. Το κόκκινο πώς λέγεται, ξέρεις;
- Εκείνος: …. Εεε… ΚΟΥΚΙΝΟΥ

*Ενημέρωση γονέων: οι γονείς λένε τον πόνο τους, και η δασκάλα τον δικό της
** Γνωστικά: οι παλιοί θα τα θυμούνται ως «μαθήματα». Επίθετο που συμπεριφέρεται ως ουσιαστικό…
*** Ειδικότητες ή εκπαιδευτικοί λέγονται σήμερα οι δάσκαλοι και οι καθηγητές

********************
Συμπληρώνεται σήμερα ένας χρόνος από όταν η παρούσα κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία. Είχε υποσχεθεί πως με τα λεφτά «που υπάρχουν» θα φτιάξει μία καινούρια παιδεία μετατρέποντας την Ελλάδα σε «Δανία του Νότου». Φαίνεται πως για να γίνουμε «Δανία του Νότου» πρέπει πρώτα να μετατραπούμε σε Ουγκάντα του Βορρά;

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

"οι βιβλιοθήκες μαραζώνουν"

Μία αγαπητή συνάδελφος με ενημέρωσε πριν από λίγες μέρες για ένα δυσάρεστο γεγονός που λαμβάνει χώρα στη Μυτιλήνη. «Οι βιβλιοθήκες μαραζώνουν» μου λέει με πίκρα για μια ακόμη φορά. Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης θα κλείσει άμεσα, καθώς η προϊσταμένη της βγαίνει σε σύνταξη και η σύμβαση των δύο «εκπαιδευόμενων» με stage λήγει σε δύο μήνες. Θα μείνει πίσω μόνο η καθαρίστρια. Μία βιβλιοθήκη με ιστορία πάνω από 50 χρόνια θα κλείσει γιατί προφανώς δεν είναι χρήσιμη.

Προσωπικό εξάλλου δεν χρειάζεται – κατά την άποψη του Υπουργείου Παιδείας και δια βίου μπλα-μπλα, ούτε η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Κοραή στη Χίο, η οποία «λειτουργεί» με ανειδίκευτο προσωπικό αποσπασμένων εκπαιδευτικών χρόνια τώρα.

Και ενώ οι πολλοί «καμάρωσαν» πριν από λίγες μέρες στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τη βράβευση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βέροιας από το ίδρυμα Gates, σκέφτομαι πως τέτοιες ειδήσεις καμιά φορά κρύβουν την πραγματική κατάσταση ή χρησιμοποιούνται για να την κρύψουν. Έχουμε ανάγκη από καλές ειδήσεις μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό των οικονομικών, εργασιακών και πολιτικών καταρρεύσεων, όμως πιο πολύ ανάγκη έχουμε τις λύσεις που πρέπει να δίνονται στα προβλήματα που δημιουργούνται. Δεν θα επιβραβεύουμε το αυτονόητο, θα πρέπει να το διεκδικούμε, γιατί δεν υπάρχει. Πόσο λίγοι έγραψαν για το κλείσιμο των παιδικών βιβλιοθηκών σε όλη την Ελλάδα, 7 μήνες τώρα είναι κλειστές.

Την ίδια στιγμή οργανώνονται σεμινάρια management για βιβλιοθήκες…………
Ραπανάκια για την όρεξη δηλαδή!


Θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη η στράτευση των ανθρώπων που συμμετέχουν στο Συμβούλιο Βιβλιοθηκών του Υπουργείου Παιδείας και δια βίου μπλα-μπλα στην άμεση επίλυση των δομικών προβλημάτων των βιβλιοθηκών. Είναι σε όλους μας γνωστά. Συνάδελφοι Γιώργο, Νατάσα, Κατερίνα, Ντίνα βοηθείστε να μην κλείσουν βιβλιοθήκες και να ανοίξουν όσες έκλεισαν. Τουλάχιστον αυτό. Αλλά δεν αρκεί...