Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Για την "αγάπη των βιβλίων" της Έλλης Δρούλια*



[Οι βιβλιοθηκάριοι είμαστε άνθρωποι με βλάβες… 

Έχετε την εντύπωση πως οι βιβλιοθήκες είναι το βασίλειο της σιωπής. Εμείς όμως το ξέρουμε καλά: στις βιβλιοθήκες βασιλεύουν χιλιάδες φωνές, τις ακούμε συνέχεια. Είναι τα βιβλία που μιλάνε μεταξύ τους, που φωνάζουν. Κάποιες από αυτές τις φωνές καταγράφει στο βιβλίο της η Έλλη Δρούλια. Νομίζω πως αξίζει να τις ακούσουμε] 

Οι βιβλιοθήκες φίλες και φίλοι είναι για τους περισσότερους χώροι συγκέντρωσης και αποθήκευσης βιβλίων, οργάνωσης, τάξης, πρόσβασης ή έστω ένας παράδεισος όπως θα έλεγε ο Μπόρχες. Για εμάς τους βιβλιοθηκάριους είναι νομίζω ένας κατεξοχήν χώρος ερωτημάτων, αναζητήσεων, λοξοδρομήσεων και παραπομπών. Όπως και στα βιβλιοπωλεία έτσι και σε αυτές οι άνθρωποι έρχονται με την αγωνία της ανάγνωσης και φεύγουν με το σπόρο της επόμενης αμφιβολίας. Είμαι εδώ για να σας παρουσιάσω συνοπτικά ως βιβλιοθηκάριος και μπλόγκερ τις βόλτες που δημιούργησαν ένα βιβλίο, το βιβλίο της συναδέλφου μου Έλλης Δρούλια «για την αγάπη των βιβλίων». Ως μπλόγκερ κι εγώ μπορώ να τη φανταστώ να γράφει τα ποστ της κλέβοντας χρόνο από τη δουλειά, ανάμεσα σε καταλογογραφήσεις, δανεισμούς κι αιτήματα, προσπαθώντας να κρατήσει την ιδέα και να τη διατυπώσει με έναν τρόπο καινούριο ως τότε, έχοντας μια υπόγεια απορία αν θα διαβαστούν, αν θα σχολιαστούν, αν θα αλληλεπιδράσουν. 

Τα κείμενα που συγκροτούν το βιβλίο «για την αγάπη των βιβλίων» τα πρωτοδιάβασα χρόνια πριν, τα παρακολουθούσα να γεννιούνται κεφάλαιο το κεφάλαιο σε ένα παράξενο «σπίτι» που το έλεγαν «Tobaccori» κι ύστερα σε ένα άλλο σπίτι που το έλεγαν «Βολτίτσες». Ήταν το 2007, 2008, 2009 και τα μπλογκ του βιβλίου και των βιβλιοθηκών δεν ήταν πολλά. Εκείνη έγραφε στη βιβλιοθήκη της κι εγώ διάβαζα από τη δική μου. Θυμάμαι πότε, πού και υπό ποιες συνθήκες έχω διαβάσει πολλά από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Θυμάμαι ποια σχολίασα, τι σχολίασα, σε τι διαφωνήσαμε με την Elli και τη Librarian. Ξαναδιαβάζοντάς τα φέτος το καλοκαίρι, σκέφτηκα δυο τρία πράγματα, και αυτά θέλω να σας καταθέσω απόψε: 

Τι ήταν αυτό το φαινόμενο των ιστολογίων; Ποιος ήταν ο λόγος ύπαρξής τους; Τι πρόσφεραν στο δημόσιο λόγο και πώς τον διαμόρφωσαν; Γιατί τελείωσαν; Τα μπλογκ ήταν μια νέα, ελπιδοφόρα και δημιουργική δημοκρατία του λόγου: ο καθένας μας μπορούσε να «δημοσιογραφεί», να επιδρά, να συνδιαμορφώνει, να σχολιάζει και να αντιδρά. Για εμάς, τους ανθρώπους των βιβλιοθηκών ήταν ένα «επιτέλους να μιλήσουμε γι’ αυτό που αγαπάμε», θα διαβάσετε συχνά στα κείμενα της Έλλης για την πλημμυρίδα των άγραφων κειμένων, τη λαχτάρα να περιγράψει. Σας θυμίζω πως το Ίδρυμα Νιάρχου, δεν είχε απλώσει ακόμη τα επικοινωνιακά του δίχτυα στον ημερήσιο και κυριακάτικο τύπο, η Εθνική Βιβλιοθήκη ήταν ακόμη ντεμοντέ, και όταν απαντούσες στο ερώτημα «τι δουλειά κάνεις;» σε ρωτούσαν «βιβλιο – τι;». Επομένως γράφαμε για τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες γιατί κανείς άλλος δεν έγραφε. Αυτά τα λίγα νησάκια δημόσιου λόγου για τις βιβλιοθήκες δημιούργησαν και μια νέα «κοινότητα» νέων συναδέλφων γύρω από αυτά. Γρήγορα όμως το πράγμα μεγάλωσε και απλώθηκε, οι κοινότητες των ιστολόγων γίναν… πόλεις, φυλές και φιλίες αναπτύχθηκαν, μια ολόκληρη γενιά εκφράστηκε σε μια πυκνή εποχή που τα πράγματα άλλαζαν και κατέρρεαν. Ύστερα ήρθε το twitter, το facebook, το instagram, τα κείμενα μίκρυναν ή εξαφανίστηκαν, την ίδια στιγμή που η γνώμη μας έβρισκε πλέον μεγαλύτερη απήχηση. Νίκησε η ευχέρεια και η ταχύτητα της αλληλεπίδρασης, οι χρήστες του μέσου κοινωνικής δικτύωσης πολλαπλασιάστηκαν. Αυτά τα κείμενα γράφτηκαν υπό αυτές τις συνθήκες, εξυπηρετώντας πάνω-κάτω αυτές τις ανάγκες. 

Η «αγάπη των βιβλίων» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για βιβλία που μιλάνε για βιβλία. Τελικά μιλάει μόνο για βιβλία; Όταν αναφέρεται στις Παιδικές Βιβλιοθήκες (και τον καταργημένο πια λόγω μνημονίων ΟΠΕΒ), λέει για τα μειονοτικά σχολεία της Θράκης και για τα νοσηλευόμενα παιδιά-αναγνώστες του «Αγία Σοφία» και του «Αγλαΐα Κυριακού», όταν αναφέρεται στις βιβλιοθήκες των φυλακών μιλάει για την Κασαβέτεια και το παράδειγμά της (1998…). Οι επιλογές της Έλλης, τα κείμενα που τελικά γεννήθηκαν, ήταν αντίσταση και διαφυγή στους κλυδωνισμούς, στους προσεισμούς εκείνων των χρόνων, ήταν το όνειρο της αγάπης του βιβλίου και η μελαγχολία των προσπαθειών που κατέρρεαν, έμεναν έωλες, ημιτελείς, ασχεδίαστες. Τα βιβλία της Έλλης είναι οι άνθρωποι που τα έγραψαν που τα εξέδωσαν, που τα εικονογράφησαν, που τα μετέφρασαν, τα καταλογογράφησαν, τα δάνεισαν, τα δανείστηκαν, τα πούλησαν και τα αγόρασαν, τα σημείωσαν, τα πλαστογράφησαν. Είναι βόλτες, αποδράσεις σε βιβλιοπωλεία, σελίδες τίτλων, υπογραμμίσεις, παζάρια κι εκθέσεις βιβλίων, είναι σκυταλοδρομίες από βιβλίο σε βιβλίο, είναι μια γεωγραφία του βιβλίου. 

Εν κατακλείδι, το βιβλίο της Έλλης Δρούλια «για την αγάπη των βιβλίων» είναι μια ηθογραφία της ανάγνωσης, το χρονογράφημα μιας βιβλιοφιλίας. Οικοδομείται με μικρά κείμενα σχεδόν άμεσης απεύθυνσης, στις περισσότερες περιπτώσεις στα όρια του προφορικού λόγου. Συνομιλούν με τον αναγνώστη τους, όπως συνομιλούν και με τις πηγές τους. Νομίζω πως αυτό το τελευταίο είναι και μια κληρονομιά του ιστολογικού φαινομένου, που διαφοροποιείται από το δημοσιογραφικό λόγο του παρελθόντος και απέχει από τον όποιο λογοτεχνικό. Τα κείμενα αυτού του βιβλίου δεν επιχειρούν να εξαντλήσουν το θέμα τους, είναι παραπομπές για περαιτέρω αναγνώσεις, είναι και δελεαστικές σιωπές. Όπως λέει κάπου η Έλλη, «έτσι και οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, μιλάνε με λόγια και συζητήσεις, μιλάνε και με τις σιωπές τους, μέσα από αυτά που επιλέγουν να μην πουν και αυτά που αφήνουν να σέρνονται με μισόλογα, αναλογίες, αδιόρατες εκφράσεις του προσώπου, σωματικές κινήσεις, άηχους κώδικες, άλλοτε έχοντας συναίσθηση και συνείδηση, άλλοτε όχι, αλλά πάντα συμβαίνει. Οι συνομιλητές πρέπει να είναι σε συνεχή εγρήγορση». 

Θα έλεγα πως τα κείμενα αυτά είναι μια σεμνή καταγραφή μιας «άσεμνης» λατρείας του βιβλιακού πολιτισμού μας, η οποία μας κρατά εν τέλει σε εγρήγορση.

*
Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 25/9/2018. 

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι του ανθρώπου που έφυγε από το μυαλό του


Μια φορά ένας άνθρωπος βγήκε από το μυαλό του, ήθελε, λέει, να 'ναι ελεύθερος, όμως δεν ήξερε πού να πάει και χάθηκε. Ή έτσι είπαμε όσοι μείναμε πίσω. Όπως και να 'ναι δεν τον ξαναείδαμε στο μυαλό του ή έστω κάπου εκεί τριγύρω. Το πρόβλημα ωστόσο όσων μείναμε πίσω είναι πως ποτέ δεν μάθαμε αν εμείς ζήσαμε στο δικό του ή στο δικό μας μυαλό.

***
ο πίνακας είναι της Gertrude Abercrombie

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Σεπτέμβρης τα κατάφερε


Ο Σεπτέμβρης κατάφερε να 'ρθει
Τον αφήσαμε νομίζω
Tο νιώθεις το βράδυ που κλείνεις τα παντζούρια
μια ζαβολιά
παραμονεύει κάτω από τη λάμπα του δρόμου
Έχει περασμένο στον ώμο
ένα διπλωμένο σακάκι, σου χαμογελάει
Πέφτεις για ύπνο
εκείνος έξω
σφυρίζει ένα παλιό σκοπό από το Orfeu Negro
Τον συναντάς στο πρώτο σου όνειρο
και φεύγετε μαζί
Τα κατάφερε.

***
ο πίνακας είναι του James Harold Noecker


Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι του Άρη Μ.


Την ιστορία αυτή την ακούσαμε μια μέρα στο καφενείο, στην πλατεία του χωριού. Μας την είπε ο μπάρμπα – Άρης και τη συμπλήρωσαν από τα διπλανά τραπέζια σε κάτι ασήμαντες λεπτομέρειές της οι υπόλοιποι γέροντες. Θα προσπαθήσω από μνήμης να τη γράψω εδώ, αποφεύγοντας όλα αυτά τα τεχνάσματα της γραφής, τις αποσιωπήσεις, τους συμβολισμούς και τις ανατροπές. Γεγονός είναι ωστόσο πως αυτή η εξιστόρηση μας αναστάτωσε όλους, τόσο αυτούς που την αφηγήθηκαν, όσο κι εμάς που την ακούσαμε. Το χρόνο που ακολούθησε οι περισσότεροι προτίμησαν να την ξεχάσουν και κανείς πάλι δεν έκανε κουβέντα γι’ αυτήν.

Τα παλιά χρόνια ζούσε στα μέρη μας ένας ξακουστός παραμυθάς, οι ιστορίες του είχαν ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, αυτές άκουγαν με μάτια γεμάτα ελπίδα οι αγρότες και γεμάτα τρόμο οι βασιλιάδες. Στις βιβλιοθήκες τις μελετούσαν οι γραμματιζούμενοι κι έγραφαν βιβλία γι’ αυτές, κάποιος μια μέρα ανακοίνωσε πως ο πραγματικός κόσμος δεν είναι αυτός που ζούμε, αλλά αυτός που ζει και πεθαίνει στα παραμύθια. Μια μέρα ο παραμυθάς πήγε στο γιατρό και του παραπονέθηκε πως τον πονούσε η κοιλιά του, πως ένιωθε να φουσκώνει χωρίς να έχει έχει φάει πολύ, πως αυτή η δυσάρεστη αίσθηση δεν τον άφηνε σχεδόν να αναπνεύσει. Ο γιατρός του είπε πως στην ηλικία του θα έπρεπε να προσέχει πιο πολύ τη διατροφή του, να ξεκουράζεται και να κοιμάται πολύ. Ο γέρος παραμυθάς γύρισε στο σπίτι του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Οι μέρες περνούσαν και κανείς δεν τον είδε να βγαίνει από εκεί. Μόνο που μια μέρα ένας μεγάλος κρότος ξύπνησε τους χωριανούς κι ένας σεισμός τους σήκωσε απ’ τις καρέκλες και τα κρεβάτια τους. Βγαίνοντας έξω αναστατωμένοι είδαν το σπίτι του παραμυθά γκρεμισμένο κι ένα μικρό παράξενο βουνό στη θέση του, σαν πυκνό μαύρο σύννεφο. Κάποιοι πρόσεξαν πως όλο αυτό το σκοτεινό και απειλητικό σύννεφο δεν ήταν παρά ο παραμυθάς, ή μάλλον η κοιλιά του. Την αρχική έκπληξη θα την είχε διαδεχθεί η αδιαφορία, γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν και στα πιο παράξενα πράγματα που δεν τους απειλούν, αν δεν συνέχιζε να μεγαλώνει η κοιλιά του παραμυθά μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα. Σύντομα πέρασε τα σύνορα του κτήματός του, γκρέμισε τα διπλανά σπίτια, κατέλαβε όλο το χωριό και συνέχιζε να μεγαλώνει. Η πεδιάδα που ζούσαμε ήταν πια για τους περιηγητές ένας μικρός λόφος και καθώς περνούσαν τα χρόνια η κοιλιά του παραμυθά έγινε το μεγάλο μας βουνό και τότε σταμάτησε να μεγαλώνει. Δέντρα φύτρωσαν πάνω της και πουλιά σταθήκαν στα κλαδιά τους και τα χιόνια που έλιωναν στην κορυφή της έφτιαξαν ποτάμια που κατέβαιναν απ’ τις κοιλάδες της, ώσπου κάποια στιγμή ξαναχτίσαμε το χωριό μας.

Όλα θα είχαν ξεχαστεί, γιατί συνηθίζουμε και στα πιο παράξενα πράγματα, όμως ένα βράδυ έγινε κάτι που θα θυμούνται πάντα οι άνθρωποι: η κοιλιά του παραμυθά έσκασε και από μέσα της βγήκαν δράκοι και ληστές κι έσφαξαν κι έκλεψαν τα ζωντανά μας και πήραν τις κόρες μας μακρυά, και τέρατα παράξενα, ψάρια με φτερά, κι άλογα σαρκοβόρα και πουλιά με σιδερένια ράμφη και γυάλινες κραυγές μας κυνηγούσαν σε βουνά και σε λαγκάδια να μας φάνε. Γλίτωσαν από εμάς μονάχα όσοι κατάφεραν και κρύφτηκαν στις σπηλιές. Μέρες μετά ξαναγυρίσαμε στο ρημαγμένο τόπο μας και ξαναχτίσαμε τα σπίτια και το βιος μας.

Δεν ξαναφήσαμε έκτοτε να μείνει παραμυθάς στον τόπο μας, γιατί όσα κρύβει το μυαλό του παραμυθά τα φανερώνει η κοιλιά του.

***
ο πίνακας είναι του Antonio M. Ruiz ("El Corcito")

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι του ζητιάνου







Μια μέρα ήρθε στην πόλη μας ένας ζητιάνος και κάθισε φαρδύς-πλατύς στα σκαλιά του ναού. Οι ζητιάνοι ξέρουν καλά πως δεν θα τους βοηθήσει κανένας θεός, μόνο αυτοί που ζητάνε τη βοήθεια του θεού θα τους βοηθήσουν. Είχε μέρα και νύχτα απλωμένο το χέρι του και την παλάμη του ανοιχτή στρέφοντάς τη σε όποιον περνούσε. Κάποιοι του έδιναν χρήματα, όμως εκείνος έδειχνε να αδιαφορεί που γέμισε η χούφτα του στην αρχή, κι ύστερα ξεχείλισε. Οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά, ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι θέλεις επιτέλους άνθρωπέ μου;» 
"Δεν θέλω να πάρω" απάντησε ο ζητιάνος. "Τι έχεις να δώσεις;" τον ρώτησε με χλευασμό ο άνθρωπος του θεού. "Το χέρι μου" του είπε ο ζητιάνος και πήρε ένα τσεκούρι, έκοψε το χέρι του και του το έδωσε.

Την επόμενη μέρα ο ζητιάνος κάθισε στην ίδια θέση κι άρχισε να τραγουδάει. Οι πιστοί σιγά-σιγά του έδιναν πάλι τη βοήθειά τους, ακόμη πιο φιλεύσπλαχνα, αφού η μουσική πάντα μαλακώνει τους ανθρώπους. Και πάλι εκείνος όμως δεν έδινε σημασία, και τα κέρματα έγιναν ένα μικρό βουνό στο πλάι του. Οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά, ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι θέλεις επιτέλους άνθρωπέ μου;» 
«Δεν θέλω να πάρω», απάντησε ο ζητιάνος. «Τι έχεις να δώσεις;» τον ρώτησε με χλευασμό ο άνθρωπος του θεού. «Τη φωνή μου» του είπε ο ζητιάνος και πήρε ένα τσεκούρι, έκοψε τη γλώσσα του και του την έδωσε. 

Την επόμενη μέρα ο ζητιάνος κάθισε στην ίδια θέση. Δεν μιλούσε, δεν άπλωνε το χέρι του, μόνο κοιτούσε τους περαστικούς. Και οι πιστοί του έδιναν τη βοήθειά τους, γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τα μάτια που τους κοιτούν. Όπως και τις άλλες φορές ο ζητιάνος δεν έδινε σημασία στα χρήματα και τις προσφορές κι οι άνθρωποι παραξενεύτηκαν με αυτή του τη συμπεριφορά. Ένας μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένος: 
- «Τι άλλο έχεις επιτέλους να δώσεις άνθρωπέ μου;» 
Και τότε σηκώθηκε ο ζητιάνος, πήρε ένα τσεκούρι και του ‘κοψε το κεφάλι. 

Την επόμενη μέρα η θέση του ζητιάνου ήταν άδεια, ούτε τον ξαναείδαμε ποτέ.

***
ο πίνακας είναι του Πάβλου Χαμπίδη