Αυτές οι μέρες είναι σαν κάδοι σκουπιδιών που αδειάζουν. Χρήσιμες
βέβαια αφού έρχεται η ώρα να αποφασίσεις ποιους θα αφήσεις- έχοντας διαλέξει
καιρό τώρα με ποιους θα πας.
Όμως οι άνθρωποι που κάνουν πίσω, που σταματούν ή που αρνούνται
να ξεκινήσουν όπως και να είναι σε καθυστερούν, είναι άγκυρες που το φευγιό σου
αφήνει στο βυθό. Ξεκολλούν από πάνω σου και παίρνουν βίαια μαζί τους κάποιο
κομμάτι από τα πλευρά σου. Κι εδώ που τα λέμε δεν είναι πως εσύ τους αφήνεις πίσω,
αλλά πως αυτοί σε αφήνουν μπροστά. Είναι λιπόψυχα βαρίδια, φίλοι, συγγενείς,
συνάδελφοι.
Λέει κάπου ο Σεμπρούν πως την ιστορία δεν τη γράφουν οι λαοί,
τη γράφουν οι κυρίαρχες μειοψηφίες, στην Αριστερά τις λένε «επαναστατική πρωτοπορία»,
στη Δεξιά, «φυσική ηγεσία». Σκέφτομαι πως τελικά την ιστορία την υποβάλλουν οι
σιωπηλές πλειοψηφίες, αυτές κινούν τον κόσμο. Δεν κινούνται οι ίδιες, δεν
επαναστατούν, δεν ανατρέπουν. Εξωθούν όμως τα πιο δραστήρια μέλη της κοινωνίας
να αντιδράσουν, να αλλάξουν και να καούν. Και ύστερα αυτές οι πλειοψηφίες θα κάτσουν
πάνω στον τάφο τους και θα ανάψουν τσιγάρο. Εις ανάμνησιν της φλόγας που αλλάζει
τον κόσμο.
Ας είναι.
Κυριακή βράδυ και η τηλεόραση δείχνει για πολλοστή φορά την
ελληνική ταινία «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Στην άκρη άλλης μιας
εξουθενωτικής εβδομάδας καθόμαστε οικογενειακώς να τη δούμε. Πολλές ατάκες της υπάρχουν
σε αυτό που θα λέγαμε «οικογενειακό κώδικα». Η καλή μου είναι μια δυναμική γυναίκα,
ένα κυρίαρχο χαμόγελο, κι αυτό που θα έλεγε κανείς «ένας άνθρωπος που πιάνει τη
ζωή από τα μαλλιά». Έχει όμως αυτές τις ιδιαίτερες αμυχές μιας παράδοξης
ευαισθησίας που όποτε τις διαπιστώνω τρελαίνομαι από πάθος. Είναι οι τελευταίες
σκηνές του φιλμ: ο Αντωνάκης επιστρέφει στο σπίτι που κατεδαφίζεται. Αναπολεί τις
στιγμές που έζησε με την Ελενίτσα του βλέποντας τα άδεια δωμάτια και τους σημαδεμένους
τοίχους. Εκεί ήταν το κρεβάτι, πιο πέρα ο «θερμοσίφουνας», το κομοδίνο, η ντουλάπα.
Όλα αφήσαν πίσω τους το σημάδι της παρουσίας. Ακούμε μύτη να σφυρίζει και γυρίζουμε
το βλέμμα με τον Κωστή προς τη μάνα του: τα μάτια της είναι πνιγμένα στα δάκρυα.
Θέλω να την πιάσω, να τη φιλήσω να της πω «μην στεναχωριέσαι, δεν πειράζει που
μένουν πίσω οι άνθρωποι, που λιποψυχούν. Εμείς πρέπει να πάμε μπροστά». Προτιμώ
να την εμπαίξω, είναι και το παιδί μπροστά. «Μωρέ… δεν μπορώ να βλέπω ανθρώπους
να χωρίζουν» μας απαντάει.
