Δικαιούσαι λοιπόν να είσαι ευτυχισμένος; Όταν όλοι γύρω σου
δυστυχούν, εσύ μπορείς να είσαι ευτυχισμένος; Όταν γύρω σου κάποιοι απελπίζονται,
μπορείς εσύ να στέκεσαι όρθιος; Είναι η ευτυχία κατά μόνας ηδονή; Σαν πετύχει η
ευτυχία σου, τύφλα να ‘χει η ευτυχία των άλλων; Και τελοσπάντων, την έχεις
θωρακίσει την ευτυχία σου; Ή μήπως την υπερασπίζεσαι ρε φίλε μόνο και μόνο για
να μην τη μολύνεις στη δυστυχία των άλλων; Γιατί τότε πολύ επίφοβη βλέπω να είναι,
και εύθραυστη η ευτυχία σου. Και τι την κάνεις; Γονιμοποιείς κάτι με την ευτυχία
σου ή απλώς επιβιώνεις σκεπασμένος με αυτήν; Νομίζω πως οι δυστυχείς είναι λιγότερο
μόνοι όσο περισσότεροι γίνονται. Οι ευτυχείς όσο λιγοστεύουν τόσο πιο τσιγγούνηδες
γίνονται, σπαγκοραμμένοι, τσιφούτηδες. Επίσης έχω διαπιστώσει πως όσο περισσότερη
είναι η ευτυχία, τόσο πιο εύκολα κρύβεται. Η δική σου ευτυχία φίλε μου είναι
μικρή και φαίνεται, φαίνεται που αγωνιά μην μικρύνει κι άλλο, μην χαθεί, είναι
φοβισμένη ευτυχία, είναι μια ευτυχία που εν τέλει δυστυχεί. Να τη χαίρεσαι λοιπόν
τη δυστυχισμένη ευτυχία σου- να ξέρεις, όχι για πολύ. Αν όμως επέλεγες φίλε μου
να τροφοδοτείς με την ευτυχούλα σου την ελπίδα των άλλων, αν χρησιμοποιούσες τη
δύναμη που σου δίνει για να παλέψεις για την ευτυχία των άλλων;
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη λευκή και στρόγγυλη πέτρα
σε μια παραλία. Τις νύχτες με πανσέληνο όταν οι άλλες πέτρες αφηγούνταν ιστορίες,
εκείνη καθόταν ξέχωρα και θαύμαζε κοιτώντας ψηλά. «Τι κοιτάς;» την ρωτούσαν; «Δεν
κοιτώ. Καθρεπτίζομαι» τους απαντούσε. Με τα χρόνια τη συνήθισαν και έπαψαν να
ασχολούνται με την ψηλομύτα λευκόπετρα, πόσο μάλλον που συνέχεια μονολογούσε
πως η θέση της δεν είναι ανάμεσά τους, αλλά εκεί ψηλά, για να την βλέπουν όλοι.
Μια μέρα μια κυρία περπατώντας στην παραλία πρόσεξε τη μεγάλη
πάλλευκη πέτρα, την έπιασε στα χέρια της και χαρούμενη είπε στο παιδί της: «θες
να την πάρουμε στο σπίτι;». Την πήραν και την έβαλαν σε ένα ράφι στη βιβλιοθήκη.
Πόσο ευτυχισμένη ήταν λευκόπετρα που πια όλοι θα τη θαύμαζαν, που βρήκε επιτέλους
μια θέση μοναδική για εκείνη. Δεν την ένοιαζε καθόλου που δεν θα έβλεπε τη σελήνη
στον ουρανό.
Τα χρόνια πέρασαν, οι άνθρωποι μεγάλωσαν, η κυρία πέθανε, το
σπίτι γέρασε και ερήμωσε, και η βιβλιοθήκη γέμισε βιβλία. Η πέτρα μας καθόταν
στριμωγμένη και σκονισμένη πια σε ένα ράφι. Ένα απόγευμα το παιδί που είχε γίνει
άντρας ήρθε να αδειάσει το σπίτι. Τα έπιπλα θα πήγαιναν σε ένα ίδρυμα, τα βιβλία
σε μια βιβλιοθήκη, ό,τι άχρηστο θα πήγαινε στα σκουπίδια. Το χέρι του την έπιασε,
την κοίταξαν τα μάτια του δακρυσμένα, τα πόδια του τον οδήγησαν στη βεράντα του
σπιτιού, το στόμα του είπε «α, ρε μάνα» κι ύστερα… ύστερα ο άντρας την πέταξε
με δύναμη μακριά στην παραλία.
Αν θεωρείς φίλε μου πως προβλεπόμενα τα παραμύθια τελειώνουν
καλά, είναι γιατί εν τέλει όλα συναντούν κάποια στιγμή την αλήθεια τους. Έτσι
και η λευκόπετρα. Τσακισμένη από την πτώση, αδιάφορη γι’ αυτό και λυτρωμένη από
το πάθος της, έζησε για αιώνες μαζί με τις άλλες πέτρες, και κάτι νύχτες με φεγγάρι
που την έλουζε το φως, αφηγούνταν ιστορίες πιο ευτυχής από ποτέ γιατί δεν ήταν
μόνη.
*το κείμενο είναι αφιερωμένο στο Γρηγόρη στ. Το αρκουδάκι της φωτογραφίας είναι 34 χρόνων.
4 σχόλια:
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, Γιώργο!
Είναι πολύ όμορφο το κείμενο γιατί είναι γραμμένο από ευτυχισμένο άνθρωπο. Δεν χρειάζεται ενοχές η ευτυχία. Ούτε απολογίες χρειάζεται, γιατί είναι πηγή δύναμης κι η δύναμη-αυτή της προσφοράς-πάντα λείπει.
Δεν χρειάζονται ενοχές όταν είσαι καλά και χαμογελάς.
Αν δεν είσαι καλά, πού να βρεις τη δύναμη να βοηθήσεις τον εαυτό σου πρώτα και μετά τους άλλους;
Άλλωστε, πόσο θα κρατήσει και -η υποτυπώδης έστω- ευτυχία, τη στιγμή που "Τα πάντα ρει";
Θυμάμαι στο "Όνομα του ρόδου" τις σελίδες για την ευτυχία, που λένε πόσο χρήσιμο είναι το γέλιο για να διαλύει το φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο, ενώ η θέση της Εκκλησίας για πολλούς αιώνες ήταν πως το να αισθάνεται κάποιος ευτυχισμένος ήταν έργο του σατανά.
κ.κ.
@γρηγόρης στ.: να 'σαι καλά βρε, ν' ανάβεις σκέψεις και προβληματισμούς...
@Nefosis: έχεις δίκιο, αλλά πες μου ότι δεν έχεις νοιώσει άβολα για την ευτυχία σου...
@κκ: πώς τα κατάφερε έτσι πάντως και η εκκλησία... θα μου πεις τόσους αιώνες άντεξε...
Δημοσίευση σχολίου