Ήταν ένας άντρας που ζούσε μόνος - μόνος στη δουλειά και στο σπίτι του, μόνος στο κρεβάτι, μόνος στον πόνο του, πριν ανοίξει την πόρτα και αφού την κλείσει μόνος του. Στην αρχή δεν άντεχε τη σιωπή. Τα χρόνια πέρασαν και σιγά-σιγά την αγάπησε. Στο τέλος ήταν ο ίδιος η σιωπή - όλα γύρω του (το ρολόι, η κατσαρόλα, οι τοίχοι, τα όνειρα, τα πουλιά κι ο αέρας) δήλωναν την παρουσία τους με ένα τρίξιμο, μια κραυγή, ένα ψιθύρισμα. Εκείνος όχι.
Ένα απόγευμα βγήκε από το σπίτι του γυμνός. Στο δρόμο ο κόσμος τον παρατηρούσε ξαφνιασμένος, τα παιδιά γελούσαν πονηρά, ένας παπάς ξεστόμισε μια προσευχή στον Ύψιστο. Είπαν πως είναι τρελός. Ώρα μετά τον είδαν να φτάνει στο λιμάνι, να στέκεται δίπλα στον κίτρινο κάβο που δένουν τα μεγάλα πλοία. Απέναντί του ο ουρανός μπερδεμένος: σύννεφα και ναυαγισμένες μέρες, μια χαίνουσα πληγή. "Είμαι νεκρός, νεκρόοοοος" φώναξε και βούτηξε στο νερό και χάθηκε μέσα στη νύχτα που σκέπαζε σαν τη σιωπή σιγά-σιγά τον κόσμο.
***
ο πίνακας είναι του Νίκου Εγγονόπουλου
***
ο πίνακας είναι του Νίκου Εγγονόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου