«Αργά, πολύ αργά, τα πόδια γύριζαν σαν δυο μαγνητικές βελόνες προς τα δεξιά, βόρεια, βορειοαναταλικά, ανατολικά, νοτιοανατολικά. Μετά σταμάτησαν και άρχισαν να γυρίζουν αντίστροφα προς τ’ αριστερά. Νοτιοδυτικά, νότια, νοτιοανατολικά, ανατολικά…».
Είναι η τελευταία φράση του «Θαυμαστού καινούργιου κόσμου» του Aldous Haxley. Ο Βρετανός συγγραφέας το εξέδωσε το 1932. Πρόκειται για ένα προφητικό, δυστοπικό μυθιστόρημα, στο οποίο το μέλλον της ανθρωπότητας περιγράφεται εφιαλτικά ευζωικό, μια νέα δικτατορία της καλοπέρασης έχει εξαφανίσει κάθε τι ενοχλητικό για την ανθρώπινη συνείδηση, όλα υπάρχουν και επιτρέπονται μόνο όταν εξυπηρετούν την κατανάλωσή τους, την αγορά και την πώλησή τους. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται και πεθαίνουν νέοι νωρίς. Δεν έχουν οικογένεια, δημιουργούνται τεχνητά, η «μητέρα» και ο «πατέρας» είναι βρισιά. Έχει εξαφανιστεί κάθε ατομικότητα. Έχει εξασφαλιστεί προγεννητικά η απόλυτη υποταγή στην κοινωνική ταξικότητα: «Η ιδανική κατανομή του πληθυσμού… έχει για μοντέλο της ένα παγόβουνο, όπου τα οχτώ ένατα βρίσκονται κάτω από το νερό και το ένα ένατο πάνω». Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε 5 τάξεις: τους Άλφα, του Βήτα, τους Γάμα, τους Δέλτα και τους Έψιλον. Ακόμη και αυτοί οι τελευταίοι είναι ευχαριστημένοι:
- «Παρά την απαίσια δουλειά που κάνουν;
- «Δεν την βρίσκουν καθόλου απαίσια, αντίθετα τους αρέσει. Διότι η εργασία τους είναι ελαφριά, παιδική. Δεν χρειάζεται να κουράζουν το μυαλό ή τους μυς τους. Επτάμιση ώρες άνετης εργασίας, κι ύστερα ναρκωτικά και παιχνίδια, ελεύθερες σχέσεις και αισθησιακά θεάματα. Τι άλλο να θέλουν;»
Για ό,τι περισσεύει ή εκλείπει, για ό,τι ξεφεύγει του απόλυτου βιολογικού ελέγχου υπάρχουν και τα ναρκωτικά, ικανά να εξαφανίσουν την αγωνία του θανάτου, την ενοχή και τη θλίψη, πράγματα περιττά και επιζήμια. Η «σόμα» είναι ο μισθός των εργαζόμενων και η ανταμοιβή, κυκλοφορεί σε καταπόσιμα δισκία, είναι ένας νέος «χριστιανισμός, δίχως δάκρυα».
Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ηγέτης αυτής της παγκόσμιας κοινότητας, ο Μουσταφά Μοντ, «η ευτυχία, ξέρετε, είναι πρόβλημα που απαιτεί δύσκολους χειρισμούς – ειδικά η ευτυχία των άλλων». Κι αφού η ευτυχία είναι το απόλυτο ζητούμενο, στην προσπάθεια επίτευξής της άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, η αλήθεια, η ελευθερία ας πούμε, μπορούν να χαθούν για πάντα. Η ίδια η έννοια της ελευθερίας είναι εξάλλου σχετική, είτε πρόκειται για ανθρώπους που δημιουργούνται σε εργοστάσια κλωνοποίησης και φιάλες γονιμοποίησης, είτε πρόκειται για γεννημένους από μητέρες και πατέρες και οικογένειες:
«Αφού βγει από τη φιάλη, ουσιαστικά παραμένει εμφιαλωμένος σε μια άλλη, αόρατα σχηματισμένη από εμβρυακές καθηλώσεις. Ο καθένας μας φυσικά… περνάει τη ζωή του σε μια φιάλη».
Δεν τελειώνουν όλα εδώ. Υπάρχει και η εξαίρεση, το λάθος. Που το εναγκαλίζεται η κανονικότητα δημιουργώντας ένα προστατευτικό (γι’ αυτήν) κουκούλι γύρω του. Υπάρχει και ο Άγριος, που φωνάζει «εγώ θέλω τον θεό, την ποίηση, τον θανάσιμο κίνδυνο, την ελευθερία, την καλοσύνη την αμαρτία, δεν θέλω την ευκολία μου… ναι, ζητάω το δικαίωμά μου να είμαι δυστυχισμένος».
Φτιάχνω μια γωνιά δυστοπιών στη βιβλιοθήκη μου τα τελευταία δύο χρόνια. Προς το παρόν το «Φαρενάιτ 451» του Μπράντμπερι (1953), το «1984» του Όργουελ (1949) και ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Χάξλεϋ διασταυρώνονται και αποκλίνουν σε αυτή με τρόπο δημιουργικό. Δεν ξέρω αν αυτό που με ενόχλησε στο «1984» είναι η σταλινική αναφορά του, δεν νομίζω πως εξαντλείται σε κάποιου είδους αντικομμουνισμό ο Όργουελ. Η οπτική του μου φαίνεται πιο κοντά στον Κάφκα, αν και σαφώς αγγλοσαξωνική. Από την άλλη ο Χάξλευ μοιάζει να έχει λιγότερα βαρίδια. Ο καπιταλιστικός κόσμος που ζούμε μοιάζει να καθρεφτίζεται περισσότερο στον δικό του κόσμο, παρά σε αυτόν του Όργουελ. Ίσως γι’ αυτό η δημοφιλία του έργου του Χάξλεϋ να μην είναι ισότιμη με του Όργουελ: ο δεύτερος εξυπηρέτησε τις δαιμονοποιήσεις του Ψυχρού Πολέμου. Και δεν ξεχνούμε τον υπέροχο παραμυθά, τον Αμερικάνο, τον Μπράντμπερι. Για μένα είναι ο πιο ενδιαφέρων, αν και τρίτος στη σειρά.
[Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια μικρή μελέτη για τη χρήση της βιβλιοθήκης και του βιβλίου στις δυστοπίες αυτών των τριών – κοινό τους στοιχείο είναι ότι τη θεωρούν επικίνδυνη στην ολιστική της μορφή για τις κοινωνίες που περιγράφουν]