Ξαπλώνουμε. Και παίρνω πάλι να διαβάσω τη Γώγου. Διαβάζω τα «τρία
κλικ αριστερά». Λέει κάπου: «Δεν ξέρω τι ν’ αγοράσω για να μην γίνω συνεργός. Καταλαβαίνεις;»
12 σχόλια:
Και στην τελευταία ακριβώς σκηνή είναι που έχουν εξαφανιστεί όλοι αυτοί και αυτές που θα άλλαζαν τη ζωή του Αντωνάκη και της Ελενίτσας. "Τα είπαν και τα συμφωνήσαν", αλλά δεν ξέρω αν τους είχαν αφήσει να μιλήσουν καν ως τότε.
Πέρα από το ίδιο το περιεχόμενο, χαίρομαι πολύ το ζύγισμα που καταφέρνεις. Και το δέσιμο...
;-)
@γρηγόρης στ.: πολυεστιακή η τέχνη, αναμφίβολα...
@τσαλαπετεινός: φορμαλιστής κι εσύ, έτσι;
ενταξει γραφεις τετοια κ ρουφαω κ εγω τη μυτη μου τωρα κ ειμαι κ στην δουλεια :(
@Krotkaya: κι έχεις και φιλοξενούμενους στο σπίτι... απαπά :)
Όχι, τη συγκίνηση πήγα να κρύψω.
;-)
Κι εγώ αυτό της Κατερίνας το αναρωτιέμαι διαρκώς
Μήπως η γυναίκα σας είναι απλά Ζυγός; (πολύ ωραίο κείμενο, ειδικά το πρώτο μισό, θα μπορούσε να τελειώνει κι εκεί χωρίς να του λείπει κάτι)
Αυτό το "Ξεκολλούν από πάνω σου και παίρνουν βίαια μαζί τους κάποιο κομμάτι από τα πλευρά σου." Πόσο εύστοχο Γιώργο.
@Τσαλαπετεινός: προβολή πρέπει να το λένε αυτό οι ψυχολόγοι.
@Σταυρούλα: η Γώγου είναι πολύ καλύτερη ποιήτρια από όσο νόμιζα
@Ανώνυμος/η: Λέων. Έχεις δίκιο για το πρώτο μισό. Νομίζω πάντως, κι αυτό μιμείται το κείμενο, πως στη ζωή πάντα ή κάτι θα περισσεύει ή θα λείπει ;)
@Nefosis: Μιλάει η εμπειρία, ακούει η εμπειρία...
Ήθελες να τη φιλήσεις ,αλλά προτίμησες να την εμπαίξεις.Εκρυψες τη συγκίνησή σου. Ηταν και το παιδί μπροστά..
Πρέπει να προσπαθούμε να ξεχωρίζουμε νοοτροπίες, συμπεριφορές, ήθη τα οποία πια μας βαραίνουν. Αυτά εμείς τα απορρίπτουμε και θέλουμε να πείσουμε και τους άλλους να τα αφήσουν πίσω. Δεν απορρίπτουμε όμως,μαζί τους και ανθρώπους, φίλους , συγγενείς συνάδελφους, ένα μέρος των οποίων αργα ή γρήγορα θα το νοσταλγήσουμε.
Αν τους απορρίψουμε σκληραίνουμε απάνθρωπα, χωριζόμαστε όχι μόνο απο τους άλλους αλλά άθελά μας, και από ένα κομμάτι του εαυτού μας , απομονωνόμαστε και στο τέλος καιγόμαστε μόνοι.Ίσως καθόλου άσκοπη η θυσία. Αλλά καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας ότι έτσι έιναι.
Πολύ όμορφο το κείμενό σου.
@MEGLIOGIOVENTU: Πάντως δεν είναι και εύκολο (για να μην πω πως ώρες μοιάζει άσκοπο) να κουβαλάς τα βαρίδια στην όποια καθημερινή προσπάθεια. Ο όποιος αγώνας σου τότε είναι διπλά δύσκολος και κοπιώδης και το κόστος σε αντοχές μεγάλο.
Δημοσίευση σχολίου