Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Ένα δίκτυο, μα ποιο δίκτυο;


[Αναδημοσίευση του άρθρου μου στην "Εποχή", 28/2/2021]

Πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στον τύπο ένα κείμενο με τίτλο «Δίκτυο Βιβλιοθηκών – Κέντρων Πολιτισμού». Πρόκειται για ένα πολιτικό κείμενο που υπογράφουν 65 άνθρωποι των βιβλιοθηκών και των γραμμάτων, το οποίο προτείνει την αναγκαία δομική και θεσμοποιημένη συνεργασία των οργανισμών πολιτισμού με επίκεντρο τις βιβλιοθήκες και τη χρηματοδότησή του από πόρους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Ένα πολιτικό κείμενο περιγράφει με πολιτικούς όρους τα δεδομένα της στιγμής, τους οραματικούς στόχους και τα μέσα για την επίτευξή τους και εκφράζει σαφείς κι ενιαίες ιδεολογικές απόψεις, είτε ατομικές, είτε συλλογικές - στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί προϊόν συλλογικής επεξεργασίας. Το κείμενο δεν το έχουν συντάξει τα επιστημονικά όργανα της κοινότητας των βιβλιοθηκονόμων, τα συνδικαλιστικά όργανα των συγγραφέων ή των εκδοτών, το τμήμα πολιτισμού κάποιου κόμματος, ούτε καν το υπογράφουν αυτούσια οι συλλογικότητες αυτές, αλλά 65 άνθρωποι των βιβλιοθηκών και των γραμμάτων.

Τα δίκτυα και οι συνεργασίες δεν είναι μόνο μια αυτονόητη συνθήκη στις σύγχρονες πλαισιώσεις της παραγωγής, συγκέντρωσης, οργάνωσης και παροχής του πολιτιστικού προϊόντος, η οποία αποσκοπεί στη παροχή σε κάθε δέκτη ποιοτικότερων πολιτιστικών υπηρεσιών, αξιοποιώντας τα σύγχρονα εργαλεία της τεχνολογίας και της επικοινωνίας. Είναι επίσης μια πράξη άμυνας των οργανισμών του πολιτισμού να αντιμετωπίσουν διά της μεταξύ τους συνεργασίας την καχεκτική, ολοένα καχεκτικότερη, χρηματοδότησή τους από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Η δε συνεργασία συχνά γίνεται και με τον ιδιωτικό τομέα, χορηγικό ή επενδυτικό. Γκαλερί, Βιβλιοθήκες, Αρχεία και Μουσεία (G.L.A.M) γίνονται ευέλικτοι και έτσι ευάλωτοι οργανισμοί στην οικονομική εκμετάλλευση του πολιτιστικού αγαθού που διαφυλάσσουν και προσφέρουν. Η ομογενοποίηση αυτή διευκολύνει την παραγωγή ενιαίων πολιτικών στη διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών. Ανάλογα με τα κίνητρα, μια τέτοια διευκόλυνση μπορεί να είναι ωφέλιμη ή ολέθρια.

Η πρόταση των 65 έχει ορισμένα κενά και αδυναμίες. Δεν αποτυπώνει τις συνθήκες του παρόντος και δεν καταγράφει τους λόγους που οι συνεργασίες των βιβλιοθηκών δεν άφησαν καθοριστικό αποτύπωμα όλα αυτά τα χρόνια. Χρειάζεται λοιπόν να προσπαθήσουμε να θέσουμε στο διάλογο που γίνεται σημεία που φαίνονται να είναι καθοριστικά. Οι δημοτικές, δημόσιες, νοσοκομειακές, σχολικές, ερευνητικές, παιδικές, ακαδημαϊκές, ειδικές κ.α. βιβλιοθήκες της χώρας δεν επιδιώκουν μόνο χρηματοδότηση και στελέχωση, αλλά έχουν ανάγκη τη συνολική θεσμική και πολιτική φροντίδα του κράτους. Οι βιβλιοθήκες δεν είναι ούτε «ουδέτεροι», ούτε «φιλικοί» χώροι όπως λέει το κείμενο, κι αυτή η αντίρρηση δεν υπερασπίζεται κάποια «μονομέρεια» ή της «επιθετικότητα», αλλά στη θέση των δύο επιθέτων προτιμά τους χαρακτηρισμούς «αταξικοί» και «ελεύθεροι» χώροι. Οι βιβλιοθήκες είναι ναοί της διαλεκτικής, περιέχουν τον διατυπωμένο λόγο και αντίλογο, αλλά και το μη διατυπωμένο ακόμη σπόρο της επόμενης θέσης και αντίθεσης στην ερμηνεία και την κατανόηση του κόσμου μέσα από την επιστήμη και την τέχνη. Είναι χώροι δομικά και βαθιά δημοκρατικοί καταρχάς γιατί χωρίς προκαταλήψεις αφήνουν κάθε λουλούδι να ανθίσει στο περιβόλι τους, αλλά και κάθε μέλισσα να έρθει να το τρυγήσει.

Σωστά (αν και σχεδόν διεκπεραιωτικά) το κείμενο εντοπίζει τόσο το πρόβλημα της υποστελέχωσης, όσο και της υποχρηματοδότησης. Τείνουμε να θεωρήσουμε την υπο/μη χρηματοδότηση και την υπο/μη στελέχωση των βιβλιοθηκών ως προϊόντα της πολιτικής/κυβερνητικής αδιαφορίας, και είναι, αλλά εκ του αποτελέσματος θα πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: η υποχρηματοδότηση και η μη στελέχωσή των βιβλιοθηκών με επαρκές ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί κρατική προληπτική λογοκρισία. Αυτό για το οποίο χρειάζεται να παλέψουμε είναι πρώτιστα η επίλυση των δομικών προβλημάτων που ταλαιπωρούν τους χώρους αυτούς. Οι βιβλιοθήκες πρέπει να έχουν χώρους, περιεχόμενο και ανθρώπους. Από μόνη της αυτή η στόχευση είναι πλέον σχεδόν επαναστατική! Έπειτα πρέπει να συνδεθούν με τους χώρους που παράγουν και υπηρετούν την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και την οικονομία. Και ύστερα να δούμε πόσους πολλαπλασιαστές μπορούμε να συστρατεύσουμε στο σκοπό αυτό. Ένας από αυτούς είναι η δικτύωση.

Η δικτύωση που προτείνει το κείμενο υπήρχε κάπως χοντροκομμένη και στο πρόγραμμα πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ το 2014, αλλά αποτελεί και ζητούμενο χρόνια τώρα του χώρου των βιβλιοθηκονόμων, εκφρασμένο θεσμικά από τα επιστημονικά όργανα ή τις διασκέψεις για την πολιτική βιβλίου που έγιναν στο παρελθόν. Η δικτύωση δεν έρχεται να αντικαταστήσει την κρατική ολιγωρία. Δεν θέλουμε όλες τις ελληνικές βιβλιοθήκες σε ένα δίκτυο για να κάνουμε οικονομία σε όσα θα δαπανήσουμε, ούτε για να κρύψουμε κάτω από το χαλί τις τρομακτικές ελλείψεις εργαζομένων και περιεχομένου σε αυτές.

Θέλουμε το δίκτυο βιβλιοθηκών όχι σαν επιταχυντή, αλλά σαν αναγκαίο ενισχυτή της φωνής και του ρόλου τους. Θέλουμε δίκτυο εσωτερικό και εξωτερικό: ο βιβλιοθήκες μεταξύ τους και οι βιβλιοθήκες σε σχέση με τους παραγωγούς και παρόχους υπηρεσιών και προϊόντων πολιτισμού, τέχνης και γνώσης. Η εσωτερική δικτύωση μοιάζει εύκολη, αλλά δεν είναι, γι’ αυτό και όποιες προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι τώρα, απέβησαν εν μέρει άκαρπες ή έστω όχι αρκούντως γόνιμες ή τελοσπάντων με μερική στόχευση… Ανισότητες μεταξύ των βιβλιοθηκών, έλλειψη προσωπικού, προβλήματα επιβίωσης, νομικές αγκυλώσεις, έλλειψη βούλησης των διοικήσεών, η προϊούσα μιζέρια από τη φυτοζωία, καισαρισμοί, αποσπασματικότητα και απουσία κεντρικού σχεδιασμού είναι κάποιοι από τους επιβραδυντές ή ανασχετικούς παράγοντες όποιων προσπαθειών έγιναν στο παρελθόν. Αν δεν αναγνωρίσουμε τους λόγους της μέχρι τώρα αποτυχίας, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε ή να προτείνουμε κάτι καινούργιο.

Η εξωτερική δικτύωση έχει κι αυτή τα ζητήματά της: πρέπει να διερευνήσουμε το είδος των φορέων, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους, τη θέλησή τους, τους όρους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συνεργασίας. Να εξασφαλίσουμε ότι υπάρχει κεντρική πολιτική βούληση για συνεργασία. Θέλει, ας πούμε, το Υπουργείο Παιδείας παρουσία και δράση των βιβλιοθηκών στα σχολεία; Πώς στηρίζει μια τέτοια συνεργασία, πώς την εντάσσει στην εκπαιδευτική πράξη;

Ο ρόλος της βιβλιοθήκης στην εκπαίδευση δεν είναι «υποστηρικτικός» της εκπαιδευτικής πράξης, ο βιβλιοθηκονόμος δεν συμπληρώνει τον εκπαιδευτικό. Η βιβλιοθήκη ανατρέπει το μοντέλο της εκπαίδευσης που εφαρμόζουμε: η βιβλιοθήκη πολεμά τη μονοκρατορία του σοφού διδάσκοντα που κατέχει την απόλυτη γνώση. Γιατί η βιβλιοθήκη δεν έχει όρια, ο άνθρωπος έχει. Αν θέλουμε συνεργασία βιβλιοθηκών και εκπαιδευτικού συστήματος θα πρέπει να έχουμε στο νου μας πως αναπόφευκτα θα πρέπει να αλλάξουμε το μοντέλο της εκπαίδευσης που εφαρμόζουμε, βάζοντας στο κέντρο τη βιβλιοθήκη και τον εκπαιδευτικό ως συμπληρωματικό της. Επομένως και η εξωτερική δικτύωση έχει να αντιμετωπίσει πολλαπλές ταχύτητες, αλλοπρόσαλλες και αντικρουόμενες προσδοκίες, αντιλήψεις, στοχεύσεις, (α)προθυμίες, δυνατότητες, αγκυλώσεις.

Τι κάνουμε λοιπόν με το κείμενο των 65; Αδιαφορούμε, επιμένοντας στις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις μας; Αφήνουμε τη συνεργασία των βιβλιοθηκών και των οργανισμών του πολιτισμού στην τύχη της κρατικής αδιαφορίας, τους αυτοσχεδιασμούς και τις (αρπακτικές) διαθέσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου; Η παρούσα αφορμή που μας θέτει η «Πρωτοβουλία» αφορά καταρχάς την ένταξη της αναγκαίας δικτύωσης στο «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» και τη «Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού», αναμφίβολα κρίσιμη και επιβεβλημένη και χωρίς όλη την υπόλοιπη κουβέντα. Η Πρωτοβουλία μας κινητοποιεί σε κριτική συστράτευση χωρίς αποκλεισμούς, φατριασμούς και στενόμυαλες προσεγγίσεις. Πρέπει να συναντήσουμε Γκαλερί, Αρχεία και Μουσεία στον προβληματισμό μας, να συνεργαστούμε με εκδότες, συγγραφείς, πανεπιστήμια, εκπαιδευτικούς συγκροτώντας ένα μίνιμουμ κοινών στόχων. Ένα δίκτυο, όποιο δίκτυο, δεν είναι απλά ένα πλέγμα σχέσεων, υπηρεσιών και αλληλεπιδράσεων. Είναι πρώτα και κύρια οι σταθμοί του. Πρέπει να μιλήσουμε με τους σταθμούς!

Ο σχεδιασμός ενός δικτύου βιβλιοθηκών – κέντρων πολιτισμού, πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι οφείλει:

- Να υπηρετεί την απρόσκοπτη, ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση για κάθε κάτοικο, πολίτη, διαμένοντα στη χώρα μας σε όλο το διαθέσιμο υλικό και τις υπηρεσίες των βιβλιοθηκών και των κέντρων πολιτισμού.

- Να πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες, το υλικό και τις υπηρεσίες που παρέχονται σήμερα από αυτούς τους χώρους μέσω της γενναίας αύξησης της χρηματοδότησης και της γενναίας στελέχωσής τους με νέο, ειδικευμένο προσωπικό.

- Να δεσμευτεί για την θαρραλέα θεσμική θωράκιση του εγχειρήματος, την αντιμετώπιση των θεσμικών αγκυλώσεων που υπάρχουν.

- Να ενιαιοποιήσει τη διοικητική πανσπερμία όλων των βιβλιοθηκών κάτω από το ίδιο, ένα, υπουργείο.

- Να ορίσει τον επικεφαλής του δικτύου, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την ενισχυμένη πολλαπλά Εθνική Βιβλιοθήκη, αποσαφηνίζοντας με ποιες συλλογικές διαδικασίες το εγχείρημα θα στελεχώνεται τόσο στο σχεδιασμό, όσο και στην υλοποίησή του στα διάφορα στάδιά του από τα μέλη του δικτύου.

- Να αποσαφηνίσει τα όρια, τους όρους, τους πόρους, τους τρόπους συνεργασίας με τους «εξωτερικούς φορείς»

- Να υπηρετήσει συνθετικά μια ευρύτερη κρατική πολιτική βιβλίου και ανάγνωσης, που επίσης θα έχει κεντρικά σχεδιαστεί σε συνεργασία με την εκπαίδευση, τη δημόσια διοίκηση, τα ΜΜΕ, τους εκδότες, τους συγγραφείς, τους φορείς πνευματικών δικαιωμάτων, τους διάφορους επαγγελματίες του βιβλίου, τα βιβλιοπωλεία κ.ά